Σώμα Σηματοδότησης (Στρατός των ΗΠΑ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σώμα Σηματοδότησης του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών
Το έμβλημα του Σώματος
Ίδρυση21 Ιουνίου 1860
Χώρα ΗΠΑ
Ρόλοςδιαχείριση πληροφοριακών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων
ΥπαγωγήΣτρατός Ξηράς των ΗΠΑ
ΑρχηγείοΦορτ Γκόρντον, Τζόρτζια, ΗΠΑ
ΡητόPro Patria Vigilans
Χρώματαπορτοκαλί και λευκό
Διακριτικά
Κλαδικό σύμβολο
Συνταγματικό σύμβολο

Το Σώμα Σηματοδότησης του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών (αγγλικά: United States Army Signal Corps‎‎) δοκιμάζει, αναπτύσσει, παρέχει και διαχειρίζεται την υποστήριξη των τηλεπικοινωνιακών και πληροφοριακών συστημάτων για λογαριασμό της διοίκησης των των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1860 ως κλάδος του Αμερικανικού Στρατού Ξηράς από τον ταγματάρχη Άλμπερτ Τζ. Μάιερ, και είχε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, είχε την αρχική ευθύνη για διάφορες λειτουργίες και νέες τεχνολογίες, τις οποίες επί του παρόντος διαχειρίζονται άλλοι οργανισμοί. Σε αυτές περιλαμβάνονται η στρατιωτική νοημοσύνη, οι προγνώσεις του καιρού και η αεροπορία.

Αεροπορικά τμήματα του σώματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αεροπορικές επιχειρήσεις του σώματος ξεκίνησαν την 1η Αυγούστου 1907, όταν ιδρύθηκε ένα Αεροναυτικό Τμήμα, όπου ένας αξιωματικός ορίστηκε να μελετήσει το αεροπλάνο και τις δυνατότητες του για στρατιωτικές χρήσεις. Το τμήμα απέκτησε το πρώτο του αεροσκάφος, το Wright Flyer IV στις 2 Αυγούστου 1909. Οι δύο κυβερνήτες Φρανκ Λαμ και Μπέντζαμιν Φουλουά εκπαιδεύτηκαν από τον Γουίλμπουρ Ράιτ και έγιναν οι πρώτοι κυβερνήτες του σώματος.[1]

Στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το αεροναυτικό τμήμα επεκτάθηκε και μετονομάστηκε σε Αεροπορική Μεραρχία (Airplane Division). Όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν στον πόλεμο στις 6 Απριλίου 1917, το σκέλος της αεροπορίας αποτελούνταν από 131 αξιωματικούς εκ των οποίων οι 75 ήταν εκπαιδευμένοι πιλότοι. Ο πρόεδρος Ουίλσον υπέγραψε διάταγμα στις 24 Ιουλίου 1917 με το οποίο χορήγησε 640 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά αεροσκαφών. Μιας και η ποιότητα της εγχώριας παραγωγής ήταν υποδεέστερη αυτής της Ευρώπης, τα περισσότερα αεροσκάφη αγοράστηκαν από την Αγγλία ή κατασκευάστηκαν με άδεια στις ΗΠΑ. Στις 11 Νοεμβρίου 1918 το αμερικανικό αεροπορικό τμήμα αποτελούνταν από 45 ιπτάμενες μεραρχίες στο μέτωπο και πολλούς Αμερικανούς πιλότους στις πολεμικές αεροπορίες της Βρετανίας και της Γαλλίας. Μετά τη λήξη του πολέμου η αμερικανική αεροπορική βιομηχανία άρχισε να φτάνει την ευρωπαϊκή και αεροσκάφη άρχισαν να παράγονται για την αεροπορία. Στις 20 Μαΐου 1918 το αεροπορικό τμήμα αποσπάστηκε από το σώμα σηματοδότησης και ονομάστηκε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (Army Air Service, AAS). Το 1920 κατά την αποστράτευση των ενόπλων δυνάμεων η Αεροπορική Υπηρεσία αποτελούνταν από 195.000 στρατιωτικούς οι οποίοι στη συνέχεια μειώθηκαν σε 1.156 αξιωματικούς και 16.000 στρατιωτικούς. Μέσα σε λίγα χρόνια το προσωπικό μειώθηκε περαιτέρω φτάνοντας στους 8.000 στρατιωτικούς. Το 1926 αποφασίστηκε η αναμόρφωση της Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατού σε Σώμα Αεροπορίας Στρατού (Army Air Corps, AAC) με προσωπικό 16.000 ανδρών και 1.800 αεροσκαφών.[2][3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Linden, Robert Van Der (2016). Milestones of Flight: The Epic of Aviation with the National Air and Space Museum. Washington: Voyageur Press. σελ. 16. ISBN 9780760350270. 
  2. The U.S. Air Service in World War I, Volume IV: Postwar Review. Washington: DIANE Publishing. 1979. σελ. 200. ISBN 9781428916074. 
  3. Raines, Rebecca Robbins (1996). Getting the message through: A Branch History of the U.S. Army Signal Corps. Washington: Government Printing Office. σελ. 430. ISBN 9780160872815. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]