Σύστημα ελέγχου πρόσφυσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ενδεικτική λυχνία στον πίνακα οργάνων που δείχνει ενεργοποίηση και επέμβαση του συστήματος ελέγχου πρόσφυσης, αν και σε άλλα αυτοκίνητα μπορεί να σημαίνει ενεργοποίηση και επέμβαση του ESP.

Το Σύστημα Ελέγχου Πρόσφυσης, ή στα αγγλικά Traction Control System (TCS), είναι ένα μέρος του εξοπλισμού ενεργητικής ασφάλειας των σύγχρονων αυτοκινήτων. Η λειτουργία του είναι συμπληρωματική με το Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών (ABS) και έχει ως σκοπό την πρόληψη του σπιναρίσματος των τροχών, δηλαδή της απώλειας πρόσφυσης σε τυχόν υπερβολική ταχύτητα ή έντονη επιτάχυνση, υπό συνθήκες μειωμένης πρόσφυσης (βροχή, χιόνι, πάγος ή λάδια στο οδόστρωμα).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1971, η εταιρεία Buick του ομίλου της General Motors εισήγαγε ένα σύστημα ελέγχου πρόσφυσης που ονομαζόταν επίσημα «MaxTrac», από το Maximum Traction / Μέγιστη Πρόσφυση. Ήταν εξοπλισμένο με κατάλληλους αισθητήρες και ένα σύστημα υπολογιστή που μπορούσε να ανιχνεύσει το σπινάρισμα των τροχών και να κατανείμει ανάλογα την ισχύ στον πίσω άξονα.[1] Το «MaxTrac» ήταν αποκλειστικό στην Buick (Μπιούικ) και διαθέσιμο ως έξτρα αξεσουάρ σε όλα τα μεγάλα μοντέλα Buick πλήρους μεγέθους (Riviera, Estate Wagon, Electra 225, Centurion και LeSabre). Λιγότερο επιτυχής προσπάθεια ήταν το Traction Monitoring System / Σύστημα Παρακολούθησης Πρόσφυσης (TMS) της Cadillac, αν και ανήκει επίσης στον ίδιο όμιλο, το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά στην Cadillac Eldorado το 1979, καθώς εισέπραξε αρνητικά σχόλια για μεγάλη καθυστέρηση στην ανταπόκριση και υψηλή ευαισθησία σε λάθη. Ωστόσο, τα προαναφερθέντα συστήματα δεν ήταν έλεγχος πρόσφυσης με τη σημερινή προσέγγιση, αλλά απλώς ένα ηλεκτρονικά ελεγχόμενο διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης.

Το 1986, η Mercedes-Benz εισήγαγε το πρώτο σύστημα ελέγχου πρόσφυσης με τη σημερινή τεχνολογική έννοια σε αντίτυπα της σειράς Mercedes-Benz S-Class W126 που είχαν κινητήρα V8.

Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιλαμβάνει τα ίδια εξαρτήματα με το ABS και έναν επιπλέον αισθητήρα μέτρησης της διαφοράς ταχύτητας μεταξύ των τροχών, τα αποτελέσματα του οποίου ελέγχονται από την ίδια Κεντρική Ηλεκτρονική Μονάδα Ελέγχου που ελέγχει και το ABS. Η μονάδα αυτή επεξεργάζεται τα σήματα που λαμβάνει από τον επιπρόσθετο αισθητήρα και αν διαπιστώσει ότι η διαφορά ταχύτητας μεταξύ των τροχών υπερβεί κάποιο συγκεκριμένο όριο, τότε ενεργοποιεί το φρένο του συγκεκριμένου τροχού ή και τροχών και τον / τους επιβραδύνει.

Λόγω αυτής της ιδιότητάς του, συχνά αναφέρεται και ως Anti-Slip Regulation (ASR) δηλαδή Επιβολή Αντισπιναρίσματος / Αντιολίσθησης. Στα σύγχρονα μοντέλα έχει τη δυνατότητα να επέμβει με έναν ή και περισσότερους από τους εξής τρόπους:

  • Προσωρινή αναστολή της ανάφλεξης σε έναν ή και περισσότερους κυλίνδρους,
  • Μείωση της παροχής καυσίμου σε έναν ή και περισσότερους κυλίνδρους,
  • Φρενάρισμα σε έναν ή και περισσότερους τροχούς,
  • Κλείσιμο της πεταλούδας του γκαζιού,
  • Μείωση της ταχύτητας του στροβιλοσυμπιεστή (turbo) σε όσα μοντέλα τον διαθέτουν,

ώστε να μειώσει ακόμα περισσότερο την ταχύτητα του οχήματος και να προλάβει τον κίνδυνο προτού η κατάσταση φτάσει σε κρίσιμο σημείο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Max Trac». www.buick-riviera.com. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2013. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hans Jörg Leyhausen: Die Meisterprüfung im Kfz-Handwerk 1. 1. 12 Auflage, Vogel Buchverlag, Würzburg, 1991, ISBN 3-8023-0857-3.
  • Karl-Heinz Dietsche, Thomas Jäger, Robert Bosch GmbH: Kraftfahrtechnisches Taschenbuch. 25. Auflage, Friedr. Vieweg & Sohn Verlag, Wiesbaden, 2003, ISBN 3-528-23876-3.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]