Σύστημα ελέγχου αναχώρησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σύστημα Ελέγχου Αναχώρησης)
Στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» το εσωτερικό του κτιρίου - Η Αίθουσα Ελέγχου Εισιτηρίων, Επιβατών και Αποσκευών.
Σειρά από γκισέ check-in της αεροπορικής εταιρίας Lufthansa, στο Αεροδρόμιο Τέγκελ του Βερολίνου.
Συσκευή ελέγχου ογκωδών αποσκευών (bulky baggage inspection machine).

Το Σύστημα ελέγχου αναχώρησης (Departure Control System (DCS)), είναι το σύστημα που χρησιμοποιείται από τις αεροπορικές εταιρίες και τα αεροδρόμια, για το check-in (έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, έλεγχο εισιτηρίου, αποδοχή-ζύγισμα αποσκευών, την έκδοση της κάρτας επιβίβασης κλπ.) Το DCS, συνδέεται με το σύστημα κράτησης θέσεων, όπου του επιτρέπει να ελέγξει, ποιος έχει έγκυρη κράτηση στην συγκεκριμένη πτήση. Χρησιμοποιείται επίσης, για να εισάγει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τα τελωνεία ή τις υπηρεσίες ασφαλείας των συνόρων και να εκδίδουν τα έγγραφα επιβίβασης. Επιπλέον, το DCS, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποστολή φορτίων και τη βελτιστοποίηση της ζυγοστάθμισης (βάρους και ισορροπίας) του αεροσκάφους.

Το Σύστημα Ελέγχου Αναχώρησης (Departure Control System (DCS)), αυτοματοποιεί την επεξεργασία των λειτουργιών διαχείρισης μιας Αεροπορικής εταιρίας στο Αεροδρόμιο. Αυτό περιλαμβάνει τη διαχείριση των πληροφοριών που απαιτούνται για τον έλεγχο αποδοχής (check-in) του επιβάτη και των αποσκευών του στο αεροδρόμιο και στην εκτύπωση της κάρτας επιβίβασης (Boarding card ή Boarding pass), στην επιβίβαση, τον έλεγχο φορτίων και τους ελέγχους των αεροσκαφών.

Σήμερα τα DCS, διαχειρίζονται ως επί το πλείστον (98%) ηλεκτρονικά εισιτήρια μέσω ενδιάμεσων (interfaces) από ένα φάσμα συσκευών όπως γκισέ check-in, online check-in, καρτών επιβίβασης και διαχείρισης αποσκευών μέσω κινητών. Τα DCS είναι σε θέση να εντοπίζουν, να κρατούν και να ενημερώνουν τις κρατήσεις από το ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης θέσεων μιας αεροπορικής εταιρίας για τους επιβάτες, όπου αποθηκεύονται στο λεγόμενο Passenger Name Record (PNR). Το DCS χρησιμοποιείται για την ενημέρωση της κράτησης, συνήθως ως ελεγμένου (checked-in), επιβιβασμένου (boarded), που πραγματοποίησε την πτήση ή άλλο καθεστώς.

Επιπλέον, ένα DCS όλο και περισσότερο, μπορεί επίσης να συνδέεται για ορισμένα ζεύγη πόλεων και με τον μεταναστευτικό έλεγχο (immigration control) για τις θεωρήσεις αδειών εισόδου (visa), τη μετανάστευση και τις λίστες παρακολούθησης των απαγορευμένων επιβατών (passenger no-fly watchlists).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συστήματα DCS που δημιουργήθηκαν στη Βόρεια Αμερική, έχουν ενσωματώσει τις λειτουργίες DCS ως μέρος των συστημάτων κράτησης θέσεων με το check-in που ξεκινούν απευθείας από το PNR. Ο Έλεγχος φορτίου (Load Control) (επίσης γνωστός και ως βελτιστοποίηση της ζυγοστάθμισης [βάρους και ισορροπίας] του αεροσκάφους) στη συνέχεια παρέχεται από μια αυτόνομη εφαρμογή. Τα συστήματα που αναπτύχθηκαν από τις αεροπορικές εταιρίες εκτός της Βορείου Αμερικής, παραδοσιακά έχουν μια ξεχωριστή βάση δεδομένων για το DCS, που απαιτεί τα δεδομένα του επιβάτη να μεταφέρονται από το PNR στα αρχεία του DCS. Τα συστήματα αυτά έχουν μια ολοκληρωμένη ικανότητα ζυγοστάθμισης (βάρους και ισορροπίας).

Τα λεγόμενα DCS «νέας γενιάς» έχουν αναπτυχθεί και εγκατασταθεί από Προμηθευτές, όπως το Amadeus[Σημ. 1][1] και τη SITA,[Σημ. 2][2] ως μέρος του συνολικού ανασχεδιασμού των αεροπορικών συστημάτων επιβατικών υπηρεσιών (Airline Passenger Services Systems). Αυτά τα νέας γενιάς συστήματα, συνήθως χρησιμοποιούν μια κοινή βάση δεδομένων και μια αρχιτεκτονική προσανατολισμένη στις υπηρεσίες, η οποία επιτρέπει στις κρατήσεις, το check-in και τις άλλες υπηρεσίες για να διατηρήσουν μια συνεκτική εικόνα των πληροφοριών του επιβάτη.

Μεγαλύτερα διεθνή αεροδρόμια θα έχουν μια σειρά από DCS ή ένα μεμονωμένο DCS όπου η κάθε συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία μπορεί να ολοκληρωθεί με τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών.

Το 1987 το πρώτο single server -βασισμένο σε υπολογιστή- σύστημα ελέγχου αναχωρήσεων, αναπτύχθηκε από την ICCI - Airline System στο Westlake Village, Καλιφόρνια. Η πρώτη εγκατάσταση έγινε από την Unisys το 1988 για την Aerovias de México στην Πόλη του Μεξικού. (Η Unisys ήταν κάτοχος αδείας μεταπωλητή της ICCI - Airline Systems, όπως ήταν και η IBM.) Η ICCI-DCS είχε προσθέσει επιπλέον 'αεροδρομιακές' ενότητες, με πρώτο το σύστημα απεικόνισης πληροφοριών πτήσης, ακολουθούμενο από το σύστημα σήμανσης (signage system)[Σημ. 3] για τον έλεγχο των γκισέ του check-in / της ηλεκτρονικής σήμανσης της πύλης αναχώρησης. Αυτό το νέο σύστημα, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Φοίνιξ (Αριζόνα) για την America West Airlines, η HP Enterprise Services (EDS) ήταν ο κύριος πωλητής.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το Amadeus είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων θέσεων (ή παγκόσμιο σύστημα διανομής, αφού πωλεί εισιτήρια για πολλαπλές αεροπορικές εταιρίες) ανήκει στον Όμιλο Πληροφορικής του Amadeus, με έδρα στη Μαδρίτη, Ισπανία. Η κεντρική βάση δεδομένων βρίσκεται στο Erding, στη Γερμανία. Τα μεγάλα κέντρα ανάπτυξης βρίσκονται στη Μπανγκαλόρ (Ινδία), στη Sophia Antipolis (Γαλλία) και στη Βοστώνη (Ηνωμένες Πολιτείες). Εκτός από τις αεροπορικές εταιρίες, το CRS χρησιμοποιείται επίσης και για κρατήσεις ταξιδιών με τρένο, κρουαζιέρων ενοικιάσεις αυτοκινήτων, κρατήσεις πορθμείων και δωματίων ξενοδοχείου. Η Amadeus παρέχει επίσης νέας γενιάς συστήματα ελέγχου αναχωρήσεων στις αεροπορικές εταιρίες.
  2. Η SITA (Société Internationale de Télécommunications Aéronautiques), είναι μια πολυεθνική εταιρία τεχνολογίας των πληροφοριών, που παρέχει υπηρεσίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Η εταιρία παρέχει τις υπηρεσίες της σε πάνω από 430 μέλη και 2.800 πελάτες σε ολόκληρο τον κόσμο, που είναι περίπου το 90% της παγκόσμιας αεροπορικής απασχόλησης. Η έδρα της βρίσκεται στη Γενεύη της Ελβετίας.
  3. Τα συστήματα σήμανσης είναι οπτικά συστήματα με γνώμονα τις πληροφορίες, που αποτελούνται από πινακίδες, χάρτες, βέλη, χρωματικά συστήματα-κωδικοποιήσεις, εικονογράμματα και διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Τα συστήματα σήμανσης διαφέρουν από άλλες μεθόδους παρουσίασης πληροφοριών, επειδή συνήθως χρησιμοποιούνται για να καθοδηγήσουν το πέρασμα των ανθρώπων μέσα από το φυσικό κόσμο· οδικές πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο, πινακίδες αναγνώρισης σταθμών του μετρό και αναρτημένες σημάνσεις στο αεροδρόμιο, είναι όλα κοινά παραδείγματα συστημάτων σήμανσης. Η πράξη της παρακολούθησης ενός συστήματος σήμανσης είναι γνωστή ως wayfinding, waysigning ή σήμανση (signposting). Ενώ, οποιαδήποτε συλλογή συσχετισμένων σημάτων μπορεί να θεωρηθεί σύστημα σήμανσης, ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ομάδα σημείων με ένα συνεκτικό σχέδιο και σκοπό. Συχνά έχει τεθεί, σημαντική προσπάθεια, με σκοπό τη δημιουργία μιας ευφυούς παρουσίασης ενός σήματος που θα λαμβάνει υπόψη της, τις επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τις αντιδραστικές ικανότητες του ανθρώπου στα τυπογραφικά στοιχεία και τα χρώματα. Η έρευνα αυτή έχει δημιουργήσει μια αισθητική ορισμένων γραμματοσειρών που χρησιμοποιούνται συχνά (ειδικά τα ανθρώπινα σχέδια sans serif, όπως το Frutiger, τα οποία δημιουργήθηκαν το 1969, για τη σήμανση στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle - CDG του Παρισιού).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Airline IT solutions and Consulting services | Amadeus Altea Suite». Amadeus.com. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2013. 
  2. «Customers». SITA AERO. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2015.