Σύμφωνο μη επιθέσεως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σύμφωνο μη επιθέσεως ονομάζεται μία διακρατική συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών που περιλαμβάνει την υπόσχεση των υπογραφόντων να μην αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον του άλλου.[1]

Αυτού του είδους τα σύμφωνα ήταν δημοφιλής μορφή συμφωνίας στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφαρμογή ενός συμφώνου μη επιθέσεως επαφίεται στην καλή πίστη των μερών. Μεταπολεμικά, υιοθετήθηκαν, άτυπα, οι πολυμερείς συμφωνίες συλλογικής ασφαλείας, όπως ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, κοινώς ΝΑΤΟ, και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ του 1939 μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Ναζιστικής Γερμανίας είναι ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα ενός συμφώνου μη επιθέσεως. Το Σύμφωνο κράτησε μέχρι τη γερμανική εισβολή του 1941 στη Σοβιετική Ένωση γνωστή και ως Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Τέτοια σύμφωνα μπορεί να είναι μια πρόφαση για την εξουδετέρωση μιας πιθανής στρατιωτικής απειλής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Volker Krause, J. David Singer "Minor Powers, Alliances, And Armed Conflict: Some Preliminary Patterns", in "Small States and Alliances", 2001, pp 15-23, (ISBN 978-3-7908-2492-6) (Print) (ISBN 978-3-662-13000-1) (Online) [1]