Σχολή του Μάνχαϊμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στα πλαίσια της επιστήμης της μουσικολογίας, ο όρος Σχολή του Μάνχαϊμ αναφέρεται στις καινοτόμες τεχνικές που υιοθετήθηκαν από την αυλική ορχήστρα της πόλης Μάνχαϊμ, περί τα τέλη του 18ου αιώνα. Παράλληλα, υπό τον ίδιο όρο συγκαταλέγονται και οι συνθέτες οι οποίοι έγραψαν μουσική για την εν λόγω ορχήστρα και συνεπώς το ύφος που αναπτύχθηκε στους κόλπους της.

Ειδικότερα, στις καινοτόμες τεχνικές που πιστώνονται ως επινόηση και «σήμα κατατεθέν» της ορχήστρας, υπήρξε η διαφοροποίηση του μέρους των πνευστών από τα έγχορδα, καθώς και το περίφημο κρεσέντο, η βαθμιαία δηλαδή μεγέθυνση του ήχου από το σύνολο της ορχήστρας. Το γενικό κρεσέντο και οι εν γένει ομαδικές «μουσικές χειρονομίες» (γενικές παύσεις, γενική ελάττωση του ήχου), όπως και οι διάφορες μιμήσεις εν είδει «ειδικού εφέ» (κελάηδισμα πουλιών, «εκτόξευση της ρουκέτας» κλπ.) υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς στη φιλότεχνη τάξη της εποχής, κάτι που καταφαίνεται στα μουσικά έργα της περιόδου.

Ανάμεσα στους συνθέτες που συγκαταλέγονται στη Σχολή του Μάνχαϊμ διακρίνονται οι Γιόχαν και Καρλ Στάμιτς, Φραντς Ξάφερ Ρίχτερ, Κρίστιαν Κάναμπιχ κ.ά. Μέσω του ρεπερτορίου της, η ορχήστρα και ο ιδιάζων για την εποχή τρόπος της, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και εδραίωση άλλων μουσικών σχημάτων, αλλά και επηρέασε σημαντικά την καλλιτεχνική προσέγγιση πολλών συνθετών, όπως τους Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, Λέοπολντ Χόφμαν καθώς και τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, κάτι που αποτυπώνεται κυρίως στα μεταγενέστερα έργα τους.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα η Σχολή του Μάνχαϊμ σταδιακά πέρασε τα τοπικά σύνορα και η επίδρασή της κατέστη εμφανής και στο εξωτερικό, αρχικά στη Γαλλία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.

Στις μέρες μας η Σχολή του Μάνχαϊμ αποτελεί αντικείμενο μελέτης της μουσικολογίας και η αναπαραγωγή του ρεπερτορίου της εμπίπτει στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτελεστικής πρακτικής.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]