Στεφανίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στεφανίτης
Γενικά
Χημικός τύποςAg5SbS4
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα6,26 gr/cm3
Χρώμαγκρίζο έως μαύρο
Σύστημα κρυστάλλωσηςΟρθορομβικό
Κρύσταλλοιπυραμιδικοί (mm2)
Σκληρότητα2,0 έως 2,5
ΣχισμόςΑτελής στο {010}
Θραύσηυποκογχοειδής
Λάμψημεταλλική
Γραμμή κόνεωςμαύρη
Πλεοχρωισμόςασθενέστατος, λευκό έως ελαφρό ροζ
Διαφάνειααδιαφανές

Ο στεφανίτης (αγγλ. stephanite) είναι ορυκτό που από χημικής απόψεως αποτελεί θειοαντιμονιώδες άλας του αργύρου, με μοριακό χημικό τύπο Ag5SbS4 και μοριακό βάρος 789,34. Η περιεκτικότητά του κατά βάρος σε άργυρο είναι 68,8% και σε κάποιες περιπτώσεις έχει οικονομική αξία ως μετάλλευμα από το οποίο εξάγεται αυτό το πολύτιμο μέταλλο.[1] Ο στεφανίτης μοιάζει στην εμφάνιση με τον αργεντίτη (αργυρίτη), τον βουρνονίτη, τον γαληνίτη και με σκουρόχρωμο τετραεδρίτη.

Ιστορικά δεδομένα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ορυκτό αναφέρεται από τον Γκεόργκιους Αγκρίκολα με την ονομασία «μαύρη γη» (γερμ. Schwarzerz) το 1546. Διάφορες άλλες ονομασίες του ήταν «μαύρο μετάλλευμα του αργύρου» (γερμ. Schwarzgultigerz), «εύθρυπτο μετάλλευμα του αργύρου» (Sprödglanzerz) κ.ά.. Η σημερινή ονομασία (stephanite) προτάθηκε από τον Βίλχελμ Καρλ φον Χάιντινγκερ το 1845 προς τιμή του αρχιδούκα της Αυστρίας Στεφάνου (1817-1867) του Οίκου των Αψβούργων-Λωρραίνης. Στη γαλλική βιβλιογραφία αναφέρεται με την ονομασία που του έδωσε ο Φρανσουά Μπεντάν: psaturose, από την αρχαία ελληνική λέξη ψαθυρός, που σημαίνει ακριβώς «εύθρυπτος».[1]

Ιδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συχνά ο στεφανίτης συναντάται ως καλοσχηματισμένοι κρύσταλλοι, στο ορθορομβικό κρυσταλλικό σύστημα, και σε κάποιες περιπτώσεις με ενδείξεις ημιμορφισμού: οι κρύσταλλοι έχουν τη μορφή εξάπλευρου πρίσματος ή επίπεδων φύλλων που καταλήγουν σε μεγάλα θεμελιώδη επίπεδα («παχυπινακοειδείς» κρύσταλλοι), ενώ συχνά είναι τροποποιημένα στα άκρα από πολυάριθμα πυραμιδικά επίπεδα. Η διδυμία στα πρίσματα συναντάται συχνά, δημιουργώντας ψευδο-εξαγωνικές ομάδες όπως εκείνες του αραγωνίτη. Συναντάται επίσης η τριδυμία και η πολυδυμία.

Το χρώμα του ορυκτού είναι σιδηρόμαυρο (μαύρο του σιδήρου) έως γκριζομόλυβδο (γκρίζο του μολύβδου), ενώ η λάμψη του είναι ισχυρά μεταλλική.[1] Αν θερμανθεί σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, παράγει κρότους και εκτινάσσεται. Επίσης λιώνει σχηματίζοντας επάνθημα αντιμονίου και σκούρα γκρίζα κοκκία που όταν πυρωθούν μαζί με σόδα δίνουν κοκκία αργύρου. Διαλυόμενος σε αραιό αλλά θερμό νιτρικό οξύ, ο στεφανίτης διασπάται σε θείο και οξείδιο του αντιμονίου. Σε ορισμένες τοποθεσίες ο στεφανίτης αποτελεί σημαντικο μετάλλευμα του αργύρου.

Μέρη όπου συναντάται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεφανίτης ανευρίσκεται μαζί με άλλα ορυκτά του αργύρου σε υδροθερμικές φλέβες.[1] Γενικότερα, ορυκτά με τα οποία σχετίζεται (ανευρίσκεται μαζί) είναι μεταξύ άλλων ο προυστίτης, ο ακανθίτης, ο αυτοφυής άργυρος, ο τετραεδρίτης, ο γαληνίτης, ο σφαλερίτης και ο σιδηροπυρίτης.[2] Τοποθεσίες όπου έχουν βρεθεί καλά κρυσταλλικά δείγματα είναι το Φράιμπεργκ και το Γκέρσντορφ κοντά στο Ρόσβαϊν της Σαξονίας, το Τσανιαρσίλο της Χιλής, καθώς και η Κορνουάλη. Στο Κόμστοκ της Νεβάδα εξορύσσεται άργυρος από μεγάλα αποθέματα στεφανίτη και αργεντίτη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 21, σελ. 58
Αυτό το λήμμα βασίζεται ή περιλαμβάνει κείμενο από λήμμα της Encyclopædia Britannica του 1911 που αποτελεί κοινό κτήμα.