Στεργιανό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Στεριανό είναι παλιό χωριό που βρίσκεται νότια του Ηρακλείου Κρήτης στους πρόποδες του Γιούχτα και νοτιοανατολικά του χωριού Βασιλειές[1].

Χάρτης
Ερείπια του Πύργου Στεριανού
Ερείπια του Πύργου Στεριανού

Αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πλάτωμα του λόφου, όπου είχε κτιστεί ο οχυρωμένος οικισμός «Στεριανό», σήμερα αναγνωρίζονται κυρίως ερείπια από κτίρια του 19ου και 20ου αιώνα. Στη νοτιοδυτική πλευρά του οικισμού υπάρχει σπίτι που έχει αναστηλωθεί και κατοικείται[2][3]. Στην ανατολική πλευρά σώζεται τμήμα του τείχους, του οποίου στέκει ο βορειοανατολικός πύργος και το επικλινές ευθύγραμμο τμήμα με τοξοθυρίδες. Στο νότιο άκρο του τείχους υπάρχουν ερείπια αρχοντικής δίπατης κατοικίας. Το τείχος χρονολογείται το 16ο – 17ο αιώνα και οι κατοικία τα μέσα του 19 ου αιώνα.

Ιστορικές Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη φορά αναφέρεται το Στεριανό ως χωριό το 1226, λίγα χρόνια μετά την παραχώρηση της Κρήτης στους Ενετούς (1211), σε επίσημο έγγραφο (βούλα) του Πάπα Onorio ΙΙΙ[4]. Λίγο αργότερα στο διάστημα μεταξύ 1271-1369 διαπιστώνουμε αγοραπωλησίες σιταριού. Οι κάτοικοι του χωριού καλλιεργούν στην περιοχή «καλό κρητικό σιτάρι» και το διαθέτουν στους κατοίκους της πόλης του Χάνδακα. Σε δικαιοπρακτικά έγγραφα των συμβολαιογράφων του Χάνδακα αναφέρονται τα ονόματα και οι συμφωνίες. Για παράδειγμα, το 1271 σε ένα συμβόλαιο προπώλησης σιταριού του συμβολαιογράφου του Χάνδακα P. Scardon ο Beneventus Surianus, κάτοικος του χωριού Steriano, πωλεί στον Εβραίο Michali, 27 μουζούρια (μονάδα μέτρησης βάρους) καλό κρητικό σιτάρι, αντί τρία κρητικά υπέρπυρα (νομίσματα) και οφείλει να το παραδώσει στο σπίτι του στον Χάνδακα με έξοδά του, εκτός από το φόρο της Πόρτας (salvo datio Porte). Τεκμηριώνεται και η αμπελοκαλλιέργεια. Συμβόλαιο του 1369 αναφέρει ότι ο Stamatinus Mussuro, κάτοικος του χωριού Steriano, είχε ενοικιάσει ένα αμπέλι στο χωριό από τη Lucia Sanuto, για να το καλλιεργήσει με έξοδά του ως σημισακό. Γι’ αυτό οφείλει να της δώσει 6 υπέρπυρα από τα 12, που αξίζει όλη η σοδειά[4].

Πληροφορίες υπάρχουν και για τις εκκλησίες του οικισμού. Το 1320 υπήρχαν οι εκκλησίες:

  1. της Παναγίας, που είχε ερειπωθεί στο πέρασμα των χρόνων την ξανάχτισαν ο Lisi και άλλοι κάτοικοι του χωριού δέκα χρόνια πριν (περί το 1310)∙ δεν δίνουν καμία εισφορά στο λατίνο αρχιεπίσκοπο
  2. της Αγίας Λουκίας που βρίσκεται μέσα στον κήπο του- την έχτισε δύο χρόνια πριν (1318) ο Ιωάννης Σιλιγάρδος.
  3. της Αγίας Μαρίνας, την οποία έχτισε το 1318 περίπου ο Νικόλαος Γερανός, βιλλάνος του χωριού (η προφορική μαρτυρία του κύριου Γεώργιου Ξυπάκη, κατοίκου των Βασιλειών, για την ύπαρξη του ονόματος Γερανός μέχρι τις μέρες δημιουργεί ερωτήματα για τη συνέχεια της ιστορίας του ονόματος)
  4. του Αγίου Γεωργίου, παλιά εκκλησία
  5. του Αγίου Νικολάου, παλιά και ερειπωμένη. Για τις εκκλησίες αυτές ο Lisi δεν καταβάλει καμία εισφορά στο λατίνο αρχιεπίσκοπο. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει με μαρτυρία και ο Δομίνικος Καστρινόπουλος, κάτοικος του χωριού.

Μια ακόμα μαρτυρική κατάθεση του εφημέριου Νικόλαου Γερανού μας διαφωτίζει για τις υποχρεωτικές εισφορές των εκκλησιών στον λατίνο αρχιεπίσκοπο. Αρνούμενος να καταβάλει τις ανάλογες εισφορές με τη δικαιολογία ότι είναι βιλλάνος και πληρώνει ήδη φόρους στον αφέντη του κατέληξε στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε μόνο όταν δήλωσε ότι θα πληρώνει τον αρχιεπίσκοπο κανονικά[5].

Στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583, συναντάμε το Στεριανό με 32 κατοίκους. Αμέσως μετά την κατάκτηση του Χάνδακα από τους Οθωμανούς, το 1669, στην τούρκικη απογραφή του 1671 το Στεριανό καταγράφεται με 8 χαράτσα (κεφαλικός φόρος που επέβαλαν οι Τούρκοι στους Χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου)[4].

Σύγχρονη Εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην απογραφή του 1881 γράφεται Στεργιανώ και Λιμοχώρι στο δήμο Αρχανών, επαρχίας Τεμένους, όπου καταγράφονται 32 Τούρκοι. Το 1900 γράφεται Στεργιανός, στον ίδιο δήμο με 6 κατοίκους. Το 1920 αναφέρεται στον αγροτικό δήμο Σκαλάνι, επαρχία Πεδιάδας, με 20 κατοίκους. Η τελευταία αναφορά είναι στην απογραφή του 1928, στην κοινότητα Σκαλάνι, με 42 κατοίκους[4].

Προφορικές Μαρτυρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γεώργιου Ξυπάκη, ο παππούς του, Γεώργιος Ξυπάκης, ήταν επιστάτης στα κτήματα του πλούσιου γιατρού Αλιζάκη, που έζησε στο Στεριανό τις δεκαετίες του 1920-1930. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο πατέρας του Κωνσταντίνος Ξυπάκης θυμόταν ότι ζούσαν πολλοί Τούρκοι στο χωριό την περίοδο της καταστροφής της Σμύρνης.

Η μνήμη ενός μικρού παιδιού ζωντάνεψε κρίσιμες στιγμές της ιστορία του τόπου και της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο παππούς του Γεώργιου Ξυπάκη, Γεώργιος Ξυπάκης, θυμόταν ότι είχε μπει σ' ένα σπίτι του χωριού, που ζούσαν Τούρκοι, την ώρα που συσκεύαζαν τα υπάρχοντα τους για να φύγουν. Ανέφερε ότι είχαν μαγειρέψει κουκιά και τα άφησαν στην κατσαρόλα. Το γεγονός αυτό δείχνει τη βιαιότητα της αναχώρησης των μουσουλμάνων από το Στεργιανώ σε εποχές πολέμων και προσφυγιάς.

Η τελευταία προφορική αναφορά του ίδιου για την κατοίκηση του Στεριανού είναι ότι η μητέρα του, Κυριακή Ξυπάκη, έζησε στο χωριό για 2-3 χρόνια την εποχή της κατοχής του 1940.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κλεισαρχάκη, Ευδοξία. «Πίσω στο χρόνο ... το Στεριανώ (Εργασία Γ' Τάξης σχολικού έτους 2018-19)». Δημοτικό Σχολείο Βασιλειών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2019. 
  2. Ρονιώτης, Αλέξανδρος (2019). «Ο πύργος του Στεργιανού». CretanBeaches. 
  3. Χρηστάκης, Γιάννης (2004). Ιστορικά Οχυρωματικά Μνημεία της Κρήτης (330πΧ-1898). 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Σπανάκης, Στέργιος (2006). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων. Ηράκλειο. σελ. 740. 
  5. Τσιρπανλής, Ζαχαρίας (1985). Κατάστιχο Εκκλησιών και Μοναστηριών του Κοινού. Ιωάννινα. σελ. 367.