Στεπαετός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στεπαετός
Ενήλικος στεπαετός στη βόρεια Κασπία
Ενήλικος στεπαετός στη βόρεια Κασπία
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae)[1]
Γένος: Αετός (Aquila)
Είδος: A. nipalensis
Διώνυμο
Aquila nipalensis (Αετός ο νεπαλιανός)
(Hodgson, 1833)
Υποείδη

Aquila nipalensis nipalensis[i]
Aquila nipalensis orientalis[ii]

Aquila nipalensis

Ο Στεπαετός είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Aquila nipalensis και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. n. orientalis.[3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καθοδική ↓[4]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατινική λέξη Aquila για το σημαντικότερο γένος αετών, αντιστοιχεί στην ελληνική Αετός, προέρχεται από το aquilus «σκοτεινόχρωμος» και, πιθανόν, σχετίζεται με τον συνηθέστερο χρωματισμό του πτερώματος του πτηνού, που είναι σκούρος.

Η ειδική επιστημονική ονομασία του είδους nipalensis σημαίνει "αυτός που είναι από το Νεπάλ" ή, παλαιότερα, Nipal ή Nepaul. Σύμφωνα με το μύθο Νεπάλ σημαίνει «ο τόπος προστατεύεται από το ινδουιστικό φασκόμηλο Ne."[5]

Η κοινή ονομασία του είδους σε όλες τις γλώσσες οφείλεται στον βιότοπο του πτηνού.

Συστηματική ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Μπράιαν Χόνγκσον (Brian Houghton Hodgson, 1801-1894) ως Aquila rapax nipalensis (Νεπάλ, 1833).

Οι εξελικτικά πλησιέστεροι συγγενείς του, είναι ο αμμόχρωμος αετός (Α. rapax) και ο βασιλαετός (πιθανώς και ο ισπανικός βασιλαετός, Α. adalberti) και κατά το παρελθόν συχνά θεωρούνταν conspecific με το πρώτο από αυτά (βλέπε Α rapax, παραπάνω), που όμως διαχωρίστηκαν με βάση τις έντονες διαφορές στη μορφολογία και ανατομία[6][7][8]. Δύο υποείδη στεπαετού αναγνωρίζονται, τα οποία διαφέρουν λίγο στο φτέρωμα, και η ποικιλία του μεγέθους τουλάχιστον είναι εν μέρει όμοια: το είδος μερικές φορές αντιμετωπίζεται ως μονοτυπικό[9].

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξάπλωση του στεπαετού:
Πράσινο = Περιοχές αναπαραγωγής
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Ο στεπαετός αναπαράγεται ανατολικά των 42° Α στην ευρωπαϊκή Ρωσία από το Αστραχάν σε περιοχές της Σταυρούπολης[10], σε όλο το Καζακστάν στην Κιργιζία, την Κίνα και τη Μογγολία[11]. Ένας επίσης αναπαραγόμενος πληθυσμός βρίσκεται στη κεντρική Τουρκία.

Στην προηγούμενη εξάπλωσή του, αναπαραγώταν στη Μολδαβία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία. Πουλιά από την ευρωπαϊκή Ρωσία, το Ανατολικό Καζακστάν και την Τουρκία (υπ. οrientalis) διαχειμάζουν στη Μέση Ανατολή, την Αραβία και την Α. και Ν. Αφρική[12]. Πουλιά από την οροσειρά των Αλτάι της Σιβηρίας διαχειμάζουν ανατολικά (υπ. nipalensis), κυρίως στη Ν και ΝΑ Ασία.Βρέθηκε στο νοτιοανατολικό Πακιστάν, ιδίως στο Καράτσι.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Aquila nipalensis nipalensis Οροσειρά Αλτάι, μέχρι το Θιβέτ και τη Μαντζουρία[13] Ινδία μέχρι ΝΑ Κίνα[13] Το μεγαλύτερο υποείδος
2 Aquila nipalensis orientalis Κ. Ευρασία[14] (ΝΑ Ευρωπαϊκή Ρωσία, ανατολικά μέχρι το ΜπαλκάςΚαζακστάν), ή ίσως στο Τιεν Σαν και τα Αλτάι. Επίσης, στην Εσωτερική Ανατολία (Τουρκία) Μέση Ανατολή, την Αραβία και την Αφρική[14] Είναι το μικρότερο και πολυπληθέστερο υποείδος

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός είναι αυστηρά μεταναστευτικό είδος. Αφήνει τους τόπους αναπαραγωγής του μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου, επιστρέφοντας σ'αυτούς μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου.[15]

Τα περισσότερα ευρωπαϊκά πουλιά και εκείνα που προέρχονται από τη Δ Ασία διαχειμάζουν στην Α. και Ν. Αφρική. Μερικοί περνούν επίσης το χειμώνα στην Αραβική Χερσόνησο. Τα πουλιά από τα μακρύτερα ανατολικά διαχειμάζουν στην Ινδία και τις γειτονικές χώρες.[16]

Για την Ελλάδα, ο στεπαετός αποτελεί περαστικός κατά τις περιόδους Μάρτιο-Απρίλιο και Οκτώβριο-Νοέμβριο, σπάνια τον χειμώνα, κυρίως στη ΒΑ. χώρα, μπορεί όμως να εμφανιστεί οπουδήποτε (π.χ. Κρήτη, Δωδεκάνησα).[17]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός αναπαράγεται σε ανοιχτές άνυδρες πεδιάδες ή λοφώδης περιοχές και γεωργικές εκτάσεις. Το υποείδος A. n. nipalensis αναπαράγεται γύρω στα 2.300-3.000 μ. στις ορεινές περιοχές,[18] ενώ το υποείδος A. n. orientalis απαντάται σε πολύ χαμηλότερα υψόμετρα. Στην Ευρώπη απαντάται μόνο στις απέραντες πεδιάδες της Κασπίας. Στις περιοχές διαχείμασης, στην Ινδία ή το Ομάν, ο στεπαετός βρίσκεται επίσης σε χωματερές.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος στεπαετός

Ο στεπαετός είναι από τα μεγαλύτερα μέλη του γένους Aquila, λίγο μεγαλύτερο από τον σπιζαετό. Τα φύλα, εκτός από κάποια μικρή διαφορά μεγέθους υπέρ των θηλυκών, είναι όμοια.

Ο αετός αυτός αποτελείται από σχεδόν αποκλειστικά σκούρο καστανό χρώμα. Επίσης φέρει ολόλευκο μπάλωμα στη βάση της ουράς. Το ανατολικό υποείδος A. n. nipalensis είναι μεγαλύτερο και πιο σκουρόχρωμο από το ευρωπαϊκό και κεντρασιατικό υποείδος A. n. orientalis.

Τα ερετικά έχουν πιο σκούρο χρώμα από τα υπόλοιπα, ενώ φέρουν και σχεδόν αδιάκριτες ρίγες. Η ουρά φέρει επίσης ρίγες, πιο ευδιάκριτες όμως. Η περιοχή ανάμεσα στον βραχίωνα και τα ερετικά, καθώς και μέρος των πρωτευόντων είναι ολόλευκα. Ο σβέρκος του μερικές φορές είναι ανοιχτόχρωμος καφέ.

Το νεαρό είναι πιο ανοιχτόχρωμο καστανό με μια χαρακτηριστική ευρεία άσπρη λωρίδα που επεκτείνεται κατά μήκος της κάτω πλευράς της πτέρυγας,[19] που προκαλεί αντίθεση με τα σχεδόν μαύρα ερετικά, που δεν φέρουν ρίγες. Τα λευκά σημεία στο ενήλικο είναι πιο έντονα στο νεαρό. Αποκτά το φτέρωμα των ενηλίκων στην ηλικία των 3 με 4 ετών.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: 62 έως 74 (-81) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (υπ. orientalis) 165 έως 190 εκατοστά, (υπ. nipalensis) 165 έως 215 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 2 έως 3,1 (-3,5) κιλά, ♀ 2,3 έως 3,9 (-4,9) κιλά

(Πηγές: [20][21][22])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός τρέφεται με ποικιλία πλασμάτων, κυρίως μικρού μεγέθους πτηνά και θηλαστικά.

Τα μικρά θηλαστικά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του στεπαετού, ιδίως διάφορα είδη λαγόγυρων (γένος Citellus) τα οποία, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής, μπορεί να περιλαμβάνουν πάνω από 98% των θηραμάτων που λαμβάνονται από το υποείδος Aquila nipalensis orientalis.

Τα ψοφίμια επίσης καταναλώνονται συχνά κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, ενώ οι φτερωτοί τερμίτες παρέχουν μια άφθονη πηγή τροφής για τα διαχειμάζοντα πουλιά στη Νότια Αφρική,[23]

Παρακάτω οι περιοχές όπου έχει εξετασθεί το διαιτολόγιο του στεπαετού:

  • Στη Ρωσία, η τροφή του αποτελείται κυρίως από λαγόγυρους, μαρμότες, γερβίλους, λαγούς και περιστασιακά νεοσσούς και ερπετά,[24]
  • Στο Καζακστάν, η τροφή που βρέθηκε στις φωλιές αποτελείται από ερυθρομάγουλους λαγόγυρους (Spermophilus erythrogenys) (σε 5 φωλιές), μαυροπεριστερόκοτες (Pterocles orientalis) (σε 1 φωλιά) και σκαντζόχοιρους με μακριά αυτιά (Hemlechinus auritus).[25]
  • Στην Αρμενία, οι στεπαετοί τρέφονται περιστασιακά με τρωκτικά του γένους Microtus, όπου καταναλώνονται σε μεγάλους αριθμούς, ειδικά κατά την περίοδο των βροχών.[26]
  • Στη Ζάμπια συχνά τρέφεται με σμήνη τερμιτών, και ένα άτομο είχε φάει ένα μικρό τρωκτικό (Praomys natalensis).[27][28]
  • Στη Ζιμπάμπουε, ο Irwin (1981) ανέφερε ότι οι κύριες πηγές τροφίμων εκεί είναι ιπτάμενοι τερμίτες, τους οποίους λαμβάνουν στο έδαφος, και το ερυθρόραμφο κουελέα (Quelea quelea), τα οποία λαμβάνονται σε αναπαραγωγικές αποικίες, κυρίως από Ιανουάριο έως Μάρτιο.[29]
  • Στην Κίνα, ο στεπαετός τρέφεται με τρωκτικά, σαύρες και άλλα μικρά ζώα.[30]
  • Στη Χερσόνησο Μαλάυ, η τροφή βρέθηκε στο Sekinchan σε χαμηλό υψόμετρο και κατά τη διάρκεια δροσερών ωρών της ημέρας, από το περπάτημα γύρω στο έδαφος,[31] Παρατηρήθηκαν επίσης να τρέφονται μόνο με ψοφίμια, κυρίως από ποντίκια, τρώγοντάς τα στο έδαφος, όπου βρέθηκαν. Μια παρατήρηση έγινε από μια αποτυχημένη προσπάθεια να ληστέψει ένα φίδι από ένα Αλιαστούρο (Haliastur indus) εν πτήσει. Όταν οι στεπαετοί κυνηγάνε μόνοι τους στο έδαφος, αγνοούν άτομα του ίδιου είδους που βρίσκονται κοντά, αλλά πραγματοποιήθηκαν ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις με άλλα είδη του γένους Aquila.[32]

Τεχνικές θήρευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο στεπαετός είναι γνωστός για την ευρεία χρήση μιας ποικιλίας τεχνικών κυνηγιού.[33]

Συνήθως, αυτό το είδος πετά ψηλά πάνω από το θήραμά του, πριν κάνει μια απότομη βουτιά μέχρι 186 μιλίων/ώρα προς το θήραμα. Τα ισχυρά πόδια και νύχια χρησιμοποιούνται για να πιάσει το θήραμα και να τους σκοτώσει, είτε πριν από την κοπή τους εκτός με την ισχυρή γαντζώθηκε ράμφος, ή αν είναι μικρά, καταπίνοντας τα ολόκληρα. Περιμένει μερικές φορές έξω από τα λαγούμια των μικρών θηλαστικών, περιμένουν να αναδυθούν και αρπάζει το ζώο με τα ισχυρά νύχια του, αλλά μπορεί επίσης να κλέψει τη λεία από τα άλλα αρπακτικά, ενώ κατά την πτήση, ή θήραμα αλιευμάτων, ενώ επί τόπου, συχνά περιμένει έξω από μια είσοδο λαγουμιού,[34][33] Ένας στεπαετός στην Ανατολική Αφρική παρατηρήθηκε στην ενέδρα σε τυφλούς και ημι-τυφλούς τυφλοπόντικες (γένος Spalax), παρακολουθώντας τη μετακίνηση του στο έδαφος, πριν εφορμήσει και χώσει τα νύχια του κάτω από τη γη,[33]

Ενήλικος στεπαετός εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Πουλιά έχουν παρατηρηθεί να κάνουν πειρατική συμπεριφορά, κλέβοντας τη τροφή μιας γερακίνας σε πτήση και παρενοχλούσε ένα λιβαδόκιρκο, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να ρίξει έναν σπίνο,[35] Στην Αρμενία, τα πουλιά περιμένουν στα ανοίγματα των λαγουμιών, όπου στήνουν ενέδρα σε θηλαστικά που ζουν κάτω από το έδαφος,[36] Όπως οι αμμόχρωμοι αετοί, αυτό το είδος είναι εξαιρετικά επίγειο και συχνά περιμένει στο έδαφος γύρω από τα λαγούμια των τρωκτικών και συχνάζει σε ψοφίμια το χειμώνα: παίρνει επίσης πολλά έντομα και ασκεί κλεπτοπαρασιρισμό.[37]

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πτήση θυμίζει εξαιρετικά στικταετό και κραυγαετό. Συνήθως πετάει πολύ χαμηλά και για την αναζήτηση της τροφής του, λίγο πάνω από το έδαφος, με τις φτερούγες του να σχηματίζουν ένα ανοιχτό V, περίπου σε ευθεία γραμμή. Μεγάλοι αριθμοί παρατηρούνται σε βέβαιες τοποθεσίες όπως το Καρέ στο Νεπάλ κατά τη μετανάστευση.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός είναι πτηνό με ιδιαίτερα εδαφόβιες συνήθειες, προτιμά να περπατά ή να στέκεται πάνω στη γη, όπου διαλέγει άλλωστε για να φτιάξει και τη φωλιά του. Συνήθως έχουν μια εδαφική έκταση περίπου 30 με 50 τετραγωνικών χιλιομέτρων, αλλά μπορεί να είναι τόσο μεγάλο όσο 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Ο στεπαετός παράγει ένα σφαιρίδιο κάθε μέρα, ένα μικρό πακέτο από όλα τα μέρη της τροφής τους, που δεν μπορούν να αφομοιώσουν πλήρως, όπως τα οστά και γούνα ή τα φτερά, αναμασημένα (τέτοια συμπεριφορά συναντάται και στις γλαύκες). Αυτό αφαιρεί τα δύσπεπτα τμήματα των τροφίμων, αλλά επίσης καθαρίζει και το πεπτικό σύστημα από τυχόν υπολείμματα και βακτήρια.

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός είναι μάλλον σιωπηλό πτηνό. Τα καλέσματά του είναι σαν του στικταετού ή του κραυγαετού, αλλά κάπως πιο χαμηλόφωνα.[38]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεαρό άτομο στη φωλιά του

Οι στεπαετοί μεταναστεύουν στους τόπους αναπαραγωγής τους καλοκαιρινούς μήνες τους περί τον Απρίλιο, κατά την έναρξη της άνοιξης.

Φωλιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φωλιές χτίζονται και από τα δύο μέλη του ζευγαριού. Ενώ οι φωλιές συνήθως τοποθετούνται στο έδαφος σε μια θέση που να επιτρέπει μια καλή θέα στη γύρω περιοχή, ως αποτέλεσμα της αλλοίωσης των ενδιαιτημάτων και των διώξεων, οι φωλιές όλο και περισσότερο βρίσκονται σε δέντρα, θάμνους και τεχνητές κατασκευές.[39]

Σε μία έρευνα που έγινε τη περίοδο 2003-2006 στο Καζακστάν, από τις 286 φωλιές, το 30,4% ήταν στο έδαφος, το 28,3% στα δέντρα ή θάμνους, και το 27,3% σε ηλεκτρικούς πυλώνες.[40] Όλα τα αλλά δύο από 38 φωλιές εξετάζονται από τον Barashkova et al. (2009) ήταν σε προεξοχές βράχων και πέτρες, αλλά δύο βρίσκονταν σε σιβηρικές φτελιές (Ulmus pumila). Το 64,7% των φωλιών βρίσκονταν στο νότιο προσανατολισμό στις πλαγιές.

Στη Μογγολία, από τα 49 αναπαραγωγικά ζευγάρια που μελετήθηκαν για μια δεκαετία (1998-2007), το 91,2% φώλιαζε στο έδαφος (47,8% σε στήλες βράχων και το 32,5% σε σπασμένα βράχια), το 8,7% στα βράχια, το 2,2% στα δέντρα, και το 8,8% σε τεχνητές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένου της καμπίνας του αυτοκινήτου (2), ενός λάστιχου αυτοκινήτου (1), και σε μια τεχνητή πλατφόρμα φωλιάς (1).[41]

Ανήλικος στεπαετός

Διαστάσεις & υλικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φωλιές είναι μεγάλες, με μέγιστο μήκος 1.56 ± 0.33 x 1.34 ± 0.32 μ., και με μέγιστο ύψος 0.45 ± 0.21 μ. (έκταση 0.08-1.0 μ).[42] Είναι κατασκευασμένες από κλαδιά και επενδυμένες με μια μεγάλη ποικιλία ανθρωπογενών υλικών, συμπεριλαμβανομένων κομμάτια σχοινιά από καουτσούκ, κουρέλια, πολυαιθυλενίου και προβιές καμήλας.[43]

Ωοτοκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάρτιο οι νότιες περιοχές αναπαραγωγής είναι πυκνοκατοικημένες. Κατά τη διάρκεια του Απριλίου και του Μαΐου η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα. Το θηλυκό γεννά 1 έως 3 λευκά αυγά και μετά από ένα χρόνο επώασης 45 ημερών εκκολάπτονται τα λευκά-ήπιε νεοσσών. Μετά από 55-65 ημέρες οι νεοσσοί αποκτούν το νεανικό τους φτέρωμα και είναι έτοιμα να αφήσουν τη φωλιά. Η επιτυχία της αναπαραγωγής συνδέεται άμεσα με τον αριθμό του πληθυσμού των γεόμυων (Gophers).[44]

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στεπαετός είναι εξαιρετικά μακρόβιο πτηνό, φθάνοντας μέχρι και 41 χρόνια σε αιχμαλωσία.[45]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και γενικά θεωρείται κοινός σε όλη τη φασματική εξάπλωσή του, ως αποτέλεσμα της δίωξης,[46][47] και τη μετατροπή της στέπας σε γεωργική γη, το είδος έχει μειωθεί στα δυτικά της σειράς αναπαραγωγής της, ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία. Ο στεπαετός επίσης επηρεάζεται αρνητικά από τις γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος και είναι πολύ ιδιαίτερα ευάλωτος στις επιπτώσεις των πιθανών εξελίξεων της αιολικής ενέργειας.[48][49]

Διαπιστώθηκε πρόσφατα ότι είναι το αρπακτικό που παθαίνει πιο συχνά ηλεκτροπληξία από τις γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε μια μελέτη στο δυτικό Καζακστάν.[50] Η μείωση του αριθμού των στεπαετών και τη μείωση του ποσοστού των νεαρών που μεταναστεύουν πάνω από το Eilat, στο Ισραήλ άρχισε αμέσως μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ το 1986, οδηγώντας τον Yosef και τον Fornadari (2004) να δείξουν ότι το είδος μπορεί να έχει επηρεαστεί από ραδιενεργή μόλυνση. Αυτό το είδος είναι ευάλωτο και στο κτηνιατρικό φάρμακο δικλοφενάκη.[51]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακόμη και αν οι υποτειθέμενες πυκνότητες είναι τόσο χαμηλές όσο 1 ζευγ./100 τ.χλμ. κατά μήκος οκτώ εκατομμυρίων τ.χλμ. κυμαίνεται μα υπάρχουν 80.000 ζεύγη ή 160.000 ώριμα άτομα.[52] Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός εκτιμάται στα 800-1.200 ζευγάρια, που ισοδυναμεί με 1,600-2,400 ώριμα άτομα.[53] Η Ευρώπη αποτελεί περίπου το 9% της παγκόσμιας εξάπλωσης, έτσι, ένα πολύ προκαταρκτική εκτίμηση των συνολικών μέγεθος του πληθυσμού είναι 17,800-26,700 ώριμα άτομα. Η εκτίμηση που βασίζεται στον ευρωπαϊκό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλότερη από τα 160.000 ώριμα άτομα εκτιμάται από τον Ferguson-Lees και τον Κρίστι (2001) και μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορετικές πυκνότητες των ειδών σε όλη τηνεξάπλωσή της. Συνδυασμένα σύνολα από όλο το φάσμα εκτιμούν ότι ο αριθμός των ζευγαριών ανέρχεται στα 31.372 (26,014-36,731), ο οποίος ισοδυναμεί με 62.744 (52,028-73,462) ώριμα άτομα ή 94.116 (78,042-110,193) άτομα.[54] Ο πληθυσμός τοποθετείται στη ζώνη 100.000 έως 499.999 ώριμα άτομα.

Τοπικά οι πληθυσμοί μειώνονται λόγω της βαριάς θήρευση των νεοσσών[55]. Στην Ευρώπη το μέγεθος του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 80% ή περισσότερο σε 49,8 χρόνια (τρεις γενιές),[56] ωστόσο ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Συνδυασμένα σύνολα από όλη την εξάπλωση του είδους υποδηλώνουν μια μείωση 58,6% μεταξύ 1997-2011 και 2013-2015[57].

Στην Ελλάδα ο στεπαετός είναι σπάνιος διερχόμενος χειμερινός μετανάστης ή περαστικός κατά τη μετανάστευση, και δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για το είδος (ΝΕ).[58]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος Aquila nipalensis amurensis[59]

ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα υποείδη A. n. pallasii και Aquila nipalensis glitschi[60][61]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Howard and Moore, p. 101
  3. Cabanis, 1854
  4. http://www.iucnredlist.org/details/22696038/0
  5. Jobling, 2017
  6. Clark, 1992
  7. Olson, 1994
  8. Sangster et al, 2002
  9. http://www.hbw.com/species/steppe-eagle-aquila-nipalensis
  10. Hagermeijer & Blair, 1997
  11. Meyburg & Boesman, 2013
  12. Meyburg & Boesman, 2013
  13. 13,0 13,1 http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=BB225AA2&sec=summary&ssver=1
  14. 14,0 14,1 http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=DAB95EB1&sec=summary&ssver=1
  15. Ferguson-Lees & Christie, 2001
  16. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2016. 
  17. Mullarney et al, p. 98
  18. del Hoyo et al, 1994
  19. del Hoyo et al, 1994
  20. del Hoyo et al, 1994
  21. Mullarney et al, p. 98
  22. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2016. 
  23. del Hoyo et al, 1994
  24. Flint, 1984
  25. Barashkova et al, 2009
  26. Adamian & Klem, 1999
  27. Brooke et al, 1972
  28. Dowsett et al, 2008
  29. Hartley, 1998
  30. Weizhi, 2006
  31. Wells, 1999
  32. Wells op cit.
  33. 33,0 33,1 33,2 Tingaya et al, 2008
  34. del Hoyo et al, 1994
  35. Adamian & Klem op cit.
  36. Adamian & Klem op cit.
  37. Rasmussen & Anderton, 2005
  38. Mullarney et al, p. 98
  39. del Hoyo et al, 1994
  40. Karyakin & Novikova, 2006
  41. Sundev et al, 2010
  42. Barashkova et al, 2009
  43. Barashkova et al. οp cit.
  44. http://www.yerevanzoo.am/index.php?id=81&L=0&tx_ttnews%5Btt_news%5D=150&cHash=6fad5014d424164ce4b1efe7ca712fe4
  45. del Hoyo et al, 1994
  46. Ferguson-Lees & Christie, 2001
  47. Meyburg & Boesman, 2013
  48. Strix, 2012
  49. Meyburg & Boesman, 2013
  50. Levin & Kurkin, 2013
  51. Sharma et al, 2014
  52. Ferguson-Lees & Christie, 2001
  53. BirdLife International, 2015
  54. Ι Karyakin στο βιβλ. 2015
  55. Ferguson-Lees & Christie, 2001
  56. BirdLife International, 2015
  57. Ι Karyakin στο βιβλ. 2015
  58. Handrinos & Akriotis, p. 326
  59. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=82A670CD&sec=summary&ssver=1
  60. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=BE6A8701&sec=summary&ssver=1
  61. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=7237D505&sec=summary&ssver=1

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ξηρουχάκης Σταύρος, στο Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Barashkova, A.N., I.E. Smelansky, A.A. Tomilenko, and A.G. Akentiev. 2009. Some records of raptors in the East Kazakhstan. Raptors Conservation
  • Clark, W.S. (1992). "The taxonomy of Steppe and Tawny Eagles, with criteria for separation of museum specimens and live eagles". Bulletin of the British Ornithologists' Club. 112: 150–157.
  • Clark, W.S. (2005), Steppe eagle Aquila nipalensis is monotypic. Bull. Brit. Orn. Club 125(2): 149-153
  • del Hoyo, J., Elliott, A. and Sargatal, J. (1994) Handbook of the Birds of the World. Volume Two: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona.
  • European Red List of Birds. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jobling, J. A. (2017). Key to Scientific Names in Ornithology. In: del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. & de Juana, E. (eds.) (2017). Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions, Barcelona. (retrieved from www.hbw.com on 27 January 2017).
  • IUCN. 2016. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2016-3. Available at: www.iucnredlist.org. (Accessed: 07 December 2016).
  • Karyakin, I.V., and L.M. Novikova. 2006. The Steppe Eagle and power lines in western Kazahkstan: is there any chance of coexistence? Raptors Conservation 6:48-57.
  • Karyakin, I. V. 2013. Review of the Modern Population Status of the Steppe Eagle in the World and in Russia. Raptors Conservation 26: 22-43.
  • Karyakin, I. V., Zinevich L. S., Schepetov D. M., Sorokina S.Y. 2016. Population Structure of the Steppe Eagle Range and Preliminary Data on the Population Genetic Diversity and Status of Subspecies. Raptors Conservation 32: 67-88.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2015 (2η Έκδοση)
  • Meyburg, B.U. and Boesman, P. 2013. Steppe Eagle (Aquila nipalensis). In: del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. and de Juana, E. (eds), Handbook of the Birds of the World Alive, Lynx Edicions, Barcelona.
  • Olson, Storrs L. (1994). "Cranial osteology of Tawny and Steppe Eagles Aquila rapax and A. nipalensis". Bulletin of the British Ornithologists' Club. 114: 264–267.
  • Sangster, George; Knox, Alan G.; Helbig, Andreas J.; Parkin, David T. (2002). "Taxonomic recommendations for European birds". Ibis. 144 (1): 153–159. doi:10.1046/j.0019-1019.2001.00026.x.
  • "Steppe Eagle Aquila nipalensis". globalraptors.org. Global Raptor Information Network.
  • Tingaya, R.E., Suredab, N. and Gilbert, M. (2008) Steppe eagle (Aquila nipalensis) foraging behavior in Mongolia: a combined use of diversionary and covert ambush tactics?. Journal of Raptor Research, 42: 155 - 156.