Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σκριπτόριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντιγραφείς σε σκριπτόριο, από βιβλίο του Ερρίκου Γ΄, μεταξύ 1039 και 1043

Σκριπτόριο (λατινικά: Scriptorium) ήταν μια αίθουσα γραφής σε μεσαιωνικά ευρωπαϊκά μοναστήρια για την αντιγραφή, την εικονογράφηση και τη βιβλιοδεσία χειρογράφων. Στην παλαιογραφία και την κωδικολογία προσδιορίζει τη σχολή γραφέων και εικονογράφων που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον Μεσαίωνα από μοναχούς σε θρησκευτικά ιδρύματα και εκκλησιαστικά κέντρα ή από λαϊκούς αντιγραφείς στα βασιλικά ή αυτοκρατορικά scriptoria. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί μερικές φορές για να προσδιορίσει, σήμερα, μια αίθουσα αφιερωμένη στη συγγραφική εργασία..[1]

Η λέξη scriptorium (πληθυντικός scriptoria) είναι λατινική που προέρχεται από το ρήμα scribere (γράφω).

Σκριπτόριο στο αββαείο του Φοντεναί

Από την ελληνορωμαϊκή εποχή έχουν αναφερθεί χώροι συγγραφής, όπου αντιγραφείς αφοσιώθηκαν στο έργο της μεταγραφής και της κατασκευής βιβλίων. Αυτοί οι χώροι — όπου εργάζονταν επαγγελματίες αντιγραφείς — ήταν είτε ιδιωτικές κατοικίες λογίων και αριστοκρατών που είχαν στην υπηρεσία τους σκλάβους αντιγραφείς, είτε δημόσιες βιβλιοθήκες που εργάζονταν για την παραγωγή νέων αντιγράφων για να αποκαταστήσουν εκείνα που είχαν φθαρεί από το χρόνο ή τη χρήση, είτε εργαστήρια με σκοπό την παραγωγή και πώληση βιβλίων. Η Ύστερη Αρχαιότητα, με την έλευση και στη συνέχεια την επικράτηση του Χριστιανισμού, σηματοδοτεί τη ρήξη μεταξύ των παλιών πρακτικών και των νέων. Οι Χριστιανοί αντιγραφείς, σε αντίθεση με τους προκατόχους τους, εμπνέονται από μια πνευματική αναγκαιότητα.[2]

Μικρά εργαστήρια αντιγραφής στα οποία συμμετέχουν δύο Χριστιανοί γραφείς μπορεί να υπήρχαν ήδη από τον 2ο αιώνα στις μεγάλες πόλεις του Χριστιανικού κόσμου (Αντιόχεια, Ρώμη). Το μοναστήρι Vivarium στη νότια Ιταλία μπορεί να θεωρηθεί το δυτικό πρότυπο του scriptorium. Ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα υπό την επίβλεψη του Κασσιόδωρου με σκοπό τη συλλογή, αντιγραφή και διατήρηση της ιερής και βέβηλης λογοτεχνίας, τόσο στα λατινικά όσο και στα ελληνικά, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης της κληρονομιάς του αρχαίου κόσμου και του νέου χριστιανικού πολιτισμού. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, τα εκκλησιαστικά σκριπτόρια αναπτύχθηκαν σε κύρια κέντρα γραφής όπου λόγιοι μοναχοί συνέθεταν βίους αγίων (συχνά για τους αγίους του μοναστηριού τους), χρονικά και λογοτεχνικά έργα. Η Καρολίγγεια αναγέννηση συνέχισε τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μοναχισμού, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο βιβλίο, απαραίτητο όργανο για τη διάδοση του Χριστιανισμού, και στη διόρθωση φθαρμένων βιβλικών κειμένων, που οδήγησε σε αναβίωση των εκκλησιαστικών κέντρων συγγραφής.[3]

Η τοιχογραφία «του Χειρόγραφου», Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Ουάσινγκτον, έργο του Τζων Χουάιτ Αλεξάντερ, 1896

Ακμάζοντα πνευματικά κέντρα με συγγραφική δραστηριότητα ήταν, μεταξύ άλλων, στην Ιταλία το αββαείο του Μόντε Κασίνο που ίδρυσε ο Άγιος Βενέδικτος εκ Νουρσίας, στη Γερμανία τα αββαεία του Αγίου Γάλλου στο Σανκτ Γκάλεν, στο νησί Ράιχεναου στη λίμνη της Κωνσταντίας και στη Φούλντα, στη Γαλλία η Βασιλική Σαιν-Ντενί, το αββαείο του Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, το αββαείο του Μουασάκ, το αββαείο του Ρουαγιωμόν, το σερβικό ορθόδοξο μοναστήρι Μανασίγια, τα μοναστήρια της Ιρλανδίας και της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας όπως το αββαείο του Γκλάστονμπερι, το κάστρο του Τόρουν στην Πολωνία και πολλές επισκοπικές εκκλησίες. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία η γνώση διατήρησε επίσης τη σημασία της και πολλά μοναστικά σκριπτόρια ήταν γνωστά για την παραγωγή εικονογραφημένων χειρογράφων και την αντιγραφή πολυάριθμων κλασικών και ελληνιστικών έργων. Τα αρχεία δείχνουν ότι η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους διατηρούσε μια ποικιλία από εικονογραφημένα χειρόγραφα και τελικά συγκέντρωσε πάνω από 10.000 βιβλία. Συγγραφικά κέντρα ήταν επίσης η Θεολογική Βιβλιοθήκη της Καισάρειας Μαριτίμας, η Αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης και το αρμενικό μοναστήρι Κτουτς Αναπάτ.[4]

Κατά τη διαδικασία της αντιγραφής, υπήρχε συνήθως καταμερισμός εργασίας μεταξύ των μοναχών που ετοίμαζαν την περγαμηνή για αντιγραφή λειαίνοντας και αλείφοντας την επιφάνεια, αυτούς που αντέγραφαν το κείμενο και αυτούς που το εικονογραφούσαν. Μερικές φορές ένας μόνο μοναχός συμμετείχε σε όλα αυτά τα στάδια για να προετοιμάσει ένα χειρόγραφο.[5]

Αντιγραφείς, από βιβλίο του Ερρίκου Γ΄, μεταξύ 1039 και 1043

Τα διασωθέντα κτήρια και οι αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι, αντίθετα με την κοινή γνώμη, τέτοιοι χώροι δεν ήταν συνηθισμένοι σε όλα τα μοναστήρια. Συχνά οι αντιγραφείς εργάζονταν σε μικρούς χώρους μέσα σε μια στοά μοναστηριού, στα κελιά τους ή στον κοινόχρηστο χώρο της βιβλιοθήκης. Επίσης, όταν ιδρύθηκαν τα πανεπιστήμια στα τέλη του 12ου αιώνα, μεγάλο μέρος της παραγωγής χειρογράφων μετακινήθηκε από τα μοναστήρια στους νέους χώρους μάθησης. Στις αρχές του 13ου αιώνα αναπτύχθηκαν τα κοσμικά αντιγραφεία και λαϊκοί γραμματικοί και εικονογράφοι χειρογράφων έξω από το μοναστήρι βοηθούσαν τους κληρικούς. Μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα τα κοσμικά εργαστήρια χειρογράφων είχαν αυξηθεί, με συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, όπως της σχολής του Παρισιού, και πολλά αββαεία αγόραζαν περισσότερα βιβλία από όσα παρήγαγαν τα ίδια. Η εισαγωγή της τυπογραφίας οδήγησε σταδιακά στην παρακμή των χειρόγραφων έργων, ωστόσο, η δραστηριότητα συνεχίστηκε για την αποκατάσταση παλαιότερων έργων για αρκετούς αιώνες.[6]