Σεντεβακαντισμός

| Τμήμα μιας σειράς λημμάτων |
| Ρωμαιοκαθολικισμός |
|---|
Ο Σεντεβακαντισμός είναι ένα παραδοσιοκρατικό κίνημα του καθολικισμού, το οποίο υποστηρίζει ότι, από τον θάνατο του Πάπα Πίου ΙΒ΄ (1958) ή τουλάχιστον από τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962–1965), οι διάδοχοί του δεν είναι αληθινοί πάπες, επειδή προώθησαν διδασκαλίες που, κατά τη γνώμη τους, αντιβαίνουν στην παραδοσιακή καθολική πίστη, εξαιτίας της υιοθέτησης από μέρους τους μιας ή περισσότερων αιρέσεων. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους σεντεβακαντιστές, η Αποστολική Έδρα της Ρώμης παραμένει κενή.[1][2] Το κίνημα αυτό προέκυψε ως αντίδραση στις θεολογικές και ιεραρχικές μεταρρυθμίσες που θεσπίστηκαν μετά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965).
Ο όρος Σεντεβακαντισμός προέρχεται από τη λατινική φράση sede vacante, που σημαίνει «η έδρα [του Επισκόπου της Ρώμης] είναι κενή».[3][4] Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει την περίοδο κατά την οποία η Αγία Έδρα παραμένει κενή, δηλαδή το διάστημα από τον θάνατο ή την παραίτηση ενός πάπα έως την εκλογή του διαδόχου του.
Ο ακριβής αριθμός των σεντεβακαντιστών είναι άγνωστος και δύσκολο να υπολογιστεί· οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από δεκάδες χιλιάδες έως και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς.[5] Διάφορες παραφυάδες των σεντεβακαντιστών, γνωστές ως κονκλαβιστές, έχουν επιχειρήσει να τερματίσουν την κατά την άποψή τους κενότητα της Αγίας Έδρας, προχωρώντας στην εκλογή δικού τους πάπα.[6]
Το Βατικανό, από την πλευρά του, σπανίως αναγνωρίζει ή απαντά στις αξιώσεις των σεντεβακαντιστών. Ωστόσο, λόγω της αυξημένης δημοσιότητάς τους κατά την περίοδο του Πάπα Φραγκίσκου, το 2024 ο ίδιος παρομοίασε τους σεντεβακαντιστές με “μανιτάρια”, λέγοντας ότι «φέρουν θλίψη μέσα στις καρδιές τους, νιώθω συμπόνια γι΄αυτούς.»[7][8]
Ένα ανάλογο, από πολιτισμική και θρησκευτική άποψη, φαινόμενο στον Ελλαδικό και Ορθόδοξο κόσμο είναι το κίνημα των παλαιοημερολογίτων.[σύμφωνα με ποιον;]
Ορολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος Σεντεβακαντισμός προέρχεται από τη λατινική φράση sede vacante, που σημαίνει «με την έδρα να είναι κενή».[9] Στην Καθολική Εκκλησία, όταν μια επισκοπική έδρα καθίσταται κενή λόγω θανάτου ή παύσης του επισκόπου για οποιονδήποτε λόγο, η επισκοπή τίθεται αυτομάτως σε κατάσταση sede vacante, μέχρι τον διορισμό και την ενθρόνιση νέου επισκόπου. Στην περίπτωση του σεντεβακαντισμού, ο όρος αναφέρεται ειδικά στην Έδρα του Αγίου Πέτρου, δηλαδή το αξίωμα του Πάπα της Καθολικής Εκκλησίας.[10]
Ως θεωρία, ο σεντεβακαντισμός, δηλαδή η άποψη ότι οι διεκδικητές του Παπικού αξιώματος μετά τη Β' Σύνοδο του Βατικανού οι οποίοι εδρεύουν στο Βατικανό, είναι μη-Καθολικοί αντίπαπες διαμορφώθηκε αρχικά από το έργο του Μεξικανού ιησουΐτη ιερέα Χοακίν Σάενς Αριάγκα (Joaquín Sáenz Arriaga), Sede Vacante: Ο Παύλος ΣΤ΄ δεν είναι νόμιμος Πάπας (1973). Ωστόσο, εμφανίστηκαν και προηγούμενες μορφές πρώιμου σεντεβακαντισμού από τη δεκαετία του 1960, πριν ακόμη καθιερωθεί ο όρος.[11][12]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχή του κινήματος, 1960
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο σεντεβακαντισμός, πριν ακόμη καθιερωθεί ο όρος, καταγράφεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ως μέρος της αντίστασης απέναντι στη Δεύτερη Συνόδο του Βατικανού. Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από μια ομάδα παραδοσιοκρατικών καθολικών στο Μεξικό, οι οποίοι συνδέονταν με τη ριζοσπαστική δεξιά μυστική οργάνωση Los TECOS με έδρα τη Γουαδαλαχάρα, και ιδιαίτερα με τον πνευματικό τους καθοδηγητή, τον ιησουίτη ιερέα π. Joaquín Sáenz y Arriaga.[13]To 1965, σε ιδιωτική συνάντηση στο σπίτι του Anacleto Gonzalez Guerrero (γιός ενός καθολικού ιερομάρτυρα της σύγκρουσης ανάμεσα στην καθολική εκκλησία του Μεξικού και την κυβέρνηση), οι ηγέτες των Los TECOS πρότειναν ότι ο πάπας Παύλος ΣΤ΄ ήταν κρύπτο-εβραίος και μη-νόμιμος Πάπας, και ότι αυτή η θέση θα έπρεπε να υιοθετηθεί επισήμως από τους παραδοσιοκράτες καθολικούς του Μεξικού.[14]
Μια σχετιζόμενη μυστική οργάνωση, με έδρα την Πουέμπλα υπό τον Ramon Plata Moreno, γνωστό ως El Yunque, αν και επίσης υπερσυντηρητική και αντίθετη στις φιλελευθεροποιητικές αλλαγές στην καθολική εκκλησία, απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας ότι ο πάπας Παύλος ΣΤ' ήταν πράγματι ο νόμιμος πάπας της καθολικής εκκλησίας. Αυτό οδήγησε σε μια ισχυρή διάσπαση στον μεξικανικό παραδοσιοκρατικό καθολικό χώρο.[15]
Νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της Β' Συνόδου του Βατικανού, οι Los TECOS είχαν διανέμει ένα έγγραφο με τίτλο Il Complotto Contro la Chiesa («Η συνωμοσία κατά της Εκκλησίας»), ύπο το ψευδώνυμο Μάουρις Πινάι, προειδοποιώντας τους πατέρες της Συνόδου για μια υποτιθέμενη «Ιουδαίο-μασονική-κομμουνιστική» συνομοσία με σκοπό την διείσδυση και καταστροφή του Χριστιανισμού και της Καθολικής Εκκλησίας.[16]
Ένας άλλος πρώιμος υποστηρικτής του ρεύματος από τη Λατινική Αμερική ήταν ο Κάρλος Αλμπέρτο Ντισάντρο στην Αργεντινή, προσωπικός συνεργάτης του Χουάν Περόν, που άνηκε στην καθολική πτέρυγα του ορθόδοξου Περονισμού, και έθεσε το ζήτημα το 1969 με το βιβλίο του Pontificado y Pontifice: una breve quaestio teologica.[17][18]
Οι μεξικανοί, ο Σούκαρντ και η κατάσταση με την Αδελφότητα του Αγίου Πίου Ι΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθώς οι αλλαγές που ακολούθησαν τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού διεισέδυσαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο επίπεδο των τοπικών επισκοπών και ενοριών — ιδίως με την εισαγωγή της Νέας Τάξης της Θείας Λειτουργίας ως κύριας μορφής δημόσιας λατρείας — το ζήτημα του σεντεβακαντισμού άρχισε να διατυπώνεται όλο και πιο έντονα και δημόσια από τους υποστηρικτές του. Ένα σημείο καμπής υπήρξε το έργο του π. Σάενθ ι Αριάγα το 1971, με τίτλο Η Νέα Εκκλησία του Μοντίνι (The New Montinian Church), το οποίο παρουσίαζε δημόσια όσα έως τότε κυκλοφορούσαν μόνο ως ιδιωτικές απόψεις ανάμεσα σε αυτούς τους πρώιμους κύκλους παραδοσιοκρατών.[13] Στο έργο αυτό, ο συγγραφέας υποστήριζε: «Οι υποψίες μου φαίνεται πως επιβεβαιώνονται· ο Τζοβάννι Μπαττίστα Μοντίνι εξελέγη άκυρα στον Παπικό Θρόνο και, επομένως, δεν είναι αληθινός Πάπας. Εξαιτίας αυτού του τελετουργικού συμβόλου του Ιουδαϊσμού και της Μασονίας, υποψιάζομαι ότι ο Παύλος ΣΤ΄ δεν υπήρξε απλώς το αποτελεσματικότερο όργανο της Εβραϊκής Μαφίας, αλλά αναπόσπαστο τμήμα αυτής». Η θέση αυτή προκάλεσε δημόσια αντιπαράθεση, και το Βατικανό, ενεργώντας μέσω του τοπικού αρχιεπισκόπου, καρδιναλίου Μιγέλ Νταρίο Μιράντα υ Γκόμες, ανακοίνωσε την suspensio a divinis του Ιησουίτη ιερέα. Ο ίδιος ίδρυσε το 1972 το περιοδικό Trento (αναφορά στη Σύνοδο του Τριδέντου) για την προώθηση του σεντεβακαντισμού, μαζί με τους Μεξικανούς ιερείς π. Μοϊσές Καρμόνα και π. Αντόλφο Θαμόρα.[13] Το 1973 ακολούθησε το έργο Sede Vacante: Ο Παύλος ΣΤ΄ δεν είναι νόμιμος Πάπας (Sede Vacante: Paul VI is Not a Legitimate Pope), όπου η θεωρία διατυπώθηκε πληρέστερα και από το οποίο το κίνημα έλαβε το όνομά του.[13]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ζήτημα του σεντεβακαντισμού είχε τεθεί ιδιωτικά ήδη από το 1967, όταν ο βαυαρικής καταγωγής[19] Αμερικανός δόκτωρ Χούγκο Μαρία Κέλνερ απέστειλε επιστολή προς τον καρδινάλιο Μάικλ Μπράουν. Η πρώτη αμερικανική παραδοσιοκρατική οργάνωση που υιοθέτησε τη γραμμή του π. Σάενθ ι Αριάγα ήταν το Ορθόδοξο Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα (Orthodox Roman Catholic Movement, ORCM), το οποίο ιδρύθηκε το 1973 από τον π. Φράνσις Φέντον, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Εταιρείας Τζον Μπερτς (John Birch Society).[20] Στην οργάνωση αυτή συμμετείχε και ο π. Ρόμπερτ ΜακΚένα, ο οποίος αργότερα θα αναδεικνυόταν σε εξέχουσα μορφή του σεντεβακαντισμού και τελικώς σε επίσκοπο της λεγόμενης «γραμμής Θουκ». Ωστόσο, η πολυπληθέστερη αμερικανική ομάδα θα ιδρυόταν από έναν καθολικό λαϊκό, τον Φράνσις Σούκαρντ, και θα έπαιρνε το όνομα Καθολική Εκκλησία της Παραδοσιακής Λατινικής Λειτουργίας (Traditional Latin Rite Catholic Church, TLRCC).[21] Ο Σούκαρντ είχε υπηρετήσει ως περιφερόμενος ομιλητής της οργάνωσης Μπλε Στρατιά της Παναγίας της Φατίμα (Blue Army of Our Lady of Fatima), προειδοποιώντας για τον «κίνδυνο του κομμουνισμού» και διαδίδοντας το μήνυμα της Φατιμαϊνής Θεοτόκου στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Αποβλήθηκε από την οργάνωση λόγω της απόρριψής του προς τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού και, το 1968, ίδρυσε τη δική του ομάδα, τους Σταυροφόρους της Φατίμα (Fatima Crusaders), στο Κερ ντ’Αλέν του Άινταχο.[22] Υποστήριζε ότι ο Παύλος ΣΤ΄ ήταν αντίπαπας και ότι η Αγία Έδρα βρισκόταν σε κατάσταση χηρείας (sede vacante).[22] Επιδιώκοντας ιερατική αποστολή, χειροτονήθηκε και κατόπιν χειροθετήθηκε επίσκοπος από τον Ντάνιελ Κ. Μπράουν το 1971. Οι χειροτονίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις στους καθολικούς κύκλους, καθώς η αποστολική διαδοχή του Μπράουν προερχόταν από την Παλαιοκαθολική Εκκλησία της Βόρειας Αμερικής — η οποία θεωρείται σχισματική σύμφωνα με τη Καθολική Εκκλησία — ενώ ο Σούκαρντ επικρίθηκε και για τη δημιουργία προσωπολατρίας γύρω από τον εαυτό του.[22]
Η Αδελφότητα του Αγίου Πίου Ι΄ ιδρύθηκε το 1970 από τον αρχιεπίσκοπο Μαρσέλ Λεφέβρ ως «ευσεβής ένωση» με την άδεια του επισκόπου Φρανσουά Σαριέρ της Λωζάννης, Γενεύης και Φριβούργου της Ελβετίας. Υπήρξε η μακράν μεγαλύτερη διεθνής οργάνωση παραδοσιοκρατικών καθολικών, με σκοπό να αντιδράσει στην καθιέρωση της Νέας Τάξης της Λειτουργίας και σε ορισμένες πτυχές της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.[23][24] Η επίσημη θέση του Λεφεβρ κατά τη διάρκεια της ζωής του, καθώς και της Αδελφότητας του Αγίου Πίου Ι΄ μετά από αυτόν, ήταν η αναγνώριση της νομιμότητας των εκάστοτε Παπών του Βατικανού, αλλά και η «αντίσταση» σε οτιδήποτε θεωρείται αντίθετο προς την καθολική παράδοση. Έτσι, παρότι τοποθετούνται πλησίον του σεντεβακαντισμού και έχουν με αυτόν ορισμένα κοινά σημεία, δεν υιοθετούν τη θέση του και δημοσιεύουν άρθρα που τον αντικρούουν.[25][21] Σύμφωνα με πρώην μέλη της Αδελφότητας, όπως ο π. Νουέλ Μπαρμπαρά (διακεκριμένος Γάλλος σεντεβακαντιστής) και ο π. Φραντσέσκο Ρικόσσα (μετέπειτα ιδρυτής του σεντεπριβασιονιστικού ΙΜBC στην Ιταλία), η ανοχή προς τον σεντεβακαντισμό ως «προσωπική γνώμη» εντός της Αδελφότητας εξαρτόταν από τις εκάστοτε σχέσεις της με το Βατικανό.[26]
Μετά την κανονική επίσκεψη στο Διεθνές Ιεροσπουδαστήριο του Αγίου Πίου Ι΄ το 1974, που οδήγησε στην ανάκληση του καθεστώτος «ευσεβούς ενώσεως» από το Βατικανό, μεμονωμένοι σεντεβακαντιστές εξακολουθούσαν να γίνονται ανεκτοί. Το 1976, ύστερα από τη suspensio a divinis του, ο Λεφεβρ δήλωσε στον καρδινάλιο Τζοβάννι Μπενέλλι:
«Η μετασυνοδική Εκκλησία είναι μια σχισματική Εκκλησία, διότι έχει αποκοπεί από την Καθολική Εκκλησία όπως υπήρξε πάντοτε» — χωρίς ωστόσο να δηλώσει ρητώς ότι ο Παύλος ΣΤ΄ δεν ήταν Πάπας.[25]
Η ρητορική αυτή μετριάστηκε με την άνοδο του Ιωάννη Παύλου Β΄, προς τον οποίο ο Λεφεβρ απευθύνθηκε επιζητώντας διάλογο και ζητώντας «το δικαίωμα να πραγματοποιηθεί το πείραμα της Παραδόσεως» εντός των δομών της μετασυνοδικής Εκκλησίας. Παράλληλα, επιβλήθηκε εσωτερική πειθαρχία και περιορίστηκαν οι αποκλίσεις, καθώς ο Λεφεβρ τόνισε ρητώς:
«Η Αδελφότητα του Αγίου Πίου Ι΄ δεν μπορεί να ανεχθεί στους κόλπους της μέλη που αρνούνται να προσεύχονται για τον Πάπα και που υποστηρίζουν ότι όλες οι Θείες Λειτουργίες του Novus Ordo Missæ είναι άκυρες».[26]
Θέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βασικές αρχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σεντεβακαντισμός βασίζεται στην απόρριψη των θεολογικών και πειθαρχικών αλλαγών που εφαρμόστηκαν μετά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού (1962–1965).[27] Οι σεντεβακαντιστές απορρίπτουν τη Σύνοδο αυτή, ερμηνεύοντας τα έγγραφά της περί οικουμενισμού και θρησκευτικής ελευθερίας — μεταξύ άλλων — ως αντιφατικά προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας και ως άρνηση της μοναδικής αποστολής του Καθολικισμού ως της μίας αληθινής θρησκείας, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus).[28] Υποστηρίζουν επίσης ότι οι νέες πειθαρχικές διατάξεις, όπως η Λειτουργία του Παύλου ΣΤ΄ που εκδόθηκε στις 3 Απριλίου 1969, υπονομεύουν ή συγκρούονται με την ιστορική καθολική πίστη και θεωρούνται βλάσφημες, ενώ οι μετασυνοδικές διδασκαλίες — ιδίως εκείνες που αφορούν τον οικουμενισμό — χαρακτηρίζονται αιρετικές.[29] Καταλήγουν, στη βάση της απόρριψης του αναθεωρημένου τυπικού της Λειτουργίας και των μετασυνοδικών διδασκαλιών της Εκκλησίας ως ψευδών, ότι και οι Πάπες που τις προώθησαν είναι ψευδείς.[1] Ακόμη και μεταξύ των παραδοσιοκρατικών καθολικών,[2][30] το ζήτημα αυτό αποτελεί σημείο έντονης διχόνοιας.[1][2]
Οι παραδοσιοκρατικοί καθολικοί που δεν είναι σεντεβακαντιστές αναγνωρίζουν ως νόμιμη τη διαδοχή των πάπων έως και τον Πάπα Λέωντα ΙΔ΄.[31] Αντιθέτως, οι σεντεβακαντιστές θεωρούν ότι το αλάθητο Μαγιστέριο της Καθολικής Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να έχει επιβάλει τις αλλαγές που εισήχθησαν στο όνομα της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού και συμπεραίνουν ότι εκείνοι που τις υλοποίησαν δεν ενεργούσαν με την εξουσία της καθολικής εκκλησίας.[32] Συνεπώς, υποστηρίζουν ότι ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ και οι διάδοχοι του έχουν απομακρυνθεί από την «αληθινή εκκλησία» και έχουν χάσει τη νόμιμη εξουσία τους. Ένας διαβόητος αιρετικός, κατά την άποψή τους, δεν μπορεί να είναι ο πραγματικός επίσκοπος της Ρώμης.[33]
Οι περισσότεροι σεντεβακαντιστές πιστεύουν ότι η λεγόμενη «Μεγάλη Αποστασία» άρχισε με τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, αν και υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το ποιος ήταν ο τελευταίος νόμιμος Πάπας: άλλοι θεωρούν τον Ιωάννη ΚΓ΄, ενώ άλλοι τον Πίο ΙΒ΄ — οι τελευταίοι πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα του κονκλαβίου του 1958 ήταν άκυρα, θέση που συνδέεται συχνά με τη λεγόμενη «συνωμοσία Τζουζέππε Σύρι». Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες σεντεβακαντιστικές εκδοχές,[34]σύμφωνα με τις οποίες η Μεγάλη Αποστασία ξεκίνησε ήδη με τον Βενέδικτο ΙΕ΄ το 1914· κατά συνέπεια, τόσο ο Πίος ΙΑ΄ όσο και ο Πίος ΙΒ΄ θεωρούνται αιρετικοί, και ο τελευταίος νόμιμος Πάπας θεωρείται ο Άγιος Πίος Ι΄.[35]
Αν και τα επιχειρήματα των σεντεβακαντιστών συχνά στηρίζονται στην ερμηνεία του «μοντερνισμού» ως αιρέσεως, το ζήτημα αυτό παραμένει αντικείμενο συζητήσεως και διαφωνίας.[36]
Εξουσία για την κύρηξη ενός αντίπαπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα ζήτημα που αντιμετώπισαν οι σεντεβακαντιστές στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τη θέση τους ήταν το ποιος, από καθολική σκοπιά, έχει τη νόμιμη εξουσία να κρίνει ή να δηλώσει ότι ένας άνθρωπος, τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος θεωρεί ως νόμιμο Πάπα (στην περίπτωση αυτή τον Παύλο ΣΤ΄ — Τζιοβάνι Μοντίνι), είναι στην πραγματικότητα ένας μη καθολικός Αντιπάπας, έκδηλος, δημόσιος και διαβόητος αιρετικός.[37][38] Το ερώτημα αυτό δεν έλαβε ομόφωνη απάντηση μεταξύ των θεωρητικών του σεντεβακαντισμού και τελικώς οδήγησε σε διάσπαση του κινήματος σε δύο κύριες τάσεις.
Η Ιησουϊτική παράταξη, αυτή, εκπροσωπούμενη από τον π. Χοακίν Σάενθ υ Αριάγα και τη βάση του στο μεξικανικό σεντεβακαντιστικό κίνημα, καθώς και από μεταγενέστερες αμερικανικές ομάδες που επηρεάστηκαν από αυτό — όπως η CMRI —[39][40] ανατρέχει κυρίως στους Διδασκάλους της Εκκλησίας Ροβέρτο Βελλαρμίν και Φρανθίσκο Σουάρεu.[37] Οι συγκεκριμένοι σεντεβακαντιστές επικαλούνται τον Βελλαρμίνο, ο οποίος στο έργο του De Romano Pontifice γράφει:
«Ο Πάπας που είναι φανερά αιρετικός παύει αφ’ εαυτού να είναι Πάπας και κεφαλή της Εκκλησίας, όπως παύει να είναι Χριστιανός και μέλος του Σώματος της Εκκλησίας· γι’ αυτό μπορεί να κριθεί και να τιμωρηθεί από την Εκκλησία. Αυτή είναι η άποψη όλων των αρχαίων Πατέρων, οι οποίοι διδάσκουν ότι οι φανεροί αιρετικοί χάνουν αμέσως κάθε δικαιοδοσία.»[41]
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν τη θέση, όταν ένας εν ενεργεία Ποντίφηκας καθίσταται δημόσιος και διαβόητος αιρετικός, παραιτείται σιωπηρά του αξιώματός του αυτομάτως — με την ίδια την πράξη της συγκατάθεσής του στην αίρεση — χωρίς να απαιτείται καμία τυπική ή κανονική διαδικασία.
Η άλλη παράταξη, γνωστή ως «Δομινικανή», εκπροσωπήθηκε από τον π. Μισέλ-Λουί Γκεράρ ντε Λοριέ και τους οπαδούς του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται σήμερα και ο Ντόναλντ Σάνμπορν με το Ρωμαιοκαθολικό Ινστιτούτο (RCI).[42] Βασιζόμενοι στις θέσεις Θωμιστών θεολόγων όπως ο Θωμάς Κάγεταν, ο Ιωάννης του Αγίου Θωμά και ο Σαρλ-Ρενέ Μπιλιουάρ (γαλλικά) (1684–1757), υποστήριζαν ότι απαιτείται μια πιο σύνθετη νομικο-εκκλησιαστική διαδικασία για να θεωρηθεί έγκυρη η καθαίρεση ενός «αιρετικού Πάπα».[38]
Σύμφωνα με αυτούς, ούτε η ίδια η «πραγματική διαβόητη αίρεση» αρκεί για να καθαιρεθεί ο Πάπας αυτομάτως· αντιθέτως, θα πρέπει να συγκληθεί Γενική Σύνοδος επισκόπων, η οποία να εκδώσει επίσημη δήλωση και να επιβάλει κανονική καταδίκη για το έγκλημα της αιρέσεως.[38][42]
Αυτή η θέση απορρίπτεται από τους «ολικούς» σεντεβακαντιστές, οπαδούς του Βελλαρμίν, οι οποίοι θεωρούν αδύνατο ένα κατώτερο όργανο (όπως μια Σύνοδος) να καθαιρέσει έναν ανώτερο, δηλαδή τον ίδιο τον διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου.
Δεδομένου ότι το σεντεβακαντιστικό κίνημα την εποχή του Παύλου ΣΤ΄ αποτελούνταν από ελάχιστους κατώτερους κληρικούς, χειροτονημένους εντός της Καθολικής Εκκλησίας, και από κάποιους λαϊκούς οπαδούς τους — χωρίς ούτε έναν επίσκοπο που να είχε δημοσίως υποστηρίξει τον σεντεβακαντισμό μέχρι την εμπλοκή του Νγκο Ντιν Θουκ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 — η πιθανότητα να κινηθεί μια τέτοια κανονική διαδικασία μέσω Οικουμενικής Συνόδου κατά του Παύλου ΣΤ΄ ήταν πρακτικά μηδαμινή. Μετά τον θάνατο του Παύλου ΣΤ΄ το 1978, η ευκαιρία αυτή εξέλιπε, και ο π. Γκεράρ ντε Λοριέ, ακολουθώντας τη λογική των ίδιων του των επιχειρημάτων, υιοθέτησε το 1979 τη θεωρία του Σεντεπριβασιονισμού (sedeprivationismus) — αποσπώμενος έτσι από τον «καθαρό» ή «ολικό» σεντεβακαντισμό. Από τότε υποστήριζε ότι οι μετασυνοδικοί διεκδικητές του παπικού αξιώματος που εδρεύουν στο Βατικανό είναι πράγματι Πάπες «υλικώς αλλά όχι τυπικώς» — δηλαδή κατέχουν εξωτερικά τη θέση, αλλά στερούνται της θείας εξουσίας που την καθιστά νόμιμη.[25][42]
Συνθήκες για την ανάδειξη μελλοντικού Πάπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ένα από τα θεωρητικά ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι σεντεβακαντιστές, δεδομένης της κεντρικής σημασίας της Παποσύνης στην Καθολική Εκκλησία, ήταν το εξής: εφόσον δεν υπάρχει σήμερα νόμιμος Πάπας, πώς μπορεί να τερματιστεί η περίοδος της κενής θέσης της έδρας του Πάπα και να εκλεγεί μελλοντικά ένας “νόμιμος” — σύμφωνα με τη θεωρία του σεντεβακαντισμού — Πάπας;[43]
Από τη δεκαετία του 1990, ένας μικρός αριθμός πρώην σεντεβακαντιστών υιοθέτησε τη λεγόμενη κονκλαβιστική θέση και αυτοανακηρύξαν Πάπα, χρησιμοποιώντας διάφορες διαδικασίες εκλογής· οι πιο γνωστές περιπτώσεις είναι εκείνες των Ντέιβιντ Μπόντεν, Βίκτορ φον Πεντς και Λούσιαν Πουλβερμάχερ, χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν καμία ουσιαστική αναγνώριση ή αξιοπιστία εντός του σεντεβακαντιστικού κινήματος.[44][45]
Δεδομένου ότι όλοι οι καρδινάλιοι που διορίστηκαν από τον Πίο ΙΒ΄, καθώς και όσοι είχαν προηγηθεί, έχουν πλέον αποβιώσει (όπως και εκείνοι που δημιούργησε ο Ιωάννης ΚΓ΄, αν αυτός θεωρηθεί νόμιμος Πάπας), είναι σήμερα πρακτικά αδύνατο, μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο του σεντεβακαντισμού, να συγκληθεί Κολλέγιο των Καρδιναλίων που θα μπορούσε να εκλέξει νέο Πάπα, όπως συνέβαινε παραδοσιακά πριν από τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού.[43] Αυτό οφείλεται στο ότι οι σεντεβακαντιστές δεν αναγνωρίζουν ως νόμιμους τους καρδινάλιους που διορίστηκαν από τον Παύλο ΣΤ΄ και εφεξής (και, σε πολλές περιπτώσεις, ούτε εκείνους του Ιωάννη ΚΓ΄), θεωρώντας τους προϊόν δημιουργίας από υποτιθέμενους «Αντίπαπες».[43]
Ο Ισπανός σεντεβακαντιστής καθηγητής Τομάς Τέγιο Κοραλίθα δημοσίευσε το 1994 μελέτη με τίτλο Η Εκλογή του Πάπα (The Election of the Pope), όπου εξετάζει τις δυνατές εκδοχές αυτού του ζητήματος.[43] Το έργο του δημοσιεύθηκε αργότερα στο γερμανικό περιοδικό Einsicht (τεύχος 1, Φεβρουάριος 2003), που επιμελήθηκε ο δρ. Έμπερχαρντ Χέλερ. Εκεί, ο συγγραφέας αναλύει τις απόψεις σημαντικών καθολικών θεολόγων, όπως των Θωμά Κάγεταν, Ροβέρτου Βελλαρμίν, Φραγκίσκου ντε Βιτόρια, Ιωάννη του Αγίου Θωμά, Δομ Γκρέα, Λουί Μπιγιό και Σαρλ Ζουρνέ.[43]
Ο Καγετάνος και ο Βελλαρμίνος υποστήριζαν ότι η εκλογή Πάπα θα μπορούσε να γίνει από τον κλήρο της Ρώμης ή/και από τους επισκόπους των προαστίων της, ενώ ο Δομ Γκρέα θεωρούσε ότι πρέπει να διενεργείται αποκλειστικά από τους Καρδινάλιους.[43]
Μια άλλη άποψη, την οποία προτιμούσε ο Τέγιο, είναι εκείνη του δε Βιτόρια, ιδρυτή της Σχολής της Σαλαμάνκα, ο οποίος στο έργο του De ecclesiastica potestate («Περί της εκκλησιαστικής εξουσίας») υποστήριζε ότι, ελλείψει Καρδιναλίων, θα μπορούσαν να εκλέξουν νέο Πάπα πιστοί καθολικοί επίσκοποι σε Οικουμενική Σύνοδο — με τον αποκλεισμό των λαϊκών και των κατωτέρων κληρικών.[43]
Κλήρος, Θεία Λειτουργία και Μυστήρια της Εκκλησίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένοι σεντεβακαντιστές αποδέχονται τις χειροτονίες και τις επισκοπικές χειροθεσίες σεντεβακαντιστών επισκόπων και ιερέων, καθώς και την τέλεση Θείων Λειτουργιών και τη χορήγηση Μυστηρίων από αυτούς, ως κανονικώς επιτρεπτές βάσει της ἐπιείκειας (epikea)·[46][47][48] δηλαδή, της «ερμηνείας του νου και της θελήσεως εκείνου που θέσπισε τον νόμο».[49] Στην περίπτωση αυτή, οι εκκλησιαστικοί νόμοι — όπως η απαγόρευση χειροτονίας επισκόπων χωρίς παπική εντολή ή η απαγόρευση διανομής των Μυστηρίων χωρίς εκκλησιαστική άδεια — ερμηνεύονται ότι παύουν να ισχύουν όταν η τήρησή τους θα ήταν αδύνατη, επιζήμια ή παράλογη, ή όταν η εφαρμογή τους θα οδηγούσε σε παράβαση θεϊκών εντολών· όπως, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει επισκόπους και ιερείς, και ότι οι καθολικοί πρέπει να μετέχουν στη Θεία Λειτουργία και να λαμβάνουν τα Μυστήρια. Επιπλέον, οι σεντεβακαντιστές επικαλούνται ιστορικό προηγούμενο για την τέλεση επισκοπικών χειροθεσιών σε περιόδους μεγάλης διάρκειας κενώσεως της Αγίας Έδρας (sede vacante).[46][47]
Η λειτουργική διαμάχη περί του «Una Cum»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο π. Άντονι Τσεκάδα θεωρούσε ότι ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν τους σεντεβακαντιστές είναι το κατά πόσον επιτρέπεται να παρίσταται κανείς σε Θείες Λειτουργίες τύπου “una cum” και αν αυτό συνιστά θανάσιμη αμαρτία. Πρόκειται για παραδοσιακές Λατινικές Λειτουργίες, στις οποίες μνημονεύεται — στο Ρωμαϊκό Κανόνα, στην προσευχή “Te igitur” — το πρόσωπο που ο κόσμος στο σύνολό του αναγνωρίζει ως Πάπα, με τη φράση:
“una cum famulo tuo Papa nostro N” («μαζί με τον δούλο Σου, τον Πάπα [όνομα του Πάπα τη στιγμή που γίνεται η λειτουργία].»).
Ο Τσεκάδα υποστήριζε ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι επιτρεπτό να συμμετέχει κανείς σε τέτοια Λειτουργία.[50]
Η Αδελφότητα του Αγίου Πίου Ι΄ (SSPX), την οποία οι σεντεβακαντιστές γενικώς θεωρούν ότι διαθέτει έγκυρη ιερωσύνη (καθότι η χειροτονική τους διαδοχή δεν συνδέεται με το Νέο Τυπικό της Χειροτονίας), χρησιμοποιεί τη μνημόνευση “una cum” στις Λειτουργίες της, αναφερόμενη στο πρόσωπο που το Βατικανό θεωρεί εκάστοτε ως εν ενεργεία Πάπα (σήμερα, τον Ρόμπερτ Πρεβόστ — Πάπα Λέοντα ΙΔ΄). Αντιθέτως, ο Μαρκ Πιβαρούνας, Γενικός Ηγούμενος της μεγαλύτερης σεντεβακαντιστικής οργανώσεως στον κόσμο, της CMRI, παρότι καταδικάζει τη μνημόνευση των συγχρόνων διεκδικητών του παπικού αξιώματος στη Λειτουργία, δεν θεωρεί ότι η παρουσία σε τέτοια Θεία Λειτουργία αποτελεί θανάσιμη αμαρτία. Σύμφωνα με τη θέση του, η παρακολούθηση Λειτουργιών όπου μνημονεύεται ο σύγχρονος Πάπας — όπως εκείνων που τελούνται από την SSPX, την “SSPX Resistance” και παρόμοιες ομάδες — δεν ισοδυναμεί με συμμετοχή σε «τελετές τυπικών αιρετικών ή σχισματικών».[51]
Πιστοί και οργανώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επειδή οι σεντεβακαντιστές, και ιδίως οι λαϊκοί, δεν συγκεντρώνονται σε μία ενιαία οργάνωση, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός τους παγκοσμίως. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 30.000 άτομα σε όλο τον κόσμο.[21] Οι περισσότεροι εντοπίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό, τον Καναδά, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και το πραγματικό μέγεθος του κινήματος δεν έχει ποτέ αποτιμηθεί με ακρίβεια. Η απογραφή του παραμένει εξαιρετικά δύσκολη για ποικίλους λόγους· μεταξύ αυτών, το ότι δεν αυτοπροσδιορίζονται όλοι οι σεντεβακαντιστές ως τέτοιοι, αλλά και το ότι πολλοί δεν ανήκουν σε ρητά σεντεβακαντιστικές κοινότητες ή οργανώσεις.[52]
Σεντεβακαντιστικές οργανώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σεντεβακαντιστικές οργανώσεις περιλαμβάνουν:
- Congregation of Mary Immaculate Queen (CMRI, ελληνικά: Εκκλησιαστική Κοινότητα της Μαρίας της Αμώμου Βασιλίσσης), η οποία ιδρύθηκε το 1967. Δραστηριοποιείται στη Βόρεια και Νότια Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ασία, με έδρα την Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επικεφαλής της είναι ο επίσκοπος Μαρκ Πιβαρούνας (Mark Pivarunas).
- Most Holy Family Monastery (MHFM, ελληνικά: Μοναστήρι της Αγίας Οικογένειας) ένα παραδοσιακό καθολικό μοναστήρι, που εδρεύει στην πόλη Φίλμορ της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ιδρύθηκε το 1967 και διευθυνόμενο από τους Μάικλ και Πίτερ Ντίμοντ (Michael και Peter Dimond).
- Society of Saint Pius V (SSPV, ελληνικά: Εταιρεία του Αγίου Πίου Ε΄) η οποία σχηματίσθηκε το 1983, όταν εννέα Αμερικανοί ιερείς αποσχίσθηκαν από την Εταιρεία του Αγίου Πίου Ι΄ εξαιτίας διαφωνιών, μεταξύ των οποίων και η χρήση των λειτουργικών βιβλίων που είχαν εφαρμοσθεί επί Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄. Η οργάνωση δρα στη Βόρεια Αμερική, με έδρα το Όιστερ Μπεϊ Κοβ, της πολιτείας της Νέας Υόρκης, και υπήρξε υπό την ηγεσία του επισκόπου Κλάρενς Κέλι (Clarence Kelly) έως τον θάνατό του τον Δεκέμβριο του 2023.[53]
- Sociedad Sacerdotal Trento (SST, ελληνικά: Ιερατική Εταιρεία του Τρέντο) γνωστή παλαιότερα ως Unión Católica Trento (Καθολική Ένωση του Τρέντο), ιδρύθηκε το 1977 από τους Μοϊσές Καρμόνα και Αντόλφο Ζαμόρα (Moisés Carmona και Adolfo Zamora). Δραστηριοποιείται κυρίως στο Μεξικό και έλαβε τη σημερινή της ονομασία το 1993, υπό τον επίσκοπο Μαρτίν Δάβιλα Γαντάρα (Martín Dávila Gandara).[54]
- Mary’s Little Remnant’s congregation (ελληνικά: Κοινότητα του Μικρού Υπολοίπου της Μαρίας), υπό την καθοδήγηση των Ρίτσαρντ Ιμπράνγι[55] και Ουίλιαμ Τζορτζ Νόρις[56] (Richard Ibranyi και William George Norris), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η Καθολική Εκκλησία κυβερνάται από αντίπαπες για σχεδόν μία χιλιετία, θεωρώντας ότι η Αποστολική Έδρα είναι κενή ήδη από την εποχή που ο Πάπας Ιννοκέντιος Β΄ αποδέχθηκε τον Θωμισμό.[57]
Πρώιμοι υποστηρικτές του Σεντεβακαντισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώιμοι υποστηρικτές του Σεντεβακαντισμού περιλαμβάνουν:
- Επίσκοπος Φράνσις Σούκαρντ (Bishop Francis Shuckardt), Αμερικανός, ο οποίος χειροτονήθηκε παράνομα επίσκοπος από τον Ντάνιελ Μπράουν (Daniel Q. Brown) και ίδρυσε την Εκκλησιαστική Κοινότητα της Μαρίας της Αμώμου Βασιλίσσης, από την οποία εξορίστηκε το 1984. Αργότερα ίδρυσε μια νέα αίρεση, την Traditional Latin Rite Catholic Church (TLRCC, ελληνικά: Καθολική Εκκλησία Παραδοσιακού Λατινικού Τυπικού).
- Χοακίν Σάενθ υ Αριάγα (Joaquín Sáenz y Arriaga), Μεξικανός ιερέας Ιησουΐτης και θεολόγος, που παρουσίασε σεντεβακαντιστικές ιδέες στα έργα του The New Montinian Church (Αύγουστος 1971) και Sede Vacante (1973).
- Φράνσις Ε. Φέντον (Francis E. Fenton), Αμερικανός ιερέας, εμπνευσμένος από τα γραπτά του Σάενθ, ίδρυσε το Orthodox Roman Catholic Movement (Ορθόδοξη Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα) ως αμερικανικό παράλληλο της μεξικανικής Unión Católica Trento (Καθολική Ένωση του Τρέντο).
- Μισέλ-Λουί Γκεράρ ντε Λοριέ (Michel-Louis Guérard des Lauriers), Γάλλος Δομινικανός ιερέας και θεολόγος, ο οποίος ανέπτυξε τη Θέση του Κασισιάκουμ (Thesis of Cassiciacum) τη δεκαετία του 1970. Χειροτονήθηκε παράνομα επίσκοπος το 1981 από τον Νγκο Ντιν Θουκ (Ngô Đình Thục).
- Ορισμένοι Αμερικανοί ιερείς της Εταιρείας του Αγίου Πίου Ι΄, όπως οι Ντάνιελ Ντόλαν (Daniel Dolan), Άντονι Τσεκάδα (Anthony Cekada) και Ντόλαντ Σάνμπορν (Donald Sanborn), φέρονται να ήταν σεντεβακαντιστές τη δεκαετία του 1970 και εξορίστηκαν μαζί με άλλους ιερείς από τον Αρχιεπίσκοπο Μαρσέλ Λεφέβρ για την υιοθέτηση αυτής της θέσης. Εννέα από αυτούς τους ιερείς ίδρυσαν αργότερα την Εταιρεία του Αγίου Πίου Ε΄το 1983. Ο Ντόλαν και ο Σάνμπορν χειροτονήθηκαν παράνομα επίσκοποι αργότερα.
- Όσβαλντ Μπέικερ, ένας Άγγλος ιερέας που ήταν γνωστός σεντεβακαντιστής μέχρι τουλάχιστον το 1982, και φημολογείται ότι ήταν σεντεβακαντιστής για μια περίοδο πριν το 1982.
- Λούσιαν Πουλβερμάχερ, Αμερικανός ιερέας-ιεραπόστολος, ο οποίος αποχώρησε από την Καθολική Εκκλησία το 1976 και το 1998 εκλέχθηκε Πάπας από τους κονκλαβιστές της Αληθινής Καθολικής Εκκλησίας με το παπικό όνομα Πιος ΙΓ΄ .
Σχετικά κινήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σεντεπριβασιονισμός (Sedeprivationismus)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε αντίθεση με τους σεντεβακαντιστές, οι σεντεπριβασιονιστές αποδέχονται τη Θέση του Κασισιάκουμ (Thesis of Cassiciacum), που διατυπώθηκε από τον Δομινικανό θεολόγο και επίσκοπο Μισέλ-Λουί Γκεράρ ντε Λοριέ (Michel-Louis Guérard des Lauriers), ως θεολογικώς έγκυρη θέση. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ο Ιωάννης ΚΓ΄ και οι διάδοχοί του είναι «πάπες υλικώς αλλά όχι τυπικώς» (materialiter sed non formaliter), δηλαδή κατέχουν εξωτερικώς την παπική έδρα, αλλά χωρίς την πλήρη τυπική και θεσμική εξουσία που απορρέει από την ορθόδοξη πίστη. Κατά τη θέση αυτή, οι πάπες μετά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού θα καθίσταντο πλήρως νόμιμοι μόνο εφόσον αποκήρυσσαν τις αιρέσεις τους και επανέρχονταν στην παραδοσιακή καθολική πίστη.
Η άποψη αυτή υποστηρίζεται επισήμως από το Ίδρυμα Mater Boni Consilii (Istituto Mater Boni Consilii).[58]
Μπενεβακαντισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια ξεχωριστή, μειονοτική θέση, γνωστή ως Μπενεβακαντισμός (Benevacantismus) — σύνθετη λέξη από τις λέξεις Βενέδικτος και σεντεβακαντισμός — υποστηρίζει ότι ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ παρέμεινε ο αληθινός Πάπας ακόμη και μετά την παραίτησή του, ενώ ο Πάπας Φραγκίσκος θεωρείται αιρετικός αντίπαπας.[59][60]
Μετά τον θάνατο του Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, ορισμένοι Μπενεβακαντιστές προσχώρησαν στον σεντεβακαντισμό, ενώ άλλοι συνέχισαν να θεωρούν τον Φραγκίσκο έγκυρο Πάπα έως τον θάνατό του το 2025.[61]
Το Βατικανό, από την πλευρά του, σπανίως αναγνωρίζει ή απαντά στις αξιώσεις των σεντεβακαντιστών. Ωστόσο, λόγω της αυξημένης δημοσιότητάς τους κατά την περίοδο του Πάπα Φραγκίσκου, το 2024 ο ίδιος παρομοίασε τους σεντεβακαντιστές με “μανιτάρια”, λέγοντας:
«φέρουν θλίψη μέσα στις καρδιές τους, νιώθω συμπόνια γι’ αυτούς».[7][8]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 1 2 3 Appleby 1995, σελ. 257
- 1 2 3 Marty & Appleby 1994, σελ. 88
- ↑ Marty & Appleby 1994, σελ. 88
- ↑ Marty & Appleby 1994, σελ. 88
- ↑ Collinge 2012, σελ. 399: "from tens of thousands to hundreds of thousands"
- ↑ Chryssides 2012, σελ. 99
- 1 2 «Pope Francis: Sedisvacantists are "mushrooms" in the Church». Katholish.de. 2024. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2025.
- 1 2 Altmann, Matthias (2024). «The "doctrine" of the empty papal chair: The world of sedisvacantism». Katholish.de.
- ↑ Marty & Appleby 1994, σελ. 88
- ↑ Marty & Appleby 1994, σελ. 88
- ↑ Delgado 2004
- ↑ Ayala Muñoz 2006
- 1 2 3 4 Herrán Ávila 2022
- ↑ González 2007
- ↑ González 2007
- ↑ Anderson 1986, σελ. 75
- ↑ Carnagui 2011
- ↑ Bosca, Roberto (2013). «Un Caballo de Troya en la ciudad de Dios». La Nacion (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ «Obituaries: Dr. Hugo Maria Kellner, 84; noted for Church, nuclear defense views» (PDF). The Catholic Courier-Journal. 27 Φεβρουαρίου 1986. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ «Fr. Fenton Says Groppi's Tactics "Greater Evil"». The Catholic Transcript, Volume LXX, Number 26. 20 Οκτωβρίου 1967. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- 1 2 3 Zenu, Theo (2025). «Meet the Catholic conspiracists: Sedevacantists want to bring down the Church». UnHerd. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2025.
- 1 2 3 Lundberg, Magnus (30 Αυγούστου 2024). «New Research Report: Francis Schuckardt, the Papacy, and the Apocalypse». MagnusLundberg.net. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2024.
- ↑ Clifford 2023, σελ. 365
- ↑ Clifford 2023, σελ. 366
- 1 2 3 Clifford 2023, σελ. 368
- 1 2 Barbara, Noël (1983). «Ecône Full Stop». Fortes in Fide. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ Madrid & Vere 2004, σελ. 169
- ↑ Jarvis 2018a, σελίδες 8-10
- ↑ Flinn 2007, σελ. 566
- ↑ Collinge 2012, σελ. 566
- ↑ Gibson 2007, σελ. 355
- ↑ Marty & Appleby 1994, σελ. 66
- ↑ Wójcik 1997, σελ. 86
- ↑ Lewis, Mike (24 Μαΐου 2023). «What is sedevacantism? Who is a sedevacantist?». Where Peter Is (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2025.
- ↑ «"Anti-Christ actions of post-1914 anti-Popes "Benedict XV", "Pius XI", and "Pius XII""». www.gods-catholic-dogma.com. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2025.
- ↑ Jarvis 2018a, σελ. 152-153
- 1 2 Akin, Jimmy (16 Μαΐου 2025). «How Do Catholics Refute Sedevacantist Claims from Robert Bellarmine?». Catholic Answers. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- 1 2 3 Solimeo, Luiz Sérgio (15 Ιουλίου 2019). «The Theological Hypothesis of a Heretical Pope». TFP. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ Hughes, Benedict (1 Απριλίου 2013). «Sedevacantism: The Only Logical Answer». Congregation of Mary Immaculate Queen: The Reign of Mary, Issue No. 150, Spring 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ «St. Robert Bellarmine: What if a Pope to Become a Heretic». Congregation of Mary Immaculate Queen. 16 Μαΐου 2025. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ «St. Robert Bellarmine: What if a Pope to Become a Heretic». Congregation of Mary Immaculate Queen. 16 Μαΐου 2025. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- 1 2 3 Dutertre, Damien (1 Οκτωβρίου 2022). «On the Canonical Crime of Heresy in Relation to the Thesis» (PDF). Most Holy Trinity Seminary. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- 1 2 3 4 5 6 7 Tello Corraliza, Tomás (1 Φεβρουαρίου 2003). «Richtlinien für eine Papstwahl unter den derzeitigen Bedingungen». Einsicht (Ausgabe Nr. 1 Monat Februar 2003) (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ «Sedevacantism and Antipopes (from "Religions of the World: A Comprehensive Encyclopedia of Beliefs and Practices")» (PDF). ABC-CLIO. 4 Απριλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ «Self-made antipopes». La Stampa. 4 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- 1 2 «Episcopal Consecration During Interregnums». CMRI: Congregation of Mary Immaculate Queen (στα Αγγλικά). 22 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2023.
- 1 2 «The Consecration of Bishops During Interregna». CMRI: Congregation of Mary Immaculate Queen (στα Αγγλικά). 22 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ Rev. Anthony Cekada. "Canon Law and Common Sense".
- ↑ Rev. Henry Davis. "Moral and Pastoral Theology", vol. 1, p. 188.
- ↑ Rev. Anthony Cekada. "The Grain of Incense: Sedevacantists and Una Cum Masses". November 2007.
- ↑ Pivarunas, Mark (1 Ιανουαρίου 2022). «My Thoughts in Regard to the "Una Cum" Issue». Congregation of Mary Immaculate Queen. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ Jarvis 2018a, σελ. 9
- ↑ «Obituary of The Most Reverend Clarence J. Kelly | Dufresne & Cavanaugh Funeral Home». dufresneandcavanaugh.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ Martínez Villegas, Austreberto (1 Ιανουαρίου 2015). «Fragmentación católica sedevacantista en Guadalajara» (PDF). Estudios Jaliscienses 99 (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025.
- ↑ «Richard Ibranyi». wikibin.org. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2025.
- ↑ Sharpe, Tom (9 Νοεμβρίου 2023). «Two men who believe Jews rule the world, Holocaust, 9-11 were hoaxes and, in a perfect Catholic state, gays would be put to death, help to oust school board veteran - Sierra County Citizen». sierracountycitizen.org/ (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2025.
- ↑ «St. John the Baptist Website». www.johnthebaptist.us. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2025.
- ↑ Istituto Mater Boni Consilii (IMBC). "Who we are". Retrieved 29 August 2021.
- ↑ Heschmeyer, Joe (January 6, 2023). «Was Benedict XVI the True Pope the Whole Time?». Catholic Answers. https://www.catholic.com/magazine/online-edition/was-benedict-xvi-the-true-pope-the-whole-time. Ανακτήθηκε στις 12 February 2025.
- ↑ Feser, Edward (14 Απριλίου 2022). «Benevacantism is scandalous and pointless». Catholic World Report. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Lewis, Mike (24 May 2023). «What is sedevacantism? Who is a sedevacantist?». Where Peter Is. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 January 2025. https://web.archive.org/web/20250116180154/https://wherepeteris.com/what-is-sedevacantism-who-is-a-sedevacantist/. Ανακτήθηκε στις 25 March 2025.