Σαχρισάμπζ
Συντεταγμένες: 39°3′N 66°50′E / 39.050°N 66.833°E
Σαχρισάμπζ | |
---|---|
![]() | |
39°3′0″N 66°50′0″E | |
Χώρα | Ουζμπεκιστάν |
Διοικητική υπαγωγή | Κασκαντάριο |
Ίδρυση | 7ος αιώνας π.Χ. |
Έκταση | 240 εκτάριο |
Υψόμετρο | 622 μέτρα |
Πληθυσμός | 142.700 (2022)[1] |
Ζώνη ώρας | UTC+05:00 |
![]() | |
Η Σαχρισάμπζ (ουζμπεκικά: Шаҳрисабз, περσικά: شهر سبز, σε λατινικό αλφάβητο: Šahr-e-sabz ρωσικά: Шахрисабз), μετ. «Πράσινη Πόλη» στα περσικά, είναι πόλη στην περιοχή Κασκαντάρυο στο νότιο Ουζμπεκιστάν.[2] Βρίσκεται περίπου 80 χλμ νότια της Σαμαρκάνδης, σε υψόμετρο 622 μ. Ο πληθυσμός της ήταν 140.500 το 2021.[3]
Ιστορικά γνωστή ως Κες ή Κις, η Σαχρισάμπζ ήταν κάποτε μια μεγάλη πόλη της Κεντρικής Ασίας και ήταν σημαντικό αστικό κέντρο της Σογδιανής, μιας επαρχίας της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας της Περσίας. Είναι κυρίως γνωστή σήμερα ως η γενέτειρα του Τουρκομογγόλου κατακτητή του 14ου αιώνα Τιμούρ.[4]
Η παλιά πόλη της Σαχρισάμπζ έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς χάρις στα σωζόμενα μνημεία που χρονολογούνται από την περίοδο ακμής της, τον 15ο και 16ο αιώνα.[5] Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας (ECO) επέλεξε τη Σαχρίσαμπζ ως τουριστική του πρωτεύουσα για το 2024.[6]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παλαιότερα γνωστό ως Κες ή Κις («ευφραντικό») και διστακτικά ταυτισμένο με την αρχαία Ναύτακα, η Σαχρίσαμπζ είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Κεντρικής Ασίας. Ιδρύθηκε πριν από περισσότερα από 2.700 χρόνια και αποτέλεσε τμήμα της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας ή Περσίας από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Σε όλη αυτή την περίοδο το Κες παρέμεινε ένα σημαντικό αστικό κέντρο της Σογδιανής, μια σημαντική επαρχία εντός της Αυτοκρατορίας. Έγγραφα της ύστερης Αχαιμενιδικής περιόδου μιλούν για την ανακαίνιση των τειχών της πόλης. Είναι γνωστή ως Σαχρίσαμπζ από την εποχή των Τιμουρίδων.[7]
Ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος αιχμαλώτισε τον σατράπη της Βακτριανής και διεκδικητή του περσικού θρόνου, Βήσσο, στη Ναύτακα, τερματίζοντας έτσι την πάλαι ποτέ μεγάλη Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία. Ο Μέγας Αλέξανδρος επέλεξε να περάσει τους χειμώνες του και γνώρισε τη σύζυγό του Ρωξάνη στην περιοχή γύρω στο 328–327 π.Χ. Μεταξύ 567 και 658 μ.Χ., οι ηγεμόνες του Κες πλήρωναν φόρους σε Χαγάνους τουρκικών και δυτικών τουρκικών χαγανάτων. Το 710 η πόλη κατακτήθηκε από τους Άραβες και μετά τη μογγολική κατάκτηση της Χορεζμίας τον 13ο αιώνα, η περιοχή τέθηκε υπό τον έλεγχο της φυλής Μπάρλας, της οποίας όλες οι γενεαλογίες φαίνεται να συνδέονταν με αυτήν την περιοχή.
Ως μέρος του Τουρκικού Χαγανάτου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τον 6ο έως τον 8ο αιώνα, το Κες ήταν μέρος των Τουρκικών και Δυτικών Τουρκικών Χαγανάτων. Τον 8ο αιώνα ηγεμόνας-μαλίκ του Χουζάρ (Κες) ήταν ο Τούρκος Σουμπούγκρα. Υπό τον Τον-Γιαγκμπού-Καγκάν (618-630) η δύναμη των Τούρκων ενισχύθηκε στη Σογδιανή. Νέες εκστρατείες στο Τοχαριστάν και το Αφγανιστάν ώθησαν τα σύνορα του κράτους στη βορειοδυτική Ινδία.
Μια αρχαία τουρκική φυλή ήταν οι Χαλάι, οι οποίοι στον Πρώιμο Μεσαίωνα ζούσαν στο Τοχαριστάν - τα σύγχρονα εδάφη του νότιου Ουζμπεκιστάν, του Τατζικιστάν και του βόρειου Αφγανιστάν.
Οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας λάτρευαν τις ακόλουθες θεότητες: Τένγκρι (ουρανός), Ουμάι (Μητέρα Θεά), Γερ-σουμπ (Γη-Νερό) και Έρκλιγκ (Κύριος της Κόλασης), μεταξύ των οποίων ο Τένγκρι κατείχε την κυρίαρχη θέση.
Αραβική κατάκτηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κες κατακτήθηκε από τους Άραβες τον 8ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια της αραβικής εισβολής, η κοιλάδα Κασκαντάρια και ειδικά το Κες ήταν το επίκεντρο ενός αντιαραβικού και αντι-ισλαμικού απελευθερωτικού κινήματος με επικεφαλής τον Αλ-Μουκάννα, γνωστό στην ιστορία ως «Επανάσταση των Αντρών με Λευκά Ρούχα».
Η αντίσταση οδήγησε τελικά στην παρακμή της πρωτεύουσας. Γύρω στο 701–704, έγιναν μάχες μεταξύ Τούρκων και Αράβων στο Νέσεφ και στο Κες.
Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σαμανιδών, η αστική ζωή σταδιακά μετακινήθηκε στα νοτιοδυτικά του παλιού Κες, την τοποθεσία του μεγάλου χωριού Μπάρκνον.
Καραχανιδική εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1038, ο Ιμπραήμ ιμπ Νασρ, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός ως Μπόριτιγκιν, γιος του κατακτητή της Υπερωξιανής, κατέλαβε το Τσαγκανιγιάν, από όπου εισέβαλε στην κεντρική Υπερωξιανή. Το 1040 κατέκτησε το Κες. Μέχρι τον 10ο αιώνα, το κράτος των Καραχανιδών είχε λογοτεχνική γλώσσα που συνέχιζε τις παραδόσεις των αρχαίων τουρκικών γραπτών κειμένων. Η επίσημη καραχανιδική γλώσσα του 10ου αιώνα βασίστηκε στο γραμματικό σύστημα των αρχαίων διαλέκτων Καρλούκ. Ο εξισλαμισμός των Καραχανιδών και των Τούρκων υπηκόων τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη του τουρκικού πολιτισμού. Στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, για πρώτη φορά στην ιστορία των τουρκικών λαών, το Ταφσίρ, ένα σχόλιο στο Κοράνι, μεταφράστηκε στην τουρκική γλώσσα. Ο λόγιος του 11ου αιώνα Μαχμούντ Κασγκάρι έθεσε τα θεμέλια της τουρκικής γλωσσολογίας. Παραθέτει τα ονόματα πολλών τουρκικών φυλών της Κεντρικής Ασίας.
Ένας από τους διάσημους μελετητές ήταν ο ιστορικός Ματζίντ αλ-Ντιν αλ-Σουρχακάτι, ο οποίος έγραψε την «Ιστορία του Τουρκεστάν», η οποία σκιαγράφησε την ιστορία της δυναστείας των Καραχανιδών.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Καραχανιδών, σχηματίστηκε τελικά η νέα πρωτεύουσα του μεσαιωνικού Κες. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των Χορασμσάχ (αρχές 13ου αιώνα), το Κες-Σαχρίσαμπζ οχυρώθηκε για πρώτη φορά με αμυντικά τείχη.
Η γενέτειρα του Τιμούρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]To Κες ήταν η γενέτειρα του Τιμούρ το 1336, μέλος της οικογένειας ενός τοπικού αρχηγού Μπάρλα, και κατά τα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Τιμουρίδων, η πόλη απολάμβανε τη σημαντική προστασία του. Ο Τιμούρ θεωρούσε την Κες ως την «πατρίδα» του και σχεδίασε να είναι τελικά η τοποθεσία του τάφου του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, το κέντρο της δραστηριότητας μετατοπίστηκε στη Σαμαρκάνδη. Την εποχή του Τιμούρ, χτίστηκαν αριστουργήματα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής: το παλάτι Ακ-Σαράι και το μνημειακό συγκρότημα Ντορουσιοντάτ. Η πόλη αγωνίστηκε για αυτονομία υπό την κυριαρχία της Μπουχαράε και οι Ρώσοι βοήθησαν τον εμίρη του Μπουχάρας να κατακτήσει την πόλη το 1870.
Σύγχρονη ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το 1942, η 6η Μεραρχία Πεζικού του Πολωνικού Στρατού του Άντερς στάθμευσε και οργανώθηκε στο Σαχρισάμπζ, προτού εκκενωθεί από το Ουζμπεκιστάν για να πολεμήσει ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία.[8] Υπάρχει ένα πολωνικό στρατιωτικό νεκροταφείο στην πόλη.[8]
Ιστορικοί χώροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά εναπομείναντα εντυπωσιακά μνημεία από τη δυναστεία των Τιμουρίδων επέτρεψαν στο παλιό τμήμα της πόλης να εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ωστόσο, η καταστροφή τεράστιων περιοχών του μεσαιωνικού αστικού τοπίου το 2015 για τη δημιουργία πάρκου και τουριστικών εγκαταστάσεων έχουν προκαλέσει ανησυχίες από την UNESCO. Είναι πιθανό η καταχώριση να χαθεί.[9]
- Παλάτι Ακ-Σαράι
Το Θερινό Ανάκτορο του Τιμούρ, το «Λευκό Παλάτι» σχεδιάστηκε ως το πιο μεγαλειώδες από όλες τις κατασκευές του Τιμούρ. Η κατασκευή του άρχισε το 1380 από τεχνίτες που απελάθηκαν από τον Τιμούρ από την πρόσφατα κατακτημένη Χορασμία. Δυστυχώς, μόνο τμήματα των γιγαντιαίων (65 μέτρα) πύργων της πύλης σώζονται, με μπλε, λευκά και χρυσά μωσαϊκά. Πάνω από την είσοδο του Ακ-Σαράι υπάρχουν μεγάλα γράμματα που λένε: «Αν αμφισβητήσετε τη δύναμή μας - κοιτάξτε τα κτίριά μας!»
- Τζαμί Κοκ Γκουμπάζ/ Σύμπλεγμα Ντορούτ Τιλοβάτ.
Ένα τζαμί της Παρασκευής χτισμένο το 1437 από τον Ούλουγκ Μπεγκ προς τιμή του πατέρα του Σαχ Ρουχ, το όνομά του σημαίνει «Μπλε θόλος». Ακριβώς πίσω από το Τζαμί Κοκ Γκουμπάζ βρίσκεται το λεγόμενο «Οίκος του Διαλογισμού», ένα μαυσωλείο που χτίστηκε από τον Ούλουγκ Μπεγκ το 1438, αλλά προφανώς δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για ταφές.
- Σύμπλεγμα Χαζράτ-ι Ιμάν

Ανατολικά του Κοκ Γκουμπάζ είναι ένα άλλο συγκρότημα μαυσωλείων που ονομάζεται Ντόρους-Σαοντάτ (Έδρα της Δύναμης και της Ισχύος), το οποίο περιέχει τον τάφο του Τζεχανγκίρ, του μεγαλύτερου και αγαπημένου γιου του Τιμούρ. Το παρακείμενο τζαμί λέγεται ότι στεγάζει τον τάφο ενός σεβαστού ιμάμη του 8ου αιώνα Αμίρ Κουλάλ .
- Τάφος του Τιμούρ

Πίσω από το Χαζράτ-ι Ιμάμ βρίσκεται ένα καταφύγιο με μια πόρτα που οδηγεί σε έναν υπόγειο θάλαμο, που ανακαλύφθηκε από αρχαιολόγους το 1943. Το δωμάτιο είναι σχεδόν γεμάτο με ένα πέτρινο φέρετρο, στο οποίο οι επιγραφές δείχνουν ότι προοριζόταν για τον Τιμούρ. Ωστόσο, ο κατακτητής θάφτηκε στη Σαμαρκάνδη, όχι στη Σαχρισάμπζ, και μυστηριωδώς, ο τάφος του στο Σαχρισάμπζ περιείχε δύο άγνωστα πτώματα.
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεσαιωνικά λουτρά και ένα παζάρι του 18ου αιώνα.
Άλλοι τόποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα βόρεια του μικρού χωριού Κουμυρτεπά στην περιφέρεια Κιτάμπ της Περιφέρειας Κασκκαντάρια, κατά μήκος της αριστερής όχθης του μικρού ρηχού ποταμού Σουραμπσάι, που πηγάζει από τα βουνά Ζαραφσάν, υπάρχουν τρεις λόφοι διαφορετικών διαμορφώσεων που εκτείνονται από βορρά προς νότο. Μαζί, αποτελούν τρία μέρη της αρχαίας πρωτεύουσας Ναύτακα (Πανταϋάκτεπά, Ουζουνκύρ και Σαγκιρτεπά).[10][11]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αρχαιολογικοί χώροι στη μικρο-όαση Σουραμπσάι, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι σε απόσταση 5 χιλιομέτρων μεταξύ τους, ερευνήθηκαν για πρώτη φορά από την Ν. Ι. Κρασενινίκοβα, μέλος της αποστολής KATE. Εκείνη την εποχή, αυτοί οι τρεις λόφοι προσδιορίστηκαν ως ακρόπολη, η πραγματική πόλη και ο ναός της Ναυτάκας.[12]
- Πανταϋακτεπά
Η ακρόπολη της πόλης έχει διαστάσεις 270x74 μέτρα και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα σε μια ψηλή, τραχιά όχθη του ποταμού Σουραμπσάι.[12] Ως αποτέλεσμα των αρχαιολογικών εργασιών στον χώρο, έχουν εντοπιστεί τέσσερις οικοδομικοί ορίζοντες. Τα παλαιότερα πολιτιστικά στρώματα του οικισμού χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ.[12] Σε μια από τις ανασκαφές στο δυτικό τμήμα της Πανταϋακτεπά, εντοπίζεται τμήμα αμυντικού τείχους της Αχαιμενιδικής και της Ελληνιστικής περιόδου.[12] Αυτά τα τείχη δείχνουν ότι η πόλη Ναύτακα είχε ένα αριστοκρατικό τμήμα, που περικλείεται από ένα ξεχωριστό τείχος - μια ακρόπολη, παρόμοια με την αρχαία τοποθεσία Αφρασιάμπ στη Σαμαρκάνδη. Με το τέλος της κυριαρχίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη εγκαταλείφθηκε και μόνο η ακρόπολη της Πανταϋακτεπά συνέχισε να κατοικείται.[12] Μια νέα πόλη αναδύθηκε στην ψηλή δεξιά όχθη του ποταμού Ακσού, στη θέση του οικισμού Καλανταρτεπά, εντός των ορίων της σύγχρονης πόλης Κιτάμπ.
- Ουζουνκίρ
Απομεινάρια του οχυρωματικού τείχους της πόλης είναι ορατά κοντά στο χωριό Κουμυρτεπά με τη μορφή χαμηλού τύμβου με μήκος πάνω από 650 μέτρα και πλάτος 20 μέτρα. Κάποτε, αυτό το τείχος περικύκλωσε ολόκληρη την πόλη, καλύπτοντας μια έκταση μεγαλύτερη από 70 εκτάρια.[13] Το αρχικό τείχος του οικισμού κατασκευάστηκε από πλίθινα ακατέργαστα τούβλα που χρονολογούνται από τον 10ο-9ο αιώνες π.Χ., τα οποία ήταν χαρακτηριστικά των αρχαίων πόλεων της Σογδιανής, όπως η Κοκτεπά και η Κες.[14] Αργότερα, επί Αχαιμενιδών, Σελευκιδών και Ελληνοβακτριανών βασιλείων, έγιναν εκτενείς επισκευές στα οχυρωματικά τείχη της πόλης.
- Σανγκιρτεπά
Ένας αυτόνομος λόφος, που βρίσκεται πέρα από τα τείχη της πόλης, βρίσκεται περίπου 650 μέτρα νοτιοδυτικά του Ουζουνκίρ.[15] Αποτελείται από έναν κεντρικό λόφο με διαστάσεις 84x62 μέτρα και ύψος περίπου 8 μέτρα. Ο περιβάλλων τοίχος περικλείει μια έκταση 3 εκταρίων.[15] Αρχαιολογικές ανασκαφές διεξάγονται σε αυτόν τον χώρο από το Τμήμα Αρχαιολογίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Τασκένδης (τώρα Εθνικό Πανεπιστήμιο του Ουζμπεκιστάν) από το 1983. Ως αποτέλεσμα αυτών των ανασκαφών στη Σανγκιρτεπά, αποκαλύφθηκε ένας μοναδικός Ζωροαστρικός ναός, ο οποίος διέθετε μια αίθουσα στο κέντρο, έναν βωμό και βοηθητικούς χώρους. Ο ναός είναι ένα από τα παλαιότερα θρησκευτικά κτίρια στην Κεντρική Ασία.[15][16]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ www
.qashstat .uz /files /297 /demog /1269 /Hududlar-boyicha-shahar-va-qishloq-aholisi-soni .pdf. - ↑ «Classification system of territorial units of the Republic of Uzbekistan» (στα Ουζμπεκικά και Ρωσικά). The State Committee of the Republic of Uzbekistan on statistics. Ιουλίου 2020.
- ↑ «Urban and rural population by district» (PDF) (στα Ουζμπεκικά). Qashqadaryo regional department of statistics.
- ↑ Pickett, James (2018). «Written into Submission: Reassessing Sovereignty through a Forgotten Eurasian Dynasty». The American Historical Review 123 (3): 819. doi: . «Now a provincial city in the modern state of Uzbekistan, Shahrisabz is remembered primarily as the birthplace of Timur—if it is remembered at all.».
- ↑ «Historic Centre of Shakhrisyabz». whc.unesco.org. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2025.
- ↑ «ECO declares Shakhrisabz as its tourism capital for 2024». Daryo.uz (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ «Shahrisabz Travel Guide». Caravanistan (στα Αγγλικά). 13 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2021.
- ↑ 8,0 8,1 Ziółkowska, Ewa (2002). «Polskie groby w Uzbekistanie i Kazachstanie. W 60. rocznicę polskiego wychodźstwa z ZSRR» (στα pl). Wspólnota Polska (3–4 (116–117)): 65. ISSN 1429-8457.
- ↑ Synovitz, Ron (28 March 2017). «Bulldozing History». Radio Free Europe/Radio Liberty. https://www.rferl.org/a/bulldozing-history-ancient-uzbek-city-unesco-status-at-risk/28392139.html. Ανακτήθηκε στις 16 November 2019.
- ↑ «Ожившая легенда о соколе». tugan.uz. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «Oʻzbekistonning Ipak yoʻli shaharlari». www.uzreport.news. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 «Падаятактепа - цитадель города». silkadv.com. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «Узункыр». westra.ru. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «Узункыр-раскопки кафедры ТашГУ (осень 1986 г.)». archaeologyca.su. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 «SHAHRISABZ». stantrips.com. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.
- ↑ «O rabotax na gorodishche Sangirtepa v 2012 gody (Travaux sur le site de Sangir-tepe en 2012)». www.researchgate.net. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2023.