Ρώσοι στο Καζακστάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρώσοι άποικοι στο Καζακστάν, 1911, φωτογραφία του Σεργκέι Μιχαήλοβιτς Προκουντίν-Γκόρσκι.

Υπάρχει ένας σημαντικός πληθυσμός Ρώσων στο Καζακστάν από τον 19ο αιώνα. Παρόλο που οι αριθμοί τους έχουν μειωθεί από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η επιρροή τους παραμένει σημαντική στην Καζακική κοινωνία. Οι Ρώσοι ήταν η πλειονότητα του πληθυσμού της Καζακικής ΣΣΔ.

Το 2020 ζούσαν 3.512.925 Ρώσοι στο Καζακστάν, αποτελώντας το 18.85% του πληθυσμού της χώρας[1]. Ζουν κυρίως στο βόρειο και το ανατολικό μέρος της χώρας. Ωστόσο, αριθμός των Ρωσόφωνων του Καζακστάν ξεπερνούν αρκετά τον αριθμό των Ρώσων, λόγω των μειονοτήτων ευρωπαϊκής καταγωγής (αλλά και κάποιων Καζάκων).

Πρώιμος αποκισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι Ρώσοι έμποροι και στρατιώτες άρχισαν να φτάνουν στο βορειοδυτικό άκρο του Καζακστάν στις αρχές του 16ου αιώνα όταν οι Κοζάκοι ίδρυσαν τα φρούρια που σήμερα αποτελούν το Οράλ (Ουράλσκ, ιδρύθηκε το 1520)[2] και Ατιράου (Γκούριεφ). Αργότερα οι Κοζάκοι των Ουραλίων, της Σιβηρίας και του Αρινμπούρκ επεκτάθηκαν στο βόρειο Καζακστάν. Στη δεκαετία του 1710 και 1720 οι Κοζάκοι της Σιβηρίας ίδρυσαν το Οσκεμέν (Ουστ-Καμέναγια), το Σεμέι (Σεμιπαλατίνσκ) και το Παβλοντάρ (Φορτ Κοριάκοφσκι) ως συνοριακά φρούρια και εμπορικούς σταθμούς.

Οι ρωσικές αρχές ακολούθησαν και κατάφεραν να καταλάβουν καζαχικά εδάφη επειδή τα καζάχικα χανάτα ήταν απασχολημένα πολεμώντας με τους Καλμίκες (Οϊράτ, Τζουνγκάροι) οι Καζάκοι εγκλωβίστηκαν μεταξύ των Καλμίκων και των Ρώσων. Το 1730 ο Αμπούλ Χάιρ, ένας από τους χάνους της Υπήνεμης Ορδής, ζήτησε τη βοήθεια των Ρώσων εναντίων των Καλμίκων σε αντάλλαγμα για μόνιμο έλεγχο των εδαφών της Υπήνεμης Ορδής. Το 1798 κατέλαβαν τη Μέση Ορδή, αλλά τη δεκαετία του 1820 υπέταξαν τη Μεγάλη Ορδή που κατάφερε να μείνει ανεξάρτητη για λίγο περισσότερο, μέχρις ότου η απειλή που επέφερε η επέκταση του χανάτου της Κοκάνδης για τη Μεγάλη Ορδή ανάγκασε τους χάνους της Μεγάλης Ορδής να ζητήσουν την προστασία των Ρώσων. Το 1824, Κοζάκοι της Σιβηρίας από το Ομσκ ίδρυσαν ένα φρούριο στον άνω ποταμό Ισίμ, το Ακμολίνσκ (το σημερινό Νουρσουλτάν), που σήμερα είναι η πρωτεύουσα του Καζακστάν. Το ίδιο έτος ίδρυσαν το οχυρό του Κοκσετάου.

Κατά τη δεκαετία του 1850, οι Ρώσοι άρχισαν να κατασκευάζουν φρούρια στο νότιο Καζακστάν, όπως τα Φορτ Σεφτσένκο (Φορτ Αλεξαντρόφσκι), Κιζιλορντά (Φορτ Πετρόφσκι), Καζάλι (Kαζαλίνσκ) και Αλμάτι (Βέρνι).

Το 1863, η Ρωσική Αυτοκρατορία δημιούργησε δύο διοικητικές περιφέρειες, το γενικό κυβερνείο του ρωσικού Τουρκεστάν στην Κεντρική Ασία (η περιοχή της όασης νότια της καζαχικής στέπας και του Ζετισού, ή Σεμιρέτσιε), καθώς και το γενικό κυβερνείο της Στέπας (σύγχρονο ανατολικό και βόρειο Καζακστάν, το οποίο συμπεριλάμβανε τα εδάφη των κοζακικών εδαφών της Σιβηρίας και του Σεμιριετσένσκ) με την κεφαλαιακή τους στο Ομσκ. Το βορειοδυτικό Καζακστάν ήταν μέρος του κυβερνείου του Αρινμπούρκ. Ο πρώτος γενικός κυβερνήτης της Στέπας Γκερασίμ Κολπακόφσκι (και όλοι οι διάδοχοι του) ήταν επίσης αταμάνοι των Κοζάκων της Σιβηρίας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ρωσικό αποικισμό των καζακικών εδαφών. Το 1869 ρώσοι άποικοι ίδρυσαν την πόλη του Ακτόμπε και το 1879 ίδρυσαν το Κοστανάι. Στη δεκαετία του 1860, ο στρατηγός Μιχαήλ Τσερνιάγιεφ κατέκτησε το Τουρκιστάν, το Ταράζ και το Σίμκεντ, οι οποίες ανήκαν στο Χανάτο της Κοκάνδης.

Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε σε μια μουσουλμανική περιοχή παράλληλα με την εισροή Ρώσων αποίκων: η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία θέσπισε την επισκοπή της Κεντρικής Ασίας το 1871 με τον πρώτο επίσκοπο να έχει έδρα το Βέρνι. Το 1916 ιδρύθηκε επισκοπή Τασκένδης. Στη δεκαετία του 1890 πολλοί μη Κοζάκοι Ρώσοι άποικοι μετανάστευσαν στα εύφορα εδάφη του βόρειου και ανατολικού Καζακστάν. Το 1906 ολοκληρώθηκε ο Υπεραραλικός σιδηρόδρομος που συνέδεε το Αρινμπούρκ και τη Τασκένδη, διευκολύνοντας τη μετανάστευση Ρώσων και Ουκρανών στην Κεντρική Ασία.

Μεταξύ 1906 και 1912, πάνω από μισό εκατομμύριο Ουκρανοί και Ρώσοι αγρότες μετανάστευσαν στο Καζακστάν κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του Ρώσου υπουργού εσωτερικών Πιότρ Στολίπιν. Το 1917 ζούσαν περίπου ένα εκατομμύριο Σλάβοι στο Καζακστάν, περίπου το 30% των κατοίκων του Καζακστάν. Το 1906-1912, το 83.1% των μεταναστών που κατέφθασαν κατά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις του Στολίπιν προερχόταν από την Ουκρανία, ενώ ένα 16.8% προερχόταν από νότιες ρωσικές επαρχίες.[3]

Επί Σοβιετικής εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρώσοι του Καζακστάν, μαζί με τις υπόλοιπες εθνότητες, υπέφεραν από τον Ρωσικό εμφύλιο πόλεμο και την κολεκτιβοποίηση επί Σοβιετικής εποχής. Αυτή η ταραχώδης περίοδος χαρακτηρίστηκε από λιμούς και αναταραχή. Κατά την εξέγερση των Μπασμάτσι οι πληγείσες περιοχές στη νότια Καζακική ΣΣΔ συχνά υπέφεραν από εθνικές συγκρούσεις Ρώσων και Ουκρανών αγροτών με τους γηγενείς Μουσουλμάνους νομάδες. Χιλιάδες Ρώσοι έποικοι σκοτώθηκαν από τους Καζάκους εκείνη τη περίοδο και ο Κόκκινος Στρατός ανταπέδωσε με βία έναντι του νομαδικού πληθυσμού. Στη δεκαετία του 1920 και του 1930, ορισμένοι Ρώσοι στο Καζακστάν ένιωσαν ότι δέχονται διακρίσεις από τις κομμουνιστικές αρχές που αναβάθμισαν τον καζάχικο πολιτισμό και την καζάκικη γλώσσα και στοχοποίησαν πολλούς Ρώσους ως κουλάκους ή Κοζάκους.

Το 1925, παρά τις τοπικές αντιρρήσεις, η περιφέρεια Βορείου Καζακστάν, μαζί με τμήματα των περιφερειών Ακμόλα, Ακτόμπε, Δυτικού Καζακστάν, Παβλοντάρ, Κοστανάι και Ανατολικού Καζακστάν, οι οποίες προηγουμένως θεωρούνταν τμήμα των νότιων ουραλικών και σιβηρικών περιφερειών της ΡΣΟΣΔ, μεταφέρθηκαν στην κυριαρχία της Καζακικής ΑΣΣΔ. Οι ντόπιοι Ρώσοι που ήταν κατά των εδαφικών αλλαγών επικρίθηκαν από τους Μπολσεβίκους ηγέτες στη Μόσχα ως "σωβινιστές".

Πολλοί Ευρωπαίοι Σοβιετικοί και μεγάλο μέρος της ρωσικής βιομηχανίας μεταφέρθηκαν στο Καζακστάν επί Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα Ναζιστικά στρατεύματα απείλησαν να καταλάβουν τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά κέντρα της Σοβιετικής Ένωσης. Οι μετανάστες από την Ευρώπη ίδρυσαν πόλεις (οι οποίες ιδρύθηκαν για να στεγάσουν τους εργαζόμενους των ορυχείων) που εξελίχθηκαν σε βιομηχανικά κέντρα, όπως η Καραγάντα (1934), το Ζεζκαζγκάν (1938), το Τεμιρτάου (1945) και το Εκιμπαστούζ (1948). Το 1955, ιδρύθηκε το Μπαϊκονούρ, για τη στήριξη του Κοσμοδρομίου του Μπαϊκονούρ. Σήμερα η πόλη διοικείται από τη Ρωσία.

Πολλοί Ρώσοι κατέφθασαν στην περιοχή το 1953-1965, κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας των Παρθένων Γαίων που ξεκίνησε ο σοβιετικός γενικός γραμματέας Νικίτα Χρουστσόφ. Ακόμη περισσότεροι έποικοι έφτασαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν η σοβιετική κυβέρνηση αύξησε τον μισθό των εργατών που συμμετείχαν σε ένα πρόγραμμα μεταφοράς της σοβιετικής βιομηχανίας κοντά στα εκτεταμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα της Κεντρικής Ασίας. Το 1979 ζούσαν σχεδόν 6.000.000 Ρώσοι στο Καζακστάν, περίπου 1 εκατομμύριο Ουκρανοί (μετανάστες μαζί με τους Ρώσους) και Γερμανοί (απόγονοι των Γερμανών του Βόλγα που απελάθηκαν το 1941 λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) έκαστος, και άλλες ευρωπαϊκές μειονότητες, που έκαναν τους ρωσόφωνους ουσιαστικά πλειοψηφία στην καζακική δημοκρατία.

Το Δεκέμβριο του 1986, ο Σοβιετικός γενικός γραμματέας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διόρισε τον Γκενάντι Κόλμπιν γενικό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικό Κόμματος της Καζακικής ΣΣΔ, σπάζοντας μια παράδοση κυριαρχίας των Καζάκων στην τοπική διοίκηση. Ο Κόλμπιν δεν είχε δεσμούς με τη δημοκρατία. Μετά από περιστατικά αναταραχών το 1989, ο Κόλμπιν αντικαταστάθηκε από τον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, ο οποίος μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έγινε ο πρόεδρος του ανεξάρτητου Καζακστάν. Τη δεκαετία του 1980 ο πληθυσμός των Ρώσων συνέχισε να αυξάνεται, αλλά το 1989 έφτασε τα 6.230.000 άτομα περίπου, μια ελαφριά αύξηση από το 1979.

Το 19ο αιώνα χτίστηκε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Αλμάτι, η δεύτερη μεγαλύτερη ξύλινη δομή στο κόσμο.

Στο ανεξάρτητο Καζακστάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο Ναζαρμπάγιεφ λαμβάνει τα εύσημα για την ειρηνική διατήρηση της διεθνικής ισορροπίας στο Καζακστάν, πολλοί Ρώσοι, αλλά και εκρωσισμένοι Ευρωπαίοι, έφυγαν από τη χώρα τη δεκαετία του 1990 λόγω της αντιληπτής έλλειψης οικονομικών ευκαιριών. Πολλοί παράγοντες συνεισέφεραν σε αυτό. Μετά την ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση η Καζακική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πολιτική ανάπτυξης της τοπικής γλώσσας, με σκοπό να τονίσει την καζακική φύση της χώρας, προωθώντας παράλληλα τον καζακικό πολιτισμό και γλώσσα. Ένα χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής είναι η απόφαση της κυβέρνησης να ορίσει το Καζακστάν ως έθνος-κράτος των Καζάκων το 1993 (πρώτο σύνταγμα της χώρας) και το 1995 (δεύτερο σύνταγμα της χώρας).[4]

Το 1994, το Καζακστάν διεξήγαγε τις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την ανεξαρτησία. Σε αυτές τις εκλογές οι Καζάκοι υποψήφιοι κέρδισαν ένα δυσανάλογο αριθμό εδρών σε σύγκριση με τους Ρώσους, συγκρίνοντας τη δημογραφική σύνθεση της εποχής με την εθνική σύσταση του κοινοβουλευτικού σώματος που εξελέγη το 1994.[5] Οι παρατηρητές αποδίδουν την υπερεκπροσώπηση των Καζάκων σε μια διαδικασία εθνικής αλλοίωσης από τους Καζάκους, κυρίως μέσω της αλλαγής των συνόρων των εκλογικών περιφερειών. Πολλοί Ρώσοι το είδαν σαν προσπάθεια προώθησης της καζακικής κυριαρχίας του κράτους σε βάρος της ρωσικής επιρροής.[6]

Ένας σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην αποξένωση των Ρώσων και την αύξηση των εθνοτικών εντάσεων στο Καζακστάν ήταν η γλωσσική πολιτική της κυβέρνησης. Μετά την ανεξαρτησία, η κυβέρνηση ενέκρινε τα καζακικά ως την επίσημη γλώσσα της χώρας. Η ρωσική ορίστηκε ως γλώσσα διεθνικής επικοινωνίας αλλά δεν της δόθηκε επίσημο καθεστώς. Σήμερα πάντως είναι συνεπίσημη γλώσσα. Στη δεκαετία του 1990 η κυβέρνηση εισήγαγε τη διδασκαλία της καζακικής στα σχολεία και εισήγαγε την υποχρέωση γνώσης της καζακικής για τις δουλειές του δημόσιου τομέα. Πολλοί Ρώσοι αντέδρασαν στα μέτρα και ζήτησαν να υπάρχει διγλωσσικό καθεστώς αλλά δεν ευοδώθηκαν τα αιτήματα τους.[7]

Η κυβερνητική γλωσσική πολιτική θεωρήθηκε άδικη για πολλούς Ρώσους, επειδή την εποχή της ανεξαρτησίας (Δεκέμβριος 1991) τα ρωσικά ήταν η ντε φάκτο γλώσσα επικοινωνίας στη κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις. Οι περισσότεροι Καζάκοι ήξεραν ρωσικά αλλά στους Ρώσους υπήρχε το αντίθετο φαινόμενο, καθώς πολύ λίγοι ήξεραν καζακικά. Αυτή η πολιτική απέκλεισε τους περισσότερους ρωσόφωνους από μερικά δημοφιλή επαγγέλματα.[8] Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν σε μια αυξανόμενη αίσθηση περιθωριοποίησης και αποκλεισμού μεταξύ των Ρώσων στο Καζακστάν. Πολλοί Ρώσοι θεώρησαν ότι υπήρχαν περιορισμένες προοπτικές για αυτούς και τα παιδιά τους στο Καζακστάν, λόγω των νέων γλωσσικών και εκπαιδευτικών πολιτικών της κυβέρνησης.[9] Αυτά και άλλα παράπονα ήταν σημαντικές αιτίες της μαζικής μετανάστευσης των Ρώσων από το Καζακστάν, που έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1990.

Τα ποσοστά των Ρώσων στις επαρχίες και πόλεις περιφερειακής (πόλεις που αποτελούν ξεχωριστές επαρχίες) και δημοκρατικής σημασίας (πόλεις που αποτελούν από μόνες τους ξεχωριστές περιφέρειες στο Καζακστάν) στο Καζακστάν το 2019

Το 1999 ζούσαν 4.479.618 Ρώσοι στο Καζακστάν, περίπου το 30% του πληθυσμού της χώρας. Είχαν φύγει πολλοί Ρώσοι, περίπου 2 εκατομμύρια από το 1991. Η μετανάστευση από το Καζακστάν έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1994, όταν 344.112 άνθρωποι μετανάστευσαν από το Καζακστάν προς τη Ρωσία. Από τότε, ο αριθμός των μεταναστών μειώνεται σταθερά καθώς αυτοί που είτε είχαν μεγαλύτερη επιθυμία ή είχαν τους πόρους να φύγουν το έκαναν.[10] Στην αρχή της προεδρίας του, το 2000, ο Βλαντιμίρ Πούτιν συναντήθηκε με τους ηγέτες της ρωσικής κοινότητας στο Καζακστάν όπου ενημερώθηκε για την κατάσταση των Ρώσων στη χώρα. Από τη συνάντηση βγήκε η πρόταση μαζικής αναχώρησης των Ρώσων του Καζακστάν. Υπήρξε το επιχείρημα ότι αυτοί οι μετανάστες θα αναζωογονούσαν τις ερημωμένες περιοχές της κεντρικής Ρωσίας και θα χρησίμευαν ως αντίβαρα στη δημογραφική πτώση των Ρώσων στη Ρωσία.

Ωστόσο, η υποστήριξη για την ιδέα έχει πλέον ατροφήσει, αφού η ρωσική κυβέρνηση δεν έδωσε τους απαραίτητους πόρους για μια τέτοια μαζική μετανάστευση.[11] Η πλειοψηφία των Ρώσων οι οποίοι έφυγαν από το Καζακστάν ήταν Ρώσοι γεννημένοι στη Ρωσία που μετακόμισαν στο Καζακστάν αργότερα στη ζωή τους, κυρίως για επαγγελματικούς λόγους. Αυτοί ζούσαν σε αστικές περιοχές και είχαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντιθέτως οι Ρώσοι που ζούσαν στην εξοχή και που ανήκαν σε οικογένειες που ζούσαν στο Καζακστάν για δύο με τρεις γενιές ή παραπάνω εμφάνιζαν πολύ μικρότερη πιθανότητα μετανάστευσης. Αυτοί ζουν κυρίως στις αγροτικές και αστικές περιοχές του βορρά. Στη δεκαετία του 1990 αποτελούσαν τα δυο τρίτα του ρωσικού πληθυσμού στο Καζακστάν, αλλά μόνο το ένα τρίτο των μεταναστών που εγκατέλειψαν τη χώρα.[12]

Οι Ρώσοι είναι ισχυρή κοινωνικοπολιτική ομάδα στο Καζακστάν. Παραμένουν ενεργοί στη δημόσια, στρατιωτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Καζακστάν. Επίσης η καζακική γλώσσα είναι η κρατική γλώσσα, ενώ η ρωσική χρησιμοποιείται ισότιμα ως επίσημη γλώσσα στους κρατικούς θεσμούς του Καζακστάν. Επίσης τα ρωσικά έχουν πολύ μεγάλη παρουσία στη χώρα και το 2009, ενδεικτικά, το 84% των κατοίκων γνώριζε ρωσικά αλλά μόνο το 74% τα καζακικά. Ακόμη τα ρωσικά είναι μητρική γλώσσα μεγάλου μέρους των μη γηγενών εθνοτήτων Ευρωπαϊκής καταγωγής που ζουν στη χώρα. Το Καζακστάν είναι επίσης μέρος της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης με τη Ρωσία.

Αριθμός και μερίδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απογραφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αριθμός και το μερίδιο των Ρώσων ανά περιφέρεια σύμφωνα με τις απογραφές:[13][14][15][16][17]

Αριθμός Μερίδιο στο συνολικό πληθυσμό (σε ποσοστό)
1970 1979 1989 1999 2009 1970 1979 1989 1999 2009
Καζακστάν 5.521.917 5.991.205 6.062.019 4.479.620 3.793.764 Καζακστάν 42.43 40.78 37.42 29.95 23.69
Περιφέρεια Ακμόλα 424.421 442.506 459.348 329.454 264.011 Περιφέρεια Ακμόλα 44.22 44.47 43.15 39.39 35.79
Περιφέρεια Ακτομπέ 145.218 158.298 173.281 114.416 103.069 Περιφέρεια Ακτομπέ 26.37 25.11 23.65 16.76 13.60
Αλμάτι 530.931 612.783 615.365 510.366 452.947 Αλμάτι 68.28 64.04 57.40 45.19 33.16
Περιφέρεια Αλμάτι 481.944 514.011 518.315 339.984 306.383 Περιφέρεια Αλμάτι 37.87 35.36 31.54 21.81 16.94
Περιφέρεια Ατιράου 76.316 67.957 63.673 38.013 33.617 Περιφέρεια Ατιράου 22.42 18.18 14.99 8.63 6.58
Περιφέρεια Ανατολικού Καζακστάν 881.608 899.047 914.424 694.705 561.183 Περιφέρεια Ανατολικού Καζακστάν 56.37 54.24 50.87 45.37 40.18
Περιφέρεια Τζαμπίλ 256.267 282.403 275.424 179.258 122.612 Περιφέρεια Τζαμπίλ 32.34 30.36 26.51 18.12 11.99
Περιφέρεια Καραγκάντα 788.777 859.363 817.900 614.416 529.961 Περιφέρεια Καραγκάντα 50.54 50.16 46.85 43.56 39.49
Περιφέρεια Κοστανάι 432.109 483.260 535.100 430.242 380.599 Περιφέρεια Κοστανάι 42.93 44.37 43.72 42.27 42.97
Περιφέρεια Κιζιλορντά 91.797 86.084 37.960 17.155 16.146 Περιφέρεια Κιζιλορντά 18.56 15.31 6.60 2.87 2.37
Περιφέρεια Μανγκιστάου 60.008 99.923 106.801 46.630 39.851 Περιφέρεια Μανγκιστάου 37.68 40.15 32.93 14.81 8.21
Περιφέρεια Βόρειου Καζακστάν 458.783 463.114 469.636 361.461 300.849 Περιφέρεια Βόρειου Καζακστάν 52.43 52.36 51.49 49.78 50.43
Νουρσουλτάν 104.010 133.432 152.147 129.480 122.215 Νουρσουλτάν 57.36 67.93 54.09 40.54 19.93
Περιφέρεια Παβλοντάρ 310.004 370.916 427.658 337.924 287.970 Περιφέρεια Παβλοντάρ 44.41 45.94 45.38 41.87 38.78
Περιφέρεια Τουρκιστάν 282.553 300.365 278.473 162.098 136.538 Περιφέρεια Τουρκιστάν 21.91 19.14 15.27 8.19 5.52
Περιφέρεια Δυτικού Καζακστάν 197.171 217.743 216.514 174.018 135.813 Περιφέρεια Δυτικού Καζακστάν 38.42 37.18 34.39 28.21 22.67

Σημαίνοντες Ρώσοι του Καζακστάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «The population of the Republic of Kazakhstan by individual ethnic groups at the beginning of 2020». Committee on Statistics of the Ministry of National Economy of the Republic of Kazakhstan. 27 Απριλίου 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2020.  (in Kazakh)
  2. Original Russian names are given in brackets.
  3. «Население Казахстана в 1917-1939 гг. Источник: © e-history.kz». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2021. 
  4. Sébastien Peyrouse, "Nationhood and the Minority Question in Central Asia: The Russians in Kazakhstan," Europe-Asia Studies 59 (2007): 484-85
  5. Jeff Chinn and Robert Kaiser, Russians as the New Minority: Ethnicity and Nationalism in the Soviet Successor States (Boulder, Colo.: Westview Press, 1996), 202.
  6. Alexandrov, Uneasy Alliance, 109-10.
  7. Peyrouse, "Nationhood and the Minority Question in Central Asia," 485.
  8. Alexandrov, Uneasy Alliance, 101-02.
  9. David D. Laitin, Identity in Formation: The Russian-speaking Populations in the Near Abroad (Ithaca: Cornell University Press, 1998), 105.
  10. Alexandrov, Uneasy Alliance, 112
  11. Peyrouse, "Nationhood and the Minority Question in Central Asia," 495-96.
  12. Alexandrov, Uneasy Alliance, 116
  13. «Ethnic composition: 1970 census (data for regions)». pop-stat.mashke.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2018. 
  14. «Ethnic composition: 1979 census (data for regions)». pop-stat.mashke.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2018. 
  15. «Ethnic composition: 1989 census (data for regions)». pop-stat.mashke.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2018. 
  16. «Ethnic composition: 1999 census (data for regions)». pop-stat.mashke.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2018. 
  17. «Ethnic composition: 2009 census (data for regions)». pop-stat.mashke.org. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2018.