Ρωμαιο-Σελευκιδικός Πόλεμος
Ρωμαιο-Σελευκιδικός Πόλεμος | |
---|---|
![]() | |
Πληροφορίες ασχολίας | |
![]() | |
Ο Ρωμαιο-Σελευκιδικός πόλεμος (192-188 π.Χ.), που ονομάζεται επίσης Αιτωλικός πόλεμος, Αντιοχικός πόλεμος, Συριακός πόλεμος και Συρο-Αιτωλικός πόλεμος, ήταν μία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ δύο συνασπισμών, του ενός με επικεφαλής τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και του άλλου με επικεφαλής τον βασιλιά Αντίοχο Γ' των Σελευκιδών. Οι μάχες έλαβαν χώρα στη σύγχρονη νότια ηπειρωτική Ελλάδα, στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία.
Ο πόλεμος ήταν η συνέπεια ενός «ψυχρού πολέμου» μεταξύ των δύο δυνάμεων, που είχε ξεκινήσει το 196 π.Χ. Σε αυτήν την περίοδο, οι Ρωμαίοι και οι Σελευκίδες προσπάθησαν να διευθετήσουν σφαίρες επιρροής, με τη σύναψη συμμαχιών με τις μικρές ελληνικές πόλεις-κράτη. Σημαντικά ήταν επίσης τα ασυμβίβαστα οράματα των Ρωμαίων και των Σελευκιδών για το Αιγαίο: οι Ρωμαίοι έβλεπαν την Ελλάδα ως σφαίρα επιρροής τους και τη Μικρά Ασία ως ουδέτερη περιοχή, ενώ οι Σελευκίδες έβλεπαν τη Μικρά Ασία ως βασικό μέρος της αυτοκρατορίας τους, με την Ελλάδα ως ουδέτερη ζώνη.
Αφού η Αιτωλική Συμπολιτεία πυροδότησε έναν μικρό πόλεμο που έσυρε σε αυτόν τον Αντίοχο Γ΄, τη Ρώμη, οι Σελευκίδες ήρθαν σε δυσκολία. Ο Αντίοχος Γ΄ αποβιβάστηκε στην Ελλάδα, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Αιγαίο μετά την ήττα στη μάχη των Θερμοπυλών, από τον ύπατο του 191 π.Χ. Mάνιο Ακίλιο Γλάβριο. Οι Αιτωλοί προσπάθησαν να συνεννοηθούν με τους Ρωμαίους, αλλά δεν τα κατάφεραν μπροστά στις υπερβολικές ρωμαϊκές απαιτήσεις. Οι ναυτικές δυνάμεις του Αντιόχου Γ΄ στο Αιγαίο ηττήθηκαν σε δύο μεγάλες εμπλοκές, και είδαν τον ρωμαϊκό συνασπισμό να αποκτά ναυτική υπεροχή. Ο ύπατος του 190 π.Χ., ο Λεύκιος Κορνήλιος Σκιπίωνας, στη συνέχεια καταδίωξε τον Αντίοχο Γ΄ στη Μικρά Ασία, με την υποστήριξη του βασιλιά Ευμένη Β' της Περγάμου.
Ο Αντίοχος Γ΄ ξεκίνησε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, τις οποίες διέκοψε μετά από υπερβολικές ρωμαϊκές απαιτήσεις. Αλλά αφού ηττήθηκε από τον συνασπισμό υπό την ηγεσία των Ρωμαίων στη μάχη της Μαγνησίας, μήνυσε για ειρήνη, αποδεχόμενος αυτές τις ρωμαϊκές απαιτήσεις. Στην ειρήνη της Απάμειας που προέκυψε, ο Αντίοχος Γ΄ παραχώρησε όλα τα εδάφη του πέρα από τα βουνά του Ταύρου σε Ρωμαίους συμμάχους, και κατέβαλε μεγάλη αποζημίωση καλύπτοντας το ρωμαϊκό κόστος του πολέμου. Οι Αιτωλοί ήλθαν σε χωριστούς όρους με τους Ρωμαίους, που τους έκαναν ρωμαϊκό πελατειακό κράτος, τον επόμενο χρόνο. Οι Ρωμαίοι απέκτησαν έτσι αδιαμφισβήτητη ηγεμονία επί των ελληνικών πόλεων-κρατών στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία, ενώ επίσης απέκλεισαν σε μεγάλο βαθμό τους Σελευκίδες από τη Μεσόγειο.
Παρασκήνιο και ψυχρός πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Από 212 έως 205 π.Χ. ο Αντίοχος Γ' έκανε εκστρατεία, για να επαναβεβαιώσει την εξουσία των Σελευκιδών στην Αρμενία και την Περσία. Αφού μείωσε αυτές τις περιοχές σε υποτελείς, και υπέγραψε συνθήκες με τους Πάρθους και τους Βακτριανούς, επέστρεψε στην πατρίδα του. [1] Στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση του ελέγχου της αυτοκρατορίας του σε μεγάλα τμήματα της Μικράς Ασίας. Ωστόσο τον διέκοψε το τέλος του Πτολεμαίου Δ' Φιλοπάτορα της Αιγύπτου το καλοκαίρι του 204 π.Χ., γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να πάρει την Κοίλη Συρία, τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη από τους Πτολεμαίους, στον απόηχο του Ε΄ Συριακού Πολέμου. [2] Έχοντας επιτυχίες στη Συρία και την Παλαιστίνη, πέρασε λίγο καιρό εκεί πριν επιστρέψει στη Μικρά Ασία κάποιο διάστημα το 197 π.Χ. [3] Γι' αυτές τις νίκες πήρε τον τίτλο «Μέγας Βασιλεύς». [4]
Με τις κατακτήσεις του Αντιόχου Γ΄ και τη νίκη των Ρωμαίων στον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο, το Αιγαίο πλαισιωνόταν πλέον από δύο μεγάλες δυνάμεις στα ανατολικά και δυτικά του. [5] Η ρωμαϊκή επιρροή συνέχισε να επεκτείνεται, ως αποτέλεσμα του Β' Μακεδονικού Πολέμου (200–197 π.Χ.), που διεξήχθη μεταξύ της Δημοκρατίας και του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Αφού ο Φίλιππος Ε΄ εισέβαλε στα νησιά των Κυκλάδων και κήρυξε τον πόλεμο στη Ρόδο και την Πέργαμο, οι υπερασπιστές κάλεσαν τη ρωμαϊκή βοήθεια το καλοκαίρι του 201 π.Χ. μετά από μεγάλες αποτυχίες στον πόλεμο. [2] Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, επηρεασμένη από έναν συγκλητικό «κύκλο ανατολικών εμπειρογνωμόνων» με επικεφαλής τον Πόπλιο Σουλπίκιο Γάλβα Μάξιμο, που ήταν βετεράνοι του Α΄ Μακεδονικού Πολέμου, έστειλε μία πρεσβεία στον Φίλιππο Ε΄ με τελεσίγραφο.[6] Τα επόμενα τρία χρόνια, οι Ρωμαίοι πολέμησαν τον Φίλιππο Ε΄ και μέχρι το 197 π.Χ. ήταν νικητές. Στη συνέχεια, η διακρατική πολιτική του Αιγαίου είχε αλλάξει σημαντικά. Ο ρωμαϊκός συνασπισμός είχε νικήσει τον Φίλιππο Ε΄, αλλά ο Αντίοχος Γ΄ την ίδια περίοδο εδραίωσε την επιρροή των Σελευκιδών στη δυτική Μικρά Ασία. [7]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι σχέσεις του Αντίοχου Γ΄ με τη Ρώμη ήταν εγκάρδιες: [8] στην αρχή του πολέμου, είχε υποσχεθεί να μη βοηθήσει τον Φίλιππο Ε΄ ενώπιον μίας ρωμαϊκής πρεσβείας. Συμμορφώθηκε με μία ρωμαϊκή πρεσβεία, που του ζήτησε να αποσυρθεί από την Πέργαμο, Ρωμαίο σύμμαχο στον πόλεμο. Οι Ρωμαίοι δεν έκαναν κάτι για να αποτρέψουν την κατάληψη περιοχών πιο ανατολικά στη Μικρά Ασία. [2] Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, η γνώμη των Ρωμαίων επιδεινώθηκε, κυρίως λόγω του ότι ο Αντίοχος Γ΄ πέρασε στην Ευρώπη μετά το τέλος του πολέμου, απειλώντας τους ρωμαϊκούς συμμάχους στα Βαλκάνια, ενώ όλοι αυτοί εξέφραζαν καθυστερημένα συγχαρητήρια στη Ρώμη. [9] Οι Ρωμαίοι, στην ειρήνη μετά τον Μακεδονικό πόλεμο, κήρυξαν ελεύθερες τέσσερις πόλεις –πρώην κτήσεις του Φιλίππου Ε΄– παρόλο που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής του Αντιόχου Γ΄. [10]
Οι Ρωμαίοι επίσης –στον απόηχο του πολέμου– διακήρυξαν την ελευθερία για όλους τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων ρητά ακόμη και εκείνων της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχο του Αντίοχου Γ΄. [11] Οι Ρωμαίοι έδωσαν μία περαιτέρω προειδοποίηση για την παρέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις ή την είσοδο στην Ευρώπη, στους Ισθμιακούς Αγώνες του 196 π.Χ. [12] Μία μεταγενέστερη πρεσβεία έφθασε στον βασιλιά στη Λυσιμάχεια, και απαίτησε την αποχώρηση του Αντίοχου Γ΄ από τα εδάφη των Πτολεμαίων στη Μικρά Ασία, την απόσυρσή του από τα εδάφη που ανήκαν πιο πριν στον Φίλιππο Ε΄, και να μην επιτεθεί σε ελληνικές πόλεις (καθώς όλες οι ελληνικές πόλεις είχαν κηρυχθεί ελεύθερες). Οι Ρωμαίοι δεν είχαν το δικαίωμα να απαιτήσουν το τελευταίο στοιχείο, και ο Αντίοχος Γ΄ απέρριψε επιδέξια τις απαιτήσεις των Ρωμαίων, επικαλούμενος τις ιστορικές διεκδικήσεις του στην περιοχή, και διαμαρτυρόμενος για την έλλειψη οποιουδήποτε έννομου ρωμαϊκού ενδιαφέροντος στη Μικρά Ασία, μετά τη γαμήλια συμμαχία του με τον Πτολεμαίο Δ΄ και τη διακήρυξη της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. [13] Οι απαντήσεις του αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό κάθε πιθανή ρωμαϊκή αιτία για πόλεμο: «αν η Ρώμη ήθελε να πολεμήσει σε αυτό το σημείο, θα έπρεπε να πολεμήσει για την ελευθερία των πόλεων, που ο Αντίοχος Γ΄ [είχε ανακηρύξει] ελεύθερες, για την επίλυση διαφορών που ήταν διατεθειμένος να παραπέμψει σε διαιτησία, και για την επιστροφή στον Πτολεμαίο Δ΄ των πόλεων που ο Πτολεμαίος Δ΄ προφανώς δεν ήθελε πίσω». [14]
Πιο θεμελιωδώς, ωστόσο, οι Ρωμαίοι και ο Αντίοχος Γ΄ είχαν ασυμβίβαστα διεθνή οράματα: η Ρώμη είδε τη σφαίρα επιρροής της να κατευθύνεται απευθείας στον Ελλήσποντο με τη Μικρά Ασία ως ουδέτερη περιοχή. Ο Αντίοχος Γ΄ έβλεπε τη Μικρά Ασία ως σφαίρα του, με την Ελλάδα να λειτουργεί ως φραγμός. [15] Στο ενδιάμεσο, η Ρώμη ακολούθησε μία πολιτική οικοδόμησης καλής θέλησης μεταξύ των ελληνικών κρατών, για να αποφύγει να φανεί επιτιθέμενη, και σε περίπτωση επίθεσης, να προσελκύσει ουδέτερες πόλεις στη μεριδα της Ρώμης. [16] Οποιαδήποτε κίνηση των Σελευκιδών εναντίον των ελληνικών πόλεων θα τους έκανε επιτιθέμενους. [17]
Έξαρση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρωμαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα υπό τον Τίτο Κουίνκτιο Φλαμινίνο αποχώρησαν σε μεγάλο βαθμό, αφού διακήρυξαν την απελευθέρωση των πόλεων από τον έλεγχο ή τη φορολογία το 195 π.Χ. Ο Αντίοχος Γ΄, ταυτόχρονα, επιχείρησε έναν μεγάλο στρατό στην Ευρώπη κατά των φυλών της Θράκης μέχρι το 194, περνώντας στο ρωμαϊκό κενό εξουσίας και θεωρώντας τη ρωμαϊκή απόσυρση ως υποχώρηση. [18] Σε μία συνάντηση μεταξύ των απεσταλμένων του Αντίοχου Γ΄ στη Ρώμη, δέκα λεγάτοι που μιλούσαν εκ μέρους της Συγκλήτου ξεκαθάρισαν τη θέση τους πίσω από κλειστές πόρτες: εάν ο Αντίοχος Γ΄ ήθελε ειρήνη, θα έπρεπε να μείνει στη μεριά του: στον Ελλήσποντο και στον Βόσπορο. Αν δεν το έκανε, η Ρώμη θα διατηρούσε τα δικαιώματά της να επέμβει στην Ασία, για να προστατεύσει τους συμμάχους της. [19] Προκλητικά, ο Φλαμίνιος –ένας από τους λεγάτους– έδωσε στη συνέχεια δημόσια ομιλία ενώπιον της Συγκλήτου, διακηρύσσοντας τις ρωμαϊκές προθέσεις να απελευθερώσουν τους Έλληνες στη Μικρά Ασία, ενώ οι πρεσβευτές του Αντίοχου Γ΄, από φόβο να ξεκινήσουν πόλεμο, και χωρίς άδεια να αποδεχτούν τους ρωμαϊκούς όρους ή να τους απορρίψουν, μπορούσαν μόνο να επικαλεστούν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. [18] Η Σύγκλητος μέχρι την άνοιξη του 192 ξεκαθάρισε τη θέση της, και θα αποδεχόταν την ειρήνη, υπό τον όρο ότι ο Αντίοχος Γ΄ παρέμενε στη Θράκη. [20]
Στα τέλη του 193 π.Χ., η Αιτωλική Συμμαχία –δεκτική στους πρεσβευτές του Αντιόχου Γ΄, καθώς επέστρεφαν από την αμηχανία στη Ρώμη– προσπάθησε να ταράξει τη ρωμαϊκή εγκατάσταση, και να παρασύρει τόσο τη Ρώμη, όσο και τον Αντίοχο Γ΄ σε πόλεμο για δικό της όφελος. [21] Οι Αιτωλοί κινήθηκαν για να σχηματίσουν συμμαχία μαζί τους, ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας και ο Νάβις της Σπάρτης. Τα σχέδια για μία συμμαχία απέτυχαν, αλλά ο Nάβις πείστηκε αρκετά να εισβάλει σε παράκτιες πόλεις της Λακωνίας. [21] Η κοντινή Αχαϊκή Συμπολιτεία απάντησε μετακινώντας ενισχύσεις, και αποστέλλοντας μία πρεσβεία στη Ρώμη. Η Ρώμη απάντησε στέλνοντας τέσσερις πρεσβευτές, για να υπενθυμίσει στους Έλληνες τα συνεχή συμφέροντά τους. Αφού ο Φλαμίνιος, ένας από τους πρεσβευτές, μίλησε στην Αιτωλική Συμπολιτεία, αυτή απάντησε με διάταγμα καλώντας τον Αντίοχο Γ΄ να απελευθερώσει την Ελλάδα από τους Ρωμαίους, και να διαιτητεύσει τη διαφορά μεταξύ Ρώμης και Αιτωλίας. Αυτή ήταν μία κήρυξη πολέμου, και οι Ρωμαίοι έβλεπαν τους εκπροσώπους του Αντίοχου Γ΄ στην Αιτωλία ως υπεύθυνους.[22] Στη συνέχεια, οι Αιτωλοί κίνησαν στρατεύματα για να καταλάβουν τη Σπάρτη, τη Χαλκίδα και τη Δημητριάδα. Ο Αντίοχος Γ΄, καταλαμβάνοντας μόνο τη Δημητριάδα (οι Αιτωλοί δολοφόνησαν τον Νάβη, αλλά σταμάτησαν από την επέμβαση των Αχαιών· η Χαλκίδα απάντησε με δύναμη στους Αιτωλούς) και πεπεισμένος ότι οι ελληνικές πόλεις περίμεναν με ενθουσιασμό να επαναστατήσουν κατά της Ρώμης, αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα και κήρυξε ότι θα απελευθέρωνε τους Έλληνες από τους Ρωμαίους. [13]
Αυτή ήταν η τελευταία πρόκληση για τη Σύγκλητο στη Ρώμη. Ο συνδυασμός των Αιτωλών και του Αντιόχου Γ΄ ήταν μία απαράδεκτη εισβολή στην Ελλάδα. Οι Ρωμαίοι απάντησαν στέλνοντας τον πραίτορα Aύλο Ατίλιο Σερράνο με στόλο στην Πελοπόννησο και τον Mάρκο Βαίβιο Ταμφίλο με δύο λεγεώνες στην Ήπειρο. Επιβλήθηκαν περαιτέρω στρατεύματα, και το νέο έτος 191 π.Χ. τέθηκε υπό τις διαταγές του Μάνιου Ακίλιου Γλάβιο για τη διεξαγωγή του πολέμου «κατά του Αντιόχου Γ΄ και εκείνων της αυτοκρατορίας του». [23]
Η στρατιωτική σύγκρουση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακόμη και πριν φτάσει ο Γλάβριος και ο υπατικός του στρατός, η εκστρατεία του Αντίοχου Γ΄ δεν πήγαινε καλά. Έγινε εξαιρετικά ψυχρά δεκτός από τους Έλληνες. Οι ρωμαϊκές διακηρύξεις ελευθερίας είχαν πραγματική ουσία, και ο ισχυρισμός του για ελληνική απελευθέρωση συγκρίθηκε δυσμενώς με αυτό. Οι δήθεν απελευθερώσεις του σε μερικές πόλεις της Θεσσαλίας, είχαν απαιτήσει βία κατά των ιθαγενών κυβερνήσεων τους. [23] Η Αχαϊκή Συμπολιτεία απάντησε στην κατάληψη της Δημητριάδος, κηρύσσοντας τον πόλεμο και δικαιολογώντας τον με τη συμμαχία τους με τη Ρώμη. [13]
Θερμοπύλες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η άνοιξη του 191 π.Χ. είδε τους Μακεδόνες να μπαίνουν στον πόλεμο ενάντια στην Αιτωλική Συμμαχία –δρούσαν ανεξάρτητα από τους Ρωμαίους– και να καταλαμβάνουν μία σειρά από πόλεις της Θεσσαλίας. Ο Αντίοχος Γ΄ κινήθηκε προς την Ακαρνανία, αλλά αναγκάστηκε να αποσυρθεί, όταν άκουσε για την εισβολή στη Θεσσαλία. Όταν ο ύπατος Γλάβριος έφθασε στη Θεσσαλία, οι πόλεις απλώς παραδόθηκαν χωρίς μάχη. Ο Αντίοχος Γ΄, ο οποίος δεν έλαβε κάποια ενίσχυση και ήταν πολύ λιγότερος από τον ρωμαϊκό συνασπισμό, αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ υποχώρησης ή μάχης όπου η αριθμητική υπεροχή του συνασπισμού θα ελαχιστοποιείτο. Επέλεξε τις Θερμοπύλες. Η μάχη που προέκυψε, έφερε τόσο συντριπτική ήττα για τον Αντίοχο Γ΄, που έφυγε αμέσως από την Ελλάδα για την Έφεσο. Δεν είχαν περάσει λιγότερο από έξι μήνες από την άφιξή του στη Δημητριάδα. [24] Με τη ρωμαϊκή νίκη εκεί, οι ελληνικές πόλεις που κάθονταν στο περιθώριο συνέρρεαν γρήγορα, για να ενωθούν με τους νικητές. [25]
Ο Γλάβριος έστρεψε το βλέμμα του προς τους Αιτωλούς, και κατέλαβε την Ηράκλεια εκείνη τη χρονιά, πριν πολιορκήσει τη Ναύπακτο μετά από ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Οι Αιτωλοί πρεσβευτές προσπάθησαν να παραδοθούν, αλλά οι συγκεκριμένες τελετουργίες παράδοσης ήταν ασαφείς, και αφανίστηκαν από την ανάγκη τους για επικύρωση [26]: πήγαν στην άκρη. [27] Αφού τους διαδέχθηκαν ο ύπατος του 190 π.Χ. Λεύκιος Κονήλιος Σκιπίων και ο ικανός λεγάτος του Λεύκιου, Σκιπίων Αφρικανός, ο Γλάβριο επέστρεψε στη Ρώμη και πανηγύρισε έναν θρίαμβο. [28] Εκείνο το έτος, ο ρωμαϊκός στόλος υπό τον Γάιο Λίβιο κέρδισε μία μάχη στα ανοιχτά του Κόρυκου, αναγκάζοντας τον στόλο του Αντίοχου Γ΄ να υποχωρήσει στην Έφεσο. Στη συνέχεια, οι Σελευκίδες συγκέντρωσαν έναν νεόκτιστο στόλο στην Κιλικία υπό τη διοίκηση του Αννίβα, ο οποίος είχε καταφύγει πριν από χρόνια στην αυλή του Αντιόχου Γ΄. [29]
Αποτρέποντας το να διασχίσουν απευθείας το Αιγαίο, οι δύο Σκήπιοι παρέμειναν στην Ευρώπη, όπου επέβλεψαν μία εξάμηνη εκεχειρία με τους Αιτωλούς, ώστε να μπορέσουν να στείλουν απεσταλμένους στη Σύγκλητο της Ρώμης για να διαπραγματευτούν μία ειρήνη. Στο μεταξύ, οι Σκιπίωνες βάδισαν στον χερσαίο δρόμο για τη Μικρά Ασία. Ο στόλος του Αννίβα σταμάτησε από τους Ρόδιους στη μάχη του Ευρυμέδοντα, και ο εναπομείνας στόλος στην Έφεσο καταστράφηκε από τον διάδοχο του Λίβιου, Λεύκιο Αιμίλιο Ρέγιλλο, στη μάχη της Μυονήσου. Η τελευταία μάχη εδραίωσε τον έλεγχο της Ρώμης στη θάλασσα. Η νίκη του Αιμίλιου ανάγκασε τον Αντίοχο Γ΄ να αποσυρθεί βιαστικά πίσω από τον Ελλήσποντο στη Μικρά Ασία. Όταν οι Ρωμαίοι προέλασαν στη Θράκη, οι σύμμαχοι του Αντίοχου Γ΄ δεν έκαναν τίποτε για να τους σταματήσουν. Όταν πέρασαν τον Ελλήσποντο, δεν είχε ανταγωνιστή. [2]
Μαγνησία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τον Οκτώβριο του 190 π.Χ., οι ναυτικές δυνάμεις του Αντιόχου Γ΄ υπερτερούσαν κατά πολύ των Ρωμαίοων, και οι Σκιπίωνες είχαν φθάσει στη Μικρά Ασία. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί για ειρήνη, προσφέροντας να αποζημιώσει το μισό ρωμαϊκό κόστος του πολέμου, και να εγκαταλείψει τις αξιώσεις του στη Σμύρνη, τη Λάμψακο, την Αλεξάνδρεια Τρωάδα και άλλους Ρωμαίους συμμάχους. Οι δύο Σκιπίωνες, αντανακλώντας τη ρωμαϊκή άποψη ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν μέρος της σφαίρας επιρροής της Ρώμης, αρνήθηκαν την προσφορά, και απαίτησαν από τον Αντίοχο Γ΄ να παραχωρήσει ολόκληρη τη Μικρά Ασία βορειοδυτικά των βουνών του Ταύρου, και να αποζημιώσει όλα τα έξοδα του ρωμαϊκού πολέμου. Βλέποντας αυτές τις απαιτήσεις ως υπερβολικά ακραίες, ο Αντίοχος Γ΄ διέκοψε τις διαπραγματεύσεις. [30]
Στα τέλη του έτους, κάποια στιγμή γύρω στα μέσα Δεκεμβρίου, έλαβε χώρα η αποφασιστική μάχη του πολέμου κοντά στη Μαγνησία του Σιπύλου. Ο ύπατος Λεύκιος Σκιπίων ανυπομονούσε για μάχη, καθώς χρειαζόταν μία νίκη τον Δεκέμβριο, όταν θα αντικαθίστατο στη διοίκηση. [31] Η μάχη της Μαγνησίας είχε ως αποτέλεσμα μία σαφή νίκη του ρωμαϊκού συνασπισμού επί του στρατού του Αντίοχου Γ΄. [30] Οι αριθμοί σε κάθε πλευρά αμφισβητούνται. Ο Λίβιος αναφέρει ότι ο Αντίοχος Γ΄ διοικούσε 60.000 πεζούς και 12.000 ιππείς εναντίον του ρωμαϊκού συνασπισμού των 30.000 περίπου. Αυτό αμφισβητείται και ο Τζον Γκράινγκερ, στο Ο Ρωμαϊκός Πόλεμος του Αντίοχου του Μεγάλου, υποστηρίζει ότι και οι δύο πλευρές είχαν περίπου 50.000 άνδρες. [32]
Ο επίσημος Ρωμαίος διοικητής εκεί ήταν ο Λεύκιος Σκιπίων, καθώς ο αδελφός του Σκιπίων Αφρικανός ισχυρίστηκε ότι ήταν ασθενής. Ωστόσο, ο Αππιανός και ο Πλούταρχος αντ' αυτού αναφέρουν ότι ο Γναίος Δομίτιος Aηνόβαρβος, επίσης λεγάτος, διοικούσε αποτελεσματικά. [33] [34] Η μάχη ξεκίνησε με τον ρωμαϊκό συνασπισμό να διασκορπίζει τα δρεπανοφόρα άρματα του Αντίοχου Γ΄ στα αριστερά του, πριν ο Ευμένης Β' της Περγάμου ηγηθεί μίας μαζικής επίθεσης ιππικού, που οδήγησε τους κατάφρακτους του Αντίοχου Γ΄ στο δικό του κέντρο. Ο ίδιος ο Αντίοχος Γ΄ ήταν επικεφαλής μίας ξεχωριστής πτέρυγας τού ιππικού του, που είχε απωθήσει τη Ρωμαϊκή αριστερά κοντά στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει το πεζικό του.[35] Το πεζικό του Αντίοχου Γ΄ αντιστάθηκε πεισματικά, αλλά αφού η τάξη τους διαταράχθηκε από τους ίδιους τους ελέφαντες, ο Ευμένης Β΄ εκμεταλλεύτηκε τις τρύπες στον σχηματισμό, και εξολόθρευσε τη φάλαγγα του Αντιόχου Γ΄ από τα πλάγια.[36]
Με τους στρατούς του ηττημένους, ο Αντίοχος Γ΄ έστειλε αντιπροσώπους στους Σκιπίωνες στις Σάρδεις, όπου είχαν μετακομίσει μετά τη μάχη, για να αναζητήσει όρους. [2]
Αιτωλική ειρήνη και μεταγενέστερα στάδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ελλάδα ο πόλεμος συνεχίστηκε. Ο ύπατος του 189 π.Χ. Mάρκος Φούλβιος Νοβίλιορ, ανέλαβε να συνεχίσει τον πόλεμο, αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και πάλι. Πολιόρκησε την Αμβρακία, και αργότερα μέσα στο έτος διαπραγματεύτηκε μία οριστική ειρήνη τόσο με τους Αιτωλούς, όσο και με τους Κεφαλλήνες. Η Αιτωλία, αρχικά αντιμέτωπη με ακλόνητες ρωμαϊκές απαιτήσεις από το 191 π.Χ. και μετά για αποζημίωση χιλίων ταλάντων –ανέφικτο ποσό– που τελικά μειώθηκε, όταν η Ρόδος μεσολάβησε μεταξύ τους, και κατάφερε να πείσει τους Ρωμαίους να δεχτούν αποζημίωση 200 ταλάντων με άλλα 300 να πληρωθούν τα επόμενα έξι χρόνια.[37] Η Αιτωλία επίσης περιορίστηκε σε ρωμαϊκό πελατειακό κράτος,[38][39] απαιτήθηκε εξαιρετικά και ρητά να «υπουργεί στην εξουσία και την αυτοκρατορία του ρωμαϊκού λαού».[40][41]
Ο άλλος ύπατος για το 189, ο Γναίος Μάνλιος Βούλσων, διαδέχτηκε τον Σκιπίωνα στην Ασία –το αίτημα του Λεύκιου Σκιπίωνα για αναβολή, που στάλθηκε βιαστικά μετά τη νίκη του, αγνοήθηκε – και βρίσκοντας ανακωχή με τον Αντίοχο Γ΄, οδήγησε μία εκστρατεία λεηλασίας στη Μικρά Ασία και υπέταξε τους Γαλάτες, που είχαν υποστηρίξει τον Αντίοχο Γ΄.[38] [42]
Ειρήνη της Απάμειας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
με κόκκινο η αυτοκρατορία των Σελευκιδών,
με μπλε το βασίλειο της Περγάμου και
με πράσινο η επικράτεια της Ρόδου.
Μετά τη Μαγνησία, οι εκπρόσωποι του Αντιόχου Γ΄ μετέβησαν στις Σάρδεις, όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Ρωμαίοι μετά τη μάχη. Εκεί, αποδέχθηκαν τους ρωμαϊκούς όρους ειρήνης, οι οποίοι είχαν γίνει πιο συγκεκριμένοι: ο Αντίοχος Γ΄ θα παραχωρούσε όλη την επικράτεια βόρεια και δυτικά των βουνών του Ταύρου, θα πλήρωνε 15.000 ευβοϊκά τάλαντα (500 αμέσως, 2.500 μετά τη ρωμαϊκή επικύρωση, και τα υπόλοιπα σε διάστημα δώδεκα ετών). Ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου θα λάβει 400 τάλαντα και σιτηρά. Οι Ρωμαίοι εχθροί που είχαν καταφύγει στην αυλή του Αντιόχου Γ΄, συμπεριλαμβανομένου του Αννίβα, θα παραδίδονταν, και είκοσι όμηροι, ένας εκ των οποίων ήταν ο μικρότερος γιος του Αντίοχου Γ΄, θα παραδίδονταν στη Ρώμη ως εγγύηση. [2]
Όροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό που είναι σήμερα γνωστό για τους λεπτομερείς όρους της συνθήκης, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από αποσπάσματα των Ιστοριών του Πολύβιου.[43] Οι ακριβείς όροι κατακερματίστηκαν πρώτα στη Ρώμη, με τη συμβολή των πρεσβευτών από όλη τη Μικρά Ασία (ο Ευμένης Β΄ επισκέφτηκε αυτοπροσώπως), και αργότερα από τον Ρωμαίο ύπατο στην Ασία, Mάνλιο Βούλσωνα, ο οποίος βοηθήθηκε από δέκα συγκλητικούς. Στη Ρώμη, αποφασίστηκε ότι η δημοκρατία δεν θα μεταχειριζόταν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τους Έλληνες στην Ευρώπη. Αντ' αυτού θα ανταμείψουν τον Ευμένη Β΄ της Περγάμου και τη Ρόδο με έδαφος για την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ο Ευμένης Β΄ και οι Ρόδιοι ήταν σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους. Ο Ευμένης Β΄ υποστήριξε, ότι ενώ οι Ρωμαίοι ήταν οι καλύτεροι για να έχουν την άμεση ευθύνη για τα πρώην εδάφη του Αντίοχου Γ΄, εφόσον οι Ρωμαίοι δεν ήταν πρόθυμοι να μείνουν, ένιωθε ότι ήταν η δεύτερη (μετά από αυτούς) καλύτερη επιλογή. Η Ρόδος υποστήριξε ότι έπρεπε να δοθεί ελευθερία στους Έλληνες, και ο Ευμένης Β΄ να ανταμειφθεί με τα μη ελληνικά εδάφη, που παραχώρησε ο Αντίοχος Γ΄. Η Σύγκλητος, χωρίς να επιθυμεί να διατηρήσει στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία, έδωσε στη Ρόδο τη Λυκία και την Καρία νότια του ποταμού Μαίανδρου, ενώ ο Ευμένης Β΄ έλαβε τα υπόλοιπα. [2]
Ο Mάνλιος Βούλσων, αφού νίκησε ορισμένους Γαλάτες στη Μικρά Ασία και άρπαξε από αυτούς (και -έχει πολιτική σημασία- όχι από Έλληνες) σημαντική λεία, βάδισε στην Παμφυλία για να λάβει την πρώτη μεγάλη δόση της πολεμικής αποζημίωσης του Αντίοχου Γ΄. Στο άκουσμα της άφιξης της συγκλητικής πρεσβείας, ο Μ. Βούλσων μετακόμισε στη συνέχεια στην Απάμεια, και εκεί μαζί τους όρισε επακριβώς τη γραμμή του Ταύρου, που ξεκινούσε από το ακρωτήριο Σαρπηδόνα και διέσχιζε τα ανώτερα τμήματα του ποταμού Tάναϊ. Επίσης, διέταξαν περιορισμούς στο ναυτικό του Αντιόχου Γ΄, που το περιόρισαν μόνο σε δέκα μεγάλα πλοία άνω των τριάντα κουπιών. [42] Περιλαμβάνονταν επίσης ορισμένες διατάξεις αφοπλισμού: μεταξύ άλλων, ο Αντίοχος Γ΄ θα δεσμευόταν να παραιτηθεί από τη χρήση πολεμικών ελεφάντων, και να του απαγορευθεί να πλεύσει πέρα από το ακρωτήριο Σαρπηδόνα. Η συνθήκη που προέκυψε, ορκίστηκε στη συνέχεια από τον Mάνλιο Βούλσωνα –από τον τότε προκαθορισμένο ύπατο [44] [45]– και από τον Αντίοχο Γ΄. [42] Στη συνέχεια χώρισαν τις πόλεις της Μικράς Ασίας, με εξαίρεση εκείνες τις πόλεις που είχαν οριστεί ως σύμμαχοι των Ρωμαίων (διατήρησαν την ανεξαρτησία τους), στα αντίστοιχα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στην Πέργαμο και τη Ρόδο. Τα εδάφη του Αντιόχου Γ΄ στην Ευρώπη προστέθηκαν επίσης στην Πέργαμο, αν και οι πόλεις Αίνος και Μαρώνεια, που είχαν απελευθερωθεί με την ειρήνη το 196, απελευθερώθηκαν και πάλι. [46]
Η συνθήκη ακολούθησε σε γενικές γραμμές τους ίδιους στόχους με εκείνους του Φλαμίνιου μετά τον Μακεδονικό πόλεμο: σε περιοχές ρωμαϊκού ενδιαφέροντος, οι εξωτερικές επιρροές θα εξουδετερώνονταν, και οι Ρωμαίοι φίλοι θα υποστηρίζονταν. Οι Ασιάτες νικητές του πολέμου, η Πέργαμος, η Ρόδος και οι συμμαχικές ελεύθερες πόλεις δεσμεύτηκαν σε ευγνωμοσύνη προς τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι σκόπευαν να ειρηνεύσουν την περιοχή με καλή θέληση, και όχι με λεγεώνες: μέχρι στιγμής είχαν πετύχει. [46]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εδάφη που ήταν πρώην του Αντιόχου Γ΄ ανακατανεμήθηκαν αμέσως μετά τη συνθήκη. Αυτό ήταν προς ουσιαστικό όφελος του Ευμένη Β΄, ο οποίος αργότερα υποστήριξε τη ρωμαϊκή επέμβαση κατά του εχθρού του, δηλ. της Μακεδονίας στον Γ΄ Μακεδονικό Πόλεμο. Αυτό, όμως, αποδείχτηκε εις βάρος του, καθώς μέχρι εδώ η χρησιμότητά του για τη Ρώμη είχε φτάσει στο τέλος της. [47] Μέχρι το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν επαναπροσδιορίσει τις συμμαχίες τους εναντίον της Περγάμου και της Ρόδου. [48]
Η ρωμαϊκή επιβολή των όρων με τον Αντίοχο Γ΄ συνεχίστηκε εν μέρει. Ωστόσο οι διατάξεις περί αφοπλισμού, που απαγόρευαν στον Αντίοχο Γ΄ να έχει πολεμικούς ελέφαντες, που μείωναν το μέγεθος τού ναυτικού του, που απαγόρευαν στο ναυτικό του να διέρχεται από το ακρωτήριο Σαρπηδόνα, και του απέκλειαν να στρατολογεί μισθοφόρους από την επικράτεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, έληξαν σε μεγάλο βαθμό με το τέλος του. [49]
Φράγμα για την αυτοκρατορία των Σελευκιδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η άμεση αποδοχή των όρων από τον Αντίοχο Γ΄ μετά τη Μαγνησία, αντανακλούσε μία συνετή πεποίθηση, ότι ο περαιτέρω πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών θα ήταν αμοιβαία καταστροφικός. Ο Αντίοχος Γ΄ είχε ακόμη περισσότερους άνδρες και σημαντικό χώρο για να ανταλλάξει τον χρόνο, ειδικά δεδομένου ότι οι Ρωμαίοι θα αναγκάζονταν να πολιορκούν κάθε πόλη κατά μήκος της Βασιλικής Οδού μέχρι την Κιλικία. Ωστόσο, η εγκατάλειψη ολόκληρης της Μικράς Ασίας δημιούργησε για τον Αντίοχο Γ΄ και τους διαδόχους του μία τεράστια ζώνη ασφαλείας, που επέτρεψε μία παρατεταμένη ειρήνη μεταξύ των Ρωμαίων και της Σελευκιδικής αυτοκρατορίας. [32]
Οι Ρωμαίοι δεν προσπάθησαν να εμπλακούν σε άλλη ένοπλη σύγκρουση με τους Σελευκίδες, καθώς δεν είχαν ακόμη αποκτήσει σταθερό έδαφος στη Μικρά Ασία, και παρά την πρόσφατη ήττα του ο Αντίοχος Γ΄ διατήρησε τη φήμη του ως ικανού στρατιωτικού διοικητή, λόγω των εκστρατειών του στην Ασία. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν τον αντίπαλό τους μέσω διπλωματικών οδών, απειλών και δωροδοκίας, παρακινώντας μικρότερα κράτη να κηρύξουν τον πόλεμο στους Σελευκίδες. Η ρωμαϊκή παρέμβαση κατέστησε αδύνατη για τους διαδόχους του Αντίοχου Γ΄ να εφαρμόσουν τις επιθυμητές πολιτικές τους στα δυτικά τους σύνορα. Στην ανατολική αυτοκρατορία των Σελευκιδών, τα υποτελή κράτη των Πάρθων και των Βακτριανών διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. [50] Αυτή η διπλωματία ήταν ο μόνος πόλεμος, που έκαναν οι Ρωμαίοι με τους Σελευκίδες: η αυτοκρατορία των Σελευκιδών κατέρρευσε εν μέσω εσωτερικών συγκρούσεων μία γενιά αργότερα. [51]
Διατάξεις αφοπλισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το τέλος του Αντίοχου Γ΄ στις 3 Ιουλίου 187 π.Χ., ο διάδοχός του Σέλευκος Δ' Φιλοπάτωρ άρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση του ναυτικού του, καθώς υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά σε μεγάλο βαθμό δεν προκάλεσε, και έμεινε μακριά από τους Ρωμαίους. [52] Οι διάδοχοι του Αντίοχου Γ΄ μπόρεσαν επίσης γρήγορα να αναπτύξουν στρατούς παρόμοιου μεγέθους, με εκείνους που ο Αντίοχος Γ΄ είχε καταστρώσει στους πολέμους του. Οι όροι που επιτεύχθηκαν στην Απάμεια δεν προκάλεσαν κατάρρευση στη στρατιωτική δύναμη των Σελευκιδών. [53]
Ο διάδοχος του Σέλευκου Δ', Αντίοχος Δ' Επιφανής, απλώς αγνόησε τις διατάξεις της συνθήκης περί αφοπλισμού: το ναυτικό του μέχρι το 168 π.Χ. ήταν αρκετά ισχυρός για να υποστηρίξει την εισβολή του στην Κύπρο –η ίδια δυτικά του ακρωτηρίου Σαρπηδόνα– και περιλάμβανε τόσο ελέφαντες, όσο και διάφορους μισθοφόρους, που στρατολογήθηκαν από ρωμαϊκά πελατειακά κράτη. [54] Ορισμένες πηγές, όπως ο Αππιανός και ο Ζωναράς, υποδεικνύουν ότι οι Ρωμαίοι προσπάθησαν μετά το τέλος του Αντίοχου Δ' να επιβάλουν τις διατάξεις της συνθήκης, καίγοντας πλοία των Σελευκιδών και σακατεύοντας τους ελέφαντες.[55] Ωστόσο το ότι οι Σελευκίδες είχαν και πλοία και ελέφαντες, ήταν γνωστό εδώ και δύο δεκαετίες, και η εξήγηση του Πολύβιου για το θέμα δεν κάνει κάποια αναφορά στη συνθήκη, αλλά εξηγεί τη ρωμαϊκή δράση με όρους στρατιωτικού οπορτουνισμού.[55]
Η Ρώμη μέχρι τα μέσα του 2ου αι. υιοθέτησε μία εγκάρδια προσέγγιση προς τους Σελευκίδες: μία ρωμαϊκή διπλωματική πρεσβεία, που έφτασε λίγο μετά από μία στρατιωτική παρέλαση στην Αντιόχεια, δεν έκανε κάποια αναφορά στη συνθήκη κατά την επιστροφή της στη Σύγκλητο, παρόλο που σίγουρα θα είχε δει ελέφαντες.[56] Οι διατάξεις που χαράσσουν μία ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής στη Μικρά Ασία, ωστόσο, τηρήθηκαν πιστά: όταν ο Σέλευκος Δ' συγκέντρωσε μεγάλο στρατό για να βοηθήσει τον εξάδελφό του Φαρνάκη Α' του Πόντου κατά της Πέργαμου, οι Ρωμαίοι πιθανότατα έστειλαν μήνυμα που του υπενθύμιζε τις υποχρεώσεις του να μην διεξάγει πόλεμο με τους Ρωμαίους συμμάχους.[55] Το ίδιο και οι διατάξεις σχετικά με την αποζημίωση, οι πληρωμές της οποίας ολοκληρώθηκαν με πολύ μικρή καθυστέρηση κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αντίοχου Δ' το 173 π.Χ.[56] Γενικά, μόνο οι διατάξεις που αφορούσαν την εκχώρηση των εδαφών των Σελευκιδών βόρεια και δυτικά των βουνών του Ταύρου, και σχετικά με την αποζημίωση, επιδιώκονταν αυστηρά από τους Ρωμαίους. Οι άλλες διατάξεις –όπως παρόμοιες συνθήκες στην ελληνιστική περίοδο– αφορούσαν τον ηγεμόνα, και όχι το κράτος του. Επομένως, τέτοιες διατάξεις έληξαν με το τέλος του Αντίοχου Γ΄ και απέτυχαν να δεσμεύσουν τους διαδόχους του. [49]
Όμηροι και αιχμάλωτοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μικρότερος γιος του Αντίοχου Γ', ονόματι επίσης Αντίοχος (Δ΄), στάλθηκε ως πολιτικός όμηρος στη Ρωμαϊκή φύλαξη. Μετά το τέλος του Αντίοχου Γ', ανταλλάχθηκε με τον Δημήτριο (Α΄), που ήταν ανιψιός του Αντίοχου και γιος του Σέλευκου Δ' Φιλοπάτορα. [57] Κρατήθηκε στη Ρώμη για 16ι χρόνια, έως ότου μπόρεσε να δραπετεύσει –προφανώς ο ιστορικός Πολύβιος βοήθησε στην απόδραση– και να πάρει τον θρόνο από την καταγωγή τού θείου του το 162 π.Χ.[58]
Ο Αννίβας, ο οποίος επρόκειτο να παραδοθεί στη Ρώμη υπό τους όρους της Απάμειας, κατέφυγε στην Κρήτη, και από εκεί στον εχθρό της Περγάμου, τη Βιθυνία. Όταν ο Φλαμίνιος διαπραγματεύτηκε με τον βασιλιά της Βιθυνίας να παραδοθεί ο Αννίβας το 183 ή το 182 π.Χ., εκείνος αυτοκτόνησε.[59] Ένας από τους Αιτωλούς ηγέτες που είχαν καταφύγει στην αυλή του Αντιόχου, ο Θόας, παραδόθηκε επίσης στους Ρωμαίους. Αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, και αργότερα έγινε στρατηγός της Αιτωλίας άλλες δύο φορές, το 181 και το 173 π.Χ. [60]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κατάλογος συγκρούσεων στην Εγγύς Ανατολή
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Errington 1989, σελ. 249.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Errington 1989.
- ↑ Errington 1989, σελ. 252.
- ↑ Errington 1989, σελ. 244.
- ↑ Badian 1959, σελ. 81.
- ↑ Errington 1989, σελ. 256
- ↑ Errington 1989, σελ. 271.
- ↑ Badian 1959, σελ. 82.
- ↑ Errington 1989· Badian 1959.
- ↑ Errington 1989, σελ. 272.
- ↑ Errington 1989, σελ. 270.
- ↑ Errington 1989, σελ. 274.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Badian 1959· Errington 1989.
- ↑ Badian 1959, σελ. 87.
- ↑ Errington 1989, σελ. 276.
- ↑ Badian 1959, σελ. 89.
- ↑ Badian 1959, σελ. 90.
- ↑ 18,0 18,1 Badian 1959, σελ. 91.
- ↑ Errington 1989, σελ. 278.
- ↑ Errington 1989, σελ. 280.
- ↑ 21,0 21,1 Badian 1959, σελ. 92.
- ↑ Errington 1989, σελίδες 280–81
- ↑ 23,0 23,1 Errington 1989, σελ. 283.
- ↑ Errington 1989, σελ. 284.
- ↑ Badian 1959, σελ. 96.
- ↑ Eckstein 1995.
- ↑ Broughton 1951, σελ. 352.
- ↑ Broughton 1951.
- ↑ Errington 1989, σελ. 285.
- ↑ 30,0 30,1 Errington 1989, σελ. 286.
- ↑ Grainger 2002, σελ. 324.
- ↑ 32,0 32,1 Grainger 2002.
- ↑ Grainger 2002, σελ. 323.
- ↑ Broughton 1951, σελ. 359
- ↑ Broughton 1951, σελ. 358
- ↑ Lazenby, John F (7 Μαρτίου 2016). «Magnesia, battle of». Oxford Research Encyclopedia of Classics. Oxford University Press. doi:10.1093/acrefore/9780199381135.013.3880. ISBN 978-0-19-938113-5. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2023. See Livy, 37.39–44.2 and App. Syr., 30–35.
- ↑ Gruen 1986, σελ. 29
- ↑ 38,0 38,1 Broughton 1951, σελ. 360
- ↑ Derow, Peter Sidney (22 Δεκεμβρίου 2015). «Aetolian Confederacy». Oxford Research Encyclopedia of Classics. Oxford University Press. doi:10.1093/acrefore/9780199381135.013.162. ISBN 978-0-19-938113-5. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2023.
- ↑ Badian, Ernst (1952). «The treaty between Rome and the Achaean league». Journal of Roman Studies 42: 76–80. doi: . ISSN 0075-4358. https://www.jstor.org/stable/297516. Badian, p. 80 n. 34, cites Polyb., 21.32.2 and Livy, 38.11.2.
- ↑ Gruen 1986, σελ. 279
- ↑ 42,0 42,1 42,2 Errington 1989, σελ. 288.
- ↑ See Polyb., 21.42.
- ↑ Broughton 1951, σελ. 366.
- ↑ Polyb.
- ↑ 46,0 46,1 Errington 1989, σελ. 289.
- ↑ Habicht 1989.
- ↑ Habicht 1989, σελ. 334.
- ↑ 49,0 49,1 Paltiel 1979.
- ↑ Tsimpoukidis 1989.
- ↑ Grainger 2002, σελ. 357.
- ↑ Habicht 1989· Paltiel 1979.
- ↑ Grainger 2002, σελ. 350.
- ↑ Paltiel 1979, σελ. 31.
- ↑ 55,0 55,1 55,2 Paltiel 1979, σελ. 33
- ↑ 56,0 56,1 Paltiel 1979, σελ. 34
- ↑ Habicht 1989, σελ. 340.
- ↑ Errington, R M (22 Δεκεμβρίου 2015). «Demetrius (10) I, of Syria». Oxford Research Encyclopedia of Classics. Oxford University Press. doi:10.1093/acrefore/9780199381135.013.2097. ISBN 978-0-19-938113-5. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2023.
- ↑ Caven, Brian M (30 Ιουλίου 2015). «Hannibal». Oxford Research Encyclopedia of Classics. Oxford University Press. doi:10.1093/acrefore/9780199381135.013.2930. ISBN 978-0-19-938113-5. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2023.
- ↑ Grainger 2002, σελ. 352.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύγχρονη λογοτεχνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Astin, AE· και άλλοι., επιμ. (1989). Rome and the Mediterranean to 133 BC. Cambridge Ancient History. 8 (2nd έκδοση). Cambridge University Press. ISBN 0-521-23448-4. OCLC 916019669.
- Badian, Ernst (1959). «Rome and Antiochus the Great: a study in cold war». Classical Philology 54 (2): 81–99. ISSN 0009-837X. https://www.jstor.org/stable/266322.
- Bar-Kochva, Bezalel (1976). The Seleucid army: organization and tactics in the great campaigns. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-20667-9.
- Broughton, Thomas Robert Shannon (1951). The magistrates of the Roman republic. 1. New York: American Philological Association. ISBN 978-0891307068.
- Eckstein, Arthur (1995). «Glabrio and the Aetolians: a note on deditio». Transactions of the American Philological Association 125: 271–289. doi: . ISSN 0360-5949. https://www.jstor.org/stable/284356.
- Grainger, John D. (2002). The Roman war of Antiochos the Great. Brill. ISBN 978-90-04-12840-8.
- Green, Peter (1990). Alexander to Actium: the historical evolution of the Hellenistic age. Berkeley: University of California Press. ISBN 0-520-05611-6. OCLC 13332042.
- Gruen, Erich Stephen (1986). The Hellenistic world and the coming of Rome. Berkeley: University of California Press. ISBN 0-520-05737-6. OCLC 16573469.
- Paltiel, Eliezer (1979). «The treaty of Apamea and the later Seleucids» (στα αγγλικά). Antichthon 13: 30–41. doi: . ISSN 0066-4774. https://www.cambridge.org/core/product/identifier/S006647740000263X/type/journal_article.
- «Το Βασίλειο των Σελευκιδών και η Ρώμη», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (16 τόμοι), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1970–2000, σελ. 55–91
- Sherwin-White, Adrian Nicolas (1984). Roman foreign policy in the East, 168 BC to AD 1. London: Duckworth. ISBN 0-7156-1682-X. OCLC 10664923.
- Taylor, Michael (2013). Antiochus The Great. Barnsley: Pen and Sword Military. ISBN 9781848844636.
- Tsimpoukidis, Dimitrios (1989). Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου [History of the hellenistic world]. Athens: Dimitrios N. Papadimas. ISBN 9789602060766.
Αρχαία λογοτεχνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Livy (1905).
From the Founding of the City. Wikisource.
- Polybius (1922–27) [2nd century BC]. Histories. Loeb Classical Library. Μτφρ. Paton, W R. Cambridge: Harvard University Press – μέσω LacusCurtius.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ma, John (1999). Antiochos III and the cities of western Asia Minor. Oxford University Press. ISBN 9780198152194.
- Ma, John (2013). «The Attalids: a military history». Στο: Thonemann, Peter, επιμ. Attalid Asia Minor: money, international relations, and the state. Oxford University Press. σελίδες 49–82. ISBN 9780199656110.
- Sullivan, Richard D (1990). Near eastern royalty and Rome, 100–30 BC. University of Toronto Press. ISBN 978-1-4426-7759-3. OCLC 244766991.
- Waterfield, Robin (2014). Taken at the flood: the Roman conquest of Greece. Oxford University Press. ISBN 9780199916894.