Ρυθμός Λουδοβίκου ΙΔ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η αίθουσα των κατόπτρων στο παλάτι των Βερσαλλιών (1678–1684)

Ο Ρυθμός Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή στυλ Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή Λουί Κατόρζ (γαλλικά: style Louis XIV) είναι ρυθμός διακόσμησης, επίπλων και αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε στη Γαλλία κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ' από το 1643 έως το 1715, καλύπτοντας τη δεύτερη περίοδο της Γαλλικής τέχνης του 17ου αιώνα. Προοριζόταν να δοξάσει τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ και τη βασιλεία του, χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια, αρμονία και κανονικότητα και αποτελεί την έκφραση του γαλλικού κλασικισμού.[1]

Έγινε ο επίσημος καλλιτεχνικός ρυθμός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και επιβλήθηκε στους καλλιτέχνες από τη νεοσύστατη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής και τη Βασιλική Ακαδημία Αρχιτεκτονικής. Είχε σημαντική επιρροή στην αρχιτεκτονική άλλων Ευρωπαίων μοναρχών, από τον Φρειδερίκο τον Μέγα της Πρωσίας έως τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας.

Οι βιομηχανίες επίπλων, κλωστοϋφαντουργίας, ένδυσης και κοσμημάτων που ιδρύθηκαν στην εποχή αυτή παρείχαν θέσεις εργασίας, αλλά επίσης έκαναν το βασίλειο της Γαλλίας κυρίαρχο στον κόσμο της μόδας και της τεχνολογίας. Ο οξυδερκής υπουργός Οικονομικών Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ ανέφερε σχετικά ότι «η μόδα είναι για τη Γαλλία ό,τι τα ορυχεία του Περού για την Ισπανία»—με άλλα λόγια, η πηγή ενός εξαιρετικά προσοδοφόρου εγχώριου και εξαγωγικού εμπορεύματος.[2]

Οι σημαντικότεροι αρχιτέκτονες της περιόδου είναι οι Φρανσουά Μανσάρ, Ζυλ Αρντουάν-Μανσάρ, Ρομπέρ ντε Κοτ, Πιέρ Λε Μυέ, Λιμπεράλ Μπρυάν, Κλωντ Περώ και Λουί Λε Βω. Τα σημαντικότερα οικοδομήματα περιλαμβάνουν την ανατολική πτέρυγα του ανακτόρου του Λούβρου, το ανάκτορο των Βερσαλλιών, το Μεγάλο Τριανόν στις Βερσαλλίες, το κάστρο του Βω-λε-Βικόντ, το μέγαρο που στεγάζει το Ινστιτούτο της Γαλλίας και το μέγαρο των Απομάχων.[3]

Περίοδοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αίθουσα των Μουσών στο κάστρο Βω-λε-Βικόντ (1658-1661)

Το στυλ του Λουδοβίκου ΙΔ΄ είχε τρεις περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο, που συνέπεσε με την ανηλικότητα του βασιλιά (1643-1660) και την αντιβασιλεία της Άννας της Αυστρίας, η αρχιτεκτονική και η τέχνη επηρεάστηκαν έντονα από το παλαιότερο στυλ Λουδοβίκου ΙΓ΄ και από τον μπαρόκ ρυθμό που εισήχθη από την Ιταλία, σε βαθμό που ιστορικοί τέχνης συχνά την κατατάσσουν εκεί. Η πρώιμη περίοδος είδε την αρχή του γαλλικού κλασικισμού, ιδιαίτερα στα πρώτα έργα του Φρανσουά Μανσάρ, όπως το κάστρο του Μαιζόν (1630–51).

Το ανάκτορο των Βερσαλλιών (1678–1684)

Κατά τη δεύτερη περίοδο (1660-1690), υπό την προσωπική διακυβέρνηση του βασιλιά, το στυλ της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησης έγινε πιο κλασικό, θριαμβευτικό, μεγαλοπρεπές και επιδεικτικό, όπως εκφράστηκε στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, πρώτα από τον Λουί Λε Βω και στη συνέχεια τον Ζυλ Αρντουάν-Μανσάρ και υπό την επίβλεψη του Σαρλ Λε Μπρεν, Πρώτου ζωγράφου του βασιλιά και διακοσμητή. Χαρακτηριστικές είναι οι μαρμάρινες επικαλύψεις και οι οροφές με πίνακες σε επιχρυσωμένο πλαίσιο. Από το 1680, τα έπιπλα ήταν τεράστια, διακοσμημένα με άφθονα γλυπτά και επιχρυσώσεις.[4]

Στη μεταγενέστερη περίοδο, χάρη στην ανάπτυξη της τέχνης της μαρκετερί, τα έπιπλα διακοσμήθηκαν με διαφορετικά χρώματα και διαφορετικά ξύλα. Ο πιο σημαντικός δημιουργός επίπλων στην ύστερη περίοδο ήταν ο Αντρέ-Σαρλ Μπουλ. Η τελευταία περίοδος του στυλ Λουδοβίκου ΙΔ΄, από το 1690 έως το 1715 περίπου, ονομάζεται μεταβατική περίοδος. Το νέο στυλ ήταν πιο ελαφρύ στη μορφή και παρουσίαζε μεγαλύτερη φαντασία και ελευθερία γραμμών, εν μέρει χάρη στη χρήση της διακόσμησης από σφυρήλατο σίδερο και στη μεγαλύτερη χρήση αραβουργημάτων, γκροτέσκο μορφών και σχεδίων με κοχύλια, τα οποία συνεχίστηκαν στο στυλ του Λουδοβίκου ΙΕ΄.

Έπιπλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο εργοστάσιο των Γκομπλέν, που ιδρύθηκε από τον Λουδοβίκο για την παραγωγή πολυτελών επίπλων και ταπισερί για τα βασιλικά ανάκτορα και τα δημόσια κτήρια, εξελίχθηκε το στυλ Λουδοβίκου ΙΔ΄, ένας ρυθμός διακοσμητικών τεχνών που σύντομα διέδωσε την επιρροή του στις γειτονικές χώρες. Τα έπιπλα ήταν επικαλυμμένα με κέλυφος χελώνας, ορείχαλκο, κασσίτερο και ελεφαντόδοντο και ήταν επιχρυσωμένα. Οι βαριές επίχρυσες βάσεις από μπρούτζο προστάτευαν τις γωνίες και τα άλλα μέρη από την τριβή και πρόσφεραν περαιτέρω διακόσμηση.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]