Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρουσουλοειδή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρουσουλοειδή
Ρούσουλα η εμετική (Russula emetica)
Ρούσουλα η εμετική (Russula emetica)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Μύκητες (Fungi)
Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες (Basidiomycota)
Ομοταξία: Αγαρικομύκητες (Agaricomycetes)
Τάξη: Ρουσουλώδη (Russulales)
Οικογένεια: Ρουσουλοειδή (Russulaceae)
Λότσι (1907)
Type genus
Ρούσουλα (Russula)
Περσούν (1796)
Συνώνυμα

Asterosporaceae Moreau (1954) (nom. illeg.) Elasmomycetaceae Locq. ex Pegler & T.W.K.Young (1979)
Lactariaceae Gäumann (1926)

Τα Ρουσουλοειδή είναι μια ποικιλόμορφη οικογένεια βασιδιομυκήτων της τάξεως των Ρουσουλωδών, με περίπου 2.400 γνωστά είδη[1] και παγκόσμια διάδοση. Αποτελούνται από τις ρούσουλες και τους λακτάριους, γνωστούς μύκητες που παράγουν μανιτάρια, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και μερικά εδώδιμα είδη. Αυτά τα μανιτάρια με ελάσματα χαρακτηρίζονται από την εύθρυπτη σάρκα τους.

Εκτός από τα τυπικά αγαρικόμορφα, η οικογένεια περιλαμβάνει είδη των οποίων τα καρποσώματα διαθέτουν κατερχόμενα ελάσματα (πλευρωτόμορφα), είναι κλειστά (γαστερόμορφα ή ενδιάμεσες μορφές), ή φλοιόμορφα. Η μοριακή φυλογενετική έχει δείξει στενές συγγένειες ανάμεσα σε είδη με πολύ διαφορετικά καρποσώματα και έχει αποκαλύψει νέες, διακριτές γενεαλογίες.

Μια σημαντική ομάδα συμβιωτικών εκτομυκορριζικών μυκήτων σε δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις παγκοσμίως περιλαμβάνει τα γένη Lactifluus, Multifurca, Russula, και Lactarius. Τα φλοιόμορφα γένη Boidinia, Gloeopeniophorella, και Pseudoxenasma, όλα μύκητες που διασπούν το ξύλο, έχουν την πιο βασική καταγωγή στην οικογένεια.

Η οικογένεια των Ρουσουλοειδών πήρε την πρώτη της έγκυρη ονομασία το 1907 από τον Ολλανδό Γιοχάνες Πάουλους Λότσι (Johannes Paulus Lotsy)[2], ο οποίος συμπεριέλαβε τρία γένη : τη Ρούσουλα (Russula), το Λακτάριο (Lactarius) και τη Ρουσουλίνα (Russulina) (η οποία πλέον θεωρείται συνώνυμη της Ρούσουλας. Επισήμανε χαρακτηριστικά όπως η κοκκώδης σάρκα, τα πυκνά ελάσματα, τα αγκυλωτά σπόρια, τις γαλακτώδεις υφές και τα στρογγυλά κύτταρα (σφαιροκύτταρα).[3] Μια παλαιότερη χρήση του Russulariées από τον Γάλλο μυκητιολόγο Ernst Roze το 1876[4] δεν θεωρείται έγκυρη ονοματοδοσία, μιας και δεν χρησιμοποιήθηκε η σωστή λατινική ορολογία για την οικογένεια, όπως ορίζεται από τον Διεθνή Κώδικα Ονοματοδοσίας. [5]

Τοποθέτηση της οικογένειας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, τα μανιτάρια με ελάσματα της οικογένειας των Ρουσουλοειδών κατατάσσονταν μαζί με άλλα μανιτάρια με ελάσματα στην τάξη των Αγαρικωδών,[6] αλλά οι μελέτες με μικροσκόπιο των σπορίων και των χαρακτηριστικών της σάρκας του καρποσώματος έδειξαν ότι συγγενεύουν πιο πολύ με κάποιους μύκητες που δημιουργούν φλοιόμορφες κρούστες πάνω στα δέντρα ως καρποσώματα.[7][8][9]Η μοριακή φυλογενετική επιβεβαίωσε ότι αυτοί οι μορφολογικά διαφορετικοί μύκητες συμπεριλαμβάνονται στην ίδια γενεολογία, και κατηγοριοποιήθηκαν αρχικά ως κλάδος εντός των Αγαρικωδών,[10][11] ενώ σήμερα κατηγοριοποιούνται ως η ξεχωριστή τάξη των Ρουσουλωδών εντός της ομοταξίας των Αγαρικομύκητων.[12] Η αδερφή οικογένεια των Ρουσουλοειδών μέσα στην τάξη των Ρουσουλωδών φαίνεται ότι είναι τα Γλοιοκυστιδιοειδή (Gloeocystidiellaceae), που σχηματίζουν επίσης φλοιόμορφες κρούστες.[13]

Εσωτερική συστηματολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μελέτη μοριακής φυλογενετικής του 2006 διευκρίνισε τις σχέσεις μεταξύ των ειδών της οικογένειας που σχηματίζουν μανιτάρια.[14] Οι συγγραφείς απέδειξαν την ύπαρξη τεσσάρων ξεχωριστών γενεαλογιών των μανιταριών με ελάσματα, γεγονός που οδήγησε στην περιγραφή της Multifurca ως νέου γένος που διαχωρίστηκε από τη Ρούσουλα (Russula) [14]και την αποχώρηση του Λακτίφλοου (Lactifluus) από τον Λακτάριο (Lactarius).[15][16]


Τα γένη με κλειστά καρποσώματα εντός της οικογένειας δεν αποτελούν φυσικές ομάδες αλλά τεχνητές κατηγοριοποιήσεις: τα Arcangeliella και Zelleromyces είναι φυλογενετικά μέλη του Λακτάριου (Lactarius), ενώ τα Macowanites ανήκουν στη Russula[17][15]. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά τα γένη εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, καθώς πολλά από τα είδη δεν έχουν μετανομαστεί επίσημα εντός των γενών Ρούσουλα και Λακτάριου.[18]


Τα φλοιόμορφα γένη Boidinia, Γλοιοπενιοφορέλλα (Gloeopeniophorella) και Ψευδοξένασμα (Pseudoxenasma), που παλαιότερα κατηγοριοποιούνταν στην οικογένεια Corticiaceae ή Gloeocystidiellaceae, είναι πλέον ταξινομημένα στα Ρουσουλοειδή και θεωρούνται από τα μέλη με βασική καταγωγή[13]. Οι μελέτες μέχρι στιγμής δεν έχουν καταφέρει να περιγράψουν σαφώς και να τοποθετήσουν αυτά τα γένη εντός της οικογένειας.[10][13][19]

Συνολικά, τα Ρουσουλοειδή αποτελούνται από περίπου 2.400 αποδεκτά είδη[20], τα οποία κατανέμονται στα κάτωθι γένη :

1. Arcangeliella

2. Boidinia

3. Gloeopeniophorella

4. Lactarius περίπου 670 είδη.

5. Lactifluus περίπου 250 είδη

6. Macowanites

7. Multifurca

8. Pleurogala

9. Pseudoxenasma

10. Russula περίπου 1400 είδη - 58% των ειδών

11. Zelleromyces

Νέα είδη συνεχίζουν να εντάσσονται στα Ρουσουλοειδή από διάφορες περιοχές, όπως οι οι ΗΠΑ[21], η Γουιάνα[22], η Βραζιλία[23], η Παταγονία[24], το Τόγκο[25], η Σρι Λάνκα ή η Ταϊλάνδη.[26] Αν και μορφολογικά κάποια δείγματα, ειδικά στο γένος του Lactifluus, μπορεί να φαίνεται ότι ανήκουν στο ίδιο είδος, φυλογενετικές μελέτες έχουν δείξει ότι συνήθως συμπεριλαμβάνουν πολλά ξεχωριστά είδη (κρυπτικά είδη). [27][28][29]

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
center|border|180x180px|alt=Lactifluus vellereus Ρουσουλοειδή (Russulaceae)|Pilzfleisch.jpeg
Pilzfleisch.jpeg 
Σύγκριση ανάμεσα στην εύθρυπτη σάρκα των Ρουσουλοειδών και την πιο ινώδη σάρκα που βρίσκεται στα περισσότερα άλλα μανιτάρια

Τρία είδη καρποσωμάτων εντοπίζονται στα Ρουσουλοειδή : Α) τα αγαρικόμορφα και πλευρωτόμορφα με πιλίδιο, ελάσματα και στύπο, Β) τα γαστερόμορφα (κλειστά) και τα μερικώς κλειστά (ενδιάμεσες μορφές) καρποσώματα, καθώς Γ) τα φλοιόμορφα.

Τα αγαρικόμορφα είδη στα γένη Lactarius, Lactifluus, Multifurca, and Russula ξεχωρίζουν εύκολα από τα άλλα μανιτάρια με ελάσματα από τη σύσταση της σάρκας τους, που είναι κοκκώδης και εύθρυπτη, περίπου σαν κιμωλία.[3][30] Τα Ρουσουλοειδή δεν έχουν ποτέ βόλβα[30], αλλά σε μερικά τροπικά είδη μπορεί να βρεθεί μερικός πέπλος. [31][32] Τα ελάσματα είναι ολοστυπικά έως κατερχόμενα, και ο χρωματισμός του αποτυπώματος των σπορίων κυμαίνεται από λευκό έως ώχρα ή πορτοκαλί [14][33] - με την εξαίρεση του Lactarius chromospermus, που έχει καφετί αποτύπωμα.[34]

Τα πιλίδια μπορεί να είναι από πολύ μουντά μέχρι πολύ έντονα χρωματισμένα, τα τελευταία ειδικά στο γένος της Ρούσουλας. [33] Το μέγεθος τους μπορεί να κυμαίνεται από 17 χιλιοστά ή λιγότερο στο Russula campinensis[35] μέχρι 30 εκατοστά στο Lactifluus vellereus.[33] Στο γένος Multifurca και σε πολλά είδη Λακτάριου μπορεί να εντοπιστούν πιλίδια με ομόκεντρους κύκλους. Σε κάποια τροπικά είδη του Λακτίφλοου και της Ρούσουλας μπορεί να βρεθούν πλευρωτόμορφα καρποσώματα. [35][36][37][38]Η γεύση αποτελεί διακριτικό χαρακτηριστικό για πολλά είδη, και κυμαίνεται από ήπια μέχρι στυφή. [33]Ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό στους Λακτάριους, Λακτίφλοους και στο είδος Multifurca furcata είναι η έκλυση λάτεξ ή "γάλακτος" από τα καρποσώματα όταν αυτά τραυματίζονται.[14][30]

Οι κλειστές (γαστερόμορφες) και οι ημίκλειστες μορφές στον Λακτάριο και στη Ρούσουλα προέρχονται από εξέλιξη αγαρικόμορφων. [14][39]Τα ημίκλειστα είδη διαθέτουν στύπο, αλλά το πηλίδιο δεν ανοίγει πλήρως, ενώ στις γαστεροειδείς μορφές, τα καρποσώματα είναι εντελώς κλειστά και ο στύπος είναι υποτυπώδης. Και στις δύο περιπτώσεις, η δομή που φέρει τα σπόρια αποτελείται από συνεστραμμένα ελάσματα, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο στριμώχνονται και ενώνονται μεταξύ τους (αναστόμωση).[39] Αυτά τα κλειστά καρποσώματα κυμαίνονται σε ένα φάσμα από ημίκλειστες έως τελείως κλειστές μορφές, υπέργεια ή υπόγεια, με σπόρια τα οποία εκτοξεύονται με δύναμη ή όχι. [26][39][40]Τα ημίκλειστα ή κλειστά είδη του Λακτάριου εκλύουν λάτεξ, ακριβώς όπως και οι αγαρικόμορφοι συγγενείς τους.[17][26][40]

Τα φλοιόμορφα είδη των Boidinia, Gloeopeniophorella και Pseudoxenasma αναπτύσσουν καρποσώματα με ομαλή, πορώδη ή επιφάνεια με λέπια και αναπτύσσονται σε κορμούς δέντρων ή νεκρά κλαδιά.[10][41][42][43]

Μορφολογική ποικιλία των Ρουσουλουειδών

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Microscopical picture showing round shapes with rough, dark blue ridged textures
Σπόρια του Lactarius rubidus, τα οποία εμφανίζουν έναν μπλε χρωματισμένο διάκοσμο μετά τον έλεγχο με το αντιδραστήριο του Melzer

Όλα τα Ρουσουλοειδή, συμπεριλαμβανομένων των φλοιόμορφων ειδών, χαρακτηρίζονται από σφαιρικά έως ελλειπτικά βασιδιοσπόρια με έναν ελαφρύ έως πολύ διακριτό διάκοσμο (πχ εξογκώματα, ακίδες ή κορώνα), ο οποίος βάφεται μπλε-μαύρος μετά την επαφή με το αντιδραστήριο Meltzer.[10][30]Τα βασίδια (κύτταρα τα οποία φέρουν τα σπόρια) έχουν συνήθως σχήμα ροπάλου και φέρουν τέσσερα σπόρια.[44] Τα Ρουσουλοειδή δεν διαθέτουν συνδέσεις κρίκου.[45]

Τα χαρακτηριστικά κύτταρα με λιπαρό περιεχόμενο (γλοιοκυστίδια) εντοπίζονται στο υμένιο. Στα Ρουσουλοειδή, αυτά αλλάζουν χρώμα όταν έρθουν σε επαφή με θειοαλδεΰδες (συνήθως χρησιμοποιείται θειοβανιλίνη).[10][30] Εντοπίζονται επίσης στην μυκηλιακή θήκη των εκτομυκορριζών, που σχηματίζουν τα Ρουσουλοειδή.[19]

Το χαρακτηριστικό που είναι υπεύθυνο για το εύθρυπτο καρπόσωμα στα είδη που σχηματίζουν μανιτάρια είναι σφαιρικά κύτταρα, που καλούνται σφαιροκύτταρα ή σφαιροκύστες, και σχηματίζουν τη σάρκα μαζί με τις συνήθεις υφές.[30] Μερικές φορές αυτά τα κύτταρα σχηματίζουν συγκεντρώσεις, και η θέση και η διάταξη αυτών των συγκεντρώσεων διαφέρει ανάμεσα στα γένη.[30]

Ένα άλλο είδος κυττάρων που συνθέτουν τη σάρκα είναι οι γαλακτοφόρες υφές. Αυτές οι υφές μεταφέρουν το "γάλα" ή λάτεξ, που εγκρίνουν οι Λακτάριοι. Αντιδρούν με τις θειοαλδεΰδες, σχηματίζουν ένα πολύ καλά διακλαδωμένο σύστημα εντός της σάρκας και καταλήγουν ως ψευδοκυστίδια στο υμένιο. [30]Γενικά, μόνο οι Λακτάριοι, Λακτίφλοοι και το είδος Multifurca furcata φέρουν γαλακτοφόρες υφές[14]. Στο γένος Ρούσουλα, μερικές φορές μπορεί να παρατηρηθούν παρόμοιες υφές εντός της σάρκας, αλλά δεν είναι τόσο καλά διακλαδωμένες όπως οι αληθινά γαλακτοφόρες υφές και δεν καταλήγουν ως ψευδοκυστίδια. Αυτή η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στους Λακτάριους και στη Ρούσουλα δεν είναι τόσο ευδιάκριτη σε κάποια τροπικά είδη, τα οποία παρουσιάζουν και ενδιάμεσες δομές.[36]

Διάκριση των γενών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
center|border|180x180px|alt=Lactarius torminosus|Multifurca_sp_85586.jpg
Multifurca_sp_85586.jpg 
Τα πιλίδια με ομόκεντρους κύκλους είναι χαρακτηριστικό πολλών ειδών των Ρουσουλοειδών στα γένη Lactarius και Multifurca

Μερικά χαρακτηριστικά των γενών που σχηματίζουν μανιτάρια (σημειωμένα με * παρακάτω) ενδέχεται να είναι λιγότερο προφανή ή και να απουσιάζουν στα τροπικά είδη.[14][36] Ο διαχωρισμός ανάμεσα στον Λακτάριο (Lactarius) και τον Λακτίφλοο (Lactifluus) είναι δύσκολος εάν βασιστεί μόνο πάνω στα μορφολογικά χαρακτηριστικά. [16]Οι περισσότεροι οδηγοί αντιμετωπίζουν τα δύο γένη μαζί, κυρίως γιατί ο Λακτίφλοος δεν έχει αναγνωριστεί πλήρως σαν ξεχωριστό γένος.[33][46]

  • Boidinia: φλοιόμορφο, χαλαρή υφή, λεία επιφάνεια, με πόρους ή με λέπια, τα σπόρια είναι σφαιρικά με διάκοσμο με ακίδες ή εξογκώματα. [10][41]Σημειώνεται ότι το γένος διαθέτει είδη που αυτή τη στιγμή κατατάσσονται σε διαφορετικές οικογένειες και χρειάζεται επαναδιορισμό.[10]
  • Gloeopeniophorella: φλοιόμορφα, επιφάνεια σχεδόν λεία, υφές χωρίς σύνδεση κρίκου, κυστίδια με χοντρά τοιχία (μετουλοειδή), παρουσία γλοιοκυστυδίων, σπόρια με ρυτιδωμένο διάκοσμο.[43]
  • Lactarius: αγαρικόμορφα ή γαστερόμορφα, εκκλύουν λάτεξ*, τα πιλίδια καμιά φορά παρουσιάζουν ομόκεντρους κύκλους, ιξώδη ή κολλώδη υφή. Δεν εμφανίζουν ποτέ δακτύλιο στον στύπο. Σπανίως εμφανίζουν κύτταρα με χοντρά τοιχώματα στην επιδερμίδα του πιλιδίου και του στύπου και σφαιροκύτταρα στα ελάσματα [14][16]
  • Lactifluus: αγαρικόμορφα ή πλευρωτόμορφα, εκκλύουν λάτεξ*, τα πιλίδια δεν έχουν ποτέ ομόκεντρους κύκλους και δεν έχουν ιξώδη ή κολλώδη υφή. Μερικές φορές εμφανίζουν δακτύλιο στον στύπο. Διαθέτουν κύτταρα με χοντρά τοιχώματα στην επιδερμίδα του πιλιδίου και του στύπου. Συχνά εμφανίζουν σφαιροκύτταρα στη σάρκα των ελασμάτων. [14][16]
  • Multifurca: αγαρικόμορφα, τα πιλίδια εμφανίζουν ομόκεντρους κύκλους, οι οποίοι είναι εμφανείς και αν κοπεί κάθετα η σάρκα. Τα ελάσματα διακλαδίζονται κανονικά. Μόνο η Multifurca furcata εκλύει λάτεξ. Το αποτύπωμα των σπορίων είναι πορτοκαλί. Τα σπόρια είναι πολύ μικρού μεγέθους. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά της σάρκας και του υμένιου.[14]
  • Pseudoxenasma: φλοιόμορφα, με κηρώδη υφή. Διαθέτουν γλοιοκυστίδια με σφαιρικά προσαρτήματα στην κορυφή. Τα βασίδια αναπτύσσονται πλευρικά στις υφές (πλευροβασίδια). Τα σπόρια ποικίλλουν ανάμεσα σε ελλειψοειδή έως σχεδόν σφαιρικά, με διάκοσμο με εξογκώματα. [42]
  • Russula: αγαρικόμορφα, γαστερόμορφα ή πλευρωτόμορφα. Δεν εκκρίνουν ποτέ λάτεξ. Τα πιλίδια συχνά είναι χρωματισμένα σε έντονα χρώματα με πιο απαλά χρώματα στον στύπο και στα ελάσματα. Τα πιλίδια ποτέ δεν φέρουν ομόκεντρους κύκλους*. Το αποτύπωμα των σπορίων είναι λευκό, υπόλευκο, ώχρα ή πορτοκαλί. Δεν διαθέτουν αληθινές γαλακτοφόρες υφές*. Διαθέτουν άφθονα σφαιροκύτταρα στα ελάσματα, πιλίδιο και στύπο. [14][30]

Τα Ρουσουλοειδή σαν σύνολο έχουν παγκόσμια κατανομή, αλλά με διαφορετικά μοτίβα ανάμεσα στα γένη. Το πιο διαδεδομένο είναι το γένος της Ρούσουλας, η οποία εντοπίζεται στη Βόρεια,[47] [48]Κεντρική [49][50]και Νότια Αμερική[32][51], Ευρώπη[33], στην εύκρατη[52] [53]και τροπική Ασία[54][55], στην Αφρική[56] και στην Αυστραλασία[36][57][58]. Είναι το μοναδικό γένος των Ρουσουλοειδών, το οποίο εντοπίζεται στην ζώνη του φυτού Nothofagus της εύκρατης Νότιας Αμερικής. [59]

Ο Λακτάριος είναι κυρίως γνωστός από την βόρεια εύκρατη ζώνη, αλλά κάποια είδη απαντώνται στην τροπική Ασία και Αφρική. Ο Λακτίφλοος έχει πιο τροπική κατανομή από τον Λακτάριο, με τα περισσότερα είδη να εντοπίζονται στην τροπική Αφρική, Ασία, Νότια Αμερική και Αυστραλασία, αλλά και μερικά να εντοπίζονται και στη βόρεια εύκρατη ζώνη.[16] Η Multifurca είναι το πιο σπάνια από τα τέσσερα γένη, και έχει εντοπιστεί με μεμονωμένα δείγματα στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική, Ασία και Αυστραλασία.[14] [60]

Τα είδη του Λακτάριου, του Λάκτιφλοου και της Ράσουλας έχουν επανειλημμένα εισαχθεί με δέντρα εκτός της γηγενής τους περιοχής: Ένα άρθρο περιήγησης αναφέρει τις εισαστάσεις στην Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τα Νησιά των Φαρό, τη Νότια Αφρική, την Κίνα, την Ταϊλάνδη και τη Νέα Ζηλανδία.[61]

Μεταξύ των φλοιόμορφων γενών, το Ψευδοξένασμα (Pseudoxenasma) είναι γνωστό μόνο στην Ευρώπη[62]. Σε αντίθεση, τα είδη της Boidinia έχουν βρεθεί σε Ευρώπη[63], Ταϊβάν[64] και Ιαπωνία[41]. Τα είδη της Γλοιοπενιοφορέλας (Gloeopeniophorella) έχουν βρεθεί σε Βόρεια Αμερική[65], Νότια Αμερική[43][66], Ευρώπη[67], Δυτική Αφρική[66], Ταϊβάν[64], Αυστραλία[43] και Νέα Ζηλανδία[43].

Εκτομυκορριζική συμβίωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
[[Evening_shadows_on_tundra.jpg|center|border|180x180px|alt=Αρκτική τούνδρα, Καναδάς|Flickr_-_ggallice_-_Miombo_woodland.jpg]]
Flickr_-_ggallice_-_Miombo_woodland.jpg 
Τα εκτομυκορριζικά Ρουσουλοειδή εντοπίζονται σε μια ευρεία ποικιλία οικότοπων, από μεγάλα υψόμετρα μέχρι τους τροπικούς.Ectomycorrhizal Russulaceae are found in a wide variety of habitats ranging from high latitudes to the tropics

Τα γένη Λακτάριος, Λακτίφλοος, Multifurca και Ρούσουλα σχηματίζουν μια εκτομυκορριζική συμβίωση με δέντρα και θάμνους, ανταλλάσσοντας θρεπτικά ιχνοστοιχεία για σάκχαρα από τη φωτοσύνθεση. Αποτελούν μία από τις πολλές γενεαλογίες μυκήτων που εξελίξει έναν τέτοιο τρόπο ζωής και καμιά φορά αποκαλούνται "κλάδος ρούσουλας -λακτάριου" στην επιστημονογραφία.[68] Παγκοσμίως αποτελούν μια από τις πιο διαδεδομένες γενεαλογίες που σχηματίζουν εκτομυκόρριζες[69]. Ενώ κάποια τροπικά είδη, στην αρχή πιστευόταν ότι ήταν παρασιτικά, η παρατήρηση των ειδών που σχηματίζουν καρποσώματα πάνω σε κορμούς δέντρους στην τροπική Γουιάνα υποστηρίζει την άποψη μια αποκλειστικής συμβιωτικής γενεαλογίας.[35]

Δημιουργούνται σχέσεις με αρκετές οικογένειες φυτών. Στο Βόρειο Ημισφαίριο, τα πιο γνωστά εκτομυκορριζικά δέντρα και θάμνη ανήκουν στις οικογένειες των Betulaceae, Fagaceae, Pinaceae και Salicaceae[33][46] αλλά στα αρκτικά και αλπικά περιβάλλοντα τα Ρουσουλοειδή επίσης συσχετίζονται με το είδος Bistorta vivipara (Polygonaceae)[70], το γένος Carex (Cyperaceae)[71], και την Dryas octopetala (Rosaceae)[72], μη τυπικά εκτομυκορριζικά φυτά στις αντίστοιχες οικογένειες τους. Στους τροπικούς γνωστά φυτά που συμβιώνουν με τα Ρουσουλεοειδή συμπεριλαμβάνονται στις οικογένειες Dipterocarpaceae[55][73], Fabaceae[35][73], Nyctaginaceae[74][75], Phyllanthaceae[73], Polygonaceae (γένος Coccoloba)[75], Sarcolaenaceae[76], και το γυμνόσπερμο Gnetum gnemon[77],και στο Νότιο Ημισφαίριο στις οικογένειες Nothofagaceae[58][59][78], Myrtaceae (γένη Ευκάλυπτος[57] (Eucalyptus) και Λεπτόσπερμο[58][78] (Leptospermum)), και Rhamnaceae (Pomaderris)[79]. Μερικά από τα Ρουσουλοειδή είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένα στην εκτομυκορριζική τους συμβίωση, όπως τα είδη του Λακτάριου και της Ρούσουλας που αναπτύσσονται μόνο μαζί με τους θάμνους του γένους Cistus στην λεκάνη της Μεσογείου.[80]

Τα διαφορετικά είδη φυτών που συμβιώνουν με τα Ρουσουλοειδή αντανακλώνται στην ποικιλία των οικότοπων παγκοσμίως[30]. Τα εκτομυκορριζικά Ρουσουλοειδή παρατηρώνται στην αρκτική και αλπική τούνδρα[70], στην τάιγκα και στο αλπικό δάσος[52][81], στο βόρειο εύκρατο δάσος[33][46], σε τυρφώνες[82], μεσογειακά δάση και θάμνους (μακία)[80][83], σε δασότοπους miombo[84], σε τροπικά δάση χαμηλού υψομέτρου[85], σε τροπικά δάση βροχής, σε ξηρά τροπικά βάση σε αυστραλιανούς δασότοπους ευκαλύπτου[86] και σε νότια εύκρατα δάση[59][78][79]. Όπου εισάγονται, τυπικά μεγαλώνουν σε φυτείες με τον ξενιστή τους, πχ με πεύκο στη Νότια Αφρική[87], ευκάλυπτο στην Ταϊλάνδη[88] ή σημύδα στη Νέα Ζηλανδία[78].

Άλλα είδη μυκόρριζας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Club-shaped, crowded root-tips of a plant with its violet stem emerging in the middle
Άκρες ριζών του μυκοετεροτροφικού φυτού Monotropa uniflora , με μια μυκορριζική θήκη που σχηματίζεται από τη Russula brevipes

Ορισμένα από τα εκτομυκορριζικά Ρουσουλοειδή συμμετέχουν και σε άλλου είδους συμβιώσεις με φυτά.

Μια συμβιωτική σχέση, παρόμοια με την εκτομυκόρριζα, αλλά με κάποιες υφές να διαπερνούν τα κύτταρα της ρίζας του φυτού, καλείται αρβουτοειδής μυκόρριζα[89], και σχηματίζεται από τα Ρουσουλοειδή με τα θάμνους από τα γένη Άρβουτος [83](κουμαριά) και Αρκτοστάφυλος[90], και τα δύο στην υποοικογένεια των Αρβουτοειδών των Ερεικοειδών.[83][90]

Ορισμένα Ρουσουλοειδή συσχετίζονται με μυκο-ετεροτροφικά φυτά των υποοικογένειας των Ερεικοειδών Μονοτροποειδή, και σχηματίζουν την μονοτροποειδή μυκόρριζα[91][92]. Αυτή είναι μια παρασιτική σχέση. όπου το ετεροτροφικό φυτό λαμβάνει τον άνθρακα που χρειάζεται από τον πρωτεύονται εκτομυκορριζικό ξενιστή-φυτό του μύκητα. Αυτή η σχέση είναι πολύ εξειδικευμένη, με τα ετεροτροφικά φυτά να σχετίζονται μόνο με συγκεκριμένους μύκητες, συμπεριλαμβανομένων των Ρουσουλοειδών.[91][93]

Τα Ρουσουλοειδή αποτελούνται και από σημαντικά μέλη τα οποία σχηματίζουν μυκόρριζες ορχιδέας[94]. Η συμβίωση είναι αμοιβαία ωφέλιμη στην περίπτωση των πράσινων ορχιδέων[89], αλλά μερικώς ή πλήρως παρασιτική στην περίπτωση των μυκο-ετεροτροφικών [95] [96]ή μιξοτροφικών[97] ορχιδέων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχέσεις με τα Ρουσουλοειδή είναι πολύ εξειδικευμένες, όπως και με την μονοτροποειδή μυκόρριζα: η μεσογειακή ορχιδέα Limodorum abortivum σχηματίζει σχέσεις κυρίως με την Ρούσουλα την απογαλακτισμένη (Russula delica) και κοντινά συγγενικά είδη[97]. Στο είδος Corallorhiza maculata, διαφορετικοί γενότυποι του ίδιου είδους έχουν διακριτά συμβιωτικά είδη Ρούσουλας.[95]

Άλλα είδη αποσύνθεσης ξύλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φλοιόμορφα είδη των Boidinia, Gloeopeniophorella, και Pseudoxenasma είναι σαπροτροφικοί μύκητες που αποσυνθέτουν το ξύλο και αναπτύσσονται σε νεκρό ξύλο[10]. Οι βασικές τους θέσεις στην φυλογενετική γενεαλογία δείχνουν ότι αυτός ήταν ο βασικός τρόπος τροφής των Ρουσουλοειδών, και ότι οι μυκόρριζες εξελίκτηκαν αργότερα[10]. Η σαπροτροφική φύση αυτών των ειδών έχει αμφισβητηθεί, καθώς και άλλοι φλοιόμορφοι μύκητες έχει παρατηρηθεί ότι δημιουργούν εκτομυκόρριζες[19]. Ένας ερευνητής επανεβεβαίωσε ότι κανένα από τα φλοιόμορφα είδη της οικογένειας δεν δείχνει ενδείξεις μυκορριζικής δραστηριότητας.[13]

Υπόγεια καρποσώματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα υπόγεια καρποσώματα, εντοπίζονται στις Ρούσουλες και στους Λακτάριους, και παλαιότερα κατατάσσονταν ως ξεχωριστά γένη. Τέτοια είδη εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σε κάποια ζεστά και ξηρά μέρη, πχ στην Ισπανία[17], την Καλιφόρνια[98] και την Αυστραλία[57]. Το υπόγειο καρπόσωμα έχει ερμηνευτεί σαν μηχανισμός αντίστασης στην ξηρασία[39]. Παρόλα αυτά έχουν εντοπιστεί υπόγεια Ρουσουλοειδή και σε κρύες εύκρατες περιοχές[24][99] και στο τροπικό δάσος[26]. Το γεγονός ότι τα είδη με υπόγεια καρποσώματα στα Ρουσουλοειδή δεν ανήκουν σε εντοπισμένη γενεολογία, αλλά είναι σκόρπια στα γένη της Ρούσουλας και τους Λακτάριου υποδεικνύει ότι αυτή η μορφολογία καρποσώματος έχει εξελιχθεί παράλληλα αρκετές φορές. Πιστεύεται ότι αυτές οι αλλαγές είναι αρκετά πρόσφατες εξελικτικά.

A population of small, cream-coloured, gilled mushrooms growing on a black, old and partly degraded bigger mushroom
Η Αστεροφόρα η παρασιτική (Asterophora parasitica) αναπτύσσεται πάνω σε καρποσώματα Ρουσουλοειδών που σαπίζουν

Τα καρποσώματα των Ρουσουλοειδών υποβάλλονται σε παρασιτισμό από άλλους μύκητες. Το γένος της Αστεροφόρας (Asterophora) αναπτύσσεται πάνω σε γερασμένα καρποσώματα των ειδών της οικογένειας που σχηματίζουν μανιτάρια[46] , όπως κάνει και το είδος Dendrocollybia racemosa πάνω στη Russula crassotunicata[100]. Κάποια από είδη Λακτίφλοου ή Ρούσουλας στη Βόρεια Αμερική που κατά τα άλλα δεν θεωρείται ότι έχουν καλή γεύση, όταν προσβάλλονται από το "μανιτάρι αστακό" Hypomyces lactifluorum[46] μετατρέπονται σε εξαιρετικά εδώδιμα είδη. Τα ετεροτροφικά φυτά, συμπεριλαμβανομλενων των ορχιδέων ή των μονοτροποειδών, παρασιτούν πάνω στις εκτομυκόρριζες των Ρουσουλοειδών και τους πρωτεύοντες ξενιστές τους, όπως περιγράφεται στην πιο πάνω παράγραφο Άλλα είδη μυκόρριζας.

Απειλές και διατήρηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και με τους περισσότερους μύκητες[101], υπάρχουν λίγες πληροφορίες για το εάν υπάρχει κίνδυνος εξαφάνισης για τα είδη των Ρουσουλοειδών, και δεν αξιολογούνται στον Κόκκινο Κατάλογο της Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης[102]. Παρόλα αυτά οι εθνικές λίστες περιλαμβάνουν κάποια είδη Λακτάριου, Λακτίφλοου και Ρούσουλας, γεγονός που υποδεικνύει ότι έχουν μικρούς πληθυσμούς και βρίσκονται σε κίνδυνο, πχ στην Μεγάλη Βρετανία[103], την Ελβετία[104], την Τσεχία[105] και στη Νέα Ζηλανδία.[106]

Αν και τα δεδομένα για τα Ρουσουλοειδή είναι σπάνια, περισσότερα είναι γνωστά για τους οικότοπους στους οποίους αναπτύσσονται, κυρίως για τα εκτομυκορριζικά είδη που βασίζονται στους ξενιστές-φυτά. Κάποιοι από αυτούς τους οικότοπους αντιμετωπίζουν υποβάθμιση, όπως οι τυρφώνες[107], τα μεσογειακά δάση και θαμνότοποι[108] ή οι ξηροί δασότοποι της τροπικής Αφρικής[109]. Παρομοίως, το νεκρό ξύλο, ο οικότοπος των φλοιόμορφων Ρουσουλοειδών σπανίζει σε πολλά δάση υπό εκμετάλλευση και απαιτείται ειδική διαχείριση.[110]

Πρόσφατες μελέτες έχουν βρει ορισμένα παραδοσιακά είδη Ρουσουλοειδών να αποτελούνται από περισσότερα κρυπτικά είδη. Αυτό ίσως υπονοεί ότι η πραγματική διασπορά και μέγεθος πληθυσμού για κάθε είδος είναι μικρότερα από αυτά πιστευόταν παλαιότερα.[111]

Fruitbodies of two mushroom species, one blue and one orange, are presented on large plant leaves
Το είδος Lactarius indigo και άλλα είδη Λακτάριου προς πώληση σε αγορά της Γουατεμάλας.

Κάποια είδη Λακτάριου, Λακτίφλοου και της Ρούσουλας εκτιμώνται ως εξαιρετικά εδώδιμα μανιτάρια. Αυτό συμβαίνει με τα βόρεια εύκρατα είδη του Λακτάριου του νόστιμου (Lactarius deliciosus), του Lactifluus volemus και η Russula vesca, καθώς και άλλα είδη που ήταν δημοφιλή σε άλλα μέρη του κόσμου, πχ το είδος Lactarius indigo στο Μεξικό ή ο Λακτίφλοος ο εδώδιμος (Lactifluus edulis) στην τροπική Αφρική. [112]. Κάποια είδη όπως η Russula vesca, μπορούν να καταναλωθούν ωμά. [113]Η εύθρυπτη υφή των καρποσωμάτων της Ρούσουλας την διαφοροποιεί από άλλα μανιτάρια και δεν προτιμάται από κάποιους.[114]

Πολλά είδη έχουν καυτερή έως πολύ στυφή γεύση και μπορεί να προκαλέσουν γαστροεντερικά συμπτώματα.[115] Παρόλα αυτά, κάποια είδη καταναλώνονται σε κάποιες περιοχές, όπως πχ το είδος Lactarius torminosus στη Φινλανδία [116] ή την Ρωσία[117]. Συχνά, προβράζονται ή γίνονται τουρσί για να γίνουν εύγευστα[118], και μερικές φορές χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα, όπως για παράδειγμα η Ρούσουλα η εμετική (Russula emetica) στην Ανατολική Ευρώπη[119]. Κάποια είδη παρόλα αυτά είναι αληθινά δηλητηριώση. Το είδος της Ανατολικής Ασίας και Βόρειας Αμερικής Russula subnigricans προκαλεί ραβδομυόλυση και είναι δυνητικώς θανατηφόρα[120] και το είδος Lactarius turpis από την Ευρασία περιέχει μια μεταλλαξιογόνα ουσία.[121]

Η καλλιέργεια των εδώδιμων Ρουσουλοειδών, όπως και σε άλλους εκτομυκορριζικούς μύκητες έχει προκλήσεις, καθώς απαιτείται η παρουσία των ξενιστών - δέντρων. Παρόλη αυτή την δυσκολία, το ευρωπαϊκό είδος Λακτάριος ο νόστιμος (Lactarius deliciosus) έχει καλλιεργηθεί με επιτυχία σε "περιβόλια μανιταριών" στη Νέα Ζηλανδία.[122]

The finger of a hand are holding a light blue mushroom. On the tip of the thumb is a bright-blue colored substance somewhat resembling paint. Two fingertip-sized areas on the under surface of the mushroom have a dark blue discoloration.
Το Lactarius indigo παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό μπλε χρώμα.

Τα καρποσώματα των Ρουσουλοειδών έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας φυσικών προϊόντων, και διάφορες ομάδες οργανικών ουσιών έχουν απομονωθεί από αυτά.

Υπεύθυνες για την χαρακτηριστική μυρωδιά ή γεύση κάποιων ειδών, είναι κάποιες αρωματικές ενώσεις, πχ η σοτολόνη στο είδος Lactarius helvus με τη μυρωδιά του μοσχοσίταρου[123], ή η παρόμοια κουαμπαλακτόνη ΙΙΙ στο είδος Lactarius rubidus, η οποία προσδίδει μια μυρωδιά σιροπιού σφενδάμου στα αποξηραμένα δείγματα[124]. Έχουν απομονωθεί χρωστικές από είδη με έντονα χρώματα, πχ το (7-ισοπροπενυλο-4-μεθυλαζουλεν-1-υλ)μεθυλοστεατικό (γουιαζουλένιο) από το μπλε είδος Lactarius indigo[125] ή η ρουσουλαφλαβιδίνη και ένα παράγωγο από την κίτρινη Russula flavida[126]. Μερικά είδη Ρούσουλας περιέχουν παράγωγα χρωστικής πτεριδίνης, τα οποία καλούνται ρουσουπτεριδίνες, τα οποία δεν εντοπίζονται στους λακτάριους[127][128]. Τα σεσκιτερπένια είναι χαρακτηριστικοί δευτερεύοντες μεταβολίτες πολλών Ρουσουλοειδών, ειδικά στους λακτάριους που έχουν μελετηθεί αρκετά[129]. Πιστεύεται ότι ευθύνονται για την καυτερή γεύση σε πολλά από τα είδη, και ότι η λειτουργία τους είναι να αποτρέπουν την κατανάλωση των μανιταριών από ζώα στη φύση.[127]

Άλλοι μεταβολίτες, οι οποίοι απομονώνονται σε διαφορετικά είδη, συμπεριλαμβάνουν διβενζοναφτυριδινόνια αλκαλοειδή[127], πρενυλιωμένες φαινόλες,[127] βενζοφουράνια[127], χρωμένια[127], φυσικό λάστιχο (πολυισοπρένιο)[130], στερόλες [131]και την πολυόλη βολεμιτόλη[132]. Ανάμεσα σε τοξικές ουσίες, το είδος Lactarius turpis περιέχει το μεταλλαξιογόνο αλκαλοειδές νεκατορίνη[121] και την ένωση κυκλοπροπ-2-εν-1-καρβοξυλικό οξύ, η οποία έχει εντοπιστεί ότι είναι ο τοξικός παράγοντας στην Russula subnigricans[133]. Κάποιοι δευτερεύοντες μεταβολίτες έχουν παρουσιάσει αντιβιωτικές ιδιότητες σε εργαστηριακές δοκιμές[127]. Ένα αιθανολικό παράγωγο της Ρούσουλας της απογαλακτισμένης βρέθηκε ότι είναι αντιβακτηριακό [134] και μια λεκτίνη της Russula rosea έδειξε αντικαρκινική δράση.[135]

  1. Kirk, Paul (επιμ.). «Russulaceae». Catalogue of Life. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2025.
  2. «Russulaceae». Mycobank. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2025.
  3. 1 2 Lotsy, JP (1907). «Vorträge über botanische Stammesgeschichte». Διαλέξεις στη βοτανική φυλογενετική, Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Λέιντεν (Ιένα, Γερμανία: Gustav Fischer): 708. https://archive.org/details/vortrgeberbotan01lotsgoog.
  4. Roze, ME (1876). «"Catalogue des agaricinées observées aux environs de Paris». (Κατάλογος των αγαρικών που παρατηρούνται γύρω από το Παρίσι). Bulletin de la Société Botanique de France 23 (3): 108–115 (βλ. σελ. 110).. doi:10.1080/00378941.1876.10825634. Bibcode: 1876BSBF...23..108R. https://www.biodiversitylibrary.org/page/310526.
  5. McNeill J, Barrie FR, Buck WR, Demoulin V, επιμ. (2012). «International Code of Nomenclature for algae, fungi, and plants (Melbourne Code), adopted by the Eighteenth International Botanical Congress Melbourne, Australia, Άρθρο 18.4». Μπρατισλάβα: International Association for Plant Taxonomy.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  6. Singer, Rolf (1986). Τhe Agaricales in Modern Taxonomy (4η έκδοση). Königstein im Taunus, Γερμανία: Koeltz Scientific Books. ISBN 978-3-87429-254-2.
  7. Pegler DN, Young TW (1979). «The gasteroid Russulales». Transactions of the British Mycological Society 72 (3): 353–388. doi:10.1016/S0007-1536(79)80143-6. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59351/0072/003/0353.htm.
  8. Donk, MA (1971). Petersen, RH, επιμ. «"Progress in the study of the classification of the higher Basidiomycetes"». Evolution in the Higher Basidiomycetes (Knoxville): 3-25. ISBN 9780870491092. OCLC 139485. https://archive.org/details/evolutioninhighe0000unse.
  9. Oberwinkler, F (1977). Frey W, Hurka H, Oberwinkler F, επιμ. Das neue System der Basidiomyceten (Το νέο σύστημα βασιδιομυκήτων) Beiträge zur Biologie der niederen Pflanzen. Stuttgart; New York: Gustav Fischer Verlag. σελίδες 59–104. ISBN 978-3-437-30262-6.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  10. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 Larsson, E; Larsson, KH (2003). «Phylogenetic relationships of russuloid basidiomycetes with emphasis on aphyllophoralean taxa». Mycologia 95 (6): 1037–65. doi:10.2307/3761912. PMID 21149013. https://www.tandfonline.com/toc/umyc20/current.
  11. Hibbett, DH· Thorn, RG (2001). McLaughlin DJ, McLaughlin EG, Lemke PA, επιμ. Basidiomycota: Homobasidiomycetes. The Mycota. VIIB. Systematics and Evolution. Βερολίνο: Springer-Verlag. σελίδες 121–168. ISBN 978-3-540-58008-9.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  12. Hibbett DS, Binder M, Bischoff JF, Blackwell M, Cannon PF, Eriksson OE, et al (Μάιος 2007). «A higher-level phylogenetic classification of the Fungi». Mycological Research. 111: 509–547. doi:10.1016/j.mycres.2007.03.004. PMID 17572334. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαρτίου 2009. https://web.archive.org/web/20090326135053/http://www.clarku.edu/faculty/dhibbett/AFTOL/documents/AFTOL%20class%20mss%2023%2C%2024/AFTOL%20CLASS%20MS%20resub.pdf.
  13. 1 2 3 4 Larsson, KH (Σεπτέμβριος 2007). «Re-thinking the classification of corticioid fungi». Mycological Research 111: 1040–1063. doi:10.1016/j.mycres.2007.08.001. PMID 17981020. https://archive.org/details/sim_fungal-biology_mycological-research_2007-09_111_9/page/1040.
  14. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Buyck B, Hofstetter V, Eberhardt U, Verbeken A, Kauff F (2008). «Walking the thin line between Russula and Lactarius: The dilemma of Russula sect. Ochricompactae». Fungal Diversity 28: 15–40. https://www.fungaldiversity.org/fdp/sfdp/28-2.pdf.
  15. 1 2 Buyck B, Hofstetter V, Verbeken A, Walleyn R (2010). «Proposal to conserve Lactarius nom. cons. (Basidiomycota) with conserved type». Taxon 59: 447–453. doi:10.1002/tax.591031. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/tax.591031. Ανακτήθηκε στις 2010.
  16. 1 2 3 4 5 Verbeken A, Nuytinck J (2013). «Not every milkcap is a Lactarius». Scripta Botanica Belgica 51: 162–168. https://fungi.fr/Html/VerbekenNuytinckLactarius.pdf.
  17. 1 2 3 Calonge FD, Martín MP (2000). «Morphological and molecular data on the taxonomy of Gymnomyces, Martellia and Zelleromyces (Elasmomycetaceae, Russulales)». Mycotaxon 76: 9–15. https://digital.csic.es/bitstream/10261/93463/1/Mycotaxon_76_Calonge.pdf.
  18. Kirk, Paul (επιμ.). «Russulaceae». Catalogue of Life. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2025.
  19. 1 2 3 Miller SL, Larsson E, Larsson KH, Verbeken A, Nuytinck J (2006). «Perspectives in the new Russulales». Mycologia 98 (6): 960–70. doi:10.3852/mycologia.98.6.960. PMID 17486972.
  20. Kirk, Paul (επιμ.). «Russulaceae». Catalogue of Life. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2025.
  21. Arora D, Nguyen N (2014). «A new species of Russula, subgenus Compactae from California». North American Fungi 8 (8): 1–7. ISSN 1937-786X. http://www.pnwfungi.org/index.php/pnwfungi/article/download/1279/823.
  22. Miller S, Aime MC, Henkel TW (2013). «Russulaceae of the Pakaraima Mountains of Guyana 2. New species of Russula and Lactifluus». Mycotaxon 121 (1): 233–253. doi:10.5248/121.233. https://www.researchgate.net/publication/233922721_Russulaceae_of_the_Pakaraima_Mountains_of_Guyana_2_New_species_of_Russula_and_Lactifluus.
  23. Sá MC, Wartchow F (2013). «Lactifluus aurantiorugosus (Russulaceae), a new species from Southern Brazil». Darwiniana. Nueva Serie 1: 54–60. doi:10.14522/darwiniana.2013.11.520. https://www.ojs.darwin.edu.ar/index.php/darwiniana/article/view/520.
  24. 1 2 Trierveiler-Pereira L, Smith ME, Trappe JM, Nouhra ER (2014). «Sequestrate fungi from Patagonian Nothofagus forests: Cystangium (Russulaceae, Basidiomycota)». Mycologia 107 (1): 90–103. doi:10.3852/13-302. PMID 25232070.
  25. Maba DL, Guelly AK, Yorou NS, De Kesel A, Verbeken A, Agerer R (Ιούνιος 2014). «The genus Lactarius s. str. (Basidiomycota, Russulales) in Togo (West Africa): phylogeny and a new species described». IMA Fungus 5 (1): 39-49. doi:10.5598/imafungus.2014.05.01.05. PMID 25083405. PMC 4107895. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC4107895/.
  26. 1 2 3 4 Verbeken A, Stubbe D, van de Putte K, Eberhardt U, Nuytinck J (Ιούνιος 2014). «Tales of the unexpected: angiocarpous representatives of the Russulaceae in tropical South East Asia». Persoonia 32 (1): 13–24.. doi:10.3767/003158514X679119. PMID 25264381. PMC 4150074. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC4150074/.
  27. Van de Putte K, Nuytinck J, Stubbe D, Le HT, Verbeken A (2010). «Lactarius volemus sensu lato (Russulales) from northern Thailand: Morphological and phylogenetic species concepts explored». Fungal Diversity 45 (1): 99-130. doi:10.1007/s13225-010-0070-0.
  28. De Crop E, Nuytinck J, Van de Putte K, Lecomte M, Eberhardt U, Verbeken A (2014). «Lactifluus piperatus (Russulales, Basidiomycota) and allied species in Western Europe and a preliminary overview of the group worldwide». Mycological Progress 13 (3): 493–511. doi:10.1007/s11557-013-0931-5. Bibcode: 2014MycPr..13..493D.
  29. «Contrasting evolutionary patterns in two sister genera of macrofungi: Lactarius and Lactifluus». Universiteit Gent Department of Biology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014.
  30. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 «1. Characteristics of the russuloid fungi». Russulales News. Museo Tridentino di Scienze Naturali. 27 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2025.
  31. Heim, R (1938). «Diagnoses latines d'espèces et variétés nouvelles de Lactario-russulés du domaine oriental de Madagascar [Λατινικές διαγνώσεις για νέα είδη και ποικιλίες των Λακταριο-Ρούσουλων από το ανατολικό μέρος της Μαδαγασκάρης ]» (στα Λατινικά και Γαλλικά). Candollea 7: 374–393.
  32. 1 2 Singer R, Aurajuo I, Ivory MH (1983). «The ectotrophically mycorrhizal fungi of the neotropical lowlands, especially central Amazonia». Beihefte zur Nova Hedwigia: 1–352.
  33. 1 2 3 4 5 6 7 8 Courtecuisse, R· Duhem, B (2013). Champignons de France et d'Europe [Μανιτάρια της Γαλλίας και της Ευρώπης]. Guide Delachaux (στα Γαλλικά). Παρίσι: Delachaux & Niestlé. ISBN 978-2-603-02038-8.
  34. Buyck B, Verbeken A (1995). «Studies in tropical African Lactarius species, 2: Lactarius chromospermus Pegler». Mycotaxon 56: 427–442. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59575/0056/0427.htm.
  35. 1 2 3 4 Henkel T, Aime MC, Miller SL (2000). «Systematics of pleurotoid Russulaceae from Guyana and Japan, with notes on their ectomycorrhizal status». Mycologia 92 (6): 1119–1132. doi:10.2307/3761479.
  36. 1 2 3 4 Buyck B, Horak E (1999). «New taxa of pleurotoid Russulaceae». Mycologia 91 (3): 532–537. doi:10.2307/3761355. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59350/0091/003/0532.htm.
  37. Wang XH, Stubbe D, Verbeken A (2012). «Lactifluus parvigerardii sp. nov., a new link towards the pleurotoid habit in Lactifluus subgen. Gerardii (Russulaceae, Russulales)». Cryptogamie, Mycologie 332 (2): 181–190. doi:10.7872/crym.v33.iss2.2012.181.
  38. Morozova OV, Popov ES, Kovalenko AE (2013). «"Studies on mycobiota of Vietnam. II. Two new species of Lactifluus (Russulaceae) with pleurotoid basidiomata». Mikologia I Fitopatologia 47 (2): 92-102. https://www.researchgate.net/publication/241688463_Studies_on_Mycobiota_of_Vietnam_II_Two_new_species_of_Lactifluus_Russulaceae_with_pleurotoid_basidiomata.
  39. 1 2 3 4 Thiers, HD (1984). «The secotioid syndrome». Mycologia 76: 1-8. doi:10.2307/3792830. https://www.mykoweb.com/systematics/literature/The%20Secotioid%20Syndrome.pdf.
  40. 1 2 Desjardin, DE (2003). «A unique ballistosporic hypogeous sequestrate Lactarius from California». Mycologia 95 (1): 148–155. doi:10.2307/3761974. PMID 21156601.
  41. 1 2 3 Maekawa, N (1994). «Taxonomic study of Japanese Corticiaceae (Aphyllophoraceae) II». Report of the Tottori Mycological Institute 32: 1–123.
  42. 1 2 Hjortstam K, Larsson KH (1976). «Pseudoxenasma, a new genus of Corticiaceae (Basidiomycetes)». Mycotaxon 4 (1): 307–311. doi:10.5962/p.417741.
  43. 1 2 3 4 5 Hjortstam K, Ryvarden L (2007). «Studies in corticioid fungi from Venezuela III (Basidiomycotina, Aphyllophorales)». Synopsis Fungorum 23: 56–107. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2016. https://web.archive.org/web/20160203183415/http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/index.htm.
  44. Cannon, PF· Kirk, PM (2017). Fungal Families of the World. Wallingford, UK: CAB International. σελίδες 317–318. ISBN 978-0-85199-827-5.
  45. Ammirati JF, Traquair JA, Horgen PA, JF· Traquair JA, JA (1985). Poisonous Mushrooms of Canada: Including other Inedible Fungi. Οντάριο: Fitzhenry & Whiteside in cooperation with Agriculture Canada and the Canadian Government Publishing Centre, Supply and Services Canada. σελ. 57. ISBN 978-0-88902-977-4.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  46. 1 2 3 4 5 Bessette, AE· Bessette, AR (1996). Mushrooms of Northeastern North America. Syracuse, New York: Syracuse University Press. ISBN 978-0-8156-0388-7.
  47. Earle, FS (1902). «A key to the North American species of Russula – I». Torreya 2 (7): 101–103.
  48. Earle, FS (1902). «A key to the North American species of Russula – II». Torreya 2 (8): 117–119.
  49. Gómez-Pignataro LD, Alfaro RM (1996). «Basidiomicetes de Costa Rica. De Russulae novae» (στα Ισπανικά και Αγγλικά). Revista de Biología Tropical 44 (4): 25–37. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Απριλίου 2016. https://web.archive.org/web/20160428155759/http://www.sidalc.net/cgi-bin/wxis.exe/?IsisScript=OET.xis&method=post&formato=2&cantidad=1&expresion=mfn=013657.
  50. Buyck B, Ovrebo CL (2002). «New and interesting Russula species from Panama». Mycologia 94 (5): 888–901. doi:10.2307/3761704. PMID 21156563. https://www.tandfonline.com/toc/umyc20/current.
  51. Sá MC, Baseia IG, Wartchow F (2013). «Checklist of Russulaceae from Brazil». Mycotaxon: 125: 303. https://www.mycotaxon.com/resources/checklists/Sa-v125-checklist.pdf.
  52. 1 2 Guo J, Karunarathna SC, Mortimer PE, Xu J, Hyde KD (2014). «Phylogenetic diversity of Russula from Xiaozhongdian, Yunnan, China, inferred from Internal Transcribed Spacer sequence data». Chiang Mai Journal of Science 41 (4): 811-821.
  53. Gorbunova, IA (2014). «Biota of agaricoid and gasteriod basidiomycetes of dryad tundras of the Altai-Sayan mountain area (Southern Siberia)». Contemporary Problems of Ecology 7 (1): 39–44. doi:10.1134/S1995425514010065. Bibcode: 2014CPrEc...7...39G.
  54. Lee LS, Alexander IJ, Watling R (1997). «Ectomycorrhizas and putative ectomycorrhizal fungi of Shorea leprosula Miq. (Dipterocarpaceae)». Mycorrhiza 7 (2): 63–81. doi:10.1007/s005720050165. Bibcode: 1997Mycor...7...63L.
  55. 1 2 Natarajan KN, Senthilarasu G, Kumaresan V, Rivière T (2005). «Diversity in ectomycorrhizal fungi of a dipterocarp forest in Western Ghats». Current Science 88 (12): 1893–1895. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. https://web.archive.org/web/20160304074542/http://www.iisc.ernet.in/currsci/jun252005/1893.pdf. Ανακτήθηκε στις https://web.archive.org/web/20160304074542/http://www.iisc.ernet.in/currsci/jun252005/1893.pdf.
  56. Verbeken A, Buyck B (2002). Watling R, Frankland JC, Ainsworth AM, Isaac S, Robinson CH, επιμ. «Diversity and ecology of tropical ectomycorrhizal fungi in Africa». Tropical Mycology: Macromycetes (Wallingford, UK: CAB International): 11-21. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014. https://web.archive.org/web/20141006165405/http://fmedicine.ajums.ac.ir/_fmedicine/documents/Tropical%20mycology%20volume%201,%20macromycetes_20130417_083537.pdf#page=26.
  57. 1 2 3 Bougher, NL (1996). Brundett M, Dell B, Malajczuk N, Mingqin G, επιμ. «Diversity of ectomycorrhizal fungi associated with eucalypts in Australia». Mycorrhizas for plantation forestry in Asia (ACIAR Proceedings): 8–15. ISBN 978-1-86320-167-4.
  58. 1 2 3 McNabb, RF (1973). «Russulaceae of New Zealand 2. Russula Pers. ex S. F. Gray». New Zealand Journal of Botany 11 (4): 673–730.. doi:10.1080/0028825X.1973.10430308. Bibcode: 1973NZJB...11..673M. https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/0028825X.1973.10430308.
  59. 1 2 3 Singer, Rolf (1953). «Four years of mycological work in southern South America». Mycologia 45 (6): 865–891. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59350/0045/006/0865.htm.
  60. Lebel T, Dunk CW, May TW (2013). «Rediscovery of Multifurca stenophylla (Berk.) T.Lebel, C.W.Dunk & T.W.May comb. nov. (Russulaceae) from Australia». Mycological Progress 12 (3): 497–504. doi:10.1007/s11557-012-0856-4. Bibcode: 2013MycPr..12..497L.
  61. Vellinga EC, Wolfe BE, Pringle A (2009). «Global patterns of ectomycorrhizal introductions». The New Phytologist 181 (4): 960–73. doi:10.1111/j.1469-8137.2008.02728.x. PMID 19170899. Bibcode: 2009NewPh.181..960V. https://nph.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1469-8137.2008.02728.x.
  62. «Pseudoxenasma verrucisporum K.H.Larss. & Hjortstam». GBIF | Global Biodiversity Information Facility. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2025.
  63. Bernicchia A, Gorjón SP, Α· Gorjón, SP (2010). Corticiaceae s.l. Fungi Europaei. 12. Alassio, Italy: Edizioni Candusso. ISBN 978-88-901057-9-1.
  64. 1 2 Wu, SH (1996). «Studies on Gloeocystidiellum sensu lato (Basidiomycotina) in Taiwan». Mycotaxon 58: 1-68. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59575/0058/0001.htm.
  65. Ginns J, Freeman GW (1994). «The Gloeocystidiellaceae (Basidiomycota, Hericiales) of North America». Bibliotheca Mycologica 157: 1-118.
  66. 1 2 Boidin J, Lanquetin P, Gilles G (1997). «Le genre Gloeocystidiellum sensu lato (Basidiomycotina)» (στα Γαλλικά). Bulletin de la Société Mycologique de France 113 (1): 1–80.
  67. Eriksson, J· Ryvarden, L (1975). The Corticiaceae of North Europe. 3. Όσλο: Fungiflora.
  68. «EcM genera and lineages». Unified system for the DNA based fungal species linked to the classification. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2014.
  69. Tedersoo L, Nara K (Ιανουάριος 2010). «General latitudinal gradient of biodiversity is reversed in ectomycorrhizal fungi». The New Phytologist 185 (2): 351–4. doi:10.1111/j.1469-8137.2009.03134.x. PMID 20088976. Bibcode: 2010NewPh.185..351T. https://nph.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1469-8137.2009.03134.x.
  70. 1 2 Gardes, A; Dahlberg, A (1996). «Mycorrhizal diversity in arctic and alpine tundra: An open question». New Phytologist 133 (1): 147-157. doi:10.1111/j.1469-8137.1996.tb04350.x. Bibcode: 1996NewPh.133..147G. https://nph.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1469-8137.1996.tb04350.x.
  71. Gao Q, Q; Yang, ZL (Απρίλιος 2010). «Ectomycorrhizal fungi associated with two species of Kobresia in an alpine meadow in the eastern Himalaya». Mycorrhiza 20 (4): 281-287. doi:10.1007/s00572-009-0287-5. PMID 20012655. Bibcode: 2010Mycor..20..281G.
  72. Harrington TJ, Mitchell DT (2002). Characterization of Dryas octopetala ectomycorrhizas from limestone karst vegetation, western Ireland. 80, σελ. 970-982. doi:10.1139/b02-082. Bibcode: 2002CaJB...80..970H.
  73. 1 2 3 Bâ, Α· Duponnois, R (2011). Les champignons ectomycorhiziens des arbres forestiers en Afrique de l'Ouest [Οι εκτομυκορριζικοί μύκητες σε δέντρα της Δυτικής Αφρικής]. Μασσαλία: Institut de recherche pour le développement (IRD). σελίδες 88–140. ISBN 978-2-7099-1684-4.
  74. Haug I, Weiss M, Homeier J, Oberwinkler F, Kottke I (Μάρτιος 2005). «Russulaceae and Thelephoraceae form ectomycorrhizas with members of the Nyctaginaceae (Caryophyllales) in the tropical mountain rain forest of southern Ecuador». The New Phytologist 165 (3): 923-936. doi:10.1111/j.1469-8137.2004.01284.x.. PMID 15720703. Bibcode: 2005NewPh.165..923H. https://nph.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1469-8137.2004.01284.x.
  75. 1 2 Tedersoo L, Sadam A, Zambrano M, Valencia R, Bahram M (Απρίλιος 2010). «Low diversity and high host preference of ectomycorrhizal fungi in Western Amazonia, a neotropical biodiversity hotspot». The ISME Journal 4 (4): 465-471. doi:10.1038/ismej.2009.131. PMID 19956273. Bibcode: 2010ISMEJ...4..465T. https://academic.oup.com/ismej/article/4/4/465/7588015?login=false.
  76. Ducousso M, Ramanankierana H, Duponnois R, Rabévohitra R, Randrihasipara L, Vincelette M, Dreyfus B, Prin Y (2008). «Mycorrhizal status of native trees and shrubs from eastern Madagascar littoral forests with special emphasis on one new ectomycorrhizal endemic family, the Asteropeiaceae». The New Phytologist 178 (2): 233-238. doi:10.1111/j.1469-8137.2008.02389.x. PMID 18371004. Bibcode: 2008NewPh.178..233D.
  77. Tedersoo L, Põlme S (Νοέμβριος 2012). «Infrageneric variation in partner specificity: multiple ectomycorrhizal symbionts associate with Gnetum gnemon (Gnetophyta) in Papua New Guinea». Mycorrhiza 22 (8): 663–668. doi:10.1007/s00572-012-0458-7. PMID 22892664. Bibcode: 2012Mycor..22..663T.
  78. 1 2 3 4 McNabb, RF (1971). «The Russulaceae of New Zealand 1. Lactarius DC ex S. F. Gray». New Zealand Journal of Botany. 9 (1): 46-66. doi:10.1080/0028825X.1971.10430170. Bibcode: 1971NZJB....9...46M. https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/0028825X.1971.10430170.
  79. 1 2 Tedersoo L, Jairus T, Horton BM, Abarenkov K, Suvi T, Saar I, Kõljalg U (2008). «Strong host preference of ectomycorrhizal fungi in a Tasmanian wet sclerophyll forest as revealed by DNA barcoding and taxon-specific primers». The New Phytologist 180 (2): 479–490. doi:10.1111/j.1469-8137.2008.02561.x. PMID 18631297. Bibcode: 2008NewPh.180..479T.
  80. 1 2 Comandini O, Contu M, Rinaldi AC (Σεπτέμβριος 2006). «An overview of Cistus ectomycorrhizal fungi». Mycorrhiza 16 (6): 381–395. doi:10.1007/s00572-006-0047-8. PMID 16896800. Bibcode: 2006Mycor..16..381C. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. https://web.archive.org/web/20160304073409/http://mycorrhiza.ag.utk.edu/reviews/rev_coman1.pdf.
  81. Toljander JF, Eberhardt U, Toljander YK, Paul LR, Taylor A (2006). [Species composition of an ectomycorrhizal fungal community along a local nutrient gradient in a boreal forest «Species composition of an ectomycorrhizal fungal community along a local nutrient gradient in a boreal forest»]. The New Phytologist 170 (4): 873-883. doi:10.1111/j.1469-8137.2006.01718.x. PMID 16684245. Bibcode: 2006NewPh.170..873T. Species composition of an ectomycorrhizal fungal community along a local nutrient gradient in a boreal forest.
  82. Thormann MN, Rice AV (2007). «Fungi from peatlands». Fungal Diversity 24: 241-299. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 201. https://web.archive.org/web/20141214222626/http://www.cfs.nrcan.gc.ca/bookstore_pdfs/29484.pdf.
  83. 1 2 3 Richard F, Millot S, Gardes M, Selosse MA (Ιούνιος 2005). «Diversity and specificity of ectomycorrhizal fungi retrieved from an old-growth Mediterranean forest dominated by Quercus ilex». The New Phytologist 166 (3): 1011-1023. doi:10.1111/j.1469-8137.2005.01382.x. PMID 15869659. Bibcode: 2005NewPh.166.1011R. https://archive.org/details/sim_new-phytologist_2005-06_166_3/page/1010.
  84. Halling RE, Mueller GM (2002). Watling R, Frankland JC, Ainsworth AM, Isaac S, Robinson CH, επιμ. «Agarics and boletes of neotropical oakwoods». Tropical Mycology: Macromycetes. (Wallingford, UK: CAB International): 1-10. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2014. https://web.archive.org/web/20141007062317/http://fmedicine.ajums.ac.ir/_fmedicine/documents/Tropical%20mycology%20volume%201%2C%20macromycetes_20130417_083537.pdf#page=16.
  85. Phosri C, Põlme S, Taylor AF, Kõljalg U, Suwannasai N, Tedersoo L (2012). «Diversity and community composition of ectomycorrhizal fungi in a dry deciduous dipterocarp forest in Thailand». Biodiversity and Conservation 21 (9): 2287–2298. doi:10.1007/s10531-012-0250-1. Bibcode: 2012BiCon..21.2287P.
  86. Miller OK, Hilton RN (1986). «New and interesting agarics from Western Australia». Sydowia 39: 126–137. https://www.zobodat.at/pdf/Sydowia_39_0126-0137.pdf.
  87. van der Westhuizen GC, Eicker A (1987). [1987 «Some fungal symbionts of ectotrophic mycorrhizae of pines in South Africa»]. South African Forestry Journal. 143 (1): 20-24. doi:10.1080/00382167.1987.9630296. Bibcode: 1987SAfFJ.143...20V.. 1987.
  88. Chalermpongse, A (1995). «The occurrence and use of ectomycorrhizal fungi in eucalypt plantations in Thailand.». ACIAR PROCEEDINGS (Canberra: Australian Centre for International Agricultural Research.): 127-191.
  89. 1 2 Smith, SE· Read, D (2008). Mycorrhizal Symbiosis (3η έκδοση). Amsterdam, Boston: Academic Press. ISBN 978-0-12-370526-6.
  90. 1 2 Mühlmann O, Göbl F (Ιούνιος 2006). «Mycorrhiza of the host-specific Lactarius deterrimus on the roots of Picea abies and Arctostaphylos uva-ursi». Mycorrhiza 16 (4): 245-250. doi:10.1007/s00572-006-0038-9.. PMID 16496189. Bibcode: 2006Mycor..16..245M.
  91. 1 2 Cullings KW, Szaro TM, Bruns TD (1996). «Evolution of extreme specialization within a lineage of ectomycorrhizal epiparasites». Nature 379 (6560): 63-66. doi:10.1038/379063a0. Bibcode: 1996Natur.379...63C. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Δεκεμβρίου 2014. https://web.archive.org/web/20141217081431/http://nature.berkeley.edu/brunslab/papers/cullings1996.pdf.
  92. Bidartondo, ΜΙ (Αύγουστος 2005). «https://nph.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1469-8137.2005.01429.x». The New Phytologist 167 (2): 335-352. doi:10.1111/j.1469-8137.2005.01429.x.. PMID 15998389. Bibcode: 2005NewPh.167..335B. https://archive.org/details/sim_new-phytologist_2005-08_167_2/page/334.
  93. Yang S, Pfister DH (2006). Monotropa uniflora plants of eastern Massachusetts form mycorrhizae with a diversity of russulacean fungi. 98, σελ. 535-540. doi:10.3852/mycologia.98.4.535. PMID 17139846.
  94. Dearnaley, JD (Σεπτέμβριος 2007). «"Further advances in orchid mycorrhizal research"». Mycorrhiza 17 (6): 475–486. doi:10.1007/s00572-007-0138-1. PMID 17582535. Bibcode: 2007Mycor..17..475D. http://eprints.usq.edu.au/3157/1/Dearnaley_Further_advances_in_orchid_mycorrhizal_research.pdf.
  95. 1 2 Taylor DL, Bruns TD, Hodges SA (Ιανουάριος 2004). «Evidence for mycorrhizal races in a cheating orchid». Proceedings. Biological Sciences 271 (1534): 35–43. doi:10.1098/rspb.2003.2557. PMID 15002769. PMC 1691555. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC1691555/.
  96. Roy M, Watthana S, Stier A, Richard F, Vessabutr S, Selosse MA (Αύγουστος 2009). «Two mycoheterotrophic orchids from Thailand tropical dipterocarpacean forests associate with a broad diversity of ectomycorrhizal fungi». BMC Biology 7 (1): 51. doi:10.1186/1741-7007-7-51. PMID 19682351.
  97. 1 2 Girlanda M, Selosse MA, Cafasso D, Brilli F, Delfine S, Fabbian R, Ghignone S, Pinelli P, Segreto R, Loreto F, Cozzolino S, Perotto S (Φεβρουάριος 2006). «Inefficient photosynthesis in the Mediterranean orchid Limodorum abortivum is mirrored by specific association to ectomycorrhizal Russulaceae». Molecular Ecology 15 (2): 491–504. doi:10.1111/j.1365-294x.2005.02770.x. PMID 16448415. Bibcode: 2006MolEc..15..491G. https://www.researchgate.net/publication/7326397_Inefficient_photosynthesis_in_the_Mediterranean_orchid_Limodorum_abortivum_is_mirrored_by_specific_association_to_ectomycorrhizal_Russulaceae.
  98. Smith ME, Trappe JM, Rizzo DM, Miller SL (Μάιος 2006). «Gymnomyces xerophilus sp. nov. (sequestrate Russulaceae), an ectomycorrhizal associate of Quercus in California». Mycological Research. 110 (5): 575-582. doi:10.1016/j.mycres.2006.03.001. PMID 16769510. https://archive.org/details/sim_fungal-biology_mycological-research_2006-05_110_5/page/574.
  99. Nuytinck J, Verbeken A, Delarue S, Walleyn R (2003). «Systematics of European sequestrate lactarioid Russulaceae with spiny spore ornamentation». Belgian Journal of Botany 136 (2): 145-153.
  100. Machniki N, Wright LL, Allen A, Robertson CP, Meyer C, Birkebak JM, Ammirati JF (2006). «Russula crassotunicata identified as a host for Dendrocollybia racemosa». Pacific Northwest Fungi 1 (9): 1-7. doi:10.2509/pnwf.2006.001.009. http://openjournals.wsu.edu/index.php/pnwfungi/article/download/1024/665.
  101. International Union for Conservation of Nature (IUCN). «The Global Fungal Red List». Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2025.
  102. «The IUCN Red List». Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2025.
  103. Evans S, Henrici A, Ing B (2006). Red Data List of Threatened British Fungi. British Mycological Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 2014. https://web.archive.org/web/20141214225719/http://www.britmycolsoc.org.uk/files/2013/3537/5755/RDL_of_Threatened_British_Fungi.pdf.
  104. Senn-Irlet B, Bieri G, Egli S (2007). Rote Liste der gefährdeten Grosspilze der Schweiz [Κόκκινη Λίστα των Μακρομυκήτων σε κίνδυνο της Ελβετίας]. Bern; Birmensdorf: Bundesamt für Umwelt & WSL. https://www.bafu.admin.ch/bafu/de/home/dokumentation/publikationen.html.
  105. Holec J, Beran M (2006). «"Red list of fungi (macromycetes) of the Czech Republic"» (στα Τσέχικα και Αγγλικά). Příroda 24: 1-282. ISSN 1211-3603. http://www.eccf.eu/Czech07.pdf.
  106. «"Nationally Critical: Rare and endangered fungi"». Landcare Research.. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2013. https://web.archive.org/web/20130217222500/http://www.landcareresearch.co.nz/science/plants-animals-fungi/fungi/rare-and-endangered-fungi/nationally-critical.
  107. Parkyn L, Stoneman RE, Ingram HA, επιμ. (1997). «Conserving peatlands». CAB International. (Wallingford, UK). ISBN 978-0-85198-998-3. https://archive.org/details/conservingpeatla0000unse.
  108. Médail F, Quézel P (1999). «Biodiversity Hotspots in the Mediterranean Basin: Setting global conservation priorities». Conservation Biology 13 (6): 1510–1513. doi:10.1046/j.1523-1739.1999.98467.x. Bibcode: 1999ConBi..13.1510M. https://archive.org/details/sim_conservation-biology_1999-12_13_6/page/1510.
  109. Sjumpangani S, Chirwa PW, Akinnifesi FK, Sileshi G, Ajayi O (2009). «The miombo woodlands at the cross roads: Potential threats, sustainable livelihoods, policy gaps and challenges». Natural Resources Forum 33 (2): 150–159. doi:10.1111/j.1477-8947.2009.01218.x. Bibcode: 2009NRF....33..150S.
  110. Jonsson BG, Kruys N, Ranius T (2005). «"Ecology of species living on dead wood – Lessons for dead wood management"». Silva Fennica 39 (2): 289–309. doi:10.14214/sf.390. https://www.silvafennica.fi/article/390.
  111. Bickford D, Lohman DJ, Sodhi NS, Ng PK, Meier R, Winker K, Ingram KK, Das I (Μάρτιος 2007). «"Cryptic species as a window on diversity and conservation"». Trends in Ecology & Evolution 22 (3): 148-155. doi:10.1016/j.tree.2006.11.004. PMID 17129636. Bibcode: 2007TEcoE..22..148B. https://ir.unimas.my/id/eprint/3324/1/Cryptic%20species%20as%20a%20window%20on%20diversity%20and%20conservation.pdf.
  112. Museo delle scienze (27 Δεκεμβρίου 2010). «5. Edibility and toxicity of Russulales». Russulales News.
  113. Zeitlmayr, L (1976). Wild Mushrooms: An Illustrated Handbook. Λονδίνο: Transatlantic Arts. σελ. 44. ISBN 978-0-584-10324-3.
  114. Arora, David (1986). Mushrooms Demystified: A Comprehensive Guide to the Fleshy Fungi. Berkeley, California: Ten Speed Press. σελ. 84. ISBN 978-0-89815-169-5.
  115. Miller, HR· Miller HR, OK Jr (2006). North American Mushrooms: A Field Guide to Edible and Inedible Fung. Guilford, Connecticut: Falcon Guides. σελ. 73. ISBN 978-0-7627-3109-1.
  116. Veteläinen M, Huldén M, Pehu T (2008). «State of plant genetic resources for food and agriculture in Finland. Second Finnish National Report». Country Report on the State of Plant Genetic Resources for Food and Agriculture (Sastamala, Finland: Ministry of Agriculture and Forestry): σελ.14. https://www.fao.org/4/i1500e/Finland.pdf.
  117. Molokhovets, Ε (1992). Classic Russian Cooking. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. σελ. 95. ISBN 978-0-253-21210-8.
  118. Roberts, P· Evans, S (2014). The Book of Fungi: A Life-Size Guide to Six Hundred Species from around the World. Chicago: University of Chicago Press. σελ. 595. ISBN 978-0-226-17719-9.
  119. Rogers, R (2006). The Fungal Pharmacy: Medicinal Mushrooms of Western Canada. Edmonton, Alberta: Prairie Deva Press. σελ. 178. ISBN 978-0-9781358-1-2.
  120. Chen Z, Zhang P, Zhang Z (2014). «Investigation and analysis of 102 mushroom poisoning cases in Southern China from 1994 to 2012». Fungal Diversity 64 (1): 123–131. doi:10.1007/s13225-013-0260-7.
  121. 1 2 Suortti T, von Wright A, Koskinen A (1983). «Necatorin, a highly mutagenic compound from Lactarius necator». Phytochemistry 22 (12): 2873–2874. doi:10.1016/S0031-9422(00)97723-9. Bibcode: 1983PChem..22.2873S.
  122. Guerin-Laguette A, Cummings N, Butler RC, Willows A, Hesom-Williams N, Li S, Wang Y (Οκτώβριος 2014). «Lactarius deliciosus and Pinus radiata in New Zealand: towards the development of innovative gourmet mushroom orchards». Mycorrhiza 24 (7): 511–523. doi:10.1007/s00572-014-0570-y. PMID 24676792. Bibcode: 2014Mycor..24..511G.
  123. Rapior S, Fons F, Bessière JM (2000). «The fenugreek odor of Lactarius helvus». Mycologia 92 (2): 305–308. doi:10.2307/3761565. http://www.cybertruffle.org.uk/cyberliber/59350/0092/002/0305.htm.
  124. Wood WF, Brandes JA, Foy BD, Morgan CG, Mann TD, DeShazer DA (2012). «The maple syrup odour of the "candy cap" mushroom, Lactarius fragilis var. rubidus». Biochemical Systematics and Ecology 43: 51–53. doi:10.1016/j.bse.2012.02.027. Bibcode: 2012BioSE..43...51W.
  125. Harmon AD, Weisgraber KH, Weiss U (1979). «Preformed azulene pigments of Lactarius indigo (Schw.) Fries (Russulaceae, Basidiomycetes)». Cellular and Molecular Life Sciences 36 (1): 54-56. doi:10.1007/BF02003967.
  126. Fröde R, Bröckelmann M, Steffan B, Steglich W, Marumoto R (1995). «A novel type of triterpenoid quinone methide pigment from the toadstool Russula flavida (Agaricales)». Tetrahedron 51 (9): 2553–2560. doi:10.1016/0040-4020(95)00012-W.
  127. 1 2 3 4 5 6 7 Vitari, G· Vita-Finzi, P (1995). Sesquiterpenes and other secondary metabolites of genus Lactarius (Basidiomycetes): Chemistry and biological activity. 17. Studies in Natural Products Chemistry, Elsevier Science. σελίδες 153–206. ISBN 978-0-08-054198-3.
  128. Gry, J· Andersson, C (2014). Mushrooms Traded as Food. Vol II sec. 2. Copenhagen: Nordic Council of Ministers. σελ. 236. ISBN 978-92-893-2705-3.
  129. Kobata K, Kano S, Shibata H (1995). «New lactarane sesquiterpenoid from the fungus Russula emetica». Bioscience, Biotechnology, and Biochemistry 59 (2): 316–318. doi:10.1271/bbb.59.316. https://academic.oup.com/bbb/article-abstract/59/2/316/5951296?redirectedFrom=fulltext&login=false.
  130. Tanaka Y, Kawahara S, Eng AH, Takei A, Ohya N (1994). «Structure of cis-polyisoprene from Lactarius mushrooms». Acta Biochimica Polonica 41 (3): 303-309. doi:10.18388/abp.1994_4719. PMID 7856401.
  131. Yue JM, Chen SN, Lin ZW, Sun HD (Απρίλιος 2001). «"Sterols from the fungus Lactarium volemus"». Sterols from the fungus Lactarium volemus". Phytochemistry 56 (8): 801-806. doi:10.1016/S0031-9422(00)00490-8. PMID 11324907. Bibcode: 2001PChem..56..801Y.
  132. Bourquelot, Ε (1889). «Sur la volémite, nouvelle matière sucrée [Για το βολεμίτη, μια νέα γλυκαντική ύλη]» (στα Γαλλικά). Journal de Pharmacie et de Chimie 2: 385–390.
  133. Matsuura M, Saikawa Y, Inui K, Nakae K, Igarashi M, Hashimoto K, Nakata M (Ιούλιος 2009). «Identification of the toxic trigger in mushroom poisoning». Nature Chemical Biology 5 (7): 465–47.. doi:10.1038/nchembio.179. PMID 19465932.
  134. Yaltirak T, Aslim B, Ozturk S, Alli H (Αύγουστος 2009). «Antimicrobial and antioxidant activities of Russula delica Fr». Food and Chemical Toxicology 47: 2052–2056. doi:10.1016/j.fct.2009.05.029. PMID 19481130.
  135. Zhang G, Sun J, Wang H, Ng TB (Αύγουστος 2010). «First isolation and characterization of a novel lectin with potent antitumor activity from a Russula mushroom». Phytomedicine 17 (10): 775–781. doi:10.1016/j.phymed.2010.02.001. PMID 20378319.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]