Ρουμπίνι
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ρουμπίνι σε ασβεστίτη. Προέλευση: Μιανμάρ | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Οξείδια |
Χημικός τύπος | Al2O3 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4 - 4,1 gr/cm3 |
Χρώμα | Αποχρώσεις του Κόκκινου |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Τριγωνικό |
Κρύσταλλοι | Πρισματικοί, σε μορφή πυραμίδας ή βαρελιού, τραχείς, συχνά στρογγυλευμένοι. Σπανιότερα ρομβοειδείς ή επίπεδοι τραπεζοειδείς. |
Υφή | Συσσωματώματα συμπαγή ή κοκκώδη |
Διδυμία | Συνήθης {1011} ελασματοειδής. Σπανιότερα διεισδύσεως. |
Σκληρότητα | 9 |
Σχισμός | {0001} αποχωρισμός, ενίοτε τέλειος, διακοπτόμενος |
Θραύση | Ανώμαλη έως κογχοειδής |
Λάμψη | Αδαμαντώδης ή υαλώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Ναι, ποικίλος αλλά ασθενέστατος |
Διαφάνεια | Διαφανές |
Παραλλαγές | Κορούνδιο, Ζαφείρι, Σμύριδα |
Το ρουμπίνι είναι παραλλαγή του κορουνδίου με κόκκινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στη παρουσία χρωμίου, το οποίο, ανάλογα της περιεκτικότητας του, εμφανίζεται σε διάφορους τόνους. Όλα τα άλλου χρώματος κορούνδια είναι γνωστά ως ζαφείρια. Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική λέξη ruber, η οποία σημαίνει κόκκινο. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία «σάπφειρος πορφυρίτης» ή «σάπφειρος πορφυρίζων». Θεωρείται ένας από τους τέσσερις πολύτιμους λίθους, μαζί με το διαμάντι, το ζαφείρι και το σμαράγδι.
Είναι πρωτογενές συστατικό συνήθως εκρηξιγενών πετρωμάτων και εμφανίζεται επίσης σε διάφορους σχιστόλιθους και μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Είναι σκληρό ορυκτό, δεδομένου ότι το κορούνδιο είναι το δεύτερο σκληρότερο ορυκτό μετά το διαμάντι (σκληρότητα 9 στην κλίμακα Mohs). Το χρώμα του, εξαιτίας του χρωμίου, είναι κόκκινο, ενώ υπάρχουν ποικιλίες με ροζ, σκούρο κόκκινο και καφέ χρώμα. Το χρώμα και η επεξεργασία του είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζει την αξία του ρουμπινιού, και το καλύτερο χρώμα θεωρείται το λεγόμενο «αίμα περιστεριού». Άλλοι παράγοντες είναι η ποιότητα, που καθορίζεται από τις εγκλείσεις. Το ρουμπίνι έχει εγκλείσματα ρουτιλίου, των οποίων η παρουσία δείχνει ότι το ρουμπίνι είναι φυσικό, όμως αν ο αριθμός αυτών των εγκλεισμάτων είναι μεγάλος αφαιρούνται.
Το ιόν του χρωμίου (Cr3+) εξαιτίας της διαρρύθμισής του στη κρυσταλλική δομή του ρουμπινιού, απορροφά το φως στην κίτρινη-πράσινη περιοχή του φάσματος, με αποτέλεσμα να έχει κόκκινο χρώμα. Όταν κίτρινο-πράσινο φως απορροφάτε από το ιόν του χρωμίου, επανεκπέμπτεται ως φωταύγεια κόκκινου χρώματος. Αυτή η φωταύγεια συνεισφέρει στο κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού που προκαλείται από την απορρόφηση των κίτρινων-πράσινων ακτίνων. Όταν η οπτική διάταξη είναι τέτοια ώστε η εκπομπή να διεγείρεται από φωτόνια 694 nm, που αντανακλώνται μπρος-πίσω σε δύο καθρέπτες, τότε η εκπομπή ενισχύεται έντονα. Αυτό το φαινόμενο χρησιμοποιήθηκε από τον Θίοντορ Μάιμαν το 1960 για την κατασκευή του πρώτου λέιζερ, το οποίο βασιζόταν στο ρουμπίνι.
Το ρουμπίνι, ένεκα της σκληρότητάς του, αλλά και της ιδιότητάς του να μην οξειδώνεται ούτε και να προσβάλλεται από οξέα, χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη ωρολογοποιία, στη συγκράτηση αξόνων στήριξης καθώς και λόγω του ειδικού βάρους του στην κατασκευή άλλων λεπτών μηχανών ακριβείας, όπως π.χ. χρονόμετρα πλοίων.
Συνθετικά ρουμπίνια παράγονται από το 1837, όταν ο Γκαουντίν σύντηξε αλουμίνα με λίγο χρώμιο σε υψηλές θερμοκρασίες. Το 1846, ο Ζαν- Ζόσεφ Έλντεμαν κατασκεύασε ζαφείρια με την σύντηξη αλουμίνας και βορικού οξέως. Συνθετικά ρουμπίνια σήμερα κατασκευάζονται με μια μέθοδο που εφευρέθηκε από τον Βερνεουίλ, ο οποίος σύντηξε BaF2 και Al2O3 μαζί με διάπυρο χρώμιο. Ο Βενρεουίλ άρχισε την εμπορική παραγωγή συνθετικών ρουμπινιών το 1903. Το συνθετικό ρουμπίνι είναι δύσκολο να εξακριβωθεί από μη-ειδικό. Ορυκτά τα οποία έχουν το ίδιο χρώμα με το ρουμπίνι είναι ο κόκκινος σπινέλιος, ο κόκκινος τουρμαλίνης, ο πυρωπός γρανάτης και το τοπάζι, που αναλογικά έχουν μικρότερη αξία ως ημιπολύτιμοι λίθοι.
Η κύρια πηγή ρουμπινιών ήταν για αιώνες η κοιλάδα Μογκόκ, στη βόρεια Μιανμάρ, αλλά σήμερα πολύ λίγα ρουμπίνια καλής ποιότητας προέρχονται από εκεί. Σήμερα, κύρια πηγή είναι η Μονκ Σχου, στη κεντρική Μιανμάρ, όπου η εξόρυξη ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 που είναι το μεγαλύτερο ορυχείο ρουμπινιών στη Γη. Άλλο ένα σημαντικό κοίτασμα ρουμπινιών είναι το Νάμγια, στη βόρεια Μιανμάρ. Άλλες χώρες στις οποίες εξορύσσονται ρουμπίνια είναι οι: Βόρεια Μακεδονία, Σρι Λάνκα, Τανζανία, Κένυα, Μαδαγασκάρη, Αφγανιστάν, Βόρεια Καρολίνα, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, Ινδία, Αυστραλία, Ναμίμπια, Βραζιλία, Πακιστάν.
Στο εμπόριο το ρουμπίνι φέρεται με την επίσημη ονομασία με προσθήκη τον τόπο προέλευσης με εξαιρέσεις το "σιβηρικόν κορούνδιον", που πρόκειται για τον κόκκινο τουρμαλίνη, και το "βραζιλιανόν κορούνδιον" που πρόκειται για το κόκκινο τοπάζιο.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ.ΚΑ΄, σελ.241.
- jewelpedia
- EM.Gems&Diamonds