Ροδονίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροδονίτης
Ροδονίτης. Προέλευση: Νέα Νότια Ουαλία, Αυστραλία. Φωτ. Rob Lavinsky
Γενικά
ΚατηγορίαΠυριτικά (Ινοπυριτικά)
Χημικός τύποςMnSiO3[1]
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα3,6 gr/cm3
ΧρώμαΡόδινο, ερυθρό ως ερυθροκάστανο, γκρι, κιτρινωπό
Σύστημα κρυστάλλωσηςΤρικλινές
ΚρύσταλλοιΑδροί με απεστρογγυλευμένα άκρα, τραπεζοειδείς ή επιμηκυσμένοι παράλληλα με τον [001], μήκους μέχρι 20 εκ.
ΥφήΣυμπαγής
ΔιδυμίαΕλασματοειδής κατά {010}
Σκληρότητα6
ΣχισμόςΤέλειος {110}, (110)
ΘραύσηΑνώμαλη έως κογχοειδής
ΛάμψηΥαλώδης, μαργαριτώδης σε σχισμογενείς επιφάνειες
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΠλεοχρωισμόςΑσθενής. Χ=κιτρινέρυθρο Υ=ροζ Ζ=Ανοικτό κιτρινέρυθρο. Διάξων
ΔιαφάνειαΗμιδιαφανής, σπανιότερα διαφανής
Παραλλαγέςπυροξμανγκίτης

Ο ροδονίτης (αγγλ. rhodonite) είναι πυριτικό ορυκτό του μαγγανίου. Οφείλει το όνομά του στην ελληνική λέξη ρόδον (τριαντάφυλλο) λόγω του ρόδινου χρώματός του[2]. Ορισμένες φορές εμφανίζεται επικαλυμμένος με μέλανα οξείδια του μαγγανίου. Εμφανίζεται μαζί με την παραλλαγή του πυροξμανγκίτη (pyroxmangite), με τον οποίο συχνά συγχέεται, διαφέροντας μόνο στον τρόπο σχηματισμού: Ο πυροξμανγκίτης είναι προϊόν ισχυρής μεταμόρφωσης υψηλών θερμοκρασιών, ωστόσο για τη διάκριση των δύο ορυκτών είναι απαραίτητη η κρυσταλλογραφική ανάλυση με ακτίνες Χ.

Σχηματίζεται από υδροθερμική μεταμόρφωση επαφής μαγγανιούχων αποθέσεων. Ορισμένες φορές απαντά και ως προϊόν ιζηματογένεσης.

Ορυκτά με τα οποία σχετίζεται είναι ο ασβεστίτης, ο βιλλεμίτης, ο φρανκλινίτης, ο τεφροϊτης, ο γρυνερίτης, ο γαληνίτης και ο μαγνητίτης. Συχνότερος όλων ο ασβεστίτης, ο οποίος μπορεί να απομακρυνθεί με τη χρήση υδροχλωρικού οξέος (ο ροδονίτης δεν προσβάλλεται από οξέα).

Λόγω της σχετικά μεγάλης σκληρότητάς του, της διαφάνειας και των όμορφων αποχρώσεων του ερυθρού που παρουσιάζει έχει συχνά χρησιμοποιηθεί στην κοσμηματοποιία. Οι διαφανείς ευμεγέθεις κρύσταλλοί του γίνονται επίσης αντικείμενο συλλογής από συλλέκτες ορυκτών.

Απαντά σε πολλές περιοχές του κόσμου. Αξιομνημόνευτες (λόγω χρώματος, διαφάνειας και μεγέθους κρυστάλλων) είναι στα Ουράλια όρη (περιοχή Γιεκατερίνμπουργκ, Ρωσία), στην περιοχή Värmland της Σουηδίας, στο Ντέβον της Αγγλίας, στη Ρουμανία, την κοιλάδα της Αόστης στην Ιταλία, στην περιοχή Broken Hill της Νέας Νότιας Ουαλίας (κρύσταλλοι που χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στην κοσμηματοποιία), την Ιαπωνία, το Νιού Τζέρσεϊ, τη Βόρεια Καρολίνα και τη Μοντάνα στις ΗΠΑ, το Minas Gerais της Βραζιλίας (επίσης ως κρύσταλλοι κατάλληλοι για την κοσμηματοποιία) και το Περού.

Στην Ελλάδα απαντά στις νήσους Άνδρο (κορυφή «Πέταλο») και Πάρο, στα μεταλλεία Κασσάνδρας (ορυχείο Ολυμπιάδας) και στο Κάτω Νευροκόπι (Νομός Δράμας).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Δίνεται και ως (Mn2+;Fe2+;Mg; Ca)SiO3
  2. Όνομα εγκεκριμένο από την ΙΜΑ