Ροδόνερο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ροδοζάχαρη)
Αργυρός ψεκαστήρας ροδόνερου (Μογγολική δυναστεία, Ινδία περίπου 1700)

Το ροδόνερο ή ροδόσταγμα (αγγλ.: rose water), είναι αρωματισμένο νερό το οποίο γίνεται από την εμβάπτιση ροδοπέταλων στο νερό. Είναι το τμήμα του βοτανικού προϊόντος απόσταξης των πετάλων[Σημ. 1] τριανταφυλλιάς, ένα υποπροϊόν της παραγωγής ελαίου τριανταφυλλιάς για χρήση ως άρωμα. Χρησιμοποιείται για να δώσει γεύση στα τρόφιμα, ως συστατικό σε ορισμένα καλλυντικά και ιατρικά παρασκευάσματα, και για θρησκευτικούς σκοπούς σε όλη την Ευρώπη και την Ασία. Η ροδοζάχαρη (αγγλ.: rose syrup) (δεν πρέπει να συγχέεται με το σιρόπι κυνόρροδου, rose-hip syrup),[Σημ. 2] κατασκευάζεται από ροδόνερο με την προσθήκη ζάχαρης.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κέικ ροδοζάχαρης.

Η καλλιέργεια διαφόρων αρωματικών ανθέων για την απόκτηση αρωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του ροδόνερου, μπορεί να χρονολογείται από την εποχή των Σασσανιδών της Περσίας.[1] Σε τοπικό επίπεδο, ήταν γνωστό ως golāb στα Μέσα Περσικά και ως ζουλάπιν (zoulápin) στα Βυζαντινά Ελληνικά.[2]

Η σύγχρονη μαζική παραγωγή του ροδόνερου, με την απόσταξη δια του ατμού, τελειοποιήθηκε από τον Πέρση χημικό Αβικέννα στον Μεσαιωνικό Ισλαμικό κόσμο, που οδήγησε σε πιο αποτελεσματικές και οικονομικές χρήσεις για τις βιομηχανίες αρωματοποιίας.[3] Αυτό έδωσε τη δυνατότητα για πιο αποτελεσματικό και επικερδές εμπόριο.

Από τους αρχαίους χρόνους, τα τριαντάφυλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για ιατρικούς λόγους, θρεπτικούς και ως πηγή αρώματος. Οι αρχαίοι Έλληνες, Ρωμαίοι και Φοίνικες, θεωρούσαν τους μεγάλους δημόσιους κήπους με τριαντάφυλλα, να είναι τόσο σημαντικούς όσο και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις όπως οι οπωρώνες και τα χωράφια με σιτάρι.[4]

Τα αρώματα τριαντάφυλλου είναι κατασκευασμένα από έλαιο τριαντάφυλλου, που ονομάζεται επίσης «ροδέλαιο», το οποίο είναι ένα μείγμα από τα πτητικά αιθέρια έλαια που λαμβάνονται από την ατμό-απόσταξη των θρυμματισμένων πετάλων από τριαντάφυλλα, μια διαδικασία που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στο Ιράν (Περσία). Το ροδόνερο είναι υποπροϊόν της διαδικασίας αυτής.[5][Σημ. 3]

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώδιμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυο ποτήρια με το μη αλκοολούχο ποτό bandung.

Το ροδόνερο έχει ένα πολύ διακριτικό άρωμα και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό στις κουζίνες της Περσίας και της Μέσης Ανατολής, ιδιαιτέρως σε γλυκά όπως μαντολάτο, χαλβαδόπιτες, φρουΐ ζελέ και μπακλαβάδες. Για παράδειγμα, το ροδόνερο χρησιμοποιείται για να δώσει σε κάποια είδη λουκουμιών την χαρακτηριστική τους γεύση.

Η Κυπριακή έκδοση του μαχαλεπί (mahallepi), χρησιμοποιεί ροδόνερο.[6] Στο Ιράν, επίσης, προστίθεται στο τσάι, παγωτό, μπισκότα καθώς και σε άλλα γλυκά σε μικρές ποσότητες και στον Αραβικό κόσμο, το Πακιστάν και την Ινδία χρησιμοποιείται για τη γεύση του γάλακτος και των γαλακτοκομικών πιάτων όπως το ρυζόγαλο. Είναι, επίσης, ένα βασικό συστατικό στη γλυκιά λάσση, ένα ποτό που φτιάχνεται από γιαούρτι, ζάχαρη και διάφορους χυμούς φρούτων και επίσης χρησιμοποιείται για την παρασκευή του jallab.[Σημ. 4] Στη Μαλαισία και Σιγκαπούρη, το γλυκό ελαφρώς χρωματισμένο νερό κόκκινου τριαντάφυλλου αναμειγνύεται με γάλα, το οποίο στη συνέχεια γίνεται ροζ για να κάνει ένα γλυκό μη οινοπνευματώδες ποτό, που ονομάζεται bandung.

Μια μικρή βιοτεχνία ροδόνερου στο Kashan του Ιράν.

Το ροδόνερο χρησιμοποιείται συχνά ως υποκατάστατο χαλάλ (halal) για το κόκκινο κρασί και άλλα αλκοολούχα ποτά στο μαγείρεμα. Η Πρέμιερ Λιγκ προσφέρει ένα μη οινοπνευματώδες ποτό με βάση το ροδόνερο, ως εναλλακτική λύση για την σαμπάνια όταν επιβραβεύονται Μουσουλμάνοι παίκτες.[7]

Η αμυγδαλόπαστα έχει από καιρό αρωματιστεί με ροδόνερο. Η αμυγδαλόπαστα προέρχεται από τη Μέση Ανατολή και έφτασε στη Δυτική Ευρώπη από το Μεσαίωνα, όπου και συνεχίζει να σερβίρεται ως μεταγευματικό σνακ.[8] Το ροδόνερο επίσης χρησιμοποιείται για την παρασκευή κυματιστών Jumbles.[Σημ. 5] Στους Αμερικανούς και Ευρωπαίους αρτοποιούς άρεσε ο αρωματισμός των με ροδόνερο, όταν τα έψηναν στο σπίτι τους, έως και τον 19ο αιώνα, όταν έγινε δημοφιλής ο αρωματισμός με τη βανίλια.

Σε μέρη της Μέσης Ανατολής, το ροδόνερο συνήθως προστίθεται στη λεμονάδα ή το γάλα.

Στην ιστορική Αγγλική κομητεία του Γιόρκσαϊρ (Yorkshire), το ροδόνερο χρησιμοποιείται από καιρό ως καρύκευμα σε ένα από τα αγαπημένα πιάτα της περιοχής· τάρτα πηγμένου γάλακτος (curd)[Σημ. 6] Γιόρκσαϊρ.

Κοσμητική και ιατρική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιθέριο Έλαιο ρόδου (Rosa Damascena), σε διαφανές γυάλινο φιαλίδιο.

Το ροδόνερο είναι συνηθισμένο συστατικό στα αρώματα. Η αλοιφή του ροδόνερου, χρησιμοποιείται περιστασιακά ως μαλακτικό και το ροδόνερο ορισμένες φορές χρησιμοποιείται στα καλλυντικά όπως τις κρύες κρέμες.

Στις μεθόδους της παραδοσιακής ιατρικής Αγιουρβέδα της Ινδία, το ροδόνερο χρησιμοποιείται ως οφθαλμικές σταγόνες, για τον καθαρισμό των οφθαλμών. Επίσης, ορισμένοι άνθρωποι στην Ινδία, χρησιμοποιούν το ροδόνερο, ως σπρέι που εφαρμόζεται απευθείας στο πρόσωπο ως φυσικό άρωμα και ενυδάτωση, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Χρησιμοποιείται επίσης, στα Ινδικά γλυκά καθώς και άλλα παρασκευάσματα διατροφής (ιδιαίτερα το gulab jamun).[Σημ. 7] Με ροδόνερο συχνά ραντίζονται για το καλωσόρισμα, στους Ινδικούς γάμους, οι επισκέπτες.

Θρησκευτικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνθος Rosa × damascena.
Τετραμερές άνθος (Ludwigia octovalvis) όπου φαίνονται τα πέταλα και τα σέπαλα.

Το ροδόνερο χρησιμοποιείται ως άρωμα σε θρησκευτικές τελετές (Μουσουλμάνων, Ινδουιστών και Ζωροαστριστών). Το νερό που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό της Κάαμπα, η Qibla για τους Μουσουλμάνους που βρίσκεται στη Μέκκα, συνδυάζει το νερό από την Πηγή Ζάμζαμ (Zamzam Well) με το ροδόνερο ως πρόσθετο. Στην Ινδική υποήπειρο, κατά τη διάρκεια των Μουσουλμανικών ταφών, συχνά σκορπίζεται ροδόνερο, πριν από την τοποθέτηση του σώματος μέσα στον τάφο. Ροδόνερο χρησιμοποιείται επίσης και σε ορισμένες τελετές των Ινδουιστών (Hindu). Τέλος, το ροδόνερο, εμφανίζεται στον Χριστιανισμό, ιδιαιτέρως στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.[9]

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάλογα με την προέλευση και το είδος της μεθόδου παρασκευής του ροδόνερου, που λαμβάνεται από τα σέπαλα (sepals)[Σημ. 8] και τα πέταλα (petals) της Rosa × damascena από το Κεντρικό Ιράν μέσω της απόσταξης με ατμό, τα ακόλουθα monoterpenoid και αλκάνια συστατικά μπόρεσαν να εντοπιστούν με τον GC-MS: ως επί το πλείστον, κιτρονελλόλη, nonadecane, γερανιόλη και φαινυλ-αιθυλική αλκοόλη και επίσης henicosane, 9-nonadecen, eicosane, λιναλόλη, οξικό κιτρονελλύλιο, μεθυλένιο, heptadecane, πενταδεκάνιο, docosane, νέρολι, disiloxane, octadecane και pentacosane. Συνήθως, η phenylethyl alcohol είναι υπεύθυνη για την χαρακτηριστική οσμή του ροδόνερου, αλλά δεν είναι πάντα παρούσα σε προϊόντα ροδόνερου.[10]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τα πέταλα (φυτολογία), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών.
  2. Hip είναι ο καρπός του τριαντάφυλλου. Πρόκειται για το καψάκιο που απομένει, αφού πέσουν τα πέταλα του άνθους.
  3. Το ροδέλαιο (ρόδον + έλαιο), διαφέρει από το ροδόσταγμα (ρόδον + σταγόνα) ή ροδόνερο (ρόδον + νερό) και το ανθόνερο (άνθος + νερό), τα οποία είναι διαυγή υγρά.
  4. Το jallab (Αραβικά: جلاب / jallāb), είναι είδος από σιρόπι φρούτων, δημοφιλές στη Μέση Ανατολή το οποίο γίνεται από χαρούπι, δαμάσκινα, μελάσσα σταφυλής και ροδόνερο.
  5. Τα Jumbles (άλλες ορθογραφίες Jambles, Jumbals, Jumbolls, Jumbolds, Jumballs) είναι μπισκοτοειδή γλυκά, κοινά στην Αγγλία και στο εξωτερικό, από τον Μεσαίωνα, τα οποία τείνουν να έχουν μια σχετικά απλή συνταγή ξηρούς καρπούς, αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, με βανίλια, γλυκάνισο ή σπόρους αγριοκύμινου που χρησιμοποιούνται για αρωματισμό. Στο παρελθόν είχαν συχνά τη μορφή δακτυλιδιών ή κυλίνδρων.
  6. Το «curd», προφέρεται: «κέρντ» και σημαίνει, πηγμένο γάλα για τυρί, δηλαδή, τυρόπηγμα), είναι ένα κάλυμμα (topping) επιδορπίου και άλειμμα, το οποίο γίνεται συνήθως με λεμόνι, μοσχολέμονο, πορτοκάλι ή βατόμουρο.[Παρ. Σημ. 1][Παρ. Σημ. 2]
  7. Το gulab jamun ή gulaab jamun, είναι ένα γλυκό mithai (γλυκό της Ν. Ασίας) στερεοποιημένου-γάλακτος-βάσης, δημοφιλές στις χώρες της Νότιας Ασίας και βρίσκεται σε τέτοιες, όπως στην Ινδική κουζίνα, κουζίνα της Σρι Λάνκα, Νεπαλική κουζίνα (γνωστό ως Lal Mohan), Πακιστανική κουζίνα και Μπαγκλαντεσιανή κουζίνα. Η λέξη «gulab» προέρχεται από τις Περσικές λέξεις gol (άνθος) και āb (νερό), αναφερόμενο στο σιρόπι με άρωμα ροδόνερου. Το «jamun» ή «jaman» είναι η Χίντι-Ουρντού λέξη για το Syzygium jambolanum, έναν Ινδικό καρπό με παρόμοιο μέγεθος και σχήμα.
  8. Το σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση (βλέπε σχετική φωτογραφία). [Παρ. Σημ. 3] [Παρ. Σημ. 4] [Παρ. Σημ. 5]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. «Cake Talk: What the terms mean». The Joy of Cooking. The Seattle Times. 29 Ιουνίου 2005. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008. 
  2. Gordon Ramsay (20 June 2007). «Lemon and Poppy Seed Scones with Homemade Lemon Curd». The Times (UK). 
  3. «Oxford dictionary». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2016. 
  4. «Collins dictionary». 
  5. Beentje, Henk (2010). The Kew Plant Glossary. Richmond, Surrey: Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 978-1-84246-422-9. , p. 106

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Mirrazavi, F. (March 25, 2013). Retrieved April 29, 2015, from http://sassanids.com/wp-content/uploads/2014/08/Perfume-and-Perfume-Manufacturing-in-Ancient-Iran.pdf
  2. Shahbazi, S. (1990). BYZANTINE-IRANIAN RELATIONS. In Encyclopædia Iranica (Vol. IV, pp. 588-599).
  3. Ahmad Y Hassan, Transfer Of Islamic Technology To The West, Part III: Technology Transfer in the Chemical Industries, History of Science and Technology in Islam.
  4. «The rose in Ancient times». Rosense.uk.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2012. 
  5. Adamson, Melitta Weiss (1 Ιανουαρίου 2004). Food in Medieval Times. σελ. 29. ISBN 9780313321474. 
  6. «Mahalebi and Rose Water». Kopiaste.org. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2012. 
  7. Gallagher, Ian (26 August 2012). «Man of the match? Here's your rosewater and pomegranate: Premier League offers non-alcoholic alternative to champagne to avoid offending Muslim players». Daily Mail. http://www.dailymail.co.uk/news/article-2193671/Man-match-Premier-League-offers-non-alcoholic-alternative-champagne-avoid-offending-Muslim-players.html. Ανακτήθηκε στις 24 October 2014. 
  8. Adamson, Melitta Weiss (1 Ιανουαρίου 2004). Food in Medieval Times. σελ. 89. ISBN 9780313321474. 
  9. «Journey through Holy Week & Pascha». Holy Apostles Greek Orthodox Church. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2016. 
  10. Loghmani-Khouzani H, Fini Sabzi O, Safari J Η (2007). “Essential Oil Composition of Rosa damascena”. Scientia Iranica 14 (4), pp 316–319. Sharif University of Technology, Research Note Αρχειοθετήθηκε 2012-03-20 στο Wayback Machine.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Rose water (έκδοση 719483182) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).