Ριχάρδος Α΄ της Κάπουα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ριχάρδος Α΄ της Κάπουα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1025 (περίπου)
Δουκάτο της Νορμανδίας
Θάνατος1078
Κάπουα
ΚατοικίαΑβέρσα
Κάπουα
Χώρα πολιτογράφησηςΔουκάτο της Νορμανδίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςOld Norman
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςFredesenda de Hauteville[1]
ΤέκναΙορδάνης Α΄ της Κάπουα
Ιωάναθαν της Καρινόλα
Limpiasa of Capua
ΓονείςΑσκλεττίνος της Ανκερέζα
ΑδέλφιαΑσκλεττίνο Β΄ Ντρένγκοτ
Ranulf I of Caiazzo
ΣυγγενείςΡάινουλφ Ντρένγκοτ (θείος)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςBattle of Civitate
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ριχάρδος Ντρένγκοτ, Richard Drengot (απεβ. 1078) ήταν κόμης της Αβέρσα (1049–1078), πρίγκιπας της Κάπουα (1058–1078, ως Ριχάρδος Α΄) και δούκας της Γκαέτα (1064–1078).

Πρώιμη καριέρα στην Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος, ο οποίος καταγόταν από κοντά στη Ντιέπ στο Πεΐ ντε Κω στην ανατολική Νορμανδία, ήταν γιος του Άσκλετιν Α΄ κόμη της Aτσερέντσα και νεότερος αδελφός του Άσκλετιν Β΄ κόμη της Αβέρσα, και ανιψιός του Ράινουλφ Ντρένγκοτ. [2] Ο Ριχάρδος έφτασε στη Νότια Ιταλία λίγο μετά το τέλος του Ράινουλφ το 1045, συνοδευόμενος από σαράντα Νορμανδούς ιππότες. [3] Όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Aβέρσα, σύμφωνα με τον Αμάτους του Μοντεκασίνo, ο Ριχάρδος επευφημήθηκε από τους ανθρώπους που τον ακολουθούσαν σαν να ήταν κόμης. [4] Περιγράφεται ως εντυπωσιακά όμορφος, ένας νεαρός άνδρας με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ο οποίος ίππευε ένα άλογο τόσο μικρό, που τα πόδια του σχεδόν άγγιζαν το έδαφος. [a] [4] Αλλά η προσοχή που συγκέντρωσε, ενόχλησε τον εξάδελφό του, Ράινουλφ Tρινκανόκτε, τον κυβερνώντα κόμη της Aβέρσα, που του ζήτησε να φύγει. [4] Στη συνέχεια ο Ριχάρδος ανέλαβε υπηρεσία στον Ονφρουά των Ωτβίλ, αδελφό του Ντρόγκο των Ωτβίλ κόμη της Απουλίας, ο οποίος του φέρθηκε με μεγάλο σεβασμό και τιμή. [4]

Όταν ο Σαρούλο του Τζεντσάνo, οπαδός τού -αδελφού τού Ριχάρδου- Άσκλετιν Β΄ (απεβ. π. 1045), ανακάλυψε ότι ο Ριχάρδος ήταν με τον Ονφρουά, πλησίασε τον Ριχάρδο και του ζήτησε να έρθει στο Τζεντσάνο, το οποίο είχε κυβερνήσει ο αδελφός του. [4] Ο Ριχάρδος ήρθε και οι κάτοικοι της πόλης τον δέχτηκαν ως κύριό τους, δίνοντάς του την εξουσία στην πόλη. [4] Με τη βοήθεια του Σαρούλο, η λεηλασία και η λαφυραγωγία του Ριχάρδου τον έκαναν αρκετά ισχυρό, ώστε ο Ραϊνούλφος, σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τον Ριχάρδο, του έδωσε ως επιχορήγηση εκτάσεις, που προηγουμένως κατείχε ο αδελφός του Άσκλετιν. [5] Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον Ντρόγκo, αλλά αυτή τη φορά ήταν λιγότερο επιτυχής, διότι ο Ντρόγκo συνέλαβε και φυλάκισε τον Ριχάρδο, θέτοντάς τον στο έλεος του Ντρόγκo. [5] Ο Ριχάρδος παρέμεινε εκεί, μέχρι που απεβίωσε ο Ραϊνούλφος αφήνοντας έναν νήπιο γιο, τον Χέρμαν, ο οποίος χρειαζόταν έναν επίτροπο για να κυβερνήσει. [5] Ο επικυρίαρχος της Αβέρσα και της Απουλίας, ο Γουαϊμάρος Δ΄ πρίγκιπας του Σαλέρνo, επέτυχε την απελευθέρωση του Ριχάρδου και τον όρισε επίτροπο του Χέρμαν το 1048. Ωστόσο σύντομα ο Χέρμαν εξαφανίστηκε από τα αρχεία και ο Ριχάρδος ονόμασε τον εαυτό του κόμη. [5]

Κόμης της Αβέρσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν παρών το 1053 στη μάχη του Τσιβιτάτε, όπου διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα κατά των Λομβαρδών του παπικού στρατού. [6] Επιτέθηκε πρώτος εκείνη την ημέρα και κατέβαλε το σώμα των Λομβαρδών, καταδιώκοντάς τους σε μεγάλη απόσταση, προτού γυρίσει πίσω για να βοηθήσει τον Ονφρουά και τον Ροβέρτο Γυισκάρδο. [6] Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Νορμανδών. [6] Οι πολίτες παρέδωσαν αμέσως τον πάπα Λέοντα Θ΄ στους Νορμανδούς, οι οποίοι του φέρθηκαν με τον μέγιστο σεβασμό, ενώ παρόλα αυτά συνόδευαν τον πάπα στο Μπενεβέντο, όπου κρατήθηκε μέχρι λίγο πριν από το τέλος του το 1054. [7] Μία σειρά θανάτων κατά την περίοδο 1054–1056, αυτή του πάπα Λέοντα Θ΄ χωρίς άμεσο διάδοχο, του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου που δημιούργησε στην Κωνσταντινούπολη εσωτερικές διαμάχες και του βασιλιά Ερρίκου Γ΄ αφήνοντας ένα παιδί ως διάδοχο, έδωσε στους Νορμανδούς σχεδόν ελευθερία στη Νότια Ιταλία. [7] Ο Ριχάρδος επιζητούσε συνεχώς την εδαφική επέκταση μέσω του πολέμου εναντίον των Λομβαρδών γειτόνων του, τού Πανδόλφου ΣΤ΄ πρίγκιπα της Κάπουα και τού γιου και διαδόχου τού Γουαϊμάρος, Γισούλφος Β΄ πρίγκιπα του Σαλέρνο. [8] Έσπρωξε πίσω τα σύνορα του τελευταίου, μέχρις ότου απέμεινε από το άλλοτε μεγάλο πριγκιπάτο μόνο η πόλη του Σαλέρνο· και όταν ο αδύναμος πρίγκιπας της Κάπουα απεβίωσε το 1057, ο Ριχάρδος πολιόρκησε αμέσως την Κάπουα και πήρε τον πριγκιπικό τίτλο (1058) από τον αδελφό τού Πανδόλφου ΣΤ΄, τον Λανδούλφος Η΄, αλλά άφησε τα κλειδιά της πόλης στα χέρια των Λομβαρδών για τουλάχιστον άλλα τέσσερα χρόνια, μέχρι τις 12 Μαΐου 1062 [9]

Πρίγκιπας της Κάπουα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχέσεις με τη Γκαέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος αρραβώνιασε την κόρη του με τον γιο τού Ατενούλφου Α΄ δούκα της Γκαέτα, αλλά όταν ο νέος απεβίωσε πριν γίνει ο γάμος, ζήτησε ούτως ή άλλως την προίκα. [9] Ο δούκας αρνήθηκε και κατά συνέπεια ο Ριχάρδος πολιόρκησε και πήρε το Ακίνο. [10] Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η πολιορκία του Ακίνο, ο Ριχάρδος ως πρίγκιπας της Κάπουα, επισκέφτηκε το βαείο του Μόντε Κασίνο με μία μικρή δύναμη, για να ευχαριστήσει τον Άγιο Βενέδικτο [11] Τον υποδέχτηκαν με κάθε μεγαλοπρέπεια και τελετή και με τη σειρά του εξέδωσε παροχή προστασίας στην ιδιοκτησία της Μονής. [12] Το μοναστήρι βρισκόταν προηγουμένως υπό τον έλεγχο του φανατικά αντι-Νορμανδού ηγουμένου Φρειδερίκου της Λωρραίνης, ο οποίος αντικαταστάθηκε, όταν απεβίωσε ο πάπας Στέφανος Θ΄, έτσι οι Νορμανδοί έγιναν δεκτοί θερμά. [13] Αλλά ο Δεζιδέριος του Μπενεβέντο, ο νέος ηγούμενος του Moντε Κασίνo, ζήτησε από τον Ριχάρδο να αποσπάσει 4000 σου από τον δούκα Ατενούλφο Α΄, τα οποία, μετά από αρκετές εβδομάδες προσπάθειας, ο δούκας τελικά πλήρωσε. [14]

Το 1062 ο Ριχάρδος έστειλε τον γιο του Ιορδάνη (Α΄) να πάρει την Γκαέτα από τον Ατενούλφο Β΄, αλλά στον Ατενούλφο Β΄ επετράπη να συνεχίσει την προσωπική του κυριαρχία μέχρι το 1064. Πάντως εκείνη τη χρονιά ο Ριχάρδος και ο Ιορδάνης οικειοποιήθηκαν τους δουκικούς και υπατικούς τίτλους των ηγεμόνων της Γκαέτα. Ο Ριχάρδος κατέπνιξε μία μετέπειτα εξέγερση του Ατενούλφου Β΄.

Σχέσεις με τον παπισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1059 ο Χίλντεμπραντ, ο μελλοντικός πάπας Γρηγόριος Ζ΄, τότε μόνο υψηλόβαθμο μέλος της παπικής Κουρίας, ταξίδεψε στην Κάπουα, για να ζητήσει τη βοήθεια τού Ριχάρδου για λογαριασμό τού μεταρρυθμιστή πάπα Νικολάου Β΄ εναντίον του αντιπάπα Βενέδικτου Ι΄. [15] Σύντομα, ο Ριχάρδος πολιορκούσε τον Βενέδικτο Ι΄ στη Γκαλερία και το 1059 ο Νικόλαος Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στο Μέλφι, όπου επιβεβαίωσε τον Ροβέρτο Γυισκάρδο ως δούκα της Απουλίας, της Καλαβρίας και της Σικελίας και τον Ριχάρδο ως κόμη της Αβέρσας και πρίγκιπα της Κάπουα. [15] Ο Ριχάρδος ορκίστηκε πίστη στον πάπα και σεβασμό για την παπική επικράτεια, μεταμορφώνοντας πλήρως την πολιτική υποτέλεια της νότιας Ιταλίας και αφαιρώντας τούς λίγους εναπομείναντες ανεξάρτητους Βυζαντινούς και Λομβαρδούς πρίγκιπες και τον βασιλιά της Γερμανίας από τον χάρτη. [15]

Το 1061, και πάλι κατόπιν αιτήματος του Χίλντεμπραντ, εγκατέστησε στρατιωτικά τον παπικό υποψήφιο των μεταρρυθμιστών Αλέξανδρο Β΄ ενάντια στις αξιώσεις ενός αντιπάπα, αυτή τη φορά του Ονώριου Β΄. Έγινε γρήγορα αναγορευτής παπών, αν και το 1066, έχοντας ακόμα την επιθυμία να επεκτείνει τη δύναμή του προς όλες τις κατευθύνσεις, βάδισε στην ίδια τη Ρώμη, αλλά νικήθηκε από τους Τοσκανούς συμμάχους του πάπα.

Το 1071, όταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος ήταν μακριά και πολιορκούσε το Παλέρμο, οι κύριοι βαρόνοι του, ο Αβελάρδος και ο Χέρμαν γιοι του αδελφού του Ονφρουά, ο Πέτρος κύριος του Tράνι και ο κύριος του Τζιοβινάτσo επαναστάτησαν με την υποστήριξη τού Ριχάρδου της Κάπουα και τού Γισούλφος του Σαλέρνo. Αν και ο Ροβέρτος γρήγορα διέλυσε όλες τις απειλές για τη δύναμή του από το εσωτερικό, αρρώστησε και δεν μπόρεσε να κάνει μία εκστρατεία εναντίον του Ριχάρδου, ο οποίος σύντομα επιβεβαιώθηκε στην ιδιοκτησία του και συμμάχησε με τον νέο πάπα, Γρηγόριο Ζ΄ Χίλντεμπραντ.

Το 1076, ως απάντηση στην εκτόπιση του πάπα από τον βασιλιά Ερρίκο Δ΄, ο Ροβέρτος και ο Ριχάρδος έστειλαν ο καθένας πρεσβευτές στον άλλον. Συναντήθηκαν στη μέση του δρόμου και κανόνισαν μία συνάντηση των δύο ηγεμόνων στο Mόντε Κασίνo αργότερα εκείνο το έτος. Δημιουργήθηκε μία συμμαχία και ο πάπας αφόρισε τον βασιλιά και αποδείχθηκε ικανός να φροντίσει τον εαυτό του. Οι δύο Νορμανδοί ηγέτες κάθισαν, για να πολιορκήσουν τον Γισούλφος στο Σαλέρνο. Η πολιορκία ήταν επιτυχής και ο Γισούλφος κατέφυγε στην Κάπουα, όπου προσπάθησε να ξεσηκώσει τον Ριχάρδο εναντίον του Ροβέρτου, ο οποίος είχε κρατήσει το Σαλέρνo, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ριχάρδος άρχισε να πολιορκεί τη Νάπολη, ακόμη ανεξάρτητη, με τη βοήθεια ενός ναυτικού αποκλεισμού από τον Ροβέρτο. Στη συνέχεια, στις 3 Μαρτίου 1078, ο πάπας αφόρισε τον Ροβέρτο και τον Ριχάρδο και αμέσως μετά ο Ριχάρδος ασθένησε βαριά στην Κάπουα. Γρήγορα συμφιλιώθηκε με την Εκκλησία και απεβίωσε. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο προαναφερθείς Ιορδάνης (Α΄), ο οποίος είχε εισβάλει σε εκκλησιαστικές περιοχές στο Αμπρούτσι εκείνη την εποχή, ταξίδεψε στη Ρώμη για να ανανεώσει την πίστη του στον πάπα και να επικυριωθεί στους τίτλους και τις κτήσεις τού πατέρα του. Η Νάπολη παρέμεινε απόρθητη.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος νυμφεύτηκε τη Φρεντεσέντε των Ωτβίλ, κόρη του Ταγκρέδου και αδελφή του Ροβέρτου Γυισκάρδου δούκα της Απουλίας. [16] Μαζί είχαν τέκνα:

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The eleventh-century warhorse was usually smaller, usually no taller than 12 hands; 14 to 15 hands at the largest. By comparison, 10 hands is the size of a modern Shetland pony while 12 is still a pony. A modern small Hunter is 14 hands. The size of medieval warhorses are based contemporary illustrations showing the knights riding "long" with the stirrups hanging well below the horse's midsection. See John France, Western warfare in the age of the Crusades, 1000-1300 (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1999), p. 23.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. p70424.htm#i704233. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  2. G.A. Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest (New York: Longman, 2000), p. 1
  3. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), pp. 68–9
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 The History of the Normans by Amatus of Montecassino, trans. Prescott N. Dunbar, ed. Graham A Loud (Woodbridge: Boydell Press, 2004), p. 84
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), p. 79
  6. 6,0 6,1 6,2 G.A. Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest (New York: Longman, 2000), p. 119
  7. 7,0 7,1 G.A. Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest (New York: Longman, 2000), p. 120
  8. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), pp. 108–09
  9. 9,0 9,1 John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), p. 109
  10. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), pp. 109–10
  11. The History of the Normans by Amatus of Montecassino, trans. Prescott N. Dunbar, ed. Graham A Loud (Woodbridge: Boydell Press, 2004), p. 115
  12. G. A. Loud, The Latin Church in Norman Italy (Cambridge; New York: Cambridge University Press, 2007), p. 71
  13. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), p. 110
  14. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), p. 112
  15. 15,0 15,1 15,2 John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), p. 124
  16. G.A. Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Norman Conquest (New York: Longman, 2000), pp. 235, 299
  17. John Julius Norwich, The Normans in the South 1016-1130 (London: Longmans, 1967), pp. 214, 234
  18. 18,0 18,1 Elisabeth M C Van Houts, The Normans in Europe (Manchester; New York: Manchester University Press, 2000), p. 299
  19. Einar Joranson, 'The Inception of the Career of the Normans in Italy: Legend and History', Speculum, Vol. 23, No. 3 (Jul., 1948), p. 389
  20. The History of the Normans by Amatus of Montecassino, trans. Prescott N. Dunbar, ed. Graham A Loud (Woodbridge: Boydell Press, 2004), p. 155, n. 29

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Chalandon, Ferdinand . Histoire de la domination normande en Italie et en Sicile . Παρίσι, 1907.
  • Δυνατά, GA "A Calendar of the Diplomas of the Norman Princes of Capua". Papers of the British School at Rome 49 (1981), 99–143.
  • Skinner, Patricia. Οικογενειακή εξουσία στη Νότια Ιταλία: Το Δουκάτο της Γκαέτα και οι γείτονές της, 850–1139 . Cambridge, 1995.