Ρεγαλιανός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρεγαλιανός
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3ος αιώνας
Δακία
Θάνατος260
Καρνούς
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός[1]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΣουλπικία Δρυαντίλα
ΣυγγενείςGaius Cassius Regallianus (πρόγονος)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΡωμαίος αυτοκράτορας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Π. Γ. (ή Κ.) Ρεγαλιανός, λατιν.: P. C. Regalianus (απεβ. 260/261), γνωστός και ως Ρεγάλιαν, ήταν Ρωμαίος σφετεριστής για λίγους μήνες το 260 ή/και το 261, κατά τη διάρκεια της Κρίσης του 3ου αι., μία περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ρεγαλιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, μία περιοχή της Αυτοκρατορίας που δεχόταν συχνά επιδρομές βαρβάρων, πιθανώς με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει τα σύνορα.

Οι αναφορές από σωζόμενες λογοτεχνικές πηγές σχετικά με τον Ρεγαλιανό είναι σύντομες και λίγες σε αριθμό και θεωρούνται ως επί το πλείστον αναξιόπιστες. Η Ιστορία των Αυγούστων (Historia Augusta) αναφέρει, ότι ήταν Δακικής καταγωγής και απόγονος του Δάκου βασιλιά Δεκέβαλου, αλλά αυτό απορρίπτεται ως επί το πλείστον στη σύγχρονη επιστήμη. Ο Ρεγαλιανός ήταν νυμφευμένος με τη Σουλπικία Δρυαντίλα, μία γυναίκα από αριστοκρατική οικογένεια συγκλητικών, κάτι που αντίθετα δείχνει ότι ο Ρεγαλιανός ήταν επίσης υψηλής ρωμαϊκής καταγωγής. Η ανακήρυξη του Ρεγαλιανού ως αυτοκράτορα έγινε στον απόηχο μίας προηγούμενης απόπειρας σφετερισμού από τον Ινγένιο, που επίσης κηρύχθηκε από τα στρατεύματα του Δούναβη, η οποία είχε καταβληθεί από τον Αυτοκράτορα Γαλλιηνό (βασ. 253–268). Σε αντίθεση με τον Iνγένιο, και νεωτεριστικό για έναν αυτοκρατορικό διεκδικητή, ο Ρεγαλιανός ίδρυσε το δικό του νομισματοκοπείο στο Καρνούντον (πρωτεύουσα της Άνω Παννονίας), την έδρα της εξουσίας του. Έκοψε νομίσματα του εαυτού του και της γυναίκας του, αν και ήταν συνήθως κακής ποιότητας.

Ο τοπικός σφετερισμός της εξουσίας από τον Ρεγαλιανό ήταν επωφελής για τον Γαλλιηνό, διότι επέτρεψε στον Αυτοκράτορα να εστιάσει την προσοχή του στην υπεράσπιση της Ιταλίας από την εισβολή των Αλαμαννών, ενώ ο Ρεγαλιανός απασχολήθηκε πολεμώντας τους βαρβάρους στην Ιλλυρία. Μετά από μία σύντομη «εξουσία» αρκετών μηνών στο Καρνούντον, ο Ρεγαλιανός σκοτώθηκε. Το πώς ακριβώς απεβίωσε δεν είναι απολύτως σαφές, αλλά η πιο κοινά αποδεκτή θεωρία είναι, ότι πέθανε κατά τη διάρκεια μίας επιδρομής στο Καρνούντον από τους Ροξολάνι, πιθανώς με τη βοήθεια μίας ομάδας ανδρών του, που είχαν αναπτυχθεί για να του αντιταχθούν.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντωνιανός της συζύγου τού Ρεγαλιανού, Σουλπικίας Δρυαντίλας.\Στη μία όψη η Σ. Δρυαντίλα επί ημισελίνου. Στην άλλη όψη η Ήτα κρατά πάτερα και σκήπτρο. Επιγρ.: SVLP. [DRYANTILLA AVG.] / [IVN]ONI RED[INE].

Πολύ λίγα από τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Ρεγαλιανού καταγράφονται σε σωζόμενες γραπτές πηγές. Η συχνά αναξιόπιστη Ιστορία των Αυγούστων (Historia Augusta), μία ύστερη ρωμαϊκή συλλογή αυτοκρατορικών βιογραφιών, καταγράφει ότι ο Ρεγαλιανός ήταν Δακικής καταγωγής και απόγονος του Δεκέβαλου, του βασιλιά της Δακίας που είχε ηττηθεί με μεγάλη προσπάθεια από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό το 105–107. [2] [3] Αυτή η ιστορία είναι απίθανο να είναι αληθινή, και είναι πιο πιθανό ότι ο Ρεγαλιανός ήταν Ρωμαίος συγκλητικός, δεδομένου ότι ήταν νυμφευμένος με τη Σουλπικία Δρυαντίλα, γυναίκα από αριστοκρατική οικογένεια συκγλητικών. [2] Το πλήρες όνομα του Ρεγαλιανού, P. C. Regalianus, εμφανίζεται μόνο στα νομίσματά του, με τις γραπτές πηγές να τον αναφέρουν μόνο ως Ρεγαλιανό. [3] Μερικοί αρχαίοι ιστορικοί πήραν ακόμη και αυτό το όνομα λάθος: ο Ευτρόπιος (τέλη 4ου αι.) τον αποκάλεσε «Trebellianus» και ο Aυρήλιος Βίκτωρ (επίσης στα τέλη του 4ου αι.) τον αποκάλεσε «Regillianus», [2] «Religilianus» και «Religianus». [4] Τα ορθογραφικά λάθη του Aυρήλιου Βίκτωρα μπορεί να αντικατοπτρίζουν εσκεμμένη παραμόρφωση ή την προφορά του ονόματός του στα δημώδη λατινικά. [4]

Δεδομένης της σπανιότητας τού υλικού των πηγών, το πλήρες όνομα του Ρεγαλιανού δεν μπορεί να εξακριβωθεί πέρα από τα συντομευμένα δύο μικρά ονόματα. [2] Είναι πιθανό το P. να σημαίνει Publius. [5] Το C. μπορεί να σημαίνει Cassius, δεδομένου ότι ο Ρεγαλιανός θα μπορούσε να σχετίζεται με τον προηγούμενο ύπατο C. Cassius Regallianus, [6] αλλά έχει επίσης προταθεί, ότι σημαίνει Gaius (συχνά γράφεται ως Caius), [5] Cornelius ή Claudius. [4]

Σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας άλλος αντωνινιανός τού Ρεγαλιανού. Eπιγρ.: IMP. C. P. C. REGALIANVS AVG.

Η Ιστορία των Αυγούστων (Historia Augusta) αναφέρει ότι ο Ρεγαλιανός ήταν στρατιωτικός διοικητής (dux) στο Ιλλυρικό, που προήχθη σε αυτή τη θέση από τον Αυτοκράτορα Βαλεριανό (βασ. 253–260), αλλά και ότι ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του στη Μοισία, μία γειτονική περιοχή. [3] Αυτή η πληροφορία δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη, ειδικά δεδομένου ότι είναι αναχρονιστική: η θέση του dux Illyrici δεν υπήρχε ακόμη την εποχή του Ρεγαλιανού. [4] Δεδομένου τού υψηλού βαθμού της συζύγου του, είναι πιο πιθανό ότι ο Ρεγαλιανός ήταν επαρχιακός κυβερνήτης, ίσως της Άνω Παννονίας. [5] Αυτές οι επαρχίες κατά μήκος του Δούναβη υπέφεραν από συχνές επιδρομές βαρβάρων, που συχνά τις άφηναν σε αντίθεση με την κεντρική αυτοκρατορική κυβέρνηση: [5] λίγο πριν από την αξίωση τού ίδιου τού Ρεγαλιανού για αυτοκρατορική εξουσία, ο σφετεριστής Ινγένιος είχε ανακηρυχθεί στην περιοχή το 260, αλλά είχε νικηθεί γρήγορα από τον βασιλεύοντα Αυτοκράτορα, Γαλλιηνό (βασ. 253–268). [7] Δεν είναι ξεκάθαρο πόσος χρόνος μεσολάβησε μεταξύ της εξέγερσης του Iνγένιου και της αναγνώρισης του ίδιου του Ρεγαλιανού, ή εάν ο Ρεγαλιανός συμμετείχε στην προηγούμενη εξέγερση, αν και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν, ότι υπήρξε μία εκτεταμένη διακοπή μεταξύ τους. [2] Αυτό καθιστά ασαφές, πότε ακριβώς ο Ρεγαλιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και επίσης, δεδομένου ότι άντεξε για αρκετούς μήνες, πότε απεβίωσε. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας είτε αργά το 260 [3] είτε το 261, [8] και η αξίωσή του για αυτοκρατορική εξουσία έληξε με την ήττα και το τέλος του μετά από αρκετούς μήνες, είτε το 260 [2] [3] είτε το 261 [8]

Χάρτης του Carnuntum, έδρα εξουσίας του Ρεγαλιανού.

Αφού νίκησε τον Iνγένιο, ο Γαλλιηνός είχε αφιερώσει λίγο χρόνο για να αναδιοργανώσει τις άμυνες κατά μήκος του Δούναβη, αλλά έπρεπε να επιστρέψει στην Ιταλία για να αντιμετωπίσει μία εισβολή από τους Aλαμαννούς, μία Γερμανική φυλή. Λίγο μετά την αναχώρησή του οι Ροξολάνι, μία Σαρματική φυλή που ο Γαλλιηνός είχε επανεγκαταστήσει εντός των αυτοκρατορικών συνόρων στην περιοχή του Δούναβη, επαναστάτησαν και επιτέθηκαν στις δυνάμεις τού Ρεγαλιανού και στη συνέχεια ο Ρεγαλιανός υποχώρησε στην πόλη Καρνούντον. Μόνο μετά από αυτά τα γεγονότα ο Ρεγαλιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του. Είναι πιθανό ότι οι λεγεωνάριοι της λεγεώνας XIV Δίδυμης, που βρισκόταν στο Καρνούντον, υποστήριξαν την ανακήρυξη του Ρεγαλιανού, καθώς ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να βοηθήσει στην ασφάλεια των συνόρων του Δούναβη. [8]

Σε αντίθεση με τον Iνγένιο πριν από αυτόν, ο Ρεγαλιανός έκοψε τα δικά του νομίσματα σε ένα νομισματοκοπείο, που ίδρυσε ο ίδιος στο Καρνούντον, [2] μία πρωτότυπη κίνηση για έναν αυτοκρατορικό διεκδικητή. [9] Εκτός από το δικό του πορτρέτο, τα νομίσματα του Ρεγαλιανού απεικονίζουν επίσης τη σύζυγό του, την οποία ανέδειξε στον βαθμό της Aυγούστας για να ενισχύσει τη θέση του. [2] Τα περισσότερα, αλλά όχι όλα, από τα νομίσματα του Ρεγαλιανού έχουν τον τύπο AUGG. (υποδηλώνει δύο κυβερνήτες, αντί για AUG. που υπονοεί έναν) ως μέρος της επιγραφής. Ο πληθυντικός AVGG. ήταν πιθανόν σκόπιμος, αλλά το επιδιωκόμενο νόημα δεν είναι σαφές. Είναι πιο πιθανό να αναφέρεται στην εταιρική σχέση μεταξύ του Ρεγαλιανού και της συζύγου του Δρυαντίλας, παρά σε κάποια εταιρική σχέση μεταξύ Ρεγαλιανού και Γαλλιηνού. [9] Η αναγνώριση του Ρεγαλιανού ως αυτοκράτορα και η μεταγενέστερη διακυβέρνηση στην περιοχή του Δούναβη ήταν στην πραγματικότητα ευεργετική για τον Γαλλιηνό, καθώς παρείχε στους εισβολείς Ροξολάνι μία νέα αντίσταση για την εξέγερσή τους και έδωσε στον Γαλλιηνό χρόνο να αντιμετωπίσει την άμεση απειλή, που παρουσίαζε η εισβολή των Αλαμαννών στην Ιταλία. [2] Όλα τα νομίσματα του Ρεγαλιανού χτυπήθηκαν στο Καρνούντον, και είναι όλα ξαναχτυπημένα νομίσματα, δηλ. που χτυπήθηκαν σε νομίσματα που είχαν χτυπηθεί από προηγούμενους Αυτοκράτορες του 3ου αι., όπως τού Σεπτίμιου Σεβήρου και ο Μαξιμίνου Θράκα. [2] Σχεδιαστικά, τα νομίσματα του Ρεγαλιανού μιμούνται τα νομίσματα των Λικινιανών αυτοκρατόρων (Λικίνιου Βαλέριου και τού γιου του Λικίνιου Γαλλιηνού), [10] αν και είναι χαμηλότερης ποιότητας, συχνά πολύ πρόχειρα κατασκευασμένα και με ορθογραφικά λάθη. [9] Μερικά από τα νομίσματα κατασκευάστηκαν τόσο βιαστικά, που οι επιγραφές τού προηγούμενου Αυτοκράτορα που είχε χτυπήσει αρχικά το νόμισμα εξακολουθούν να είναι εν μέρει ορατές ή ότι το νέο χτύπημα απέτυχε τελείως να δώσει στο νόμισμα ορατή επιγραφή. [11] Λόγω της σύντομης διακυβέρνησής του, έχει βρεθεί μόνο ένας μικρός αριθμός νομισμάτων (λίγο πάνω από 130) που έκοψε ο Ρεγαλιανός. [12] [13] Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές νομισμάτων. [13]

Το πώς νικήθηκε και απεβίωσε ο Ρεγαλιανός είναι ασαφές, δεδομένου ότι διαφορετικές πηγές δίνουν διαφορετικές απαντήσεις. [8] Η γενικά αποδεκτή θεωρία σχετικά με το τέλος τού Ρεγαλιανού, [2] [8] που διατυπώθηκε από τον Ούγγρο αρχαιολόγο Γιένο Φιτζ το 1966, [2] [8] είναι ότι ο Ρεγαλιανός σκοτώθηκε σε μία επιδρομή από τους Ροξολάνι, ίσως συνεργαζόμενοι με μερικούς από τους δικούς του άνδρες, αφού πολέμησαν γενναία την εξεγερμένη φυλή για αρκετό καιρό. [2] Άλλες απόψεις αναφέρουν, ότι ο Ρεγαλιανός δολοφονήθηκε αποκλειστικά από τα δικά του στρατεύματα, καθώς ο πληθυσμός της επαρχίας των Ιλλυριών φοβόταν την τιμωρία από τον Γαλλιηνό (Historia Augusta) ή ότι νικήθηκε και σκοτώθηκε από τον Γαλλιηνό (Ευτρόπιος). [8]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 17  Ιουνίου 2019.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 Leadbetter 1998.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Jones et al 1971, σελ. 762.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Barnes 1972, σελ. 170.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Claes 2015, σελ. 23.
  6. Eck & Ivanov 2009, σελ. 195.
  7. Claes 2015.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Claes 2015, σελ. 24.
  9. 9,0 9,1 9,2 Claes 2015, σελ. 25.
  10. Claes 2015, σελ. 20.
  11. Găzdac & Melchart 2018.
  12. Găzdac 2015, σελ. 38.
  13. 13,0 13,1 Găzdac & Melchart 2018, σελ. 39.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]