Ραϋμόνδος Β΄ του Ρουέργκ
Ραϋμόνδος του Ρουέργκ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 905 |
Θάνατος | 961 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Βέρθη της Αρλ |
Τέκνα | Ραϋμόνδος Γ΄ του Ρουέργκ |
Γονείς | Ερμενγκόλ του Ρουέργκ και Adélaide |
Αδέλφια | Hug I Αδελαΐδα της Ρουέργκ Ριχίλντα του Ρουέργκ |
Οικογένεια | Οίκος της Τουλούζης |
Ο Ραϋμόνδος Β΄, γαλλ.: Raymond II, μερικές φορές ως Ραϋμόνδος Α΄ (π. 904 – 961) ήταν ο κόμης του Ρουέργκ (Rouergue) και του Κερσύ (Quercy) από το 937 έως το τέλος του. Ήταν γιος του Eρμενγκόλ κόμη του Ρουέργκ και της Aδελαΐδας. Υπό τον Ραϋμόνδο, το Ρουέργκ επέτυχε την επικυριαρχία σε γειτονικές κομητείες, και ονομάστηκε επιτυχώς μαργραβάτο (<i id="mwCQ">marchio</i>) της Σεπτειμανίας.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κυριαρχία του Ραϋμόνδου Β΄ επεκτάθηκε στο Αλμπί (Albi) και το Νιμ (Nîmes) και, τουλάχιστον γύρω στο 960, βόρεια ως το Λιμουζέν (Limousin). Ο Ραϋμόνδος Β΄ ήταν ο αρχηγός της οικογένειάς του, η οποία κυβερνούσε επίσης την Τουλούζη. Ακόμη και στην εποχή του, ο Οίκος του φαινόταν να παρακμάζει. Κληροδότησε ένα φέουδο της Γασκώνης στον δούκα Σάντσο Ε΄ Σάντσεθ και το επέτρεψε να γίνει <i>allodial</i> (υπαγόμενο απευθείας στον βασιλιά) μετά την τελευτή του. Παρ' όλα αυτά, η δύναμή του ήταν τέτοια που μπορούσε να διοικήσει εδάφη βόρεια ως το Ωβέρν, και ήταν ο πιο ισχυρός άρχοντας της Ακουιτανίας, έχοντας ακόμη και "αυλή αντιπροσώπων" στο Λιμουζέν.
Η διαθήκη του τού 961 σώζεται. Σε αυτή, όχι μόνο αναφέρει τα προαναφερθέντα εδάφη στο Ωβέρν και τη Γασκώνη, αλλά αναφέρει 17 κάστρα και μια ροτσέτα. Μερικά κάστρα δόθηκαν στη σύζυγό και τους κληρονόμους του, και μερικά στις εκκλησίες του Αλμπί και του Καχόρ (Cahors) και σε διάφορα αβαεία. Απεβίωσε αργότερα το ίδιο έτος. Σύμφωνα με το Liber miraculorum Sancte Fidis (Βιβλίο των Θαυμάτων της Αγίας Πίστης) δολοφονήθηκε, ενώ βρισκόταν σε προσκύνημα στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ραϋμόνδος Β΄ νυμφεύτηκε τη Μπέρτα (Βέρθα), κόρη του Μπόζο μαργράβου της Τοσκάνης. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ραϋμόνδος Γ΄.