Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πόπλιος Σεμπρόνιος Τουδιτανός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόπλιος Σεμπρόνιος Τουδιτανός
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
P.Sempronius C.f.C.n. Tuditanus (Λατινικά)
Γέννηση3ος αιώνας π.Χ. ή 243 π.Χ. (περίπου και πιθανώς)[1]
Θάνατος2ος αιώνας π.Χ.
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΛατινικά
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΡωμαίος πολιτικός
διπλωμάτης
Οικογένεια
ΤέκναGaius Sempronius Tuditanus
ΓονείςGaius Sempronius Tuditanus
ΑδέλφιαMarcus Sempronius Tuditanus
ΟικογένειαSempronii Tuditani
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΒ΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος και Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΚήνσορας (209 π.Χ.)
Πραίτορας (213 π.Χ.)
curule aedile (214 π.Χ.)
Ρωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[2]
Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (204 π.Χ.)[2]
τριβούνος των στρατιωτών (216 π.Χ.)
Propraetor (213 π.Χ.–211 π.Χ.)
Λεγάτος (201 π.Χ.–199 π.Χ.)

Ο Πόπλιος Σεμπρόνιος Γάιου υιός Τουδιτανός, λατινικά: Publius Sempronius C.f. Tuditanus (άκμασε τον 3ο αι. π.Χ.) ήταν ύπατος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και τιμητής, γνωστός για το ότι κατάφερε να σώσει περίπου 600 άνδρες από την ήττα της μάχης των Καννών τον Αύγουστο του 216 π.Χ., και για τη Συνθήκη της Φοινίκης που έληξε τον Α΄ Μακεδονικό Πόλεμο.

Ο Τουδιτανός στις Κάννες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος (που απεβίωσε στις Κάννες) είχε εγκαταλείψει στην άλλη όχθη ένα στρατόπεδο με περίπου 10.000 άνδρες. Αυτοί, που δεν συμμετείχαν στη σύρραξη, είχαν τρεις επιλογές μετά την καταστροφική μάχη: να παραδοθούν στον Αννίβα, ή να προσπαθήσουν να σπάσουν τις γραμμές των Καρχηδονίων για να διαφύγουν, ή να σταθούν στη θέση τους και να πεθάνουν πολεμώντας. Το μικρότερο από τα δύο στρατόπεδα πολιορκήθηκε από τους Καρχηδονίους.

Ένας από τους λίγους Ρωμαίους αξιωματικούς που επέζησαν εκείνη τη μοιραία μέρα, ο Πόπλιος Σεμπρόνιος Γ.υ. Τουδιτανός, μαζί με τον συνάδελφό του τριβούνο Γάιο Οκτάβιο, συμβούλεψαν οι άνδρες να κρατήσουν τις ασπίδες τους, να σχηματίσουν ένα τείχος ασπίδων, και να διασχίσουν τις γραμμές του εξαντλημένου καρχηδονιακού στρατού. Πολύ λίγοι άνδρες συμφώνησαν να πάνε μαζί του, οι υπόλοιποι αποφάσισαν να παραδοθούν στον Αννίβα, πιστεύοντας ότι θα πληρώσει λύτρα η Σύγκλητος. Οι 600 άνδρες με επικεφαλής τον Tουδιτανό πήραν τον δρόμο τους για να φθάσουν στο μεγαλύτερο στρατόπεδο, και από εκεί βάδισαν στο Κασούσιον (Canusium), όπου βρήκαν ασφαλές καταφύγιο. Η φήμη του Tουδιτανού σχηματίστηκε έτσι στη Σύγκλητο και τον λαό της Ρώμης. (Η Σύγκλητος αρνήθηκε να λυτρώσει όσους είχαν παραδοθεί στον Αννίβα ή είχαν αιχμαλωτιστεί ζωντανοί στο πεδίο της μάχης, καθώς ο ανώτερος συγκλητικός Tίτος Μάνλιος Τορκουάτος ανάφερε το παράδειγμα του Tουδιτανού και της ομάδας του, σε σύγκριση με τους δειλούς που δεν είχαν τολμήσει να βαδίσουν).

Αυτό το επεισόδιο που καταγράφηκε από τον Λίβιο -που αναφέρεται και παλαιότερα για τον Λεύκιο Κοίλιο Αντίπατρο από τον Ρωμαίο ποιητή Έννιο- δεν το διηγείται ο Πολύβιος, ο οποίος επαναλαμβάνει, στο πλήρως διατηρημένο 3ο βιβλίο τού ιστορικού του έργου, μια αξιόπιστη και λεπτομερή αναφορά των γεγονότων του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου στα έτη 219 έως 216 π.Χ. Επομένως, υπάρχουν αμφιβολίες για την ιστορικότητα αυτού του επεισοδίου.

Ο Tουδιτανός στην πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο χρόνια αργότερα (214 π.Χ.) ο Tουδιτανός εξελέγη αγορανόμος καθέδρας (curule aedile), και τον επόμενο χρόνο (213 π.Χ.) εκλέχθηκε πραίτορας, με επαρχία Aρίμινον (Ariminum). Φέρεται να κατέλαβε την πόλη Aτρινόν (Atrinum), και κρατήθηκε στην ίδια διοίκηση για τα δύο επόμενα χρόνια (212 και 211 π.Χ.). Και πάλι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την ιστορικότητα αυτών των μνημονευόμενων πράξεων του Tουδιτανού ως πραίτορα.

Εξελέγη τιμητής το 209 π.Χ. μαζί με τον Μάρκο Κορνήλιο Κηθεγό, αν και ούτε ο ίδιος, ούτε ο συνάδελφός του είχαν ακόμη αναλάβει την υπατεία. Αυτοί οι δύο νέοι τιμητές κατάφεραν να ολοκληρώσουν την πρώτη τελετουργική κάθαρση (lustrum) του ρωμαϊκού κράτους από την έναρξη του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου. Άλλες καθάρσεις είχαν διακοπεί λόγω της αποβίωσης τουλάχιστον ενός τιμητή (μερικές φορές στη μάχη).

Ήταν ο Tουδιτανός που είχε το δικαίωμα να επιλέξει τον νέο πρώτο της Συγκλήτου (princeps Senatus). Ο Κηθεγός ήθελε ο πρεσβύτερος τιμητής, ο Τίτος Μάνλιος Τορκουάτος, να εκλεγεί, μια και ήταν τιμητής το 231 π.Χ. Ωστόσο, ο Tουδιτανός προτίμησε τον Κόιντο Φλάβιο Μάξιμο τον Αναβλητικό (Veruccosus), ο οποίος είχε εκλεγεί τιμητής το 230 π.Χ., και έτσι ήταν «νεότερος», για να γίνει πρώτος της Συγκλήτου, καθώς ήταν ο πιο αξιόλογος από τους ανώτερους συγκλητικούς. Δεδομένου ότι ο Tουδιτανός είχε το δικαίωμα της επιλογής, η απόφασή του επικράτησε. Αυτό που έγινε, επέτρεψε στη Ρώμη να σπάσει την παράδοση της επιλογής του πρεσβύτερου πρώην τιμητή ως πρώτο της Συγκλήτου (princeps Senatus). Από τώρα και στο εξής, θα επιλέγονταν ο άνθρωπος που θα ήταν ο πιο διακεκριμένος συγκλητικός, κάτι που επέτρεψε στον νεαρό Π. Κ. Σκιπίωνα Αφρικανό να γίνει πρώτος της Συγκλήτου το έτος που ήταν τιμητής.

Το 205 π.Χ. στάλθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο του ανθυπάτου (procondul) ως επικεφαλής στρατιωτικής και ναυτικής δύναμης, με σκοπό να εναντιωθεί στον Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας. Αντίθετα, σύναψε μια προκαταρκτική συνθήκη με τον Φίλιππο E΄, τη «Συνθήκη της Φοινίκης», η οποία επικυρώθηκε αμέσως από τους Ρωμαίους, που ανυπομονούσαν να δώσουν αμέριστη προσοχή στον πόλεμο στην Αφρική.

Το 204 π.Χ. ο Tουδιτανός εξελέγη ύπατος ερήμην του, πάλι με τον πρώην συν-τιμητή του Κηθεγό. Δεν είναι γνωστό πόσο καλά συνεργάστηκαν ξανά οι δύο άνδρες, αν και ο Τ. Λίβιος δεν αναφέρει κάποια απαράδεκτη έριδα. Ο Tουδιτανός έλαβε το Bρούτιον (Bruttium) ως επαρχία του κατά τη διεξαγωγή τού πολέμου κατά τού Αννίβα, και κατέκτησε την Κλαμπετία (Clampetia) το 204. Στην περιοχή του Κρότωνα, ο Tουδιτανός υπέστη μια απόκρουση, με απώλεια 1.200 ανδρών, αλλά λίγο αργότερα κέρδισε μια αποφασιστική νίκη επί του Αννίβα, ο οποίος αναγκάστηκε ως εκ τούτου να κλειστεί μέσα στα τείχη τού Κρότωνα. Ήταν σε αυτή τη μάχη, που ο Tουδιτανός ορκίστηκε να κτίσει έναν ναό στην Πρωτόγεννη Τύχη (Fortuna Primigenia) στον Κυρινάλιο λόφο, εάν κατόρθωνε να κατατροπώσει τον εχθρό. Τον ναό αυτό το καθαγίασε είκοσι χρόνια αργότερα (184 π.Χ.).

Το 200 π.Χ. ο Tουδιτανός ήταν ένας από τους τρεις πρεσβευτές, που στάλθηκαν στην Ελλάδα και στον Πτολεμαίο Ε' της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται στη συνέχεια από τον Λίβιο.

Ο Tουδιτανός, καταγόμενος από έναν εξέχοντα κλάδο του πληβείου γένους των Σεμπρονίων, μπορεί να ήταν ανιψιός ή εξάδελφος του τιμητή Μάρκου Σεμπρόνιου Τουδιτανού, ο οποίος ήταν ύπατος το 240 π.Χ. με τον Γάιο Κλαύδιο Κένθωνα και έγινε τιμητής το 230 π.Χ. με τον Κόιντο Φάβιο Μάξιμο τον Αναβλητικό). Το όνομα τού πατέρα του ήταν Γάιος, σύμφωνα με τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων.

Δεν είναι ξεκάθαρο, πώς σχετίζεται με τους άλλους δύο ή τρεις εξέχοντες Tουδιτανούς:

  • M. Σεμπρόνιος Τουδιτανός, ένας από τους αξιωματικούς του Σκιπίωνα κατά την κατάληψη της Νέας Καρχηδόνας στην Ισπανία. (Λίβιος XXVI 48.). Πιθανώς ο ίδιος άνθρωπος με τον ύπατο 185 π.Χ.
  • Γ. Σεμπρόνιος Τουδιτανός, πληβείος αγορανόμος (aedile) 198 π.Χ. και πραίτορας το 197 π.Χ., όταν έλαβε ως επαρχία την Εγγυτάτη Ισπανία. Ηττήθηκε από τους Ισπανούς με μεγάλη απώλεια, και απεβίωσε λίγο αργότερα ως συνέπεια μιας πληγής, που είχε λάβει στη μάχη. Ήταν ποντίφηξ τη στιγμή του τέλους του.
  • M. Σεμπρόνιος M.f. C.n. [Μάρκου υιός, Γαΐου εγγονός] Tουδιτανός (απεβ. 174 π.Χ. Ρώμη), τριβούνος των πληβείων το 193 π.Χ., πρότεινε και διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα (plebiscitum), το οποίο θέσπισε ότι ο νόμος για τα χρήματα που δανείζονται, έπρεπε να είναι ο ίδιος για τους Socii και τους Latini με τους Ρωμαίους πολίτες. Ήταν πραίτορας το 189 π.Χ., όπου έλαβε ως επαρχία τη Σικελία, και ύπατος το 185 π.Χ. μαζί με τον Άπ. Κλαύδιο Πούλχερ. Στην υπατεία του διεξήγαγε πόλεμο στη Λιγουρία, και νίκησε τους Aπουανούς, ενώ ο συνάδελφός του ήταν εξίσου επιτυχημένος εναντίον των Iνγκαουανών. Ο Tουδιτανός ήταν υποψήφιος για την υπατεία του 184 π.Χ. χωρίς να επιτύχει (κέρδισε ο Κάτων και ο Φλάκος), αλλά εξελέγη ένας από τους ποντίφικες το επόμενο έτος. Απεβίωσε από τη μεγάλη επιδημία που αποδεκάτισε τη Ρώμη

Η Σεμπρονία, η οποία ήταν μητέρα του Δέκιμου Ιούνιου Βρούτου Αλβίνου (ενός από τους στρατηγούς και δολοφόνους του Καίσαρα), μπορεί να καταγόταν από οποιονδήποτε από αυτούς τους άνδρες.

  • Τίτου Λίβιου, Ιστορία της Ρώμης.