Πυροφόρος (αποσαφήνιση)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Όταν αναφερόμαστε στην λέξη πυροφόρος μπορεί να εννοούμε:

  • Πυροφόρος, (πυρ+φέρω), αυτός που φέρνει φωτιά.
  • Πυροφόρος (σιτοφόρος): ή πυρηφόρος (πυρός+ φέρω), αυτός που παράγει σιτάρι, αυτός που βοηθά στην ανάπτυξη του σίτου.
  • Πυροφόρος (έντομο): γένος κολεοπτέρων εντόμων.
  • Πυροφόρο κράμα: κράμα σιδήρου - δημητρίου (και άλλων σπανίων γαιών) που χρησιμοποιείται στους αναπτήρες και άλλες παρόμοιες συσκευές για την παραγωγή σπινθήρων.
  • Πυροφόρο σώμα: Σώμα το οποίο ερχόμενο σε επαφή με τον αέρα υφίσταται αυτανάφλεξη.


Εικονίδιο αποσαφήνισης
Αποσαφήνιση
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν.
Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα.