Πυροβασιλίσκος
Πυροβασιλίσκος | ||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενικός πυροβασιλίσκος στη Γαλλία
| ||||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||
Γεωγραφική κατανομή του πυροβασιλίσκου
(ανοικτό πράσινο = μόνο αναπαραγωγή σκούρο πράσινο = περιοχές όπου ζει όλο το έτος μπλε = μη αναπαραγωγικές περιοχές |
Ο πυροβασιλίσκος (επιστημονική-λατινική ονομασία Regulus ignicapilla), είναι είδος πολύ μικρού στρουθιόμορφου πτηνού, της οικογένειας βασιλισκίδες. Στην πραγματικότητα είναι το μικρότερο όλων των πουλιών της Ελλάδας και της Ευρώπης γενικότερα, «τίτλο» που μοιράζεται με το συγγενικό του είδος χρυσοβασιλίσκος.
Αναπαράγεται στο μεγαλύτερο μέρος των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και στη βορειοδυτική Αφρική, όντας εν μέρει αποδημητικό πτηνό. Οι πυροβασιλίσκοι των Βαλεαρίδων Νήσων και της βόρειας Αφρικής αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ειδικούς ως ξεχωριστό υποείδος. Πολύ περισσότερο ο πληθυσμός στη Μαδέρα, που παλαιά θεωρείτο επίσης υποείδος, θεωρείται σήμερα ξεχωριστό είδος, ο πυροβασιλίσκος της Μαδέρας (Regulus madeirensis). Ο προϊστορικός πρόγονος του πυροβασιλίσκου έχει ταυτοποιηθεί από ένα και μόνο οστό της πτέρυγας (φτερούγας).
Το χρώμα του πυροβασιλίσκου είναι πρασινωπό στο επάνω μέρος του και υπόλευκο στο κάτω. Το πτέρωμα στις φτερούγες έχει δύο λευκές ραβδώσεις, μαύρη λωρίδα στο ύψος των ματιών και λευκή υπερόφρυα. Το χαρακτηριστικό όμως είναι η έντονη λωρίδα στην κορυφή της κεφαλής, πορτοκαλί στο αρσενικό και κίτρινη στο θηλυκό, που έδωσε στο είδος την ονομασία του, καθώς στο αρσενικό μοιάζει με φλόγα. Ο πυροβασιλίσκος μοιάζει με τον χρυσοβασιλίσκο, με τον οποίο μοιράζεται την ευρωπαϊκή γεωγραφική κατανομή, αλλά η απόχρωση των ώμων του πυροβασιλίσκου και οι έντονες χρωματικές λωρίδες της κεφαλής είναι μοναδικές. Η φωνή του είναι μια επανάληψη από υψίσυχνες νότες, ελαφρώς χαμηλότερες από εκείνες του συγγενικού του είδους.
Ο πυροβασιλίσκος αναπαράγεται σε δασικές περιοχές και κήπους, κατασκευάζοντας τη συμπαγή φωλιά του σε κλαδί δέντρου. Τα επτά έως 12 αβγά της κάθε χρονιάς επωάζονται μόνο από το θηλυκό, αλλά αμφότεροι οι γονείς ταΐζουν τους νεοσσούς, οι οποίοι εγκαταλείπουν τη φωλιά 22 έως 24 ημέρες μετά την εκκόλαψη. Είναι πουλί που κινείται συνεχώς και συχνά αιωρείται στον αέρα καθώς αναζητεί έντομα για την τροφή του, ενώ τον χειμώνα βρίσκεται συχνά μαζί με κοπάδια πουλιών της οικογένειας παρίδες («παπαδίτσες»). Το είδος δεν φαίνεται να κινδυνεύει με μείωση των πληθυσμών του, καθώς μάλλον έχει επεκτείνει τη γεωγραφική κατανομή του την τελευταία εκατονταετία. Αποτελεί λεία αρπακτικών πτηνών.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πυροβασιλίσκος είναι μικρό «στρουμπουλό» πουλί, με μήκος 9 εκατοστά και άνοιγμα πτερύγων[2] 13 έως 16 εκατοστά. Η μάζα του είναι 4 έως 7 γραμμάρια. Το χρώμα του πυροβασιλίσκου είναι ανοικτό λαδί πρασινωπό στο επάνω μέρος του, με ένα «μπάλωμα» στο χρώμα του μπρούντζου σε κάθε ώμο, και υπόλευκο στο κάτω μέρος, με καφετί-γκρίζο στο στήθος και τα πλευρά. Υπάρχουν δύο λευκές λωρίδες σε κάθε πτέρυγα. Το ράμφος είναι πολύ μικρό, μαύρο και μυτερό, ενώ τα πόδια είναι σκούρα καφετιά έως μαύρα. Το χρωματικό μοτίβο της κεφαλής είναι έντονο, με μαύρη λωρίδα στο ύψος των ματιών, μακρά λευκή υπερόφρυα λωρίδα (supercilium), και το χαρακτηριστικό σχήμα της έντονης λωρίδας στο στέμμα (κορυφή της κεφαλής), που είναι κίτρινη στο θηλυκό και κυρίως πορτοκαλί στο αρσενικό. Γενικώς τα δύο φύλα είναι πολύ παρόμοια στην εμφάνιση, εκτός από το χρώμα του στέμματος, αν και το θηλυκό έχει κάπως πιο θαμπό πτέρωμα και είναι ελαφρώς μικρότερο. Τα νεαρά άτομα ξεχωρίζουν από τους ενήλικες στο ότι έχουν πιο γκριζωπή απόχρωση στο πιο θαμπό κάτω μέρος του σώματός τους και στερούνται της λωρίδας του στέμματος, με τις υπόλοιπες λωρίδες της κεφαλής να είναι παρούσες, αλλά πιο θαμπές από ό,τι στα ενήλικα άτομα. Στον πρώτο χειμώνα της ζωής τους απορρίπτουν όλο το πτέρωμα, εκτός από τα πτητικά και τα ουραία πτερά.
Οι πυροβασιλίσκοι συνήθως περπετούν με μικρά άλματα, κρατώντας το σώμα οριζόντιο, ενώ η πτήση του φαίνεται ασθενική και «τρεμουλιαστή», με απότομες στροφές κάπου-κάπου.[3]
Ο ενήλικος πυροβασιλίσκος ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο είδος πτηνού: Ο φυλλοσκόπος του Παλάς (Phylloscopus proregulus) έχει παρόμοια μοτίβα στην κεφαλή και τις πτέρυγες, αλλά το στέμμα του είναι ανοικτό λεμονί και όχι ζωηρό κίτρινο ή πορτοκαλί, ενώ η υπερόφρυα λωρίδα είναι επίσης χλομή κίτρινη και όχι έντονα λευκή. Ο νεαρός πυροβασιλίσκος μοιάζει πολύ με τον χρυσοβασιλίσκο, αλλά συνήθως έχει αρκετά ευδιάκριτο το μοτίβο της κεφαλής ώστε να ξεχωρίζεται από τον στενό συγγενή του, ο οποίος εμφανίζει λιγότερο πολύχρωμη κεφαλή σε όλες τις ηλικίες.[3] Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα κάποιος να λαθέψει τον νεαρό πυροβασιλίσκο με τον φυλλοσκόπο τον άκοσμο, που έχει παρόμοιο μοτίβο της κεφαλής. Αλλά ο φυλλοσκόπος αυτός (εκτός του ότι ζει στην Ασία και όχι στην Ευρώπη) έχει χλομές άκρες στο πτέρωμα των κλειστών πτερύγων.[4]
Ταξινομική και συστηματική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι βασιλίσκοι είναι μικρή ομάδα πτηνών του Παλαιού Κόσμου, αλλά αρκετοί ταξινομιστές την ανυψώνουν σε ξεχωριστή οικογένεια.[5] Οι ονομασίες της οικογένειας βασιλισκίδες (Regulidae) και του γένους βασιλίσκος (Regulus) σημαίνουν (στην ελληνική και τη λατινική γλώσσα αντιστοίχως) «μικρός βασιλιάς»[6], και αναφέρονται στη χαρακτηριστική έντονη χρυσίζουσα λωρίδα στο στέμμα (κορυφή κεφαλής) των ενήλικων ατόμων. Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά επιστημονικώς από τον ζωολόγο Κούνρατ Γιάκοπ Τέμινκ το 1820 υπό την ονομασία Sylvia ignicapilla[7]. Η σχετική καθυστέρηση της ταυτοποιήσεως αυτού του συνηθισμένου στην Ευρώπη πουλιού οφείλεται στην πεποίθηση ότι αποτελούσε απλώς μια ποικιλία του χρυσοβασιλίσκου.[8] Η λατινική ονομασία του είδους προέρχεται από τις λέξεις ignis = φωτιά και capillus = μαλλιά.[6] Το επίθετο συναντάται συχνά λανθασμένα ως ignicapillus αντί του ορθού ignicapilla.[9]
Υπάρχουν δύο ευρέως αποδεκτά υποείδη πυροβασιλίσκου, το R. ignicapilla ignicapilla και το μεσογειακό υποείδος R. ignicapilla balearicus (Jordans, 1923). Το δεύτερο συναντάται στις Βαλεαρίδες Νήσους και τη βόρεια Αφρική, και έχει πιο ανοικτόχρωμο κάτω μέρος και πιο γκρίζο επάνω μέρος σε σχέση με το άλλο υποείδος.[3] Μερικοί ταξινομικοί βιολόγοι έχουν προτείνει την ύπαρξη και άλλων υποειδών, όπως του R. i. caucasicus, του βορειοαφρικανικού R. i. laeneni[10] και του «πυροβασιλίσκου της Κριμαίας» R. i. tauricus.[11] Ο πυροβασιλίσκος της Μαδέρας (R. madeirensis), θεωρείτο παλαιότερα υποείδος του πυροβασιλίσκου, αλλά φυλογενετική ανάλυση του γονιδίου του κυτοχρώματος b (στο μιτοχονδριακό DNA) έδειξε ότι ξεχωρίζει στο επίπεδο του είδους. Πιο συγκεκριμένα, η απόκλιση του γονιδίου αυτού ανάμεσα στον πυροβασιλίσκο της Μαδέρας και το ευρωπαϊκό πτηνό είναι 8,5%, ποσοστό συγκρίσιμο με το επίπεδο αποκλίσεως μεταξύ άλλων αναγνωρισμένων ειδών του γένους Regulus, όπως το 9% ανάμεσα στον χρυσοβασιλίσκο και τον Regulus satrapa.[12] Εξάλλου το είδος της Μαδέρας διαφέρει ελαφρώς και στη μορφολογία, καθώς και στο κελάηδημα.[13] Ο διαχωρισμός του νέου είδους έγινε αποδεκτός από την Association of European Rarities Committees (AERC)[14] το 2003.
Ο βασιλίσκος της Ταϊβάν (Regulus goodfellowi) έχει κάποτε θεωρηθεί ως υποείδος του πυροβασιλίσκου. Ωστόσο, γενετικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το είδος της Ταϊβάν είναι στενότερος συγγενής του υποείδους Regulus regulus himalayensis, που αναπαράγεται στα Ιμαλάια, και μακρινότερος των πυροβασιλίσκων.[15] Επίσης οι βασιλίσκοι των Καναρίων Νήσων, που θεωρούντο πιθανά υποείδη πυροβασιλίσκου, αποδείχθηκε πλέον ότι συνιστούν δύο υποείδη του χρυσοβασιλίσκου.[16]
Απολιθώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν λίγα απολιθώματα βασιλίσκων της Πλειστόκαινης περιόδου (2,6 εκατομμύρια έως 12.000 έτη πριν) από την Ευρώπη και το Ισραήλ, κυρίως χρυσοβασιλίσκου ή απροσδιόριστου είδους. Υπάρχει ωστόσο και ένα δείγμα πυροβασιλίσκου από την Ισπανία. Μια αριστερή ωλένη από τη Βουλγαρία ταυτοποιήθηκε ως ένα άλλο, εξαφανισμένο είδος, το Regulus bulgaricus, ηλικίας 2,6 έως 1,95 εκατομμυρίων ετών. Τούτο φαίνεται να έχει προγονική σχέση με τον πυροβασιλίσκο, με τον χρυσοβασιλίσκο να αποκλίνει από αυτή τη γραμμή κατά τη Μέση Πλειστόκαινο.[17]
Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πυροβασιλίσκος αναπαράγεται, όσον αφορά την Κεντρική Ευρώπη, σε πεδινά δάση πλατύφυλλων δέντρων, προτιμώντας, όπου αυτά βρίσκονται, το είδος δέντρου δρυς η φελλοφόρος και το γένος δέντρου άλνος, με δεύτερα σε προτίμηση την οξιά και τον ελαιόπρινο. Ζει επίσης σε μεικτές δασικές εκτάσεις πλατύφυλλων και κωνοφόρων, ή σε συστάδες ελάτων, κέδρων και πεύκων, συχνά με υποκείμενη βλάστηση αρκεύθου, άγριου κισσού και άγριας τριανταφυλλιάς. Σε ξηρότερα, μεσογειακά ενδιαιτήματα συναντάται σε δασικές εκτάσεις κωνοφόρων, βελανιδιάς και ανάμεικτες, σε υψόμετρο έως και 2.800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[3] Σε αντίθεση με πιο «εξειδικευμένα» πουλιά, όπως ο δεντροτσομπανάκος και ο δενδροβάτης, οι βασιλίσκοι δεν χρειάζονται μεγάλες δασικές εκτάσεις και η πυκνότητα πληθυσμού τους είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος του δάσους.[18] Τον χειμώνα ο πυροβασιλίσκος δεν εξαρτάται τόσο πολύ από τα κωνοφόρα όσο ο χρυσοβασιλίσκος, μετακινούμενος από το δάσος σε θαμνότοπους. Συναντάται σε ζευγάρια ή ως μοναχικά άτομα, που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους πάνω στον θόλο των δέντρων, αν και συχνά εξορμούν σε θάμνους και άλλη χαμηλή βλάστηση.[3] Ο πυροβασιλίσκος μπορεί να ζήσει και σε πάρκα ή σε μεγάλους κήπους αστικών περιοχών, και μάλιστα η πυκνότητα πληθυσμού του σε αυτά τα μέρη μπορεί να είναι συγκρίσιμη με τις μέγιστες πυκνότητες που καταμετρούνται σε φυσικά ενδιαιτήματα.[19][20]
Το υποείδος R. ignicapilla ignicapilla αναπαράγεται στην Ευρώπη από τη νότια Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τη Λευκορωσία, τη βορειοδυτική Ουκρανία και την Ελλάδα. Στα βόρεια φθάνει έως τις ακτές της Βαλτικής και τη νότια Λετονία. Υπάρχουν απομονωμένοι πληθυσμοί ανατολικώς αυτής της βασικής κατανομής: στην Αμπχαζία, την Κριμαία και την Τουρκία. Γενικώς ζει στην περιοχή μεταξύ των ισοθέρμων Ιουλίου των 16 και των 24 °C.[2] Οι πιο νότιοι πληθυσμοί δεν αποδημούν, ενώ οι βόρειοι και ανατολικότεροι αποδημούν, ξεχειμωνιάζοντας κυρίως στις μεσογειακές χώρες και τη Δυτική Ευρώπη. Το υποείδος R. i. balearicus συναντάται στις Βαλεαρίδες και τα βόρεια μέρη του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.[3] Μεμονωμένα περιπλανηθέντα άτομα έχουν παρατηρηθεί στη Νορβηγία, τη Φινλανδία, την Εσθονία, την Κύπρο, την Αίγυπτο και τον Λίβανο.[12][21] Τον Ιούλιο του 2020 αναφέρθηκε ότι ο πυροβασιλίσκος φωλιάζει πλέον σε τουλάχιστον δύο τοποθεσίες στη νότια Φινλανδία[22], γεγονός που ενδεχομένως σημαίνει ότι με την κλιματική αλλαγή το είδος επεκτείνει την κατοίκησή του προς βορρά.
Συμπεριφορά και οικολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πυροβασιλίσκος είναι μονογαμικό πτηνό. Το αρσενικό κελαηδεί κατά την εποχή του ζευγαρώματος, συχνά με το στέμμα του υψωμένο, ενώ κοιτά κατά πρόσωπο τα άλλα πουλιά, επιδεικνύοντας έτσι το στέμμα και το μοτίβο του προσώπου του. Η επίδειξη αυτή διαφέρει από εκείνη του όχι τόσο εντυπωσιακού στο πρόσωπο χρυσοβασιλίσκου, ο οποίος σκύβει την κεφαλή του, ώστε να δείξει το στέμμα του. Η επικράτεια αναπαραγωγής του κάθε ζεύγους έχει έκταση περίπου 5 στρέμματα και μπορεί να αλληλοεπικαλύπτεται με αντίστοιχες επικράτειες χρυσοβασιλίσκων. Κάποιες φορές οι πυροβασιλίσκοι υπερασπίζονται τις επικράτειές τους εναντίον των χρυσοβασιλίσκων υψώνοντας το στέμμα τους και κτυπώντας τις φτερούγες τους[23], αλλά ο πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ειδών μάλλον δεν είναι μεγάλος. Μια μελέτη για την Ισπανία υποδεικνύει ότι οι χωρικές συγκρούσεις ανάμεσά τους και άλλα φαινόμενα, όπως το κελάηδημα ανάμικτων ή εναλλασσόμενων «τραγουδιών», ήταν συχνότερα όταν το ένα είδος είχε μεγάλη αριθμητική διαφορά τοπικώς από το άλλο.[24]. Αλλιώς τα δύο είδη έχουν «μάθει» να αγνοούν το ένα τους ήχους του άλλου. Στην επίδειξη για το ζευγάρωμα του πυροβασιλίσκου, το αρσενικό υψώνει το στέμμα του, το στρέφει προς το θηλυκό και αιωρείται από επάνω του.[23]
Η φωλιά του πυροβασιλίσκου συχνά αιωρείται από ένα χαμηλό κλαδί, αν και ο Έρικ Σιμς (Eric Simms) ανέφερε φωλιές σε ύψη από 2,5 μέχρι και 20 μέτρα.[23] Οι πυροβασιλίσκοι είναι πιθανό να προτιμούν να φωλιάζουν κοντά σε φωλιές διπλοσάινου. Αυτό το μεγάλο αρπακτικό πτηνό τρώει δυνητικούς θηρευτές του πυροβασιλίσκου, όπως το ξεφτέρι, αλλά και «κλέφτες αβγών» όπως ο γκρίζος σκίουρος (Sciurus carolinensis), η κίσσα και ο μέγας στικτός δρυοκολάπτης (Dendrocopos major).[25] Καθώς και στα άλλα είδη της οικογένειας, η φωλιά του πυροβασιλίσκου έχει σχήμα κλειστού κυπέλλου, με τρία στρώματα να αποτελούν το τοίχωμα και με μία μικρή οπή εισόδου κοντά στην κορυφή της. Το εξωτερικό στρώμα της φωλιάς κατασκευάζεται από μικρά κλαδάκια, βρύα, λειχήνες και ιστό αράχνης, με τον τελευταίο να χρησιμεύει στο να κολλά η φωλιά στα κλαδιά που τη στηρίζουν. Το μεσαίο στρώμα αποτελείται από βρύα και το εσωτερικό είναι ένα επίστρωμα από πούπουλα (μέχρι και τρεις χιλιάδες ανά φωλιά) ή και τρίχωμα ζώων.[2] Η φωλιά είναι μικρότερη, βαθύτερη και πιο συμπαγής από εκείνη του χρυσοβασιλίσκου, έχοντας διάμετρο περί τα 8 εκατοστά και βάθος 5 έως 7, με πάχος τοιχώματος περίπου 2 εκατοστά.[23] Η φωλιά κατασκευάζεται μόνο από το θηλυκό, ωστόσο το αρσενικό το συνοδεύει κατά τη διάρκεια του κτισίματος, λίγες ημέρες έως και τρεις εβδομάδες.[12]
Η γέννηση των αβγών αρχίζει στη δυτική Ευρώπη στα τέλη Απριλίου και στα ανατολικά στα τέλη Μαΐου. Είναι ωστόσο συνηθισμένη και μια δεύτερη γέννα το ίδιο έτος, που αρχίζει τον Ιούνιο-Ιούλιο.[2] Τα αβγά είναι ρόδινου χρώματος με μόλις ορατά κοκκινωπά σημάδια στο ευρύ άκρο τους,[26], αντίθετα με εκείνα του πυροβασιλίσκου της Μαδέρας, τα οποία χαρακτηρίζονται ως όμοια με εκείνα του γένους Phylloscopus (λευκά με λίγες μπεζ κηλίδες).[23] Το κάθε αβγό έχει διαστάσεις 14 x 10 mm και μάζα 0,7 γραμμάριο (το 5% του βάρους είναι το κέλυφος).[27] Ο αριθμός των αβγών σε κάθε γέννα είναι 7 έως 12 στην Ευρώπη και μάλλον μικρότερος στη βορειοδυτική Αφρική. Το θηλυκό επωάζει τα αβγά επί 14,5 έως 16,5 ημέρες και προστατεύει τους νεοσσούς, που είναι ικανοί να πετάξουν μόλις 8 έως 10 ημέρες μετά την εκκόλαψή τους. Αμφότεροι οι γονείς ταΐζουν τους νεοσσούς.[2] Οι νεαροί πυροβασιλίσκοι ωριμάζουν σεξουαλικώς σε ηλικία ενός έτους, αλλά η διάρκεια ζωής τους δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.[27]
Διατροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι βασιλίσκοι γενικώς είναι σχεδόν αποκλειστικά εντομοφάγα πουλιά, με λεία τους μικρά αρθρόποδα με μαλακό κέλυφος, π.χ. κολλέμβολα, αφίδες και αράχνες. Τρώνε επίσης κουκούλια και αβγά αραχνών και εντόμων, ενώ περιπτωσιακά τρέφονται και με γύρη. Και όλα τα είδη συλλαμβάνουν τα έντομα στον αέρα, ενώ θηρευτής και λεία πετούν. Ωστόσο, παρά το ότι πυροβασιλίσκος και χρυσοβασιλίσκος έχουν το ίδιο μέγεθος και συχνά συναντώνται μαζί, υπάρχουν παράγοντες που μειώνουν τον άμεσο ανταγωνισμό για τροφή. Οι πυροβασιλίσκοι προτιμούν μεγαλύτερη λεία από ό,τι οι χρυσοβασιλίσκοι. Αμφότερα τα είδη θα αποσπάσουν παγιδευμένα έντομα από ιστούς αράχνης κατά τη φθινοπωρινή τους αποδημία, αλλά οι πυροβασιλίσκοι θα φάνε και τις μεγαλύτερες ακόμα αράχνες, μάλιστα σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν βρεθεί κολλημένοι σε ιστό αράχνης, είτε ζωντανοί, είτε νεκροί.[12] Ο πυροβασιλίσκος αναζητεί την τροφή του και πάνω στα δέντρα, κυρίως στην άνω επιφάνεια των κλαδιών στα κωνοφόρα και των φύλλων στα φυλλοβόλα πλατύφυλλα δέντρα. Αυτό έρχεται σε σντίθεση με τον χρυσοβασιλίσκο, ο οποίος συχνά τρέφεται με έντομα που βρίσκει στην κάτω επιφάνεια των κλαδιών και των φύλλων. Τον χειμώνα, κοπάδια από πυροβασιλίσκους καλύπτουν μια συγκεκριμένη απόσταση περίπου τρεις φορές ταχύτερα από τους χρυσοβασιλίσκους και αγνοούν τα μικρότερα ζωύφια που προτιμούν οι δεύτεροι. Σκοτώνουν τα μεγάλα ζωύφια χτυπώντας τα επανειλημμένα πάνω σε ένα κλαδί.[12] Οι διαφορές αυτές στη συμπεριφορά διευκολύνονται από δυσδιάκριτες για τον άνθρωπο μορφολογικές διαφορές: ο πυροβασιλίσκος έχει πλατύτερο ράμφος, με μακρύτερα στοματικά πούπουλα (που προστατεύουν τα μάτια ενός πουλιού από τη λεία που επιχειρεί να συλλάβει), ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει μεγαλύτερα ζωύφια. Η λιγότερο διχαλωτή ουρά του πυροβασιλίσκου πιθανώς αντιστοιχεί στα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα αιωρήσεως όταν θηρεύει. Οι πυροβασιλίσκοι αναζητούν επίσης συχνότερα τη λεία τους σε όρθια στάση και έχουν πόδια καλύτερα προσαρμοσμένα για τον σκοπό αυτόν, ενώ το μακρύτερο οπίσθιο δάκτυλο του χρυσοβασιλίσκου αντιστοιχεί στη συνήθειά του να κινείται κατακόρυφα κατά μήκος τέτοιων κλαδιών όταν αναζητεί τροφή. Επίσης ο δεύτερος φέρει βαθιά αυλάκια στα πέλματα, ικανά να κρατούν σταθερά τα πόδια πάνω σε μεμονωμένες πευκοβελόνες, ενώ ο πυροβασιλίσκος έχει πιο επίπεδα πέλματα.[28]
Οι νεογέννητοι πυροβασιλίσκοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με κολλέμβολα. Από την πέμπτη ημέρα της ζωής τους, η δίαιτα των νεοσσών περιλαμβάνει αφίδες και θρυμματισμένα κελύφη σαλιγκαριών (απαραίτητα για το ασβέστιο που χρειάζεται για την ανάπτυξη των οστών). Μετά τη δεύτερη εβδομάδα μπορούν και τρώνε μεγαλύτερα λεπιδόπτερα και κάμπιες, καθώς και διάφορα αρθρόποδα που συνήθως αποφεύγουν οι ενήλικες, όπως φαλάγγια, ψαλίδες και σαρανταποδαρούσες.[12]
Τον χειμώνα ο πυροβασιλίσκος ακολουθεί χαλαρά κοπάδια από άλλα περιπλανώμενα πτηνά, όπως οι παπαδίτσες και άλλα μικρά εντομοφάγα ωδικά πτηνά.[3] Ο πυροβασιλίσκος, όπως και άλλα είδη που προτιμούν τέτοια μεικτά κοπάδια τροφοσυλλογής τον χειμώνα, συλλαμβάνει τη λεία του σε μεγαλύτερο εύρος ύψους και τύπων βλαστήσεων από όσο όταν κυνηγά μόνος του. Για πτηνά που τείνουν να συλλαμβάνουν τη λεία τους σε κοπάδια, η επιτυχία είναι περίπου διπλάσια σε σχέση με εκείνη για μοναχικά πτηνά.[29] Σε κάποιες περιοχές τα πτηνά που ξεχειμωνιάζουν έχουν αναπτύξει τη συνήθεια να τρέφονται σε ταΐστρες πουλιών που έχουν στήσει οι άνθρωποι (για τροφή πλουσιότερη σε λίπη, όπως π.χ. τα αράπικα φυστίκια), κάποτε μαζί με χρυσοβασιλίσκους, φυλλοσκόπους και μαυροσκούφηδες.[23] Ωστόσο το πεπτικό σύστημα του πυροβασιλίσκου είναι προσαρμοσμένο σε μια εντελώς εντομοφαγική δίαιτα, ενώ τα είδη του γένους Sylvia, όπως ο μαυροσκούφης, καταναλώνουν και φρούτα το φθινόπωρο. Μια μελέτη συνέκρινε τα τρία γένη και έδειξε ότι σε σχέση με το βάρος του σώματος τα καθαρώς εντομοφάγα πτηνά έχουν μικρότερου μήκους έντερα, αλλά η τροφή παραμένει περισσότερο χρόνο σε αυτά. Εκτός αυτού, τα πρώτα είναι γενικώς λίγο μικρότερου μεγέθους πτηνά.[30]
Κελάηδημα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κάλεσμα του πυροβασιλίσκου αποτελείται από τρεις ή τέσσερις υψηλές νότες, παρόμοια με εκείνο του χρυσοβασιλίσκου, αλλά ελαφρώς λιγότερο υψίσυχνο[31] και ακούγεται σαν ένα ζιτ-ζιτ-ζιτ αντί του ση-ση-ση του χρυσοβασιλίσκου.[23] Το τραγούδι του πάλι είναι μια διαδοχή από τις ίδιες νότες σε μια μακρότερη και ελαφρώς πιο ποικίλλουσα ακολουθία. Συνήθως υπάρχουν 11 έως 14 φθόγγοι (νότες) σε κάθε τραγούδι, που γίνονται δυνατότεροι και ταχύτεροι προς το τέλος, με τους τρεις τελευταίους φθόγγους να διαφέρουν ελαφρώς από τις προηγούμενες στη χροιά: ζιρτ αντί ζιτ. Το τραγούδι του πυροβασιλίσκου διαρκεί συνήθως 0,5 έως 2,5 δευτερόλεπτα, έναντι 3,5 έως 4,0 του χρυσοβασιλίσκου, και μπορεί να επαναληφθεί μέχρι οκτώ φορές σε ένα λεπτό. Τον Μάιο και τον Ιούνιο το τραγούδι είναι μεν συχνότερο μετά την αυγή, αλλά συνεχίζεται αραιότερα όλη την ημέρα. Στην ύστερη εποχή της αναπαραγωγής το τραγούδι περιορίζεται στις πρωινές ώρες.[23]
Το τραγούδι του μεσογειακού υποείδους R. i. balearicus είναι πολύ παρόμοιο με εκείνο του R. i. ignicapilla, ενώ το συγγενές είδος της Μαδέρας διαιρεί το τραγούδι του σε τρεις μουσικές φράσεις, με τις δύο να είναι τροποποιημένα καλέσματα επιδείξεως και κινδύνου.[10][32] Οι αρσενικοί χρυσοβασιλίσκοι και οι πυροβασιλίσκοι της Μαδέρας δείχνουν κάποτε αντιδράσεις σε ηχογραφημένα τραγούδια ή καλέσματα του πυροβασιλίσκου, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει, επειδή τα τραγούδια του πυροβασιλίσκου είναι απλούστερα από εκείνα των συγγενικών του ειδών.[10][23]
Θηρευτές και άλλοι εχθροί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε όλη τη γεωγραφική κατανομή του πυροβασιλίσκου ο βασικός θηρευτής των μικρών δασικών πτηνών είναι το ξεφτέρι (Accipiter nisus), του οποίου έως και το 98% της δίαιτας αποτελείται από πουλάκια.[33] Η κουκουβάγια «χουχουριστής» κυνηγά περισσότερο είδη θηλαστικών, αλλά περίπου το ένα τρίτο της τροφής της είναι επίσης δασικά πτηνά.[34] Τα αβγά και οι νεοσσοί μπορεί να φαγωθούν από γκρίζους σκίουρους, κίσσες και μεγάλους στικτούς δρυοκολάπτες (Dendrocopos major).[25]
Το μυρμήγκι της Αργεντινής (Linepithema humile), ένα είδος-εισβολέας στην Ευρώπη, είναι συνηθισμένο στην περιοχή της Μεσογείου και μειώνει τους πληθυσμούς των αρθρόποδων που αποτελούν την τροφή και του by removing most native ant species.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ BirdLife International (2016). "Regulus ignicapilla". IUCN Red List of Threatened Species. 2016: e.T22735002A87781502, doi: 10.2305/IUCN.UK.2016-3.RLTS.T22735002A87781502.en. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2021
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Snow, David· Perrins, Christopher M., επιμ. (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 τόμοι). Οξφόρδη: Oxford University Press. σελίδες 1346–1348. ISBN 978-0-19-850188-6.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Baker, Kevin (1997). Warblers of Europe, Asia and North Africa (Helm Identification Guides). Λονδίνο: Helm. σελίδες 383-384. ISBN 978-0-7136-3971-1.
- ↑ Barthel, Peter H. (2003). «Juvenile firecrests Regulus ignicapilla as a confusion risk with yellow-browed Phylloscopus inornatus and Pallas's warblers P. proregulus» (στα γερμανικά). Limicola 17 (3): 139-151.
- ↑ Monroe, Burt L. (Φεβρουάριος 1992). «The new DNA-DNA avian classification: What's it all about?». British Birds 85 (2): 53-61.
- ↑ 6,0 6,1 The Chambers Dictionary (9η έκδοση). Εδιμβούργο: Chambers. 2006. σελίδες 223, 735, 1277. ISBN 978-0-550-10185-3.
- ↑ Temminck, Coenraad Jacob (1820–1840). Manuel d'ornithologie, ou Tableau systematique des oiseaux qui se trouvent en Europe (στα Γαλλικά) (2η έκδοση). Παρίσι: H. Cousin & E. d'Ocagne. σελ. 231.
- ↑ Wood, Neville (1836). British song birds: being popular descriptions and anecdotes of the choristers of the groves. Λονδίνο: John W. Parker. σελίδες 143-145.
- ↑ Crochet, P.-A. (2010). AERC TAC's Taxonomic Recommendations, July 2010 (PDF). Association of European Rarity Committees (AERC). σελ. 14.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Päckert, Martin; Martens, Jochen; Hofmeister, Tanja (Ιανουάριος 2001). «Lautäußerungen der Sommergoldhähnchen von den Inseln Madeira und Mallorca (Regulus ignicapillus madeirensis, R. i. balearicus)» (στα γερμανικά). Journal für Ornithologie 142 (1): 16-29. doi: .
- ↑ Redkin, Y.A. (2001). «A new subspecies of Firecrest Regulus ignicapillus (Temminck, 1820) (Regulidae, Passeriformes) from the mountains of the Crimea». Ornitologia 29: 98-102.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 Martens, Jochen και Päckert, Martin: «Family Regulidae (Kinglets & Firecrests)», σσ. 330-349 στο Del Hoyo, Josep· Elliott, Andrew· Christie, David A., επιμ. (2006). Handbook of the Birds of the World: Old World Flycatchers to Old World Warblers, v. 11. Βαρκελώνη: Lynx Edicions. ISBN 978-84-96553-06-4.
- ↑ Sangster, George; Collinson, J. Martin; Helbig, Andreas J.; Knox, Alan G.; Parkin, David T. (2005). «Taxonomic recommendations for British birds: third report». Ibis 147 (4): 821-826. doi: .
- ↑ AERC Taxonomy Committee (2003). AERC TAC's Taxonomic Recommendations (PDF). Association of European Rarities Committees. σελ. 22.
- ↑ Päckert, Martin; Martens, Jochen; Severinghaus, Lucia Liu (2008). «The Taiwan Firecrest (Regulus goodfellowi) belongs to the Goldcrest assemblage (Regulus regulus s.l.): evidence from mitochondrial DNA and the territorial song of the Regulidae». Journal of Ornithology 150 (1): 205-220. doi: .
- ↑ Päckert, Martin (2006). «Song dialects as diagnostic characters—acoustic differentiation of the Canary Island Goldcrest subspecies Regulus regulus teneriffae Seebohm 1883 and R. r. ellenthalerae Päckert et al. 2006 (Aves: Passeriformes: Regulidae)». Zootaxa 1325: 99-115. doi: .
- ↑ Boev, Zlatozar (1999). «Regulus bulgaricus sp. n. – the first fossil Kinglet (Aves: Sylviidae) from the Late Pliocene of Varshets, Western Bulgaria». Historia Naturalis Bulgarica 10: 109-115. https://www.biodiversitylibrary.org/page/31093140#page/111/mode/1up.
- ↑ Telleria, J.L.; Santos, T. (1995). «Effects of forest fragmentation on a guild of wintering passerines: the role of habitat selection». Biological Conservation 71: 61-67. doi:. http://www.ucm.es/info/zoo/bcv/pdf/1995_BiolCons_71_61.pdf.
- ↑ Palomino, David; Carrascal, Luis M. (2006). «Urban influence on birds at a regional scale: A case study with the avifauna of northern Madrid province». Landscape and Urban Planning 77 (3): 276-290. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-09-07. https://web.archive.org/web/20080907081825/http://www.vertebradosibericos.org/lmcarrascal/pdf/leup2004.pdf. Ανακτήθηκε στις 2022-10-15.
- ↑ Witt, Klaus; Mitschke, Alexander; Luniak, Maciej (Δεκέμβριος 2005). «A comparison of common breeding bird populations in Hamburg, Berlin and Warsaw». Acta Ornithologica 40 (2): 139-146. doi: .
- ↑ «BirdLife International Species factsheet: Regulus ignicapilla ». BirdLife International. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2010.
- ↑ «Tulipäähippiäinen liittyi Suomen pesimälinnustoon» [Common firecrest joins Finland's nesting birds]. Birdlife Finland (στα Φινλανδικά). Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2020.
- ↑ 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 23,7 23,8 Simms, Eric (1985). British Warblers (New Naturalist Series). Λονδίνο: Collins. σελ. 370. ISBN 978-0-00-219810-3.
- ↑ Becker, Peter H. (1977). «Verhalten auf Lautäußerungen der Zwillingsart, interspezifische Territorialität und Habitatansprüche von Winter- und Sommergoldhähnchen (Regulus regulus, R. ignicapillus)» (στα γερμανικά). Journal für Ornithologie 118 (3): 233-260. doi: .
- ↑ 25,0 25,1 Mawson, Geoff (Απρίλιος 2010). «Apparent nesting association of Northern Goshawks and Firecrests». British Birds 103: 243-244.
- ↑ Seebohm, Henry (1896). Coloured Figures of the Eggs of British Birds. Sheffield: Pawson and Brailsford. σελ. 209, πλάκα 53.
- ↑ 27,0 27,1 «Firecrest Regulus ignicapilla ». BTOWeb BirdFacts. British Trust for Ornithology. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2010.
- ↑ Leisler, Bernd; Thaler, Ellen (1982). «Differences in morphology and foraging behaviour in the goldcrest Regulus regulus and firecrest R. ignicapillus». Annales Zoologici Fennici 19: 277-284. http://www.sekj.org/PDF/anzf19/anz19-277-284.pdf.
- ↑ Herrera, Carlos M. (1979). «Ecological aspects of heterospecific flocks formation in a Mediterranean passerine bird community». Oikos 33 (1): 85-96. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-20. https://web.archive.org/web/20110720143131/http://www.plant-animal.es/pdfs/Herrera.1979.Oikos.pdf. Ανακτήθηκε στις 2022-10-15.
- ↑ Jordano, Pedro (1987). «Frugivory, external morphology and digestive system in Mediterranean sylviid warblers Sylvia spp.». Ibis 129: 175-189. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-06-20. https://web.archive.org/web/20130620203613/http://ebd10.ebd.csic.es/pdfs/Jordano_1987_Ibis_Sylvia%20morphology%20and%20frugivory.pdf. Ανακτήθηκε στις 2010-10-28.
- ↑ Mullarney, Killian· Svensson, Lars· Zetterstrom, Dan· Grant, Peter J. (1999). Collins Bird Guide. Collins, Λονδίνο. σελ. 336. ISBN 978-0-00-219728-1.
- ↑ Constantine, Mark· The Sound Approach (2006). The Sound Approach to Birding: A Guide to Understanding Bird Sound. Poole: The Sound Approach. σελ. 137. ISBN 978-90-810933-1-6.
- ↑ Génsbøl, Benny (1987). Birds of Prey. Λονδίνο: Collins. σελίδες 154–156. ISBN 978-0-00-219176-0.
- ↑ Voous, Karel H. (1988). Owls of the Northern Hemisphere. Cameron, Ad. (εικονογράφος). Λονδίνο: Collins. σελίδες 209–219. ISBN 978-0-00-219493-8.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- PDF με πολλές φωτογραφίες από τους Javier Blasco-Zumeta και Gerd-Michael Heinze