Προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για την προσάρτηση του 2014, δείτε Προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Ο πίνακας του Ιβάν Αϊβαζόφσκι Η άφιξη της Αικατερίνης Β' στη Θεοδοσία

Η περιοχή της Κριμαίας, η οποία ελεγχόταν προηγουμένως από το Χανάτο της Κριμαίας, προσαρτήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία στις 19 Απριλίου (Π.Η. 8 Απριλίου) 1783.[1] Η περίοδος πριν την προσάρτηση χαρακτηριζόταν από διαρκείς παρεμβάσεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις υποθέσεις της Κριμαίας, μια σειρά από εξεγέρσεις των Τάταρων της Κριμαίας και τις αμφιταλαντεύσεις των Οθωμανών. Η προσάρτηση ήταν η αρχή 134 χρόνων κυριαρχίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση του 1917.

Αφού άλλαξε χέρια πολλές φορές κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, η Κριμαία αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας από το 1921, ενώ παραχωρήθηκε στην Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία το 1954, η οποία μετέπειτα έγινε το ανεξάρτητο κράτος της Ουκρανίας το 1991-1992. Η Ρωσική Ομοσπονδία προσάρτησε εκ νέου την Κριμαία το 2014, επανακατοχυρώνοντας τη ρωσική παρουσία στη χερσόνησο, χωρίς, ωστόσο, να είναι διεθνώς αναγνωρισμένη η προσάρτηση αυτή.[2][3]

Προοίμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανεξάρτητη Κριμαία (1774-76)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν τη νίκη της Ρωσίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774, το Χανάτο της Κριμαίας, το οποίο κατοικούνταν κατά βάση από Τάταρους της Κριμαίας, αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την εξουσία της επί του Χανάτου και να γίνει ανεξάρτητο κράτος υπό την επιρροή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[4] Οι Τάταροι της Κριμαίας δεν επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους και ένοιωθαν ισχυρούς δεσμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μέσα σε δύο μήνες από την υπογραφή της Συνθήκης, η κυβέρνηση του Χανάτου απέστειλε αντιπροσώπους στους Οθωμανούς, οι οποίοι τους ζήτησαν να «καταστρέψουν τις συνθήκες της ανεξαρτησίας». Οι αντιπρόσωποι είπαν ότι, όσο τα ρωσικά στρατεύματα παρέμεναν στο Γενί Καλέ και στο Κερτς, το Χανάτο δεν θα μπορούσε να θεωρείται ανεξάρτητο. Παρ'όλα αυτά, οι Οθωμανοί αγνόησαν αυτό το αίτημα προκειμένου να μην παραβιαστεί η συμφωνία με τη Ρωσία.[5][6] Στην αναταραχή ύστερα από την ήττα των Τούρκων, ο Τάταρος ηγέτης Ντεβλέτ Γκιράι αρνήθηκε να αποδεχτεί τη συμφωνία την ώρα της υπογραφής της. Έχοντας πολεμήσει ενάντια στη Ρωσία στο Κουμπάν κατά τη διάρκεια του πολέμου, διέσχισε τα Στενά του Κερτς προς την Κριμαία και κατέλαβε την πόλη της Κάφα (σημερινή Θεοδοσία). Ο Ντεβλέτ αμέσως κατέλαβε τον θρόνο της Κριμαίας, εκτοπίζοντας τον Σαχίμπ Γκιράι. Παρά τις ενέργειές του ενάντια της Ρωσίας, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας αναγνώρισε το Ντεβλέτ ως Χαν.[6]

Την ίδια ώρα, όμως, η ίδια προωθούσε τον ευνοούμενό της Σαχίν Γκιράι, ο οποίος κατοικούσε στην αυλή της, για τη θέση αυτή. Όσο περνούσε ο χρόνος, η κυριαρχία του Ντεβλέτ γινόταν ολοένα και πιο ασταθής.[6] Τον Ιούλιο του 1775 έστειλε αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να διαπραγματευτεί την προσάρτηση του Χανάτου της Κριμαίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η ενέργεια συνιστούσε απείθεια προς τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, την οποία ζήτησε από τους Οθωμανούς να την αγνοήσουν. Ο διάσημος διπλωμάτης Αχμέντ Ρεσμί Εφέντι, ο οποίος συνέβαλλε στη διατύπωση της συνθήκης, αρνήθηκε να παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια στο Χανάτο προκειμένου να μην ξεκινήσει ένας ακόμα καταστροφικός πόλεμος με τη Ρωσία. Η Αικατερίνη έδωσε εντολή για εισβολή στην Κριμαία το Νοέμβριο του 1776. Οι δυνάμεις της απέκτησαν γρήγορα τον έλεγχο του Περεκόπ στο βορειότερο τμήμα της χερσονήσου. Τον Ιανουάριο του 1777, ο ευνοούμενος της Ρωσίας Σαχίν Γκιράι εισήλθε στην Κριμαία μέσω των Στενών του Κερτς, όπως ακριβώς έκανε και ο Ντεβλέτ. Ο Ντεβλέτ, συνειδητοποιώντας την επικείμενη ήττα, παραιτήθηκε και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, ο Σαχίν ορίστηκε ως Χαν ελεγχόμενος από τη Ρωσία, εξοργίζοντας τον μουσουλμανικό πληθυσμό της χερσονήσου.[1] Όταν άκουσε τα νέα, ο Οθωμανός Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ δήλωσε ότι «ο Σαχίν Γκιράι είναι εργαλείο. Ο στόχος των Ρώσων είναι να καταλάβουν την Κριμαία».[6] Ο Σαχίν, όντας μέλος του Οίκου των Γκιράι, επιχείρησε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις για τον «εκσυγχρονισμό» του Χανάτου. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται η συγκεντροποίηση των εξουσιών στον Χαν, θεσμοθετώντας μια «αυτοκρατική» διακυβέρνηση, στα πρότυπα της Ρωσίας. Προηγουμένως, η εξουσία μοιραζόταν ανάμεσα στους ηγέτες των διάφορων φυλών, τους λεγόμενους μπέηδες. Επιχείρησε να εισάγει ένα κρατικό σύστημα φορολογίας, έναν κεντρικοποιημένο στρατό υποχρεωτικής θητείας και την αντικατάσταση του νομικού συστήματος του Μιλλέτ με τον πολιτικό νόμο.[7] Αυτές οι ενέργειες, οι οποίες είχαν στόχο της διατάραξης του παλαιότερου οθωμανικού καθεστώτος, ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς στον πληθυσμό της Κριμαίας.[8]

Εξεγέρσεις της Κριμαίας (1777-82)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ευρώπη ύστερα από την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, με τη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας να βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο

Με εντολή της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης, ο Σαχίν επέτρεψε στους Ρώσους να κατοικήσουν στην Κριμαία, εξοργίζοντας ακόμα περισσότερο τους κατοίκους της. Μία ομάδα αυτών των εποίκων εγκαταστάθηκε στο Γενί Καλέ, το οποίο παρέμεινε υπό ρωσική επιρροή ύστερα από την εγκατάσταση του Σαχίν ως Χαν. Οι ντόπιοι κάτοικοι συνασπίστηκαν ώστε να προλάβουν τον ρωσικό εποικισμό, ξεκινώντας εξέγερση ενάντια στον Σαχίν. Ο ίδιος απέστειλε το νεοσύστατο στρατό του να καταστείλλει την εξέγερση, όμως αυτός εν τέλει τάχθηκε στο πλευρό των εξεγερμένων. Έτσι, η εξέγερση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χερσόνησο και οι δυνάμεις των εξεγερμένων έφτασαν μέχρι το Παλάτι του Μπαχτσισαράι. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, οι εξόριστοι Κριμαίοι άσκησαν πιέσεις στην οθωμανική κυβέρνηση να δράσει.[7] Υποκύπτοντας στις πιέσεις, η κυβέρνηση έστειλε στόλο στην Κριμαία κυρίως για να διαφυλαχτεί η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Ωστόσο, η Ρωσία έδρασε γρήγορα. Οι ρωσικές δυνάμεις έφτασαν στο Γενί Καλέ τον Φεβρουάριο του 1778, συντρίβοντας την εξέγερση πριν προλάβουν να φτάσουν οι Οθωμανοί. Όταν ο στόλος έφτασε τον Μάρτιο, δεν υπήρχαν αντάρτες ώστε να τους στηρίξουν. Ακολούθησε μια σύντομη σύγκρουση με το ρωσικό ναυτικό έξω από το Ακιτάρ (σημερινή Σεβαστούπολη), ωστόσο ο οθωμανικός στόλος τράπηκε σε φυγή. Ο Σαχίν αποκαταστάθηκε ως Χαν.[7] Εκδηλώθηκαν μικρής έκτασης συγκρούσης ανάμεσα στο οθωμανικό και στο ρωσικό ναυτικό μέχρι τον Οκτώβριο του 1778, οπότε και ο οθωμανικός στόλος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[8]

Μέσα στα επόμενα χρόνια, ο Σαχίν επιχείρησε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις του.[9] Η στήριξη σε αυτές παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα και υπονομεύτηκαν σημαντικά από την απόφαση της Αικατερίνης να μετεγκαταστήσει τους Πόντιους Έλληνες στις βόρειες ακτές της Θάλασσας του Αζόφ, εκτός του Χανάτου. Η κοινότητα αυτή, όντας χριστιανική, αποτελούσε σημαντικό τμήμα της εμπορικής τάξης της Κριμαίας και ήδη υποστήριζαν τις μεταρρυθμίσεις του Σαχίν. Αυτή η μετεγκατάσταση προκάλεσε σημαντικό πλήγμα στην οικονομία της Κριμαίας και αποδυνάμωσε περαιτέρω τη θέση του Χαν.[9] Αναγνωρίζοντας την ήττα της στην Κριμαία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε τη Συνθήκη του Αϊναλικαβάκ στις αρχές του 1779. Με τη συμφωνία αυτή, οι Οθωμανοί αναγνώρισαν τον Σαχίν ως Χαν της Κριμαίας, δεσμεύτηκαν να μην παρέμβουν περαιτέρω στην Κριμαία και παραδέχτηκαν ότι η Κριμαία βρισκόταν, πλέον, υπό ρωσικό έλεγχο. Οι Κριμαίοι δεν θα περίμεναν, πλέον, την οθωμανική βοήθεια. Οι μεταρρυθμίσεις του Σαχίν προχώρησαν, αφαιρώντας σταδιακά τους Τάταρους από την οποιαδήποτε θέση πολιτικής επιρροής. Για ένα σύντομο διάστημα, η κατάσταση στην Κριμαία είχε εξομαλυνθεί.[9]

Μία νέα εξέγερση ξέσπασε στην Κριμαία το 1781 λόγω της διαρκούς περιθωριοποίησης των Τάταρων στη διακυβέρνηση του Χανάτου.[10] Διάφοροι φύλαρχοι μαζί με τις δυνάμεις τους συναντήθηκαν στο Ταμάν, στην άλλη πλευρά των Στενών του Κερτς. Τον Απρίλιο του 1782, ένα σημαντικό τμήμα του στρατού του Σαχίν αυτομόλησε με τους αντάρτες και τους συνάντησε στο Ταμάν. Η επικοινωνία ανάμεσα στους αρχηγούς των ανταρτών, μεταξύ αυτών και δύο αδερφοί του Σαχίν, και τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι θρησκευτικοί (ουλεμάδες) και νομικοί (καντί) αξιωματούχοι, σημαντικοί παράγοντες στο παλιό οθωμανικό καθεστώς, διακήρυτταν ανοιχτά την εναντίωσή τους στον Σαχίν. Οι δυνάμεις των ανταρτών επιτέθηκαν στην Κάφα στις 14 Μαΐου (Π.Η. 3 Μαΐου) 1782. Οι δυνάμεις του Σαχίν ηττήθηκαν άμεσα και ο ίδιος κατέφυγε στο Κερτς, το οποίο βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο. Οι ηγέτες των ανταρτών εξέλεξαν ως Χαν τον αδερφό του Σαχίν Μπαχαντίρ Γκιράι και ζήτησαν αναγνώριση από τους Οθωμανούς.[10] Ωστόσο, η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη δεν άργησε να αποστείλλει των Πρίγκηπα Γκριγκόρι Ποτέμκιν για να αποκατασταθεί εκ νέου ο Σαχίν στην εξουσία. Δεν υπήρξε ιδιαίτερη αντίδραση απέναντι στους Ρώσους που εισέβαλλαν, ενώ πολλοί αντάρτες υποχώρησαν διασχίζοντας τα Στενά του Κερτς. Ως εκ τούτου, ο Χαν αποκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1782.[11] Μέχρι τότε, όμως, είχε ήδη χάσει την εμπιστοσύνη των Κριμαίων και της Αικατερίνης. Σε επιστολή της προς έναν Ρώσο σύμβουλο του Σαχίν, η Αικατερίνη έγραψε γι'αυτόν ότι «Πρέπει να σταματήσει τη σοκαριστική και σκληρή συμπεριφορά και να μην τους δώσει [στους Κριμαίους] αφορμή για νέα εξέγερση».[10] Όσο τα ρωσικά στρατεύματα εισέρχονταν στη χερσόνησο, ξεκίνησαν τα έργα για τη δημιουργία ενός λιμανιού προς τη Μαύρη Θάλασσα. Ως τόπο εγκατάστασης του λιμανιού επιλέχθηκε το Ακιτάρ, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση του νεοσύστατου Στόλου της Μαύρης Θάλασσας.[12] Ωστόσο, η αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητα της αποκατάστασης του Σαχίν Γκιράι οδήγησε σε αυξημένη στήριξη στα σχέδια προσάρτησης της Κριμαίας με κύριο υποστηρικτή τον Πρίγκηπα Ποτέμκιν.[1]

Προσάρτηση (1783)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάρτιο του 1783, ο Ποτέμκιν άσκησε πίεση προς την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη για την προσάρτηση της Κριμαίας. Έχοντας μόλις επιστρέψει από την Κριμαία, ο ίδιος της δήλωσε ότι πολλοί Κριμαίοι θα αποδέχονταν «ευχαρίστως» τη ρωσική κυριαρχία. Έχοντας ενθαρρυνθεί από αυτά τα νέα, η Αικατερίνη ανακήρυξε επισήμως την προσάρτηση της Κριμαίας στις 19 Απριλίου (Π.Η. 8 Απριλίου) 1783.[1][12] Οι Τάταροι δεν εκδήλωσαν αντίσταση, έχοντας χάσει τόσο τους πόρους τους όσο και τη θέλησή τους να συνεχίσουν να πολεμούν. Πολλοί αποχώρησαν από τη χερσόνησο και κατέφυγαν στην Ανατολία.[13] Ο Κόμης Αλεξάντρ Μπεζμπορόντκο, τότε κοντινός σύμβουλος προς την αυτοκράτειρα, έγραψε στο ημερολόγιό του ότι η Ρωσία εξαναγάστηκε να προσαρτήσει την Κριμαία:

Η Υψηλή Πύλη δεν επέδειξε καλή θέληση εξαρχής. Ο πρωταρχικός της στόχος ήταν η κατάλυση της ανεξαρτησίας των Κριμαίων. Τιμώρησαν το νόμιμο Χαν και τον αντικατέστησαν με το ληστή Ντεβλέτ Γκιράι. Αρνούνταν συστηματικά να εκκενώσουν το Ταμάν. Πραγματοποίησαν πολλές ύπουλες προσπάθειες να ξεκινήσουν εξεγέρσεις ενάντια στο νόμιμο Χαν Σαχίν Γκιράι. Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν μας έφεραν να κηρύξουμε πόλεμο... Η Υψηλή Πύλη δεν σταμάτησε ποτέ να πίνει κάθε σταγόνα από την εξέγερση ανάμεσα στους Τάταρους... Η μόνη μας ευχή θα ήταν να φέρουμε ειρήνη στην Κριμαία... και τελικά εξαναγκάσαμε τους Τούρκους να προσαρτήσουμε την περιοχή.[14]

Αυτή η άποψη απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα. Η «ανεξάρτητη» Κριμαία αποτελούσε κράτος-μαριονέτα της Ρωσίας, ενώ οι Οθωμανοί έπαιξαν μικρό ρόλο στις εξεγέρσεις της Κριμαίας.[10] Η Κριμαία ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία ως Όμπλαστ της Ταυρίδας. Αργότερα το ίδιο έτος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε συμφωνία με τη Ρωσία σύμφωνα με την οποία αναγνώριζε την απώλεια της Κριμαίας και άλλων εδαφών που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Χανάτου. Η συμφωνία, η οποία υπεγράφη στις 28 Δεκεμβρίου 1783, διαπραγματεύτηκε από τον Ρώσο διπλωμάτη Γιάκοβ Μπουλγκάκοφ.[15][16]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 M. S. Anderson (December 1958). «The Great Powers and the Russian Annexation of the Crimea, 1783–4». The Slavonic and East European Review 37 (88): 17–41. 
  2. Aglaya Snetkov (2014). Russia's Security Policy Under Putin: A Critical Perspective. Routledge. σελ. 163. ISBN 978-1136759680. 
  3. Casey Michel (4 Μαρτίου 2015). «The Crime of the Century». The New Republic. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2016. 
  4. «When Catherine the Great Invaded the Crimea and Put the Rest of the World on Edge». Smithsonian.com. 4 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015. 
  5. Alan W. Fisher (1970). The Russian Annexation of the Crimea 1772–1783. Cambridge University Press. σελίδες 57–59. ISBN 1001341082. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Alan W. Fisher (1978). The Crimean Tatars: Studies of Nationalities in the USSR. Hoover Press. σελίδες 59–62. ISBN 0817966633. 
  7. 7,0 7,1 7,2 Alan W. Fisher (1978). The Crimean Tatars: Studies of Nationalities in the USSR. Hoover Press. σελίδες 62–66. ISBN 0817966633. 
  8. 8,0 8,1 Virginia H. Aksan (1995). An Ottoman Statesman in War and Peace: Ahmed Resmi Efendi, 1700-1783. Brill. σελίδες 174–175. ISBN 9004101160. 
  9. 9,0 9,1 9,2 Alan W. Fisher (1978). The Crimean Tatars: Studies of Nationalities in the USSR. Hoover Press. σελίδες 62–67. ISBN 0817966633. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Alan W. Fisher (Σεπτεμβρίου 2014). The Crimean Tatars: Studies of Nationalities in the USSR. Hoover Press. σελίδες 67–69. ISBN 978-0-8179-6663-8. 
  11. David Longley (30 Ιουλίου 2014). Longman Companion to Imperial Russia, 1689-1917. Taylor & Francis. ISBN 978-1-317-88219-0. 
  12. 12,0 12,1 Alan W. Fisher (1970). The Russian Annexation of the Crimea 1772–1783. Cambridge University Press. σελίδες 132–135. ISBN 1001341082. 
  13. Hakan Kırımlı (1996). National movements and national identity among the Crimean Tatars:(1905-1916). BRILL. σελίδες 2–7. ISBN 90-04-10509-3. 
  14. Nikolai Ivanovich Grigorovich (1879). Канцлер князь Александр Андреевич Безбородко в связи с событиями его времени [Chancellor A. A. Bezborodko in Connection with the Events of His Time]. Сборник Императорского русского исторического общества [Collection of the Imperial Russian Historical Society] (στα Ρωσικά). 26. St. Petersburg: Imperial Russian Historical Society. σελίδες 530–532. 
  15. Sir H. A. R. Gibb (1954). The Encyclopaedia of Islam. Brill Archive. σελ. 288. 
  16. Sebag Montefiore (2000). The Prince of Princes: The Life of Potemkin. Macmillan. σελ. 258. ISBN 0312278152.