Πραξεολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη φιλοσοφία, η πραξεολογία ή η πραξιολογία προέρχεται από τη σύνθεση της αρχαίας ελληνικής έννοιας ‘πράξη’ και του λόγου (ως σπουδής της πράξης), με την οποία προσδιορίζεται  η θεωρία της ανθρώπινης δράσης, βασισμένη στην ιδέα ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε σκόπιμη συμπεριφορά, σε αντίθεση με την αντανακλαστική και άλλες ακούσιες συμπεριφορές.

Η πραξεολογία είναι η μελέτη εκείνων των πτυχών της ανθρώπινης δράσης που μπορούν να αντιληφθούν a priori, με άλλα λόγια, ασχολείται με την εννοιολογική ανάλυση και τις λογικές συνέπειες της προαίρεσης, της επιλογής, της σχέσης σκοπού και μέσων υλοποίησης και ούτω καθεξής.

Οι βασικές αρχές της πραξεολογίας συζητήθηκαν για πρώτη φορά από τους Έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι τις χρησιμοποίησαν ως θεμέλιο για μια ευδαιμονιστική ηθική. Αυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους Σχολαστικούς που επέκτειναν την πραξεολογική ανάλυση στα θεμέλια της οικονομίας και της κοινωνικής επιστήμης.

Τον δέκατο ένατο αιώνα οι σημαντικότερες πραξεολογικές προσεγγίσεις έγιναν στις κοινωνικοοικονομικές επιστήμες, βασισμένες στην επιστημολογία του υλισμού, που καθορίστηκε συγκεκριμένα στις ‘Θέσεις για τον Feuerbach» του Κ. Μάρξ (1845) και στις ‘Έρευνες για τη μέθοδο των κοινωνικών επιστημών με ειδική αναφορά στα οικονομικά’ του  Carl Menger (1883), που υπήρξε ο πρόδρομος της Αυστριακής Σχολής της Πραξεολογίας.

Ο όρος πραξεολογία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην επιστήμη από τον μεταγενέστερο Αυστριακό οικονομολόγο Ludwig von Mises. Μαζί με τους μαθητές του (συμπεριλαμβανομένων των Friedrich Hayek και Murray Rothbard), ο Mises χρησιμοποίησε πραξεολογικές αρχές για να δείξει ότι πολλές υπάρχουσες οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες ήταν εννοιολογικά ασυνεπείς.

Σύμφωνα με την επιστήμη της πραξεολογίας κάθε είδους πράξη είναι ένα διαδικαστικό, χωροχρονικά ενιαίο φαινόμενο, στο οποίο μπορούν να διακριθούν τρεις εννοιολογικά ανεξάρτητες περιοχές, οι οποίες, αν και δεν εμφανίζονται ως ξεχωριστές οντότητες είναι εξίσου απαραίτητες για την κατανόηση της πράξης. Αυτές είναι α) το ‘σχέδιο’ (ή αλλιώς πλάνο) ή η μορφή της πράξης, β) η πραγματική εκτέλεση της πράξης και γ) ο πράττων. Η μορφή της πράξης είναι κανονιστική, αφού ορίζει τα κριτήρια για την ορθή εκτέλεση και τους όρους επιτυχίας της πράξης. Η πραγματική εκτέλεση της πράξης είναι η πραγματική αναφορά της μορφής της πράξης στο εδώ και τώρα. Ως εκ τούτου, ο πράττων είναι ο φορέας της επιτελεστικότητας της πράξης, ο διαμεσολαβητής μεταξύ της μορφής της πράξης και της επιτελεστικής πραγματοποίησής της. Στην περίπτωση του σχεδιασμού αντικειμένων και προϊόντων o πράττων είναι ο μορφοδότης (designer), δηλαδή ο εκπαιδευμένος και ικανός φορέας της γνώσης του σχεδιασμού.

Ο Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος Alfred Espinas απέδωσε στον όρο τη σύγχρονη σημασία του και η πραξεολογία αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τρεις κύριες επιστημονικές ομάδες: την Αυστριακή Σχολή με επικεφαλής τον Ludwig von Mises, την Πολωνική Σχολή με επικεφαλής τον Tadeusz Kotarbiński και την Σκανδιναβική Σχολή με επικεφαλής τον Gunnar Skirbekk.

Ετυμολογική προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διατύπωση της όρου ‘πραξεολογία’ (praxéologie) πιστώνεται αρχικά στον Louis Bourdeau, τον Γάλλο συγγραφέα της ταξινόμησης των επιστημών, την οποία δημοσίευσε στο ‘Théorie des sciences: Plan de Science intégrale’ το 1882:

Λόγω της διπλής φύσης τους, της ειδικότητας και της γενικότητας, αυτές οι λειτουργίες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής επιστήμης. Μερικές ενότητές της του έχουν μελετηθεί εδώ και πολύ καιρό, επειδή αυτό το είδος της έρευνας, στην οποία ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι το κύριο θέμα, πάντα παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον …Τώρα έχετε μια επιστήμη, μέχρι σήμερα ανώνυμη, την οποία προτείνουμε να την αποκαλέσετε ‘Πραξεολογία’…  [1]

Ωστόσο, ο όρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον μια φορά προηγουμένως (με μια μικρή διαφορά ορθογραφίας), το 1608, από τον Clemens Timpler στο ‘Philosophiae prakticae systema Methodicum’, όπου αναφέρεται ότι:

‘Κατ’ αρχήν υπάρχει η ‘Αρετολογία’ και μετά από αυτήν η ‘Πραξεολογία’, που είναι το δεύτερο μέρος της Ηθικής, γενικά, σχολιάζοντας τις πράξεις ηθικής αρετής...[2]

Ο σύγχρονος ορισμός της πραξεολογίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Alfred V. Espinas (1844-1922), που υπήρξε πρόδρομος της πολωνικής σχολής της επιστήμης της αποτελεσματικής δράσης.[3]

Ο όρος πραξεολογία ή πραξιολογία, με την έννοια που της έδωσε ο Alfred V. Espinas, είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από τον Tadeusz Kotarbiński το 1923. Αρκετοί οικονομολόγοι, όπως ο Ουκρανός Eugene Slutsky (1926), τον χρησιμοποίησαν στην προσπάθειά τους να βασίσουν την οικονομική επιστήμη σε μια θεωρία δράσης. Χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Αυστριακό οικονομολόγο Ludwig von Mises (1933), τον Ρώσο Μαρξιστή Νικολάι Μπουχάριν (1888-1938) κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Λονδίνο (το 1931), και από τον Πολωνό μελετητή Oscar Lange (1904–1965) το 1959, και αργότερα.

Ο Ιταλός φιλόσοφος, Carmelo Ottaviano, χρησιμοποίησε μια  ιταλοποιημένη εκδοχή, την prassiologia, στις πραγματείες του από το 1935, ως θεωρία της πολιτικής. Έπειτα από τον Β’  Παγκόσμιο Πόλεμο η χρήση του όρου πραξεολογία εξαπλώθηκε ευρέως. Μετά τη μετανάστευση του Ludwig von Mises στις Η.Π.Α., ο μαθητής του Murray Rothbard υπερασπίστηκε την πραξεολογική προσέγγιση στην πολιτική οικονομία. Μια αναβίωση της προσέγγισης του Espinas στη Γαλλία αναφέρεται στα έργα του διακεκριμένου θεωρητικού της κυβερνητικής  Pierre Massé (1946), καθώς επίσης και στο θεωρητικό έργο των Georges Théodule Guilbaud (1953), Leo Apostel (1957), Anatol Rapoport (1962), Henry Pierron (1957), François Perroux (1957),  Robert Daval (1963), Raymond Aron (1963) και των μεθοδολόγων Abraham Antoine Moles και Roland Caude (1965).

Οι Σχολές της Πραξεολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Πολωνία η πραξεολογία αναπτύχθηκε με πρωτοβουλία του Tadeusz Kotarbiński. Μέσα από το δικό του περιοδικό, το οποίο τιτλοφόρησε αρχικά Materiały Prakseologiczne (Praxeological Papers, που στη συνέχεια συντομεύτηκε σε Prakseologia), δημιουργήθηκε υπό την οργανωτική καθοδήγηση της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών ένα ειδικό ‘Κέντρο Πραξεολογίας’ (Zaklad Prakseologiczny) το 1962. Στο περιοδικό του δημοσιεύτηκαν  εκατοντάδες άρθρα από διαφορετικούς συγγραφείς, ενώ ένα ειδικό λεξιλόγιο σχετικά με την πραξεολογία εκδόθηκε από τον καθηγητή Tadeusz Pszczolowski, τον κορυφαίο πραξεολόγο της νεότερης γενιάς. Μια ανάλογη δημοσιευμένη έρευνα της πραξεολογικής προσέγγισης έγινε στη Γαλλία την ίδια εποχή στην εφημερίδα της γαλλικής στατιστικολόγου Micheline Petruszewycz, ‘A propos de la praxéologie’.[4]

Η σύγχρονη πολωνική πραξεολογία ορίζει τη ‘δράση’ ως την ανθρώπινη συμπεριφορά που διενεργείται εσκεμμένα και πρόθυμα με σκοπό να επιφέρει μια κατάσταση που επιθυμεί ένα συγκεκριμένο άτομο και η οποία ονομάζεται ‘στόχος της δράσης’. Το ενεργό άτομο είναι ο πράττων,  και γενικά εννοείται ως το υποκείμενο της δράσης. Οι ενέργειες υπό πραξεολογική έννοια είναι πράξεις που εκτελούνται μεμονωμένα, δηλαδή ως πράξεις ενός θέματος. Για την πραξεολογία, οι συμπεριφορές πολλαπλών θεμάτων και οι συμπεριφορές των συλλογικών θεμάτων (π.χ. οργανισμοί εταιρειών) είναι συστήματα δράσεων ενός θέματος, η δομή των οποίων διέπεται από πραξεολογικούς κανόνες.

Αυστρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραδοσιακή οικονομική επιστήμη του Ludwig von Mises στην Αυστρία έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην πραξεολογία για την ανάπτυξη της εμπράγματης θεωρίας της. Σύμφωνα με τον von Mises η οικονομική επιστήμη πρέπει να θεωρείται ως ένας υπο-κλάδος της πραξεολογίας. Οι οικονομολόγοι της Αυστριακής Σχολής, ακολουθώντας τον von Mises, συνέχισαν να χρησιμοποιούν την πραξεολογία και την παραγωγική λογική, αντί των εμπειρικών σπουδών, για να καθορίσουν τις οικονομικές αρχές. Σύμφωνα με τις θεωρητικές προσεγγίσεις τους, με το αρχικό αξίωμα της δράσης, είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά που είναι αντικειμενική και καθολική. Για παράδειγμα, το αξίωμα ότι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε πράξεις επιλογής συνεπάγεται ότι έχουν προτιμήσεις,  και αυτό πρέπει να ισχύει για οποιονδήποτε εμφανίζει εσκεμμένη συμπεριφορά.[5]

Σκανδιναβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με βάση ορισμένες  εκτεταμένες συζητήσεις στο φιλοσοφικό περιβάλλον του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο νορβηγός φιλόσοφος Gunnar Skirbekk συνεργάστηκε με συναδέλφους του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό για να αναπτύξει έναν επιστημονικό τρόπο σκέψης που συνδυάζει ρεαλιστικές μορφές σκέψης, όπως στο ύστερο έργο του Wittgenstein, το οποίο επεξεργάζεται βασισμένα σε παραδείγματα αναλύσεις υποθέσεων, π.χ. με τα λεγόμενα ‘επιχειρήματα παραλογισμού’ και υπερβατικές-ρεαλιστικές μορφές σκέψης,  όπως περιγράφονται από τον Apel και τον Habermas, όπου κάποιος ασκεί ανακλαστικά, με καθολικές προϋποθέσεις,  σε βασικές ομιλίες-πράξεις, π.χ. σε επιστημονική έρευνα και σοβαρούς διαλόγους [6].

Ο τρόπος σκέψης που περιέγραψε ο G. Skirbekk αναφέρεται συχνά ως ‘υπερβατική πραξεολογία’ ή ως  η ‘πραξεολογία της νεωτερικότητας’ (Praxeologie der Moderne). Το περιεχόμενό του, εν συντομία, είναι η υπεράσπιση μιας διαφορετικής τεκμηριωμένης και δεσμευτικής επιστημονικής εγκυρότητας, με αιχμές τόσο ενάντια στον μεταμοντέρνο σχετικισμό όσο και στον επιστημονικό δογματισμό. [7]

Πραξεολογία σχεδιασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

H σύγχρονη εποχή της πραξεολογικής έρευνας οφείλεται στο έργο του Donald Broadbent που σημείωσε στο ‘Perception and communication’ (1958) ότι όλες οι διαδικασίες σχεδιασμού βασίζονται σε επιστημονικές μεθόδους. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, ο στόχος είναι να επινοηθούν ορθολογικές διαδικασίες ή κανόνες ανάλογοι με τις μαθηματικές εκφράσεις που είναι σύνολα οδηγιών για την επίλυση προβλημάτων σχεδιασμού. Ο Karl Popper υπέδειξε επίσης ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε βαθιά αλήθεια από τη μεθοδολογία, αλλά μπορεί να μας βοηθήσει να αποσαφηνίσουμε τη λογική κατάσταση και ακόμη και να λύσουμε ορισμένα μεγάλα προβλήματα (‘Objective Knowledge. An Evolutionary Approach’).

Η επιστήμη του σχεδιασμού σύμφωνα με τους Vladimir Hubka και  W. E. Eder [8] νοείται ως σύστημα λογικής και πρακτικής γνώσης, το οποίο πρέπει να εμπεριέχει και να οργανώνει τις σχετικές ικανότητες που αφορούν τον στόχο του σχεδιασμού. Ως εκ τούτου η επιστήμη του σχεδιασμού (design) απαιτεί συστηματικές περιγραφές (δηλωτικές γνώσεις και περιγραφικές παραστάσεις), οι οποίες ανήκουν στον τομέα της θεωρίας, της μεθοδολογίας και των οδηγιών για την πρακτική  δραστηριότητα (διαδικαστικές ή προσδιοριστέες δεξιότητες) ή/και ντετερμινιστικούς και ευέλικτους αλγόριθμους και τεχνικές για διεργασίες και λειτουργίες επί μέρους φάσεων στο σχεδιασμό. Η Margaret Archer στο βιβλίο της ‘Culture and agency’ (1988) εισήγαγε ως αντικείμενο στην έρευνα του σχεδιασμού την αναγνώριση, μεταξύ άλλων, στον τομέα ολόκληρης της επιστήμης του σχεδιασμού και της πραξεολογίας.

Από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα, η πραξεολογία σχεδιασμού (design praxeology) προσδιορίζεται ως ένα γνωστικό αντικείμενο το οποίο έχει το φυσικό του φορέα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε άλλη κατηγορία της γνώσης. Τα προβλήματα πλέον που την αφορούν εξαρτώνται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο τα σκέπτεται η αυθεντία που τα επιλύει.

Δεδομένης της μοναδικότητας της πράξης με την οποία αποδίδεται μια συγκεκριμένη μορφή σε ένα αντικείμενο (κατασκευή ή προϊόν), ετεροκαθορίζεται επίσης και το είδος της μεθοδικής σύνθεσής της. Κατά συνέπεια, μαζί με το στόχο του σχεδιασμού συντίθεται και η μεθοδική μιας ιδιότυπης πράξης,  χάρη στην οποία οργανώνεται και λειτουργεί η δράση για την απόδοση της μορφής σε ένα σκοπούμενο αντικείμενο. Στη σύνταξη αυτής της πράξης, η γνωσιοθεωρία της πραξεολογίας συμβάλλει αποκλειστικά με την ακόλουθη επιλογή: στη θέση της εξαντλητικής και συγκεχυμένης συλλογής γνώσεων για την δημιουργική δράση, που απαιτεί η μορφή ενός σκοπούμενου για κατασκευή ή παραγωγή αντικειμένου, τοποθετείται το γνωστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εποικοδομούνται και οργανώνονται οι δόκιμοι εμπειρικοί κανόνες της ενιαίας διαδικασίας προέλευσης και παραγωγής της μορφής του ως υλικού πράγματος.

Σε ό,τι αφορά την εισαγωγή της πραξεολογίας στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό οι πρώτες έρευνες διεξήχθησαν στον Τομέα του Design methodology της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Γκέτεμποργκ από τους Jerker Lundeqvist και Ath.Kouzelis [9]. Το ερευνητικό έργο τους βασίστηκε στις  θεωρίες πραξεολογίας των Wojciech Gasparski, Roman Andrzej Lewandowski, Gunnar Skirbekk, Kjell Johanessen και G.H. von Wright.

Σύμφωνα με τις αναφερθείσες έρευνες η πράξη απόδοσης μιας σκοπούμενης μορφής στην αρχιτεκτονική και την μορφοδοσία (design) συνιστά μια πράξη ‘ωφέλιμης ωφελιμότητας’, διότι με αυτή την συνειδητή διεργασία πραγματοποιείται ένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα, που καθορίζεται από μια υπέρτερη χρηστική και αισθητική αξία. Υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης η πραξεολογία του σχεδιασμού, ως ωφέλιμη θεωρία της δημιουργικής πράξης, μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της ανθρώπινης ευημερίας και του πολιτισμού, υπηρετώντας ποικίλες αξιώσεις και ανάγκες με βάση την μεθοδολογία και την διεργασία  των μέσων της πραγματοποίησής τους στην αρχιτεκτονική και τις εφαρμοσμένες τέχνες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. [Université de Lille - Sciences et Technologies. Tome Second: 463]
  2. libris IV pertractatam. Hanoviae: Apud Gulielmum Antonio. σελ. 388
  3. Ostrowski, Jean J. (1967). ‘Notes biographiques et bibliographiques sur Alfred Espinas’. Review Philosophique de la France et de l'Étranger, σελ. 385–91
  4. [Hautes Études, No. 11. Eτος, 1965, σελ. 11–18]
  5. [Rothbard, Murray N., ‘Πραξεολογία: Η μεθοδολογία της Αυστριακής Οικονομίας. Τα θεμέλια της σύγχρονης αυστριακής οικονομίας’, σελ. 19–39]
  6. βλ. Die pragmatische Wende: Sprachspielpragmatik oder Transzendentalpragmatik ?, eds. Dietrich Böhler, Tore Nordenstam και Gunnar Skirbekk, Suhrkamp ]
  7. [βλ. άρθρο ‘Contextual and Universal Pragmatics: Mutual Criticism of Praxeological and Transcendental Pragmatics’, in Philosophy beyond Borders. An Anthology of Norwegian Philosophy, eds. Ragnar Fjelland ]
  8. [Theory of Technical Systems: A Total Concept Theory for Engineering Design (1988)]
  9. [‘Ideologi och praxis’ (1984)] και Αθανάσιο Κουζέλη [‘Byggstenar för fritidsarkitekturens praxeologi’ (1986)]

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1.            Archer M., ‘(1988), ‘Culture and agency’, Cambridge University Press.

2.           Aristotle. ‘Nikomachean Ethics’, the LOEB Cl. Library.

3.            Brand P.Å, Marcussen L., Sestoft J., De Waal A,(1962) ‘Arkitekturens Praxis’, Rabén & Sjögren.

4.            Bourdeau, Louis (1882). "Théorie des sciences: Plan de Science intégrale". Lilliad - Université de Lille - Sciences et Technologies. Tome Second: 463. Retrieved 4 February 2017.

5.            Davies, Antony (12 September 2012). "Complementary Approaches". Cato Unbound. Retrieved 27 December 2016.

6.            Gasparski Wojciech W. (2013). ‘Human Action As An Ultimate Given: Ludwig Von Mises’  Praxeology As Seen From A Business Ethics Angle’,  Studia Humana Volume 2:1, pp. 3—14.

7.            Holzman S, Leich Ch, (1981),‘Wittgenstein: to follow a rule’, Routledge & Kegan.

8.           Hubka V,  Eder W. E.,  (1988) , ‘Theory of Technical Systems: A Total Concept Theory for Engineering Design’, Springer Verlag. 

9.            Joseph St. (1964), ‘Actor and architect’, Manchester Univ. press.

10.          Kouzelis Athanasios (1986), ‘Byggstenar för fritidsarkitekturens praxeologi’, CTH-A-PRM, pp.20-24.

11.          Laing D., (1978), ’The marxist theory of art’, Harvester Press.

12.          Lewandowski H.,(1981) ‘’Axiological aspects of Design’, Journal of DMG, vol. 15 nr3.

13.          Long Roderick (2005), ‘Praxeology: Who needs it’, The Journal of Ayn Rand Studies

Vol. 6, No. 2, pp. 299-316.

14.          Lundekvist Jerker (1984), ’Ideologi och Praxis’, KTH-A-PRM, pp 62-74.

15.          Marx K (1844)., ’Die Deutsche Ideologie‘.

16.          Mises, Ludwig von (2003). Epistemological Problems of Economics

                Mises, Ludwig von (1949), ‘Human Action’, yale Uiniversity Press.

17.          Murray N. Rothbard. "Praxeology: Reply to Mr. Schuller", American Economic Review, December 1951, pp. 943–46.

18.          Pile J.F. (1979), ‘Design, purpose, form and meaning’, Univ. of Massachusett.

19.         Popper, Karl R. (1972), ‘Objective Knowledge. An Evolutionary Approach’ , Clarendon Press.

20.          Plato, ‘Hipparchus’ & ‘Protagoras’, the LOEB Cl. Library.

21.          Rothbard, Murray N. (1976). "Praxeology: The Methodology of Austrian Economics". The Foundations of Modern Austrian Economics. pp. 19–39

               Rothbard, Murray N. "Praxeology, value judgments, and public policy." The Foundations of Modern Austrian Economics (1976): 89–114.

22.          Ryan, Leo V.; Nahser, F. Byron; Gasparski, Wojciech, eds. (2002). Praxiology and pragmatism. Praxiology: the international annual of practical philosophy and methodology. New Brunswick, NJ: Transaction Publishers. pp. 7–9. ISBN 978-0765801678. OCLC 49617735.

23.          Rohde, M., Brödner P., Stevens G., Betz M., Wulf V, (2016), ‘Grounded Design – A praxeological IS Research Perspective’, Journal of Information Technology · May 2016.

24.          Selgin, George A. (1987). "Praxeology and Understanding: An Analysis of the Controversy in Austrian Economics". Review of Austrian Economics. 2: 22. Retrieved 4 February 2017.

25.          Skirbekk Gunnar (ed) (1983), ‘Praxeology: An anthology’, Universitetsforlaget.