Πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πρακτόρευση Απαιτήσεων)

Όλες οι επιχειρήσεις πωλούν τα προϊόντα τα οποία παράγουν ή εμπορεύονται είτε τοις μετρητοίς είτε με πίστωση, κατά ένα μεγάλο ποσοστό. Από την στιγμή κατά την οποία θα γίνει μια πώληση με πίστωση, αυξάνονται οι εισπρακτέοι της λογαριασμοί.

Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (Factoring) είναι μία σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε ειδική ανώνυμη εταιρεία (συνήθως θυγατρική τράπεζας), και μιας επιχείρησης που ασχολείται με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης είναι ότι η εταιρεία Factoring αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της, για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση καθώς και την είσπραξη απαιτήσεων κατά των πελατών της.

Οι σημαντικότερες από τις υπηρεσίες είναι οι παρακάτω:

  • Αξιολόγηση της φερεγγυότητας των πελατών της επιχείρησης/πωλητή και κάλυψη του πιστωτικού της κινδύνου
  • Διαχείριση, λογιστική/νομική παρακολούθηση και είσπραξη των απαιτήσεών της
  • Χορήγηση χρηματοδότησης

Σκοποί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη σύμβαση επιδιώκονται κυρίως 3 σκοποί:

  • Χρηματοδοτικός: Ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα τις εκκρεμείς απαιτήσεις του από τη διάθεση αγαθών ή υπηρεσιών και ο πράκτορας του καταβάλει αμέσως το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, αφού αφαιρέσει το ποσοστό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο.Η ρευστοποίηση των απαιτήσεων της επιχείρησης κατά των πελατών της εξασφαλίζει σ'αυτήν ρευστότητα και ευχέρεια οικονομικής κίνησης.
  • Διαχειριστικός: Ο πράκτορας αναλαμβάνει την παρακολούθηση των χρηματικών απαιτήσεων, την όχληση των οφειλετών, την είσπραξη των απαιτήσεων, ενδεχομένως και τη δικαστική επιδίωξη της είσπραξης, έτσι ώστε ο προμηθευτής να απαλλάσσεται από την απασχόληση και τις δαπάνες που συνδέονται με τις εν λόγω ενέργειες.
  • Εξασφαλιστικός: Στη σύμβαση συμφωνείται ότι ο πράκτορας θα πιστώσει το λογαριασμό του πελάτη του με το ποσό της απαίτησης, ακόμα και αν δεν μπορέσει να την εισπράξει από τον οφειλέτη.Στην περίπτωση αυτή, ο πράκτορας αναλαμβάνει τον κίνδυνο του μη εισπράξιμου της απαίτησης. Αυτό σημαίνει ότι,εάν ο πράκτορας δεν μπορέσει να εισπράξει την απαίτηση λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη,δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση κατά του προμηθευτή.

Ποιες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν πρακτόρευση απαιτήσεων;[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλες επιχειρήσεις που απαιτούν την ανάθεση της διαχείρισης των εισπρακτέων τους σε εξειδικευμένους οργανισμούς, ή την βελτίωση του working capital.
  • Εταιρείες που εξάγουν συστηματικά στις διεθνείς αγορές.
  • Εισαγωγικές εταιρείες που πωλούν στην εγχώρια αγορά.
  • Χρησιμοποιείται, επίσης, σαν μέσο για τη λογιστική παρακολούθηση των πωλήσεων και την εμποροπιστωτική πολιτική της επιχείρησης.
  • Επιχειρήσεις με οργανωμένα λογιστήρια, που πωλούν στην εγχώρια αγορά σε επαναλαμβανόμενης αγοραστικής συμπεριφοράς επιχειρηματική πελατεία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
    • Για να βρουν κεφάλαια κίνησης.
    • Όταν έχουν μια αυξημένη ζήτηση προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν μπορούν να ανταποκριθούν παρά μόνο με βαρείς όρους προς τους προμηθευτές τους.
    • Όταν για να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό,προβαίνουν σε δαπανηρές διαδικασίες ή όταν έχουν μεγάλες ζημιές από αφερέγγυους πελάτες.

Μερικές από τις επιχειρήσεις (οφειλέτες) που μπορεί να εκχωρηθούν είναι:

  • Γρηγόρης
  • Carrefour
  • Ericsson
  • Δέλτα
  • Τιτάν
  • Vivartia
  • Septona
  • Βερόπουλος
  • Μαρινόπουλος
  • Lidl
  • Everest

Γενικότερα, απαιτήσεις που μπορούν να εκχωρηθούν αφορούν κυρίως τους κλάδους:

  • Υπεραγορών
  • Εταιρείες εμπορίας Air-conditions
  • Εταιρείες εμπορίας Λαδιών
  • Εταιρείες εμπορίας Ρούχων και Υποδημάτων
  • Εταιρείες εμπορίας Φρούτων και Λαχανικών, Ιχθύων και Αρτοσκευασμάτων
  • Εταιρείες Κινητής Τηλεφωνίας, εμπορίας Ηλεκτρικών Συσκευών
  • Αυτοκινητοβιομηχανίες κ.ά.

Ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες µορφές πρακτορείας εµφανίσθηκαν κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Οι πρώτες επιχειρήσεις πρακτορείας δηµιουργήθηκαν από τους «del credere» που ήταν συνεργάτες των Άγγλων εξαγωγέων στις παλιές αµερικανικές αποικίες, στις οποίες εγκατέλειψαν τις προσπάθειες είσπραξης των απαιτήσεων από τις πωλήσεις τους. Στη σηµερινή της µορφή η πρακτορεία εµφανίσθηκε για πρώτη φόρα στις ΗΠΑ κατά το τέλος του 19ου αιώνα,όταν ισχυροποιήθηκαν οι βιοµήχανοι εξαιτίας της βιοµηχανικής και οικονοµικής ανάπτυξης των ΗΠΑ µε αποτέλεσµα να µην χρειάζονται πλέον τις υπηρεσίες των πρακτόρων και να πραγµατοποιούν οι ίδιοι τις δραστηριότητες αυτές. Οι πράκτορες τότε αναγκάστηκαν να προσφέρουν νέες υπηρεσίες που δεν συνέφερε στους βιοµηχάνους να τις ασκούν µόνοι τους. Έτσι δηµιουργήθηκε η σύγχρονη πρακτορεία.Ο κύκλος εργασιών της πρακτορείας παγκοσµίως για το 1998 έφθασε τα 630 δις δολάρια ΗΠΑ σε σύγκριση µε το 1984 που ήταν µόλις 70 δις δολάρια. Το 1998 λειτουργούσαν παγκοσμίως περισσότερες από 700 εταιρείες πρακτορείας των οποίων οι εργασίες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσαν την εγχώρια πρακτορεία και µόνο κατά 6% τη διεθνή πρακτορεία. Στην Ευρώπη και μάλιστα πρώτα στις Σκανδιναβικές χώρες και κατόπιν στη Μεγάλη Βρετανία, η πρακτορεία πρωτοεµφανίστηκε γύρω στο 1960 . Ενδεικτικά στη Μεγάλη Βρετανία πραγµατοποιήθηκαν το 1978 εργασίες 1.335 εκατ. λιρών, εµφανίζοντας αύξηση 38% από την προηγούµενη χρονιά. Το Association of British Factors ανέφερε ότι ο αριθµός των επιχειρήσεων που χρησιµοποίησαν το 1978 την πρακτορεία ήταν 30% µεγαλύτερος σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά . Τα επόµενα χρόνια η ζήτηση υπηρεσιών πρακτορείας αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, µε αποτέλεσµα σήµερα η Μεγάλη Βρετανία να αποτελεί την µεγαλύτερη παγκόσµια αγορά πρακτορείας, µε κύκλο εργασιών περίπου 99 δις δολάρια, ενώ ακολουθεί η Ιταλία µε κύκλο εργασιών περίπου 89 δις δολάρια εξαιτίας των θυγατρικών εταιρειών factoring που ίδρυσαν τα µεγάλα βιοµηχανικά συγκροτήµατα της Fiat,της Pirelli, της Benetton κλπ. Η έννοια της πρακτορείας ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα µέχρι την προηγούµενη δεκαετία αν και ήταν γνωστές στη νοµοθεσία µας οι έννοιες της εκχώρησης και της αναδοχής χρέους. Η πρακτορεία ξεκίνησε από τις υφαντουργικές βιοµηχανίες ως αποτέλεσµα της µεγάλης πιστωτικής περιόδου που ζητούσαν οι αγοραστές των υφαντουργικών προϊόντων. Η εποχιακή φύση των πωλήσεων των ενδυµάτων και των άλλων υφαντουργικών προϊόντων απαιτεί αντίστοιχες βιοµηχανίες να παράγουν σε µεγάλες ποσότητες πολύ πριν από την περίοδο των πωλήσεων. Έτσι οι παραγωγοί υφαντουργικών προϊόντων στέλνουν συνήθως τα εµπορεύµατα στους αγοραστές τους µόλις τα παράγουν, αλλά δεν απαιτούν πληρωµή πριν αρχίσει η περίοδος των πωλήσεων τους. Με τον τρόπο αυτό κρατάνε υψηλά επίπεδα απαιτήσεων και προσφεύγουν στον πράκτορα ώστε να λάβουν το απαιτούµενο κεφάλαιο κίνησης.Τα τελευταία χρόνια,ωστόσο την πρακτορεία των απαιτήσεων εκµεταλλεύεται µεγάλος αριθµός επιχειρήσεων, όπως είναι π.χ. οι επιχειρήσεις εµπορίας µετάλλων, επίπλων γραφείου, χάρτου κ.τ.λ. Στην Ελλάδα το προϊόν αυτό ήλθε το 1995 με την ίδρυση της ABC FACTORS, η οποία αποτελούσε κοινοπραξία μεταξύ της Alpha Bank και της Τράπεζας Κυπρου. Το 2002 η Τράπεζα Κύπρου αποχώρησε από την ABC και ίδρυσε την Κύπρου Factors.

Νομικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύμβαση factoring καταρτίζεται μεταξύ τραπεζών ή ειδικών εταιρειών ως πρακτόρων και επιχειρήσεων ή επιτηδευματιών ως προμηθευτών.

  1. Τράπεζες και ειδικές εταιρείες ως πράκτορες:Εργασίες factoring επιτρέπονται να εκτελούνται στην Ελλάδα κατ' επάγγελμα από τράπεζες που έχουν εγκατάσταση και λειτουργούν νόμιμα στη χώρα, καθώς και από ανώνυμες εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, που πρέπει να έχουν αποκλειστικά ως σκοπό την άσκηση της δραστηριότητας αυτής και να πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 1905/1990, καθώς και στα άρθρα 14 παρ.1 εδ. Α΄ και 15 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 παρ. 1 περ.β' του νόμου 2076/1992. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες είναι αναγκαστικού δικαίου, στοχεύουν στη διασφάλιση ενός ελάχιστου αξιοπιστίας εκ μέρους του πράκτορα προκειμένου να ασκούνται από αυτόν οι χρηματοδοτικής και ασφαλιστικής φύσεως δραστηριότητες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης επιχειρηματικών κινδύνων χωρίς να διακυβεύονται τα συμφέροντα του αντισυμβαλλόμενου προμηθευτή.
  2. Επιχείρηση ή επιτηδευματίας ως προμηθευτής: Ο αντισυμβαλλόμενος του πράκτορα πρέπει να είναι κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών (άρθρο 1 παρ. 1).Η ειδικότερη επιχειρηματική δραστηριότητα που αναπτύσσει αυτός είναι αδιάφορη. Επομένως, προμηθευτής κατά την έννοια του ν. 1905/1990 μπορεί να είναι ακόμη και ελεύθερος επαγγελματίας.

Κατάρτιση: Κατά τη ρητή πρόβλεψη του νόμου η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως. Ελλείψει ειδικότερου προσδιορισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο.Το έγγραφο αποτελεί συστατικό τύπο και η έλλειψη του συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Στην πράξη πάντως οι εταιρείες καταρτίζουν κείμενα συμβάσεων με προδιατυπωμένους όρους, οι οποίοι δεν γίνονται συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης.πρόκειται για συμβάσεις προσχωρήσεως ή συμβάσεις με γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) διατυπωμένους από τον πράκτορα.

Οι κυριότερες εταιρείες factoring που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι οι:

  • ABC Factors (θυγατρική Alpha Bank)
  • Eurobank Factors
  • H. S. B. C. Factors
  • Εθνική Factors
  • Πειραιώς Factoring

Μορφές factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλήρες factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο factor αγοράζει τα µεταβιβαζόµενα τιµολόγια, τα οποία αντιστοιχούν σε πωλήσεις τις οποίες διενεργεί ο προµηθευτής και µε τα οποία αποδεικνύει την πώληση των προϊόντων του προς τους πελάτες του. Μία σταθερή ηµέρα κάθε εβδοµάδος ο προµηθευτής παραδίδει τα τιµολόγια προς τον factor. Αυτός τροφοδοτεί µε τα τιμολόγια, τον Η/Υ, ο οποίος επεξεργάζεται τα δεδοµένα και µεταβιβάζει το κατάλληλο ποσό από το λογαριασµό της τράπεζας του factor προς το λογαριασµό της τράπεζας του προµηθευτή. Καταβάλλει το προκαθορισµένο ποσοστό π.χ. 80% και το υπόλοιπο εκκαθαρίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήµατα. Στην περίπτωση του πλήρους factoring ο factor έχει τις εξής υποχρεώσεις έναντι του προµηθευτή:

  1. Να διαχειρίζεται τους επί πιστώσει λογαριασµούς του προµηθευτή και να δίνει up-to-date πληροφορίες προς τους managers της επιχείρησης.
  2. Να καταρτίζει καταστάσεις συνεχούς ροής και να επιµελείται των εισπράξεων των απαιτήσεων του προµηθευτή έναντι των πελατών του.
  3. Να παρέχει προστασία στον προµηθευτή, έναντι τυχόν επισφαλών απαιτήσεων (γι αυτό και ο factor, πριν αποδεχθεί ένα προµηθευτή διενεργεί διεξοδικό έλεγχο και αυτού και των πελατών του.)
  4. Να προεξοφλεί την αξία των τιµολογίων του προµηθευτή.

Για να ασχοληθεί ένας factor µε έναν προµηθευτή, έχουν καθιερωθεί τα σχετικά κριτήρια, που συχνά διαφέρουν από τη μία χώρα στην άλλη ή ανάμεσα στους factors. Κάποια από αυτά είναι:

  1. Ελάχιστο ύψος ετήσιων πωλήσεων.
  2. Κατάλληλη σύνθεση του ιδίου κεφαλαίου της επιχείρησης του προµηθευτή.
  3. Στοιχεία που να αποδεικνύουν τον κερδοφόρο χαρακτήρα της επιχείρησης.

Factoring προεξόφλησης τιµολογίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκοπός του είναι µόνο η προεξόφληση των τιµολογίων που εκδίδει ο προµηθευτής χωρίς άλλη υπηρεσία. Ο προµηθευτής μπορεί να προεξοφλήσει είτε µέρος των αξιών των µεταβιβαζόµενων τιµολογίων εκδόσεως του προµηθευτή, είτε όλο το άθροισµα των απαιτήσεων του τελευταίου. Συνήθως δίνει το 80% και τακτοποιείται το υπόλοιπο στο τέλος του κάθε µήνα για κάθε ομάδα τιµολογίων. Στην περίπτωση αυτή ο προµηθευτής έχει τον ελέγχει την είσπραξην των απαιτήσεων και ο factor δικαιούται την πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων του έναντι του προµηθευτή.

Για να πραγματοποιηθεί, απαιτείται:

  1. Ενδείξεις ανάπτυξης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
  2. Αξιόλογη σύνθεση ιδίων κεφαλαίων.
  3. Σωστή τήρηση του βιβλίου πελατείας. Αν ο factor δεν την κρίνει ικανοποιητική τότε αναλαμβάνει και αυτήν την υπηρεσία.
  4. Επιχείρηση η οποία χρειάζεται κεφάλαια για ανάπτυξη.

Factoring χωρίς χρηματοδότηση (Maturity Factoring)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Factoring αυτής της μορφής καλύπτει όλες τις διοικητικές δραστηριότητες των πωλήσεων, την είσπραξη των τιμολογίων και την ασφάλιση του πιστωτικού κινδύνου, αλλά χωρίς να γίνεται προπληρωμή του προμηθευτή από τον Factor.

Οι πληρωμές του προμηθευτή από τις οφειλές του Factor γίνονται:

α) μετά από μια σταθερή περίοδο που εξαρτάται από τις αναμενόμενες πληρωμές του μέσου όρου της πιστωτικής περιόδου.

β) σύμφωνα με την ημερομηνία μεταφοράς των χρεών του Factor και της υποβολής αντιγράφου τιμολογίου, από τον προμηθευτή.

Το κόστος του προμηθευτή σε αυτή τη μορφή Factoring είναι γύρω στο 0,3 - 3%. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στο κόστος προμήθειας, αλλά ακολουθεί άλλες διαδικασίες υπολογισμού, κυμαίνεται από 0,5 – 2%

Bulk Factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώ ο προμηθευτής χρηματοδοτείται στο ύψος των εισπρακτέων λογαριασμών, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση εξασφάλισης της είσπραξης των τιμολογίων. Ως εγγύηση χρησιμοποιούνται τα τιμολόγια.

Εμπιστευτικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εμπιστευτικό Factoring λειτουργεί σαν ενεχυροδανειστήριο. Η συμφωνία μεταξύ Factor και προμηθευτή διατηρείται μυστική και δεν ανακοινώνεται στον πελάτη παρά μόνο αν αυτός δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό γίνεται για να προστατευθεί ο Factor από πελάτες που έχουν υψηλό ρίσκο. Για αυτό οι Factors αναλαμβάνουν μόνο για μεγάλους εκχωρητές και αξιόπιστους πελάτες τους. Ο εκχωρητής αναλαμβάνει μόνος του την είσπραξη των τιμολογίων, ενώ ο factor αναλαμβάνει τη διαχείρισή τους. Ο εκχωρητής τώρα πρέπει να πληρώσει την προμήθεια διαχείρισης και τους τόκους. Ο Factor χρηματοδοτεί τον εκχωρητή κατά 90% συνήθως, αλλά όταν ο εκχωρητής τα εισπράξει τις απαιτήσεις πρέπει να επιστρέψει στον Factor την αξία των επιταγών και των τιμολογίων και μετά ο Factor του επιστρέφει το υπόλοιπο 10%. Στο εμπιστευτικό Factoring δεν γίνεται αναγγελία στον αγοραστή για το ποιος είναι ο Factor. Στην ουσία αυτή η μορφή factoring θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη. Έτσι ο factor πραγματοποιεί ενδελεχείς ελέγχους για την αξιοπιστία των εκχωρητών και των αγοραστών. Αν ο εκχωρητής δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του προς τον Factor, τότε ο Factor κρατάει την προμήθεια η οποία έχει προπληρωθεί και ο εκχωρητής είναι υποχρεωμένος να δώσει στον factor το ύψος των τιμολογίων που δεν κάλυψε και αυτός να τα χειριστεί όπως νομίζει.

Στην Ελλάδα είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν το εμπιστευτικό Factoring. Μία από αυτές είναι η «LIDL» γνωστή αλυσίδα super market. Φέρνει π.χ. στον Factor τα τιμολόγια που έχει προς είσπραξη. Ο Factor τα ελέγχει και τα αξιολογεί και χρηματοδοτεί την εταιρεία κατά 90% της αξίας τους. Όταν η «LIDL» εισπράξει από τους αγοραστές της το 100% το επιστρέφει στον Factor μαζί με τα αντίγραφα των πληρωμένων τιμολογίων και ο Factor του επιστρέφει από αυτά το υπόλοιπο 10% .

Μη εμπιστευτικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώ γνωστοποιείται η συμφωνία μεταξύ του προμηθευτή και του Factor. Συνήθως αναγράφεται πάνω στα τιμολόγια το όνομα του Factor στον οποίο έχουν εκχωρηθεί. Για παράδειγμα η VIVARTIA χρησιμοποιεί εμπιστευτικό και μη εμπιστευτικό Factoring ταυτοχρόνως: Η VIVARTIA λοιπόν φέρνει στον Factor το Μαρινόπουλο και τη Lidl. Ο Factor αφού κάνει τον απαραίτητο έλεγχο (Credit Control) τους δέχεται. Ο Μαρινόπουλος δέχεται την αναγγελία να πληρώνει στον Factor, η Lidl όμως αρνείται. Η VIVARTIA ωστόσο χρειάζεται ρευστότητα. Έτσι υπογράφεται σύμβαση μη εμπιστευτικού Factoring για το Μαρινόπουλο και εμπιστευτικού για τη Lidl. Ο Factor χρηματοδοτεί τη γαλακτοβιομηχανία κατά 90% για κάθε αγοραστή. Για το Μαρινόπουλο, όταν ο Factor εισπράξει όλο το ποσό θα δώσει και το χρωστούμενο 10% στη VIVARTIA. Όσο για τη Lidl η VIVARTIA θα πάρει και πάλι το 90%, αλλά όταν τα εισπράξει επιστρέφει το σύνολο της αξίας τιμολογίων στον Factor και αυτός με τη σειρά του επιστρέφει το υπόλοιπο 10%.

Factoring τριμερούς συνεργασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτή τη μορφή Factoring συμμετέχουν ο Factor, ο προμηθευτής, και η Τράπεζα. Η τράπεζα χρηματοδοτεί απευθείας τον προμηθευτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχουν εκχωρηθεί στον Factor, ο οποίος εξαιτίας της κεφαλαιακής επάρκειας ζητά τη στήπιξη της τράπεζας και αναλαμβάνει να παρέχει ότι προβλέπεται. Αυτή η συμφωνία συνήθως γίνεται από εταιρείες που προμηθεύουν Δήμους, Νομαρχίες, Δημόσια Νοσοκομεία κ.α., όπου συνήθως υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών . Έτσι οι εκχωρητές ενεχυριάζουν τα τιμολόγιά τους στην τράπεζα, η οποία τους χρηματοδοτεί αλλά όχι στο 100%. Η τράπεζα για να εξασφαλιστεί τους ανοίγει ένα αλληλόχρεο λογαριασμό που τους χρεώνει τα λεφτά όταν αυτή τα εισπράξει. Επειδή όμως η τράπεζα αδυνατεί να τα διαχειριστεί όλα αυτά, υπογράφει τριμερή σύμβαση κατά την οποία ο εκχωρητής χρηματοδοτείται από την τράπεζα και ο Factor αναλαμβάνει τη λογιστική διαχείριση των τιμολογίων αλλά και όλα όσα περιλαμβάνονται στις υποχρεώσεις του.

Διεθνές factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κριτήριο γι αυτήτη διάκριση είναι το αν ο οφειλέτης της εκχωρούμενης απαίτησης βρίσκεται στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό, οπότε ο πράκτορας πρέπει να επιχειρήσει εκέι την είσπραξή της. Ως διεθνές χαρακτηρίζεται το factoring όταν οι απαιτήσεις προέρχονται από εξαγωγές αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε χώρα διαφορετική από εκείνη στην οποία είναι εγκατεστημένοι και ασκούν τη δραστηριότητά τους ο προμηθευτής και ο πράκτορας.

Καταναλωτικό Factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καταναλωτικό factoring αφορά εμπορικές επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών, που θέλουν να προσφέρουν έναν εναλλακτικό τρόπο μακροπρόθεσμης πίστωσης στους πελάτες τους, πέραν από τα καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κλπ. Έχει μεγάλη αύξηση στην Ελλάδα αφού προσφέρει χαμηλή επιβάρυνση χωρίς χρειάζεται καταναλωτές και έμποροι να εμπλέκονται σε χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης πιστωτικής κάρτας ή εγγύησης σε περίπτωση τραπεζικού δανεισμού.

Άλλες µορφές factoring[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τις µορφές που αναφέραµε υπάρχουν και άλλες , µε διάφορες παραλλαγές, για πιο συγκεκριμένες ανάγκες,όπως το ληξιπρόθεσµο factoring ή το drop shipment factoring.

Υπηρεσίες που παρέχονται από έναν πράκτορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέτει υπό έλεγχο την πίστωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν η επιχείρηση προτίθεται να κάνει µια πώληση µε πίστωση, ζητά την έγκριση του πράκτορα. Αν ο πράκτορας δεν εγκρίνει την πώληση και δεν αγοράσει την απαίτηση, τότε η επιχείρηση πρέπει να διαλέξει µεταξύ της απόρριψης της παραγγελίας ή να της εκτέλεσης και ανάληψης της είσπραξης µε δική της ευθύνη. Έτσι µια µικροµεσαία επιχείρηση αντιµετωπίζει συχνά το δίλημμα µεταξύ του πράκτορα και της ενίσχυσης και υποστήριξης του δικού της τµήµατος διαχείρισης πιστώσεων. Ο πράκτορας διαβιβάζει συχνά στον πελάτη του, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά µε τις απαιτήσεις, δηλαδή ποια είναι τα ανείσπρακτα, τα ληξιπρόθεσµα και τα εξοφλούµενα τιµολόγια, τα υπόλοιπα κατά αγοραστή, την κίνηση λογ/µων κ.α.Η υπηρεσία ελέγχου της πίστωσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση εξαγωγών. Ο εξαγωγέας μπορεί να προχωρήσει σε σύναψη εµπορικών συµφωνιών µε νέους πελάτες στηριζόµενος αποκλειστικά στην κάλυψη που του παρέχει ο πράκτορας του. Έτσι, εξαγωγέας δεν χρειάζεται να ζητήσει το άνοιγµα ενέγγυας πίστωσης για να εξασφαλίσει την εξόφληση των απαιτήσεών του.

Διαθέτει το χρηματικό κεφάλαιο πριν από την πληρωμή του λογαριασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ η πώληση έχει γίνει µε πίστωση για µια ορισµένη χρονική περίοδο, ο πωλητής µπορεί να λάβει αµέσως την αξία των πωλήσεων από τον πράκτορα.Ειδικά όταν γίνεται η συγκέντρωση όλων των λογαριασμών από έναν πράκτορα, μειώνονται οι ανάγκες της εταιρείας σε προσωπικό και άρα μειώνεται το κόστος και αποδεσμεύονται οι πωλητές από τον ρόλο του εισπράκτορα.Παράλληλα, εξασφαλίζεται περισσότερος χρόνος για τις πωλήσεις και μειώνεται το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης και της λογιστικής παρακολούθησης των εµπορικών απαιτήσεων. Ακόμη συµβάλλει στη διαχείριση των αγοραστών σχετικά µε την τακτικότερη και αποτελεσµατικότερη αποπληρωµή των υποχρεώσεών τους.

Αναλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πράκτορας άλλοτε αναλαμβάνει και άλλοτε όχι τον πιστωτικό κίνδυνο. Αν η πρακτορεία γίνεται µε δικαίωµα αναγωγής τότε δεν υπάρχει ο κίνδυνος από τη µη εξόφληση του λογαριασµού. Στην πρακτορεία χωρίς δικαίωμα αναγωγής ο πράκτορας υφίσταται την ζημία από τις επισφαλείς απαιτήσεις. Συνήθως το factoring γίνεται χωρίς δικαίωμα αναγωγής.

Η λήξη της σύμβασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύμβαση συνάπτεται κατά κανόνα ως ορισμένου χρόνου. Συνήθης διάρκεια είναι 24 μήνες, με δυνατότητα σιωπηρής παράτασης αν δεν υπάρξει καταγγελία εκ μέρους κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη, οπότε η σύμβαση καθίσταται αορίστου χρόνου.Όπως κάθε διαρκής σύμβαση, η σύμβαση factoring λήγει με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου ή με καταγγελία.Γίνεται δεκτό ότι λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ των συμβαλλόμενων , απαιτείται η τήρηση ορισμένης προθεσμίας για την ενέργεια της καταγγελίας.

Πλεονεκτήματα FACTORING[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασικό πλεονέκτημα της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι η μεγάλη ευελιξία των υπηρεσιών που παρέχει καθώς και η δυνατότητα προσαρμογής στις συγκεκριμένες ανάγκες των πελατών της.

Αλλά επιμέρους πλεονεκτήματα είναι τα παρακάτω:

  • Εξάλειψη του κόστους για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας των πελατών της επιχείρησης και του κόστους διαχείρισης & λογιστικής παρακολούθησης.
  • Βελτίωση των μεθόδων είσπραξης και κάλυψης των πιστωτικών κινδύνων.
  • Αύξηση των ταμειακών εισροών, αφου εισπράττονται οι απαιτήσεις.
  • Εξελιγμένα μηχανογραφικά συστήματα και της εξειδίκευση του προσωπικού.
  • Μείωση του χρόνου απασχόλησης των πωλητών, του λογιστηρίου αλλά και των στελεχών των επιχειρήσεων οι οποίες προσφεύγουν σε εταιρείες factoring. Έτσι χρησιμοποιούν το χρόνο τους πιο αποδοτικά σε άλλες δραστηριότητες.
  • Βελτίωση της εικόνας που παρουσιάζει ο ισολογισμός της χρηματοδοτούμενης επιχείρησης και άρα αύξηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, αφού οι προκαταβολές που εισπράττει (80%) δεν παρουσιάζονται στο παθητικό σαν βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αλλά στο ενεργητικό σαν διαθέσιμα.
  • Ασφαλιστική κάλυψη των απαιτήσεων έναντι της αφερεγγυότητας των χρεωστών.

Μειονεκτήματα FACTORING[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πιθανά μειονεκτήματα της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι τα παρακάτω:

  • Εάν χρησιμοποιείται μόνο για ρευστότητα το κόστος είναι υψηλότερο από τον απλό δανεισμό.
  • Πιθανή δημιουργία άσχημων σχέσεων με τους πελάτες, λόγω υποψίας έλλειψης εμπιστοσύνης.
  • Μπορεί να δημιουργηθούν δυσκολίες κατά τον τερματισμό μια συμφωνίας. Οι περισσότερες συμφωνίες καθορίζουν μια περίοδο ειδοποίησης και για τα δύο μέρη (συνήθως 3 μηνών). Γι’ αυτό στην πράξη σπανίως συμφωνίες τερματίζονται εκ μέρους του πωλητή.
  • Η επιχείρηση πρέπει να εκχωρήσει όλες τις απαιτήσεις της. Επιπλέον η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να εκχωρήσει όχι μόνο τις υφιστάμενες απαιτήσεις, αλλά ακόμη και εκείνες που θα δημιουργηθούν μετά τη σύμβαση.
  • Από τη στιγμή που η απαίτηση θα εκχωρηθεί στην εταιρεία factoring ο πελάτης δεν μπορεί να αλλοιώσει τους όρους της, μειώνοντας έτσι σημαντικά την ευελιξία του.
  • Τα πιστωτικά όρια που ορίζει ο factor για κάθε πελάτη μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαμηλά περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις πωλήσεις.

Δεν παρουσιάζονται στο κυκλοφορούν ενεργητικό του ισολογισμού του πωλητή τα πιο ρευστά του στοιχεία δηλαδή οι απαιτήσεις του (όταν έχουμε factoring). Για αυτό είναι πιθανό οι προμηθευτές να διστάζουν να χορηγούν πιστώσεις.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η σύμβαση factoring 1995, Βάθης
  2. Τα διάφορα είδη διεθνούς factoring και η ρύθμιση νομικών ζητημάτων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΝοΒ 46, 920, Παμπούκης
  3. Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων,1996, Ψυχομάνης