Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πού ήσουν εσύ, Αδάμ; (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πού ήσουν εσύ, Αδάμ;
ΣυγγραφέαςΧάινριχ Μπελ
ΤίτλοςWo warst du, Adam?
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1951
Πολιτιστικό κίνημαΛογοτεχνία των ερειπίων
Μορφήμυθιστόρημα
ΘέμαΒ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΤόποςΚεντρική Ευρώπη
 ID667999

Πού ήσουν εσύ, Αδάμ; (γερμανικά: Wo warst du, Adam?) είναι μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1951 και είναι ένα από τα κορυφαία αντιπολεμικά έργα της γερμανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Σε εννέα επεισόδια σαν σύνθετο μωσαϊκό, ο συγγραφέας ζωντανεύει διάφορα γεγονότα στο νότιο Ανατολικό Μέτωπο το φθινόπωρο του 1944, καθώς το γερμανικό μέτωπο καταρρέει και υποχωρεί και τα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν. Σε μια ολοένα και πιο ζοφερή ατμόσφαιρα, ο Μπελ σκιαγραφεί μια εικόνα της καταστροφής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[1]

Το μυθιστόρημα, βασικό έργο της λογοτεχνίας των ερειπίων, δεν είναι μια ηρωική πολεμική αφήγηση, αλλά ένας στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη απέναντι στον θάνατο και την καταστροφή. Ο Μπελ παρουσιάζει μια πολύπλευρη εικόνα του παραλογισμού του πολέμου, στην οποία οι μοίρες στρατιωτών, πολιτών, ακόμη και δραστών, είναι φρικιαστικά συνυφασμένες. Από τους τραυματίες στρατιώτες σε ένα υπερπλήρες νοσοκομείο μέχρι τις φρικιαστικές σκηνές σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, απεικονίζει την ωμή πραγματικότητα του πολέμου, τοποθετώντας το άτομο στο επίκεντρο της αφήγησής του. Τελειώνει με την συνειδητοποίηση ότι ο πόλεμος όχι μόνο κοστίζει ζωές αλλά και καταστρέφει την ίδια την ουσία της ανθρωπότητας..[2]

Ο τίτλος προέρχεται από τη Γένεση (3,9), όταν ο Θεός απευθύνει στον Αδάμ αυτήν την ερώτηση αφού οι Πρωτόπλαστοι είχαν φάει τον απαγορευμένο καρπό και κρύφτηκαν από φόβο: Καὶ ἐκάλεσε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀδάμ, ποῦ εἶ; [3]

Δύο μότο που προαναγγέλλουν τα κεντρικά θέματα του έργου προηγούνται του κειμένου:

  • Το πρώτο προέρχεται από τα Ημερονυχτολόγια του συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας, μεταφραστή και αντίπαλου του ναζισμού Τέοντορ Χέκερ και στοχάζεται πάνω στην ηθική ευθύνη του ατόμου εν μέσω ιστορικής συμφοράς: «Μια παγκόσμια καταστροφή μπορεί να εξυπηρετήσει πολλούς σκοπούς, μεταξύ άλλων να σου δώσει άλλοθι ενώπιον του Θεού. Πού ήσουν εσύ, Αδάμ; Ήμουν στον πόλεμο».
  • Το δεύτερο είναι απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Πιλότος πολέμου του Γάλλου συγγραφέα Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί και συμπυκνώνει την καταστροφική φύση του πολέμου: «Ο πόλεμος δεν είναι περιπέτεια. Ο πόλεμος είναι ασθένεια. Σαν τύφος».

Σε εννέα επεισόδια, που σκιαγραφούν την καταστροφή και τα δεινά που προκαλεί ο πόλεμος, ο συγγραφέας περιγράφει την πορεία του νεαρού υπολοχαγού Άνταμ Φάινχαλς (αρχιτέκτονας στο επάγγελμα) από το Ανατολικό Μέτωπο προς το σπίτι των γονιών του. Παρουσιάζει επίσης τις ιστορίες διαφόρων χαρακτήρων των οποίων οι μοίρες τέμνονται, άμεσα ή έμμεσα, με τη δική του. Ανάμεσά τους είναι άλλοι στρατιώτες, ανώτεροι αξιωματικοί, μια ηλικιωμένη Σλοβάκα πανδοχέας που γίνεται μάρτυρας τόσο της προέλασης όσο και της υποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων, και η Εβραία Ιλόνα, η ζωή της οποίας τελειώνει τραγικά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όλοι τους ενώνονται από τη μοίρα ως θύματα του πολέμου.

Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με την απεικόνιση της καταθλιπτικής διάθεσης των κατάκοπων στρατιωτών που προετοιμάζονται για μια επικείμενη μάχη στις πεδιάδες της Ουγγαρίας. Καθώς ο στρατηγός τους επιθεωρεί, οι στρατιώτες νιώθουν κάτι παράξενο: θλίψη, οίκτο, φόβο και μια κρυφή οργή ενάντια στον πόλεμο. Ο υπολοχαγός Άνταμ Φάινχαλς περιγράφεται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, όπως και οι σκέψεις και τα συναισθήματά του κατά τη διάρκεια της πορείας. Η μάχη καταλήγει σε ήττα και οι λίγοι επιζώντες βρίσκονται στο νοσοκομείο. Ανάμεσά τους είναι ο τραυματισμένος συνταγματάρχης Μπρέσεν που μουρμουρίζει επανειλημμένα μόνο: «Σαμπάνια - δροσερή σαμπάνια» και «Μια γυναίκα- μια κοπέλα».

Το δεύτερο κεφάλαιο συνεχίζει τα γεγονότα του πρώτου και επίσης διαδραματίζεται στο νοσοκομείο. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η ιστορία παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του τραυματία συνταγματάρχη Μπρέσεν. Μέσα από τις αναμνήσεις του, ο αναγνώστης μαθαίνει γιατί μιλάει ασταμάτητα για σαμπάνια και γυναίκες. Στο μυαλό του, ταξιδεύει πίσω στην προηγούμενη ζωή του, όταν έπινε σαμπάνια με φίλους, κάπνιζε πούρα και απολάμβανε τις ηδονές. Οι εικόνες στους τοίχους του νοσοκομείου τροφοδοτούν περαιτέρω τις αναμνήσεις του.

Το τρίτο κεφάλαιο είναι ένα από τα πιο εκτενή και επικεντρώνεται στον λοχία Άλοις Σνάιντερ και τον λοχαγό Μπάουερ, ο οποίος αναφέρθηκε ήδη στο πρώτο κεφάλαιο. Εστιάζει στην καθημερινή ρουτίνα στο νοσοκομείο όπου υπηρετεί ο Σνάιντερ. Μια επαναλαμβανόμενη σκηνή είναι η τακτική εμφάνιση της νεαρής Ουγγαρέζας Στσάρκας, η οποία πουλάει λαχανικά και φρούτα στο στρατόπεδο.

Ο λοχαγός Μπάουερ, μετά από ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα εν υπηρεσία, επαναλαμβάνει μονότονα - κάθε 50 δευτερόλεπτα - μια ακατανόητη λέξη. Αντιμετωπίζει επίσης στρατοδικείο ως ύποπτος για αυτοτραυματισμό επειδή δεν φορούσε κράνος ενώ οδηγούσε.

Το νοσοκομείο τελικά εκκενώνεται κατόπιν διαταγής, καθώς τα εχθρικά στρατεύματα πλησιάζουν. Τα ρωσικά άρματα μάχης παίρνουν θέσεις ακριβώς μπροστά στο νοσοκομείο και ο λοχίας Άλοϊς Σνάιντερ, που δεν πρόλαβε να φύγει, προσπαθεί να κατευνάσει τον εχθρό με μια λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό. Καθώς πλησιάζει αργά τα άρματα μάχης, κατά λάθος πατάει πάνω σε μια μη εκραγείσα βόμβα, η οποία εκρήγνυται. Οι Ρώσοι στρατιώτες θεωρούν την έκρηξη ως επίθεση, ανοίγουν πυρ και καταστρέφουν ολόκληρο το νοσοκομείο. Μόνο αργότερα συνειδητοποιούν ότι δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός από την άλλη πλευρά.[4]

Το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στον στρατιώτη Γκρεκ. Με ακρίβεια, ο Μπελ περιγράφει τον εσωτερικό κόσμο του Γκρεκ - τους φόβους, τις σκέψεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις του. Ο Γκρεκ, υποφέροντας από στομαχική ασθένεια, βρίσκεται σε ένα άλλο νοσοκομείο, στο οποίο οι τραυματίες μεταφέρθηκαν μεταξύ των κεφαλαίων τρία και τέσσερα. Κατά τη διάρκεια μιας άδειας, πηγαίνει σε μια κοντινή πόλη. Εκεί, αναγκάζεται να πουλήσει το παντελόνι του σε έναν Εβραίο έμπορο και τον στοιχειώνει ο φόβος ότι θα λογοδοτήσει για την πράξη του. Τελικά, επιστρέφει στο στρατόπεδο, σε συνεχή πανικό ότι θα ανακαλυφθεί και θα τιμωρηθεί.

Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο υπολοχαγός Φάινχαλς έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Ερωτεύεται την Εβραία δασκάλα Ιλόνα. Αλλά ο έρωτάς τους είναι καταδικασμένος: Ο Φάινχαλς λαμβάνει διαταγές να προελάσει, ενώ η Ιλόνα παραμένει στην οικογένειά της στο γκέτο. Χωρίζονται με βαριά καρδιά χωρίς να ανταλλάξουν διευθύνσεις. Ο Φάινχαλς τελικά ανεβαίνει σε ένα φορτηγό που τον μεταφέρει μαζί με άλλους στρατιώτες στο μέτωπο.

Το έκτο κεφάλαιο περιγράφει την άφιξη των Φάινχαλς, Γκρεκ, Φινκ και άλλων στρατιωτών σε ένα χωριό, όπου διεξάγεται η μάχη. Ο Φινκ σκοτώνεται καθώς κουβαλάει μια βαλίτσα γεμάτη μπουκάλια κρασιού, κάτι που τον ακινητοποιεί. Ο Γκρεκ, ο οποίος συνεχίζει να υποφέρει από τον τρομερό πόνο της στομαχικής του ασθένειας, ανακουφίζεται από τα βάσανά του όταν η στέγη ενός αχυρώνα που χτυπήθηκε από οβίδα καταρρέει, θάβοντάς τον από κάτω.

Το έβδομο κεφάλαιο είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά του μυθιστορήματος. Περιγράφει την απέλαση της Ιλόνα μαζί με άλλους Εβραίους σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο διοικητής του στρατοπέδου Φίλσκαϊτ είναι ένας φανατικός ρατσιστής που τρέφει μια παράξενη έλξη για τη μουσική.

Κατά την άφιξή τους στο στρατόπεδο, ο Φίλσκαϊτ ταξινομεί τους κρατούμενους ανάλογα με την ικανότητά τους στο τραγούδι: όσοι μπορούν να τραγουδήσουν τοποθετούνται στη «χορωδία του στρατοπέδου», ενώ όλοι οι άλλοι θανατώνονται. Η Ιλόνα αναγκάζεται να τραγουδήσει και ερμηνεύει ένα τραγούδι στα λατινικά. Ο Φίλσκαϊτ είναι έξαλλος: δεν αντέχει ότι μια Εβραία μπορούσε να τραγουδήσει τόσο καλά, επίσης η εμφάνισή της δεν ταιριάζει με τη φυλετική του ιδεολογία. Σε μια έκρηξη τυφλής οργής, αδειάζει το όπλο του πάνω στην Ιλόνα, η οποία πεθαίνει σε αγωνία.

Μετά την ανελέητη και βάναυση εκτέλεση, ο Φίλσκαϊτ διατάζει τη δολοφονία όλων των Εβραίων στο στρατόπεδο.

Το όγδοο κεφάλαιο καταδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο τον παραλογισμό του πολέμου. Ο Φάινχαλς μετατίθεται στη Σλοβακία, στα σύνορα με την Πολωνία, για να εργαστεί ως αρχιτέκτονας στην κατασκευή μιας γέφυρας που είχε ανατιναχθεί από παρτιζάνους. Την ιστορία αφηγείται η κυρία Σούζαν, η οποία έχει ένα πανδοχείο κοντά στη γέφυρα και παρακολουθεί τον πόλεμο εδώ και χρόνια. Η γέφυρα ξαναχτίζεται με μεγάλη προσπάθεια σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μόνο και μόνο για να ανατιναχθεί ξανά αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της επειδή πλησιάζουν οι Σοβιετικοί.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Φάινχαλς επιστρέφει στην πόλη καταγωγής του, που κατά την άφιξή του, βρίσκεται υπό αμερικανικό βομβαρδισμό. Σταματά σε ένα πανδοχείο, όπου βλέπει τον στρατηγό που γνώρισε στο πρώτο κεφάλαιο. Έχει πλέον αιχμαλωτιστεί από τους Αμερικανούς και ο Φάινχαλς παρατηρεί ότι ο στρατηγός φαίνεται τώρα πολύ πιο χαρούμενος και πιο ζωηρός από πριν. Τελικά, ο Φάινχαλς σκοτώνεται στο κατώφλι του σπιτιού του από χτύπημα χειροβομβίδας, την τελευταία από τις επτά μετρημένες βολές που ρίχνει το γερμανικό πυροβολικό κάθε μέρα. [5]

Ελληνική μετάφραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Εσύ, Αδάμ, πού ήσουν;, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Γράμματα [6]
  1. . «homeworx.cc/boell-heinrich-wo-warst-du-adam».
  2. . «grin.com/heinrich böll wo warst du adam».
  3. . «imgap.gr/file1/AGPateres/ΓΕΝΕΣΙΣ».
  4. . «schulzeug.at/deutsch/werkanalysen/heinrich-boell-wo-warst-du-adam/».
  5. . «soerenheim.wordpress.com/2023/07/25/kriegsroman-an-den-randern-des-krieges-heinrich-bolls-wo-warst-du-adam/».
  6. . «politeianet.gr/el/products/xainrix-bel-grammata-esu-adam-pou-hsoun».