Ποσόστωση (οικονομία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ποσόστωση αποτελεί οικονομικό όρο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 και αναφέρεται σε συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα και ειδικότερα στην ανώτερη ποσότητα που επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά[1].

Η επιδότηση μόνο συγκεκριμένων ποσοτήτων ανά κράτος-μέλος είχε ως σκοπό, αρχικά, τον περιορισμό παραγωγής κάποιων αγροτικών προϊόντων ώστε να διατηρηθεί η υπάρχουσα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, διεθνής ανταγωνιστικότητα αλλά και η μεταξύ των κρατών-μελών[2].

Οι επιπλέον παραγόμενες ποσότητες, σε κάθε προϊόν και κάθε ξεχωριστό κράτος, που δεν έχουν εξασφαλίσει επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση παύουν να είναι ανταγωνιστικές.

Στην πράξη, σήμερα, αυτό σημαίνει ότι πρέπει κάποιος ουσιαστικά να αγοράσει από άλλον άδεια για παραγωγή π.χ. γάλακτος[3] αν θέλει να επιδοτηθεί όπως οι υπόλοιποι και να είναι το προϊόν του ανταγωνίσιμο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ποσόστωση». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2012. 
  2. «Τραγωδία: δεν πιάσαμε ούτε την ποσόστωση, στο γάλα!». Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2012. 
  3. ΦΕΚ B 2891/2011