Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1393-1402)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
Βυζαντινο-Οθωμανικοί Πόλεμοι
Χάρτης της Μεσογείου περί το 1389. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (με μπλε χρώμα) περικυκλωμένη από τους Οθωμανούς Τούρκους (με σκούρο πράσινο).
Χρονολογία1393 - 1402
ΤόποςΚωνσταντινούπολη
ΈκβασηΝίκη του Ταμερλάνου και των Βυζαντινών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
Η φρουρά της Κωνσταντινούπολης και 1500 ξένοι μισθοφόροι
85.000 Οθωμανοί
20.000 Σέρβοι
140.000 άνδρες
32 ελέφαντες
Απώλειες
Άγνωστες
~40.000-80.000 άνδρες
~40.000 άνδρες

Προοίμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Οθωμανό Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α, διήρκεσε οκτώ χρόνια, 1394 - 1402. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που έμοιαζε περισσότερο με αποκλεισμό της απομονωμένης Κωνσταντινούπολης από τον υπόλοιπο κόσμο, τουλάχιστον από τη στεριά, η αδυναμία του οθωμανικού στόλου επέτρεψε στους Βυζαντινούς να λάβουν ενίσχυση από τη θάλασσα. Αυτός ο αποκλεισμός ή πολιορκία της Κωνσταντινούπολης οδήγησε τους Χριστιανούς της Δύσης να κινητοποιηθούν εναντίον της ολοένα και πιο ηγεμονικής τουρκικής δύναμης. Πράγματι, οργανώθηκε μεγάλη σταυροφορία από τη Δύση με τη συμμετοχή χιλιάδων Γάλλων, Γερμανών και Άγγλων ιπποτών και άλλων Σλαβικών λαών υπό την ηγεσία του Γερμανού αυτοκράτορα Σιγισμόνδιου. Ο Βαγιαζήτ Α' αναγκάστηκε τότε να διακόψει προσωρινά την πολιορκία, για να τους αντιμετωπίσει τελικά νικηφόρα στην Νικόπολη της σημερινής Βουλγαρίας. Η ανυπομονησία και η ανυπακοή των Γάλλων ιπποτών στον κατά τα άλλα ικανό Σιγισμόνδιο ήταν η κυριότερη αιτία της ήττας. Ως αποτέλεσμα η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης έγινε ακόμα πιο ασφυκτική.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ' Παλαιολόγος ο οποίος οργάνωσε το 1396-1402 την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ενάντια στους Οθωμανούς.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Ταμερλάνος (ή αλλιώς Τιμούρ Λενγκ), ο διάσημος Μογγόλος κατακτητής, άρχισε τις κατακτήσεις προσπαθώντας να εκδιώξει τους συναγωνιστές του στο Τουρκμενιστάν. Είχε καταλάβει μέχρι το 1369 ολόκληρη την περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα του κράτους του, τη Σαμαρκάνδη. Έκανε εκστρατείες κατά των Περσών και το 1392 προχώρησε κατά μήκος του Ευφράτη κατακτώντας πολλές περιοχές. Στη συνέχεια εισέβαλλε στη νότια Ρωσία. Προωθήθηκε ως το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας. Τελικά όμως δεν επιχείρησε την κατάληψή του και επέστρεψε στο κράτος του. Κατόπιν στράφηκε στην κατάκτηση της Ινδίας το 1398 και κατάφερε να καταστρέψει το Σουλτανάτο του Δελχί. Το 1400 ο Μογγόλος κατακτητής επιτέθηκε στη Συρία και στο Ιράκ. Κατάφερε να καταλάβει το Αλέπο, τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Επίσης κατέλαβε και τη Σεβάστεια, η οποία τότε ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' βλέποντας τον Ταμερλάνο να επεκτείνεται προς τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι Οθωμανοί, έλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Η μάχη πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα το 1402 ανάμεσα στους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τους Οθωμανούς Τούρκους και τους Σέρβους υποτελείς του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' στην Άγκυρα και έληξε με την συντριπτική ήττα των Τούρκων.[1]

Μετά τη μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μογγόλοι μετά τη νίκη τους έφθασαν μέχρι τη Σμύρνη, αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, καθώς ο Ταμερλάνος, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Κίνα. Τελικά όμως ο θάνατός του δεν του επέτρεψε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση. Η νίκη των Μογγόλων στη Μάχη της Άγκυρας είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Βυζαντινούς, εκτός του ότι προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στο Οθωμανικό κράτος, καθυστέρησε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.

Οι Βυζαντινοί δεν έχασαν την ευκαιρία και υπέγραψαν συμφωνίες ειρήνης με τους Χριστιανούς γείτονες τους και με ένα από τους γιους του Βαγιαζήτ.[2] Χάρη στις ενέργειες αυτές, οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα περισσότερα εδάφη της Πελοποννήσου. Ο Οθωμανικός Εμφύλιος Πόλεμος έληξε το 1413 όταν ο Μωάμεθ Α', με τη στήριξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, νίκησε τους αντιπάλους του.[2] Ωστόσο, οι καλές σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Οθωμανών δεν έμελλε να διαρκέσουν.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Marozzi, Justin, The Art of War: Great Commanders of the Ancient and Medieval World, Roberts, Andrew (ed.). Quercus Military History, 2008. p. 337. ISBN 978-1-84724-259-4
  2. 2,0 2,1 Compact History, σελ. 274–276