Βυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος 572-591

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πολιορκία της Δάρας (573))
Το όριο μεταξύ των Ρωμαίων/Βυζαντινών και Σασανιδών της Περσίας (4ος-7ος αι.). Με διακεκομμένη είναι το σύνορο του 387, με στιγμές και παύλες το σύνορο του 591 και με κίτρινη γραμμή τα υποτελή κράτη του Καυκάσου.

Ο Βυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος των ετών 572-591 ήταν ένας πόλεμος, που διεξήχθη μεταξύ της της Περσίας των Σασανιδών και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πυροδοτήθηκε από φιλοβυζαντινές εξεγέρσεις σε περιοχές του Καυκάσου υπό περσική ηγεμονία, αν και άλλα γεγονότα συνέβαλαν επίσης στην έκρηξή του. Οι μάχες περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στον νότιο Καύκασο και τη Μεσοποταμία, αν και επεκτάθηκαν επίσης στην ανατολική Μ. Ασία, τη Συρία και τη βόρεια Περσία. Ήταν μέρος μίας έντονης, μεταξύ αυτών των δύο αυτοκρατοριών, αλληλουχίας πολέμων, οι οποίοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του 6ου και των αρχών του 7ου αι. Ήταν επίσης ο τελευταίος από τους πολλούς πολέμους μεταξύ τους, που ακολούθησε ένα μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο οι μάχες περιορίζοντο σε μεγάλο βαθμό στις παραμεθόριες επαρχίες και καμία από τις δύο πλευρές δεν επέτυχε κάποια μόνιμη κατοχή εχθρικού εδάφους πέρα από αυτή τη συνοριακή ζώνη. Ο πόλεμος προηγήθηκε μίας πολύ πιο ευρείας και δραματικής τελικής σύγκρουσης που έγινε μετά, στις αρχές του 7ου αι.

Το ξεκίνημα του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λιγότερο από μία δεκαετία μετά την Πεντηκονταετή Συνθήκη Ειρήνης του 562, οι εντάσεις αυξήθηκαν σε όλα τα σημεία τομής μεταξύ των σφαιρών επιρροής των δύο αυτοκρατοριών, όπως είχε συμβεί πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, τη δεκαετία του 520. Το 568–569 οι Βυζαντινοί συμμετείχαν σε τελικώς αποτυχημένες διαπραγματεύσεις (πρβλ. την πρεσβεία του Ζημάρχου) με τους Γκοκ Τούρκους για μία συμμαχία κατά της Περσίας. Το 570 οι Σασσανίδες εισέβαλαν στην Υεμένη, εκδιώκοντας τους Αξουμίτες, συμμάχους των Βυζαντινών και αποκαθιστώντας το Βασίλειο των Χιμιαριτών ως πελατειακό κράτος. Το 570 και το 571 οι Άραβες πελάτες των Σασανιδών, οι Λαχμίδες, εξαπέλυσαν επιδρομές στο Βυζαντινό έδαφος, αν και και στις δύο περιπτώσεις ηττήθηκαν από τους Γασανίδες, πελάτες των Βυζαντινών. Και το 570 οι Βυζαντινοί έκαναν μία μυστική συμφωνία για να υποστηρίξουν μία εξέγερση των Αρμενίων κατά των Σασανιδών, η οποία ξεκίνησε το 571, συνοδευόμενη από μία άλλη εξέγερση στο Βασίλειο της Ιβηρικής. [1] Στις αρχές του 572 οι Αρμένιοι υπό τον Βαρντάν Β' Μαμικονιάν νίκησαν τον Πέρση κυβερνήτη της Αρμενίας και κατέλαβαν το αρχηγείο του στο Ντβιν. Οι Πέρσες σύντομα ανακατέλαβαν την πόλη, αλλά λίγο αργότερα καταλήφθηκε ξανά από συνδυασμένες Αρμενικές και Βυζαντινές δυνάμεις και άρχισαν άμεσες εχθροπραξίες μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. [2] Παρά τις συχνές εξεγέρσεις τον 5ο αι., κατά τους προηγούμενους πολέμους του 6ου αι. οι Αρμένιοι είχαν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό πιστοί στους Σασανίδες άρχοντές τους, σε αντίθεση με τους γείτονές τους Χριστιανούς στην Ιβηρία και τη Λαζική (αρχ. Κολχίδα). Ενώνοντας τους Ίβηρες, τους Λαζούς και τους Βυζαντινούς σε έναν συνασπισμό των Χριστιανικών λαών της περιοχής, οι Αρμένιοι άλλαξαν δραματικά την ισορροπία δυνάμεων στον Καύκασο, βοηθώντας τις Βυζαντινές δυνάμεις να μεταφέρουν τον πόλεμο βαθύτερα στην Περσική επικράτεια από ό,τι ήταν προηγουμένως δυνατό σε αυτό το μέτωπο: καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Βυζαντινές δυνάμεις μπόρεσαν να εισβάλουν μέχρι την Αλβανία (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) και μάλιστα να διαχειμάσουν εκεί. [3]

Πτώση της Δάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Μεσοποταμία όμως ο πόλεμος άρχισε καταστροφικά για τους Βυζαντινούς. Μετά από μία νίκη στη Σαργαθώνα το 573, πολιόρκησαν τη Νίσιβη και προφανώς ήταν έτοιμοι να την καταλάβουν, όταν η απόλυση του στρατηγού τους Μαρκιανού οδήγησε σε άτακτη υποχώρηση. [4] Εκμεταλλευόμενοι τη Βυζαντινή σύγχυση, οι δυνάμεις των Σασανιδών υπό τον Χοσρόη Α΄ (βασ. 531–579) αντεπιτέθηκαν γρήγορα και περικύκλωσαν τη Δάρα, καταλαμβάνοντας την πόλη μετά από τετράμηνη πολιορκία. Οι Σασανίδες χρησιμοποίησαν βαλλίστρες, που είχαν βρει εγκαταλελειμμένες στην πολιορκία της Νίσιβης. [5]

Τα τείχη του Ιουστινιανού στη Δάρα

Την ίδια στιγμή ένας μικρότερος Περσικός στρατός υπό τον Aνταρμαχάν λεηλάτησε τη Συρία, λεηλατώντας την Απάμεια και μία σειρά από άλλες πόλεις. [6] Απωθήθηκαν από τη Συρία μετά από μία θορυβώδη Βυζαντινή άμυνα κοντά στην Αντιόχεια. [7] Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, το 572 ο Αυτοκράτορας Ιουστίνος Β΄ (βασ. 565-578) είχε διατάξει τη δολοφονία του βασιλιά των Γασανιδών αλ-Μουντίρ Γ΄. Ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης απόπειρας κατά της ζωής του, ο αλ-Μουντίρ διέκοψε τη συμμαχία του με τους Βυζαντινούς, αφήνοντας εκτεθειμένα τα σύνορά τους στην έρημο. [8]

Η πτώση της Δάρας, του κυριότερου Βυζαντινού οχυρού στη Μεσοποταμία, οδήγησε τον Ιουστίνο Β΄ στην παραφροσύνη και ο έλεγχος της Αυτοκρατορίας πέρασε στη σύζυγό του Σοφία και στον Τιβέριο Κωνσταντίνο. Οι νέοι αντιβασιλείς συμφώνησαν να πληρώσουν 45.000 χρυσά νομίσματα για μονοετή εκεχειρία και αργότερα μέσα στο έτος την επέκτειναν σε πέντε έτη, εξασφαλισμένα με ετήσια πληρωμή 30.000 νομισμάτων. Ωστόσο αυτές οι εκεχειρίες ίσχυαν μόνο για το μέτωπο της Μεσοποταμίας. Στον Καύκασο ο πόλεμος συνεχίστηκε. [9]

Η τελευταία εκστρατεία του Χοσρόη Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 575 οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διευθετήσουν τις διαφορές τους με τους Γασανίδες. Αυτή η ανανέωση της συμμαχίας τους απέφερε αμέσως δραματικούς καρπούς, καθώς οι Γασανίδες λεηλάτησαν την πρωτεύουσα των Λαχμιδών στη Χίρα. [10] [11] Την ίδια χρονιά οι Βυζαντινές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την ευνοϊκή κατάσταση στον Καύκασο για να εκστρατεύσουν στην Καυκάσια Αλβανία και να εξασφαλίσουν ομήρους από τις αυτόχθονες φυλές. [10] Το 576 ο Χοσρόης Α΄ ξεκίνησε την τελευταία του εκστρατεία και μία από τις πιο φιλόδοξες επιχειρήσεις του, οργανώνοντας ένα χτύπημα μεγάλης εμβέλειας μέσω του Καυκάσου στην Μ. Ασία, όπου οι Περσικοί στρατοί δεν ευρίσκοντο από την εποχή του Σαπώρ Α΄ (ρ. 240 –270). Οι προσπάθειές του να επιτεθεί στη Θεοδοσιούπολη και στην Καισάρεια ματαιώθηκαν, αλλά κατάφερε να λεηλατήσει τη Σεβάστεια πριν αποσυρθεί. Στον δρόμο της επιστροφής αναχαιτίστηκε και νικήθηκε σοβαρά κοντά στη Μελιτηνή από τον Ιουστινιανό, τον μάγιστρο του στρατού της Ανατολής, που λελάτησε την ανυπεράσπιστη πόλη της Μελιτηνής. Καθώς τράπηκαν σε φυγή, ο στρατός του υπέστη περαιτέρω βαριές απώλειες, όταν διέσχισε τον Ευφράτη υπό την επίθεση των Βυζαντινών. Ο Χοσρόης φέρεται να συγκλονίστηκε τόσο πολύ από αυτή την απώλεια και τη δική του διαφυγή, που θέσπισε νόμο που απαγόρευε σε οποιονδήποτε από τους διαδόχους του να ηγηθεί στρατού αυτοπροσώπως, εκτός εάν αντιμετωπίζει έναν άλλο μονάρχη, που εκστρατεύει επίσης αυτοπροσώπως. [12] Οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν την Περσική αταξία, με επιδρομές βαθιά στην Καυκάσια Αλβανία και το Αζερμπαϊτζάν, εξαπολύοντας επιδρομές στην Κασπία Θάλασσα κατά της βόρειας Περσίας, διαχειμάζοντας στο Περσικό έδαφος και συνεχίζοντας τις επιθέσεις τους μέχρι το καλοκαίρι του 577. Ο Χοσρόης ζήτησε τώρα ειρήνη, αλλά μία νίκη στην Αρμενία από τον στρατηγό του Ταμχοσρόη επί του πρόσφατου εχθρού του Ιουστινιανού σκλήρυνε τη θέλησή του και ο πόλεμος συνεχίστηκε. [13]

Ο πόλεμος επιστρέφει στη Μεσοποταμία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 578 η εκεχειρία στη Μεσοποταμία έληξε και η κύρια εστίαση του πολέμου μετατοπίστηκε σε αυτό το μέτωπο. Μετά τις Περσικές επιδρομές στη Μεσοποταμία, ο νέος magister militum της Ανατολής Μαυρίκιος πραγματοποίησε επιδρομές και στις δύο πλευρές του Τίγρη, κατέλαβε το φρούριο Αφουμόν και λεηλάτησε τη Σινγκάρα. Ο Χοσρόης Α΄ ζήτησε ξανά ειρήνη το 579, αλλά απεβίωσε πριν επιτευχθεί συμφωνία και ο διάδοχός του Ορμίσδας Δ΄ (βασ. 579–590) διέκοψε τις διαπραγματεύσεις. [14] Το 580 οι Γασανίδες σημείωσαν άλλη μία νίκη επί των Λαχμιδών, ενώ οι Βυζαντινές επιδρομές διείσδυσαν και πάλι ανατολικά του Τίγρη. Ωστόσο περίπου αυτή την περίοδο ο μελλοντικός Χοσρόης Β΄ τέθηκε επικεφαλής της κατάστασης στην Αρμενία, όπου επέτυχε να πείσει τους περισσότερους ηγέτες των επαναστατών να επιστρέψουν στην συμμαχία των Σασανιδών, αν και η Ιβηρία παρέμεινε πιστή στους Βυζαντινούς. [15] Το επόμενο έτος, μία φιλόδοξη εκστρατεία κατά μήκος του Ευφράτη από τις Βυζαντινές δυνάμεις υπό τον Mαυρίκιο και τις δυνάμεις των Γασανιδών υπό τον αλ-Μουντίρ Γ΄ απέτυχε να σημειώσει πρόοδο, ενώ οι Πέρσες υπό τον Aνταρμαχάν πραγματοποίησαν μία καταστροφική εκστρατεία στη Μεσοποταμία. Ο Mαυρίκιος και ο αλ-Μουντίρ κατηγόρησαν ο ένας τον άλλον γι' αυτές τις δυσκολίες και οι αμοιβαίες αντεγκλήσεις τους οδήγησαν στη σύλληψη του αλ-Μουντίρ το επόμενο έτος ως ύποπτου προδοσίας, πυροδοτώντας τον πόλεμο μεταξύ Βυζαντινών και Γασανιδών και σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους του βασιλείου των Γασανιδών. [16]

Αδιέξοδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 582, μετά από μία νίκη στην Κωνσταντίνη επί των Aνταρμαχάν και Tαμχοσρόη κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος, ο Μαυρίκιος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας μετά το τέλος του Τιβέριου Κωνσταντίνου (βασ. 574–582). Το πλεονέκτημα που αποκτήθηκε στην Κωνσταντίνη χάθηκε αργότερα κατά τη διάρκεια του έτους, όταν ο διάδοχός του ως μάγιστρος του στρατού της Ανατολής, Ιωάννης Μυστάκων, ηττήθηκε στον ποταμό Νύμφιο από τον Καρνταριγκάν. [17] Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 580 ο πόλεμος συνεχιζόταν ατελέσφορα μέσω επιδρομών και αντεπιδρομών, που σημειώθηκαν από ματαιωμένες ειρηνευτικές συνομιλίες. Μία σημαντική σύγκρουση ήταν η νίκη των Βυζαντινών στη Μάχη του Σολάχωνα το 586. [18]

Η σύλληψη από τους Βυζαντινούς του διαδόχου του αλ-Μουντίρ αλ-Νουμάν το 584 οδήγησε στον κατακερματισμό του βασιλείου των Γασανιδών, το οποίο επανήλθε σε έναν χαλαρό φυλετικό συνασπισμό και δεν ανέκτησε ποτέ την προηγούμενη ισχύ του. [19] Το 588 μία ανταρσία των απλήρωτων Βυζαντινών στρατευμάτων εναντίον του νέου τους διοικητή Πρίσκου, φαινόταν να προσφέρει στους Σασανίδες ευκαιρία για εισβολή, αλλά οι ίδιοι οι στασιαστές απέκρουσαν την Περσική επίθεση που ακολούθησε. Μετά από μία επακόλουθη ήττα στο Τσαλκατζούρ, οι Βυζαντινοί κέρδισαν άλλη μία νίκη στη Μαρτυρόπολη. Κατά τη διάρκεια αυτού του έτους μία ομάδα αιχμαλώτων, που είχαν συλληφθεί κατά την πτώση της Δάρας 15 χρόνια νωρίτερα, φέρεται να δραπέτευσαν από τη φυλακή τους στο Χουζεστάν και πολέμησαν, για να επιστρέψουν στο Βυζαντινό έδαφος. [20]

Εμφύλιος πόλεμος στην Περσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  Το 589 η πορεία του πολέμου άλλαξε απότομα. Την άνοιξη, η Βυζαντινή μισθολογική διαμάχη διευθετήθηκε, δίνοντας τέλος στην ανταρσία, αλλά η Μαρτυρόπολη έπεσε στα χέρια των Περσών με την προδοσία ενός αξιωματικού ονόματι Σίττα και οι προσπάθειες των Βυζαντινών να την ανακαταλάβουν απέτυχαν, αν και οι Βυζαντινοί κέρδισαν μία μάχη στο Σισαύρανο αργότερα στο έτος, και κατάφεραν να συλλάβουν τον διοικητή του, Μπλεσχάμη. Εν τω μεταξύ στον Καύκασο, οι Βυζαντινές και Ιβηρικές επιθέσεις αποκρούστηκαν από τον Πέρση στρατηγό Βαχράμ Τσομπίν, ο οποίος είχε μεταφερθεί πρόσφατα από το μέτωπο της Κεντρικής Ασίας, όπου είχε φέρει σε επιτυχή κατάληξη τον πόλεμο με τους Γκοκ Τούρκους. Ωστόσο, αφού ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς υπό τον Ρωμανό στον ποταμό Αράξη, ο Βαχράμ απολύθηκε περιφρονητικά από τον Ορμίσδα Δ΄. Ο στρατηγός, έξαλλος από αυτή την ταπείνωση, ξεσήκωσε μία εξέγερση, που σύντομα κέρδισε την υποστήριξη μεγάλου μέρους του στρατού των Σασανιδών. Ανησυχώντας από την προέλασή του, το 590, μέλη της Περσικής Αυλής ανέτρεψαν και σκότωσαν τον Ορμίσδα Δ΄, ανεβάζοντας τον γιο του στο θρόνο ως Χοσρόη Β΄ (βασ. 590–628). Ο Βαχράμ συνέχισε την εξέγερσή του και ο ηττημένος Χοσρόης Β΄ αναγκάστηκε σύντομα να καταφύγει για ασφάλεια στο Βυζαντινό έδαφος, ενώ ο Βαχράμ πήρε τον θρόνο ως Βαχράμ ΣΤ', σηματοδοτώντας την πρώτη διακοπή της κυριαρχίας της δυναστείας των Σασανιδών από την ίδρυση της αυτοκρατορίας τους. Με την υποστήριξη του Μαυρίκιου, ο Χοσρόης Β΄ ξεκίνησε να ανακτήσει τον θρόνο, κερδίζοντας την υποστήριξη του κύριου Περσικού στρατού στη Νίσιβη και επιστρέφοντας τη Μαρτυρόπολη στους Βυζαντινούς συμμάχους του. Στις αρχές του 591 ένας στρατός που έστειλε ο Βαχράμ ΣΤ΄, ηττήθηκε από τους υποστηρικτές του Χοσρόη Β΄ κοντά στη Νίσιβη και στη συνέχεια η Κτησιφών καταλήφθηκε για το Χοσρόη Β΄ από τον Μαμπόντ. Μετά από την απόδοση της Δάρας στον Βυζαντινό έλεγχο, ο Χοσρόης Β΄ και ο magister militum της Ανατολής Ναρσής οδήγησε ένα συνδυασμένο στρατό Βυζαντινών και Περσικών στρατευμάτων από τη Μεσοποταμία στο Αζερμπαϊτζάν να αντιμετωπίσει τον Βαχράμ ΣΤ΄, ενώ ένας δεύτερος Βυζαντινός στρατός υπό τον magister militum της Αρμενίας Ιωάννη Μυστάκωνα οργάνωσε έναν κλοιό από τον βορρά. Στη μάχη του Μπλαρατόν κοντά στο Γκανζάκ νίκησαν αποφασιστικά τον Bαχράμ ΣΤ΄, αποκαθιστώντας τον Χοσρόη Β΄ στην εξουσία και τερματίζοντας τον πόλεμο.

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στην αποκατάσταση του Χοσρόη Β' στον θρόνο, οι Βυζαντινοί έμειναν σε κυρίαρχη θέση στις σχέσεις τους με την Περσία. Ο Χοσρόης Β΄ όχι μόνο επέστρεψε τη Δάρα και τη Μαρτυρόπολη με αντάλλαγμα τη βοήθεια του Μαυρίκιου, αλλά συμφώνησε επίσης σε μία νέα διχοτόμηση του Καυκάσου, με την οποία οι Σασανίδες παρέδωσαν στους Βυζαντινούς πολλές πόλεις, όπως τις Τιγκρανόκερτα, Μαντζικέρτ, Μπαγκουάνα, Βαλαρσακέρτ, Μπαγκαράν, Βαρντκεσαβάν, Ερεβάν, Άνι, Καρς και Ζαρισάτ. Το δυτικό τμήμα του βασιλείου της Ιβηρικής, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Αρνταχάν, Λόρι, Ντμανίσι, Λομσία, Μτσχέτα και Τόντιο έγιναν Βυζαντινά εξαρτήματα. Επίσης η πόλη Κυταία δόθηκε στη Λαζική, επίσης Βυζαντινό εξάρτημα. Έτσι η έκταση του αποτελεσματικού Βυζαντινού ελέγχου στον Καύκασο έφτασε στο απόγειό του ιστορικά. Επίσης -σε αντίθεση με προηγούμενες εκεχειρίες και συνθήκες ειρήνης, που συνήθως περιλάμβαναν χρηματικές πληρωμές από τους Βυζαντινούς για ειρήνη, για επιστροφή κατεχόμενων εδαφών ή ως συνεισφορά στην άμυνα των περασμάτων του Καυκάσου- δεν περιλαμβάνοντο τέτοιες πληρωμές σε αυτή την περίπτωση, σηματοδοτώντας έτσι μία σημαντική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων. Ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος ήταν ακόμη σε θέση να ξεπεράσει τις παραλείψεις του προκατόχου του στα Βαλκάνια με εκτεταμένες εκστρατείες. Ωστόσο αυτή η κατάσταση ανατράπηκε σύντομα δραματικά, καθώς η συμμαχία μεταξύ του Mαυρικίου και του Χοσρόη Β΄ βοήθησε να πυροδοτηθεί ένας νέος πόλεμος μόλις ένδεκα χρόνια αργότερα, με καταστροφικά αποτελέσματα και για τις δύο αυτοκρατορίες.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C. (2002). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (Part II, 363–630 AD). New York, New York and London, United Kingdom: Routledge (Taylor & Francis). ISBN 0-415-14687-9.
  • Shahîd, Irfan (1995). Byzantium and the Arabs in the Sixth Century, Volume 1. Washington, District of Columbia: Dumbarton Oaks. ISBN 978-0-88402-214-5.
  • Whitby, Michael; Whitby, Mary (1986). The History of Theophylact Simocatta. Oxford, United Kingdom: Claredon Press. ISBN 978-0-19-822799-1.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Martindale, John Robert; Jones, Arnold Hugh Martin; Morris, J., eds. (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire. III: A.D. 527–641. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-20160-5.
  • Whitby, Michael (1988). The Emperor Maurice and his Historian – Theophylact Simocatta on Persian and Balkan Warfare. Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 0-19-822945-3.