Πολεμική ταινία

Η πολεμική ταινία είναι ένα είδος ταινίας που έχει ως αντικείμενό της τον πόλεμο, συνήθως με ναυτικές, αεροπορικές ή χερσαίες μάχες, με τις σκηνές της μάχης να βρίσκονται στο επίκεντρο της κινηματογραφικής αφήγησης. Το είδος της πολεμικής ταινίας έχει συνδεθεί έντονα με τον 20ό αιώνα. [1] [2] Η μοιραία φύση των σκηνών της πολεμικής σύρραξης σημαίνει ότι οι πολεμικές ταινίες συχνά τελειώνουν με τέτοιου είδους σκηνές. Τα θέματα που περιέχονται σε τέτοιου είδους ταινίες μπορείς να είναι η μάχη, η επιβίωση και η σωτηρία, η συντροφικότητα μεταξύ πολεμιστών, η θυσία, η ματαιότητα και η απανθρωπιά του πολέμου, οι επιπτώσεις του πολέμου στην κοινωνία, καθώς και τα ηθικά και ανθρώπινα ζητήματα που θέτει ο πόλεμος. Οι πολεμικές ταινίες συχνά διακρίνονται σε υποκατηγορίες ανάλογα με το περιβάλλον τους, όπως, για παράδειγμα, ο Πόλεμος της Κορέας.
Οι ιστορίες που λέγονται μπορεί να είναι μυθοπλασίες, ιστορικά δράματα ή βιογραφικές. Οι κριτικοί έχουν σημειώσει ομοιότητες μεταξύ του είδους του γουέστερν και της πολεμικής ταινίας.
Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή θέματα των πολεμικών ταινιών σε διεθνές επίπεδο ευγκαταλέγεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ η κινηματογραφική βιομηχανία κάθε χώρας επικεντρώνεται σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Αντίστοιχα, κινηματογραφικές βιομηχανίες όπως η κινεζική, η ιαπωνική, η ρωσική και η ελληνική έχουν τις δικές τους παραδόσεις πολεμικών ταινιών, που επικεντρώνονται στους δικούς τους πολέμους, αλλά παίρνουν ποικίλες μορφές, από ταινίες δράσης και ιστορικά δράματα μέχρι αισθηματικές ταινίες εν καιρώ πολέμου.
Τα υποείδη των πολεμικών ταινιών, τα οποία δεν είναι απαραίτητα διακριτά, περιλαμβάνουν αντιπολεμικές ταινίες, κωμωδίες, ταινίες προπαγάνδας και ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν παρόμοια υποείδη της πολεμικών ταινιών που αναφέρονται σε συγκεκριμένα θέατρα μάχης, όπως η Δυτική Έρημος της Βόρειας Αφρικής και ο Ειρηνικός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βιετνάμ ή ο Σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν, και ταινίες που διαδραματίζονται σε συγκεκριμένους τομείς σχετικούς με τον πόλεμο, όπως το πεζικό, ο αέρας, στη θάλασσα, τα υποβρύχια ή τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου.
Είδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος της πολεμικής ταινίας δεν είναι απαραίτητα αυστηρά καθορισμένο: το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, για παράδειγμα, κάνει λόγο για «ταινίες που σχετίζονται με τον Μεγάλο Πόλεμο» χωρίς να προσπαθεί να τις ταξινομήσει.[3] Ωστόσο, ορισμένοι σκηνοθέτες και κριτικοί έχουν προτείνει τουλάχιστον ενδεικτικούς ορισμούς. Συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης Σάμιουελ Φούλερ όρισε το είδος της πολεμικής ταινίας λέγοντας ότι «ο στόχος μιας πολεμικής ταινίας, ανεξάρτητα από το πόσο προσωπική ή συναισθηματική είναι, είναι να κάνει τον θεατή να νιώσει τον πόλεμο».[4] Ο Τζον Μπέλτον προσδιόρισε τέσσερα αφηγηματικά στοιχεία της πολεμικής ταινίας στο πλαίσιο της παραγωγής του Χόλιγουντ
- την αναστολή της ηθικής των πολιτών σε περιόδους πολέμου,
- την υπεροχή των συλλογικών στόχων έναντι των ατομικών κινήτρων,
- τον ανταγωνισμό μεταξύ ανδρών μέσα σε, κατά κύριο λόγο, ανδροκρατούμενες ομάδες καθώς και την περιθωριοποίηση και αντικειμενοποίηση των γυναικών και
- την απεικόνιση της επανένταξης των βετεράνων. [5]
Η μοιραία φύση των σκηνών μάχης σημαίνει ότι οι πολεμικές ταινίες συχνά τελειώνουν με αυτές. [6]

Ο κριτικός κινηματογράφου Στίβεν Νιλ θεωρεί ότι το είδος είναι ως επί το πλείστον καλά καθορισμένο και μη αμφισβητούμενο, καθώς οι πολεμικές ταινίες είναι αυτές που αναφέρονται στον πόλεμο που διεξάγεται κατά τη διάρκεια του 20ού αι., με τις σκηνές μάχης να είναι κεντρικές στην κινηματογραφική αφήγηση. Ωστόσο, σημειώνει ο Νιλ, οι ταινίες που διαδραματίζονται την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ή την εποχή των αντιπαραθέσεων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Αμερικής κατά τον 19ο αι. ονομάζονταν πολεμικές ταινίες τηε εποχής πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. [1] Ο κριτικός Τζούλιαν Σμιθ υποστηρίζει, αντίθετα, ότι η πολεμική ταινία στερείται των τυπικών ορίων ενός είδους όπως είναι, για παράδειγμα, το γουέστερν, αλλά ότι, στην πράξη, οι «επιτυχημένες και επιδραστικές» πολεμικές ταινίες αφορούν σύγχρονους πολέμους, ιδιαίτερα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδυάζοντας κινούμενες δυνάμις και μεθόδους μαζικής δολοφονίας.[2] Η μελετήτρια του κινηματογράφου Κάθριν Κέιν επισημαίνει ορισμένες ομοιότητες μεταξύ του είδους της πολεμικής ταινίας και του γουέστερν, καθώς και τα δύο είδη χρησιμοποιούν αντικρουόμενες έννοιες όπως ο πόλεμος και η ειρήνη, ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα. Οι πολεμικές ταινίες συνήθως διαδραματίζονται την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως μια σύγκρουση μεταξύ του «καλού» και του «κακού», όπως αυτές οι έννοιες αντιπροσωπεύονται από τις συμμαχικές δυνάμεις και τη ναζιστική Γερμανία, ενώ τα γουέστερν απεικονίζουν τη σύγκρουση μεταξύ πολιτισμένων εποίκων και των βάρβαρων αυτόχθονων πληθυσμών.[7] Ο Τζέιμς Κλαρκ σημειώνει την ομοιότητα μεταξύ ενός γουέστερν όπως η Άγρια συμμορία του Σαμ Πέκινπα και των «πολεμικών ταινιών» τύπο Και οι 12 ήταν καθάρματα. [8]
Η ιστορικός κινηματογράφου Τζανίν Μπέισινγκερ δηλώνει ότι ξεκίνησε με μια προκατάληψη για το τι θα ήταν το είδος της πολεμικής ταινίας, η οποία συνοψίζεται ως εξής: "Αυτό που ήξερα εκ των προτέρων ήταν αυτό που υποτίθεται ότι θα γνώριζε κάθε μέλος της κουλτούρας μας για τις πολεμικές ταινίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου — ότι περιείχαν έναν ήρωα, μια ομάδα από διαφορετικούς τύπους [ανθρώπων] και έναν στρατιωτικό στόχο κάποιου είδους. Διαδραματίζονται στις πραγματικές ζώνες μάχης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εναντίον των εχθρών, στο έδαφος, στη θάλασσα ή στον αέρα. Περιέχουν πολλά επαναλαμβανόμενα γεγονότα, [...] ενώ όλα παρουσιάζονται οπτικά με κατάλληλες στολή, εξοπλισμό και εικονογραφία μάχης".[9] Επιπλέον, η Μπέισινγκερ θεωρεί ότι η ταινία Λαίλαπα στον Ειρηνικό (1943) παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ταινίας μάχης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», κατά την οποία μια ποικιλόμορφη και εφμανώς ακατάλληλη ομάδα «βιαστικά συγκεντρωμένων εθελοντών» συγκρατεί μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα του εχθρού λόγω της «ανδρείας» και της «επιμονής» της. [10] Η Μπέισινγκερ υποστηρίζει ότι η ταινία μάχης δεν είναι ένα υποείδος, αλλά το μόνο γνήσιο είδος πολεμικής ταινίας. Εφόσον σημειώνει ότι στην πραγματικότητα μόνο πέντε αληθινές ταινίες μάχης γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την άποψή της αυτές οι λίγες ταινίες, κεντρικές του είδους αυτού, αντισταθμίζονται από τις πολλές άλλες ταινίες που είναι απλώς πολεμικές ταινίες. [11] Ωστόσο, άλλοι κριτικοί όπως ο Ράσελ Ερλ Σέιν προτείνουν έναν πολύ ευρύτερο ορισμό της πολεμικής ταινίας, έτσι ώστε να συμπεριλάβει ταινίες που πραγματεύονται «τους ρόλους των πολιτών, των πρακτόρων κατασκοπείας και των πολεμιστών σε οποιαδήποτε από τις πτυχές του πολέμου (π.χ. προετοιμασία, αιτία, πρόληψη, συμπεριφορά, καθημερινή ζωή και συνέπειες ή επακόλουθα)». [12] Ο Νιλ επισημαίνει ότι τα επιμέρους είδη αλληλοεπικαλύπτονται, με σκηνές μάχης για διαφορετικούς σκοπούς σε άλλα είδη ταινιών και θεωρεί ότι οι πολεμικές ταινίες χαρακτηρίζονται από μάχες που «καθορίζουν τη μοίρα των βασικών χαρακτήρων». Αυτό με τη σειρά του ωθεί τις σκηνές μάχης στα κορυφαία άκρα των πολεμικών ταινιών. [6] Παράλληλα, δεν συμφωνούν όλοι οι κριτικοί με το ότι οι πολεμικές ταινίες πρέπει να αφορούν πολέμους που έλαβαν χώρα κατά τον 20ό αι. Ο Τζέιμς Κλαρκ συμπεριλαμβάνει το βραβευμένο με Όσκαρ Glory (1990) του Έντουαρντ Ζουίκ ανάμεσα στις πολεμικές ταινίες που συζητά λεπτομερώς. Η ταινία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο Κλαρκ απαριθμεί άλλες έξι ταινίες που αναφέρονται σε αυτόν τον πόλεμο, τις οποίες θεωρεί "αξιοσημείωτες". [8] Ο σεναριογράφος και μελετητής Έρικ Ρ. Γουίλιαμς ορίζει τις πολεμικές ταινίες ως ένα από τα έντεκα ευρύτερα είδη στην ταξινόμηση των σεναρίων, ισχυριζόμενος ότι όλες οι μεγάλου μήκους αφηγηματικές ταινίες μπορούν να ταξινομηθούν σε ένα από αυτά τα είδη.
Ο Βρετανός στρατιωτικός ιστορικός Άντονι Μπίβορ «απελπίζεται» για το πώς οι κινηματογραφιστές από την Αμερική και τη Βρετανία «παίζουν γρήγορα και χαλαρά με τα γεγονότα», ωστόσο υπονοεί ότι «η εκδοχή τους είναι πολύ κοντά στην αλήθεια».[13] Για παράδειγμα, αποκαλεί την αμερικανική ταινία του 2000 U-571: Το χαμένο υποβρύχιο «ξεδιάντροπη απάτη» επειδή παρουσίαζε ένα πολεμικό πλοίο των ΗΠΑ να βοηθά να κερδηθεί η Μάχη του Ατλαντικού - επτά μήνες πριν η Αμερική μπει στον πόλεμο.[13] Είναι εξίσου επικριτικός για την ταινία Δουνκέρκη του Κρίστοφερ Νόλαν από το 2017 με τις ανιστόρητα άδειες ακτές της, τις αερομαχίες σε χαμηλό ύψος πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και τις διασώσεις κυρίως από τα «μικρά σκάφη».[13] Ο Μπίβορ πιστεύει, ωστόσο, ότι οι σκηνοθέτες της Ηπειρωτικής Ευρώπης είναι συχνά «πολύ πιο σχολαστικοί». Για παράδειγμα, κατά την άποψή του η γερμανική ταινία του 2004 Η πτώση του Όλιβερ Χιρσμπίγκελ απεικονίζει με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων ημερών του Αδόλφου Χίτλερ στο καταφύγετό του στο Βερολίνο [13] και θεωρεί τη γαλλική ταινία του 1965 Στην κόλαση του Βιετνάμ (La 317ème section) του Πιερ Σεντερφέρ, η οποία διαδραματίζεται στο Βιετνάμ, «τη σπουδαιότερη πολεμική ταινία που έγινε ποτέ». Η ταινία του 1966 Η μάχη της Αλγερίας ιταλικής και αλγερινής συμπαραγωγής του σκηνοθέτη Τζίλο Ποντεκόρβο είναι, υποστηρίζει, δεύτερη σε σημασία.[13]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος υπήρξε ο πιο δαπανηρός πόλεμος στην ιστορία των ΗΠΑ από την άποψη ανθρώπινων απωλειών. Αυτός ο πόλεμος αποτέλεσε το θέμα ή το ιστορικό πλαίσιο πολλών ταινιών, ντοκιμαντέρ και μίνι σειρών. Μία από τις πρώτες ταινίες με θέμα τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο ήταν η βουβή ταινία του 1910 του Ντ. Γ. Γκρίφιθ με τίτλο The Fugitive .[14] Άλλες ταινίες που έχουν τον πόλεμο ή μια συγκεκριμένη πτυχή του πολέμου ως κύριο θέμα περιλαμβάνουν την ταινία Glory του 1989, με θέμα την πρώτη επίσημη μονάδα του Στρατού της Ένωσης κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου που αποτελείται αποκλειστικά από μαύρους εθελοντές.[15] Ορισμένες ταινίες όπως το Gettysburg επικεντρώνονται σε μία μάχη που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου [16] ή ακόμα και σε ένα μεμονωμένο περιστατικό, όπως η γαλλική ταινία μικρού μήκους La Rivière du Hibou (1961) [17] και Το μεγάλο κυνήγι του τρένου της Walt Disney Company (1956). Άλλες, όπως η μίνι σειρά του 1985 Βόρειοι και Νότιοι, καλύπτουν όλο το εύρος του πολέμου. Ορισμένες ταινίες ασχολούνται με τις ανθρώπινες πτυχές του πολέμου, όπως η Νικηφόρα επέλασις (1951),[18] ή το Και οι 8 ήσαν ήρωες (1965), που αναφέρονται στην τραγωδία που προκάλεσε ο πόλεμος στον άμαχο πληθυσμό.[19] Βόρειοι και Νότιοι του Κεν Μπερνς είναι το ντοκιμαντέρ με τις περισσότερες προβολές στην ιστορία του δικτύου PBS.[20]

Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες πολεμικές ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου προέρχονται από τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898. Πρόκειται για σύντομα επίκαιρα που περιλαμβάνουν διάφορες ειδήσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτές οι ταινίες δεν περιλαμβάνουν μάχες, αλλά συνοδεύονται από «αναπαραστάσεις» μαχών, όπως των «Rough Riders» του Θεόδωρου Ρούζβελτ κατά των Ισπανών, που έλαβαν χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. [21]
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γυρίστηκαν πολλές ταινίες με αντικείμενο τη ζωή στον πόλεμο. Κάποια από τα θέματα εκείνων των ταινιών ήταν οι αιχμαλώτοι πολέμου, οι μυστικές επιχειρήσεις και τα στρατιωτικά γυμνάσια. Τόσο οι χώρες των Κεντρικών Δυνάμεων όσο και αυτές της Τριπλής Συνεννόησης γύρισαν πολεμικά ντοκιμαντέρ. Οι ταινίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως προπαγάνδα σε ουδέτερες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες ήταν και μια που γυρίστηκε στο Ανατολικό Μέτωπο από τον επίσημο πολεμικό φωτογράφο των Κεντρικών Δυνάμεων, Άλμπερτ Κ. Ντόσον με τον τίτλο The Battle and Fall of Przemysl (1915), που απεικονίζει την πολιορκία του Πσέμισλ, η οποία υπήρξε καταστροφική για τους Αυστριακούς, με περιστατικά που αναπαριστώνται με τη χρήση στρατιωτών ως κομπάρσους.[22][23]
Η αυστραλιανή ταινία του 1915 Within Our Gates (γνωστή και ως Deeds that Won Gallipoli) του Φρανκ Χάρβεϊ περιγράφηκε από το περιοδικό Motion Picture News ως "μια πραγματικά καλή πολεμική ιστορία".[24]

Η βρετανική ταινία του 1916 The Battle of the Somme, από δύο επίσημους κινηματογραφιστές, τον Τζέφρι Μάλινς και τον Τζον Μακ Ντάουελ, συνδυάζει το ντοκιμαντέρ και την προπαγάνδα, επιδιώκοντας να δώσει στο κοινό μια εντύπωση για το πώς ήταν ο πόλεμος στα χαρακώματα. Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε επί τόπου στο Δυτικό Μέτωπο στη Γαλλία. Η ταινία είχε ισχυρό συναισθηματικό αντίκτυπο, καθώς την παρακολούθησαν περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι στη Βρετανία στις έξι εβδομάδες της προβολής της, καθιστώντας την, όπως την αποκάλεσε η κριτικός Φρανσίν Στοκ, «μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες όλων των εποχών».[25][26]
Στον αντίποδα, η αμερικανική ταινία του 1925 Η μεγάλη παρέλασις απεικονίζει κάποια μη εντυπωσιακά στοιχεία του πολέμου: ο πρωταγωνιστής χάνει το πόδι του και οι φίλοι του σκοτώνονται. [27] Τα φτερά του Γουίλιαμ Α. Γουέλμαν (1927) παρουσιάζει μια εναέρια μάχη κατά τη διάρκεια του πολέμου και γυρίστηκε σε συνεργασία με το Σώμα Αεροπορίας Στρατού. Η ταινία αναδείχθηκε σε ένα ισχυρό εργαλείο στρατολόγησης [28] και έγινε η πρώτη ταινία (από οποιοδήποτε είδος) που βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας.[29] Μεταγενέστερες ταινίες διαφόρων ειδών που ασχολούνται με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιλαμβάνουν το «κολοσσιαίο έπος» του Ντέιβιντ Λιν Ο Λόρενς της Αραβίας (1962). Πρόκειται για μια τόσο πολεμική όσο και βιογραφική ταινία [30] η οποία γυρίστηκε με το τότε άγνωστο και συναρπαστικό Technicolor 70 χιλιοστών,[31] και περιγράφεται από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ως «ίσως το καλύτερο σενάριο που γράφτηκε ποτέ για το κινηματογραφικό μέσο».[30] Τέλος, η σατιρική αντιπολεμική μουσική κωμωδία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο Αυτός ο υπέροχος πόλεμος (1969) είναι βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο της Τζόαν Λίτλγουντ,[32] ενώ το πολεμικό δράμα του Σπίλμπεργκ Το άλογο του πολέμου (2011) βασίστηκε στο ομώνυμο παιδικό μυθιστόρημα του Μάικλ Μορπούτγκο.[33]
Πολλές από τις ταινίες που προωθήθηκαν ως «ντοκιμαντέρ» πλαισίωσαν αυθεντικές σκηνές από το πεδίο της μάχης σκηνοθετώντας κρίσιμα γεγονότα και επινοώντας επεισόδια και διαλόγους για να ενισχύσουν τον ενθουσιασμό εις βάρος της αυθεντικότητας.
Φινλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και ο Φινλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος του 1918 μεταξύ Λευκών και Κόκκινων παρέμεινε ένα αμφιλεγόμενο θέμα επί έναν αιώνα στη Φινλανδία,[34][35] πολλοί Φινλανδοί σκηνοθέτες έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό, βασίζοντας συχνά τη δουλειά τους σε ένα βιβλίο. Το 1957, η ταινία 1918 του Τόιβο Σόρκα, βασισμένη στο θεατρικό έργο και το μυθιστόρημα του Γιαρλ Χέμερ, προβλήθηκε στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.[36] Κάποιες από τις πιο πρόσφατες ταινίες είναι το Raja 1918 (2007) του Λάουρι Τοχόνεν,[37][38] και το Käsky (2008) του Άκου Λουχίμιες, το οποίο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα της Λίνα Λάντερ.[39] Ίσως η πιο διάσημη ταινία με θέμα τον Φινλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο είναι το Täällä Pohjantähden alla (1968) του Έντβιν Λέιν, που βασίζεται στα δύο πρώτα βιβλία της ομώνυμης τριλογίας του Βάινο Λίνα. Η ταινία περιγράφει τον εμφύλιο πόλεμο από την πλευρά των ηττημένων, των Κόκκινων Φρουρών της Φινλανδίας .[40]
Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος έχει προσελκύσει σκηνοθέτες από διάφορες χώρες. Η ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα του Σαμ Γουντ (1943), η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, απεικονίζει το μοιραίο ειδύλλιο μεταξύ ενός Αμερικανού τον οποίο υποδύεται ο Γκάρι Κούπερ και μιας παρτιζάνας που υποδύεται η Ίνγκριντ Μπέργκμαν με φόντο τον εμφύλιο πόλεμο. Η επική ταινία διάρκειας 168 λεπτών τα τοπία της οποίας έχουν γυριστεί με το σύστημα Technicolor και το «υπέροχο» ορχηστρικό της σάουντρακ σημείωσαν επιτυχία τόσο στο κοινό όσο και στους κριτικούς.[41] Η Γκερνίκα (1950) του Αλέν Ρενέ χρησιμοποιεί τον ομώνυμο πίνακα του 1937 από τον Πάμπλο Πικάσο για να διαμαρτυρηθεί για τον ίδιο πόλεμο.[41] Το κυνήγι του Κάρλος Σάουρα (1966) χρησιμοποιεί τη μεταφορά του κυνηγιού για να στηλιτεύσει την αγριότητα του ισπανικού φασισμού.[42] Η ταινία κέρδισε Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Σκηνοθεσίας το 1966, κατά το 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.[43] Το Γη και ελευθερία του Κεν Λόουτς (1995), η οποία είναι χαλαρά βασισμένη στο βιβλίο Φόρος τιμής στην Καταλωνία του Τζορτζ Όργουελ, έχει ως βασικό χαρακτήρα της έναν Βρετανό κομμουνιστή ο οποίος παίρνει μέρος στον πόλεμο για να αποκαλύψει τις οδυνηρές αντιφάσεις μέσα στην αντιφασιστική πλευρά των δημοκρατικών.[41]
Πόλεμος της Κορέας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σιδερένιο κράνος του Σάμιουελ Φούλερ (1951) γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας (1950–1953). Ο κριτικός Γκάι Γουέστγουελ σημειώνει ότι η ταινία αμφισβητεί τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, όπως και μεταγενέστερες ταινίες όπως τα Απόρρητος διαταγή: Ανατινάξτε τη γέφυρα (1954) και Ουδέν νεότερον από το μέτωπον Χ (1959). [44] Ο Φούλερ συμφώνησε ότι όλες οι ταινίες του ήταν αντιπολεμικές. Καμία ταινία του Χόλιγουντ για τον Πόλεμο της Κορέας δεν πήγε καλά σε εισπράξεις. Ο ιστορικός Λάρι Μέι θεώρησε το 2001 ότι οι ταινίες αυτές υπενθύμιζαν στους Αμερικανούς θεατές «τον μόνο πόλεμο που έχουμε χάσει».[45]
Το 1955, μετά το τέλος του πολέμου, η επιτυχημένη νοτιοκορεάτικη ταινία δράσης Piagol με θέμα τις φρικαλεότητες των αριστερών ανταρτών ενθάρρυνε κι άλλους κινηματογραφιστές να ασχοληθούν με το ίδιο θέμα. Η στρατιωτική κυβέρνηση της δεκαετίας του 1960 τιμώρησε τους φιλοκομμουνιστές κινηματογραφιστές και έδωσε βραβεία Grand Bell στις ταινίες που περνούσαν το ισχυρότερο αντικομμουνιστικό μήνυμα. Η ταινία Taebaeksanmaek (1994) καταπιάνεται με μια ομάδα αριστερών από το Νότο που πολέμησαν στο πλευρό των κομμουνιστών, ενώ Eunmaneun oji anhneunda (1991) και Ανοιξιάτικη πατρίδα μου (1998) καταδεικνύουν τον καταστροφικό αντίκτυπο της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη ζωή του χωριού. Οι ταινίες βίαιης δράσης Swiri (1999) και Gongdong gyeongbi guyeok JSA (2000) παρουσιάζουν τη Βόρεια Κορέα κάτω από ευνοϊκό πρίσμα.[46]
Οι ταινίες στη Βόρεια Κορέα γυρίζονταν από κυβερνητικά κινηματογραφικά στούντιο και είχαν σαφή πολιτικά μηνύματα. Η πρώτη από αυτές ήταν το Nae kohyang (1949). Η ταινία αυτή είχε θέμα την απελευθέρωση της Κορέας από τους Ιάπωνες, γεγονός που παρουσιάστηκε ως έργο του Κιμ Ιλ-σονγκ χωρίς καμία βοήθεια από τους Αμερικανούς. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ταινίες της χώρας με θέμα τον πόλεμο της Κορέας δείχνουν νίκη χωρίς καμία βοήθεια από τους Κινέζους. Ο μελετητής κινηματογράφου Γιοχάνες Σένερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός αυτών των ταινιών είναι «να απεικονίσουν τη Βόρεια Κορέα ως μια χώρα υπό πολιορκία» και ότι αφού οι ΗΠΑ και η «μαριονέτα» της, η Νότια Κορέα, εισέβαλαν μια φορά στη Βόρεια Κορέα, θα το έκαναν ξανά.[47]
Πόλεμος της Αλγερίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δραματική ταινία Η μάχη της Αλγερίας του Τζίλο Ποντεκόρβο (1966) απεικονίζει γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα κατά τον Πόλεμο της Αλγερίας (1954–1956). Γυρίστηκε στην ίδια περιοχή ως μια συμπαραγωγή της Ιταλίας και της Αλγερίας και έχει το ασπρόμαυρο στιλ των δελτίων ειδήσεων του ιταλικού νεορεαλισμού, ενώ απεικονίζει ομοιόμορφα τη βία και από τις δύο πλευρές. Η ταινία κέρδισε διάφορα βραβεία, μεταξύ των οποίων και ο Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας,[48] αλλά έγινε στόχος επίθεσης από Γάλλους κριτικούς και ήταν απαγορευμένη επί πέντε χρόνια στη Γαλλία όπως και η ταινία Jamila (1958).[49]
Πόλεμος του Βιετνάμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λίγες ταινίες πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι οποίες έχουν ως θέμα τους τον Πόλεμο του Βιετνάμ απεικόνιζαν πραγματικές μάχες. [12] Μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι Τα πράσινα μπερέ (1968). [12] Ορισμένοι κριτικοί όπως η Μπέισινγκερ εξηγούν ότι το Χόλιγουντ απέφυγε το θέμα λόγω της αντίθεσή του στην εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πόλεμο του Βιετνάμ, κάνοντας το θέμα να διχάζει. Επιπλέον, η κινηματογραφική βιομηχανία βρισκόταν σε κρίση και ο στρατός δεν ήθελε να βοηθήσει στη δημιουργία αντιπολεμικών ταινιών. [12] [11]
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ταινίες με ανεξάρτητη χρηματοδότηση\ και παραγωγή έδειξαν στο Χόλιγουντ ότι το Βιετνάμ μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τον κινηματογράφο. Κάποιες από τις επιτυχημένες αλλά πολύ διαφορετικές απεικονίσεις του πολέμου στον οποίο η Αμερική είχε ηττηθεί ήταν Ο ελαφοκυνηγός (1978) του Μάικλ Τσιμίνο και το Αποκάλυψη, τώρα! (1979) του Φράνσις Φορντ Κόπολα. [12] Με τη μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής προς τα δεξιά τη δεκαετία του 1980, η στρατιωτική επιτυχία είχε και πάλι την ευκαιρία να εμφανιστεί σε ταινίες όπως το Πλατούν του Όλιβερ Στόουν (1986), το Full Metal Jacket του Στάνλεϊ Κούμπρικ (1987) και το Hamburger Hill του Τζον Ίρβιν ( 1987). [12]
Η ταινία Cánh dong hoang (1979) του Βιετναμέζου σκηνοθέτη Nguyễn Hồng Sến δίνει μια «ενοχλητική και συναρπαστική... υποκειμενική κινηματογραφική άποψη» της ζωής κάτω από πυρά ελικοπτέρων στο Δέλτα του Μεκόνγκ κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ. Η ταινία τελειώνει με το πλάνο ενός (αμερικανικού) ελικοπτέρου το οποίο έρχεται σε οδυνηρή αντίθεση με την ανθρώπινη τρυφερότητα που φαινόταν νωρίτερα.[50]
Μεταγενέστεροι πόλεμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Remake του Ντίνο Μούσταφιτς (2003), σε σενάριο του Ζλάτκο Τόπτσιτς, αφηγείται τις παράλληλες ιστορίες ενηλικίωσης ενός πατέρα που ζούσε στο Σεράγεβο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του γιου του που έζησε την πολιορκία του Σεράγεβο κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Βοσνίας. Σύμφωνα με τον Τόπτσιτς, η ιστορία βασίζεται σε περιστατικά από τη ζωή του.[51][52]
Ο Πόλεμος του Ιράκ χρησίμευσε ως θέμα για αρκετές αμερικανικές ταινίες, όπως το The Hurt Locker (20080) της Κάθριν Μπίγκελοου, η Ουδέτερη ζώνη (2010) του Πολ Γκρίνγκρας,[53] και ο Ελεύθερος σκοπευτής (2014) σε σκηνοθεσία του Κλιντ Ίστγουντ.
Ο Πόλεμος του Αφγανιστάν (2001-2021) απεικονίστηκε από το 2001 σε διάφορες ταινίες, μεταξύ των οποίων το Restrepo (2010) των Τιμ Χεδέρινγκτον και Σεμπάστιαν Γιούνγκερ και Ο μόνος επιζών (2013) σε σκηνοθεσία του Πίτερ Μπεργκ.[53]
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γυρισμένες από τους Δυτικούς Συμμάχους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες δημοφιλείς πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν από κράτη των συμμαχικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προήλθαν από τη Βρετανία και συνδύαζαν τις λειτουργίες του ντοκιμαντέρ και της προπαγάνδας. Ταινίες όπως Η μάχη της Αγγλίας και το Target for Tonight γυρίστηκαν υπό τον έλεγχο της Διεύθυνσης Κινηματογράφου του Υπουργείου Πληροφοριών. Η βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία άρχισε να συνδυάζει τεχνικές ντοκιμαντέρ με φανταστικές ιστορίες σε ταινίες όπως το Ναυάγιο στα νερά της Κρήτης (1942) από τους Νόελ Κάουαρντ και Ντέιβιντ Λιν — που έγινε «η πιο επιτυχημένη βρετανική ταινία των χρόνων του πολέμου» [54] — το Έτσι θα ζούμε ελεύθεροι (1943) των Σίντνεϊ Γκίλιατ και Φρανκ Λάουντερ και Ο δρόμος προς τη δόξα (1944) του Κάρολ Ριντ.[55]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τα ντοκιμαντέρ γυρίζονταν με διάφορους τρόπους: Ο στρατηγός Τζορτζ Μάρσαλ ανέθεσε την προπαγανδιστική σειρά Why We Fight στον ακηνοθέτη Φρανκ Κάπρα. Η Διεύθυνση Πληροφοριών-Εκπαίδευσης του Υπουργείου Πολέμου ξεκίνησε την παραγωγή εκπαιδευτικών ταινιών για την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ και για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ. Ο Αμερικανικός Στρατός γύριζε τις δικές του ταινίες, μία από τις οποίες ήταν και το San Pietro του Τζον Χιούστον.[56] Το Χόλιγουντ γύριζε ταινίες με προπαγανδιστικά μηνύματα για τους συμμάχους της Αμερικής, όπως η Κυρία Μίνιβερ (1942) σε σκηνοθεσία του Γουίλιαμ Γουάιλερ, η οποία απεικονίζει μια βρετανική οικογένεια στο εσωτερικό μέτωπο.[57] Στο ίδιο πνεύμα, η Ανταρσία (1943) του Λιούις Μάιλστοουν δείχνει Νορβηγούς μαχητές της αντίστασης, ενώ η Θύελλα στην Ουκρανία (1943) επίσης του Μάιλστοουν δείχνει τη Σοβιετική Ένωση και το Κομμουνιστικό Κόμμα της. Προς το τέλος του πολέμου, ορισμένα δημοφιλή βιβλία παρείχαν υψηλότερης ποιότητας και μεγαλύτερης σοβαρότητας ιστορίες για ταινίες όπως το Guadalcanal Diary (1943), του Μέρβιν Λερόι, το Τριάντα δευτερόλεπτα πάνω απ' το Τόκιο (1944) του ίδιου σκηνοθέτη [58] και Φλόγες στον Ειρηνικό (1945) του Τζον Φορντ.[59]

Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών εκτίμησε επίσης την προπαγανδιστική αξία του κινηματογράφου, για να δημοσιοποιεί τόσο τις νίκες της όσο και τις φρικαλεότητες της γερμανικής πλευράς. Το ντοκιμαντέρ του Ίλια Κοπάλιν με τίτλο Razgrom nemetskikh voysk pod Moskvoy (Η καταστροφή των γερμανικών στρατευμάτων κοντά στη Μόσχα), γυρίστηκε κατά τη διάρκεα της Μάχης της Μόσχας μεταξύ του Οκτωβρίου του 1941 και του Ιανουαρίου του 1942. Η ταινία απεικονίζει αμάχους να βοηθούν στην υπεράσπιση της πόλης, παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία και μια ομιλία του Ιωσήφ Στάλιν που ξεσήκωνε τον ρωσικό λαό για τη μάχη, καθώς και πραγματικές μάχες, Γερμανούς να παραδίδονται, νεκρούς Γερμανούς και φρικαλεότητες όπως δολοφονημένα παιδιά και κρεμασμένους αμάχους. Το ντοκιμαντέρ αυτό κέρδισε ένα βραβείο Όσκαρ το 1943 στην κατηγορία του καλύτερου ντοκιμαντέρ.[60][61] Ομοίως, οι κάμερες των επικαίρων μεταφέρθηκαν στις αρχές του 1943 στο Στάλινγκραντ για να καταγράψουν "το θέαμα που υποδέχτηκε τους Ρώσους στρατιώτες" - την πείνα των Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου στο στρατόπεδο Βοροπόβονο της γερμανικής Έκτης Στρατιάς, η οποία εηττήθηκε κατά τη Μάχη του Στάλινγκραντ.[62]
Οι ταινίες μεγάλου μήκους που γυρίστηκαν στη Δύση κατά τη διάρκεια του πολέμου υπόκεινταν σε λογοκρισία και δεν είχαν πάντα ρεαλιστικό χαρακτήρα. Μία από τις πρώτες ταινίες που προσπάθησαν να αναπαραστήσουν τη βία και η οποία επαινέθηκε εκείνη την εποχή για τον «σκληρό ρεαλισμό» της ήταν η Λαίλαπα στον Ειρηνικό (1943) του Τέι Γκάρνετ. Ωστόσο, η απεικόνιση στην πραγματικότητα παρέμενε στιλιζαρισμένη. Η Τζανίν Μπέισινγκερ δίνει ως παράδειγμα τη «χειρότερη εικόνα έντονης βίας» όταν ένας Ιάπωνας στρατιώτης αποκεφαλίζει έναν Αμερικανό: το θύμα δείχνει πόνο και τα χείλη του παγώνουν σε μια κραυγή, αλλά δεν αναβλύζει αίμα και το κεφάλι του δεν πέφτει. Η Μπέισινγκερ επισημαίνει ότι παρόλο που αυτό είναι μη ρεαλιστικό σωματικά, ψυχολογικά μπορεί να μην ήταν. Το κοινό εν καιρώ πολέμου γνώριζε καλά ότι φίλοι και συγγενείς είχαν σκοτωθεί ή είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τραυματισμένοι.[63]
Γυρισμένες από τις δυνάμεις του Άξονα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι δυνάμεις του Άξονα γύρισαν και αυτές ταινίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο για λόγους προπαγάνδας όσο και για άλλους σκοπούς. Στη Γερμανία, η ανώτατη διοίκηση του στρατού γύρισε το Δυτικόν μέτωπον (1941).[64] Άλλες ταινίες προπαγάνδας των ναζί είχαν ποικίλα θέματα, όπως το Kolberg (1945), που απεικονίζει την πεισματική πρωσική αντίσταση κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας του Κόλμπεργκ (1807) ενάντια στα γαλλικά στρατεύματα εισβολής υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.[65] Ο υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς επέλεξε αυτό το ιστορικό θέμα ως κατάλληλο για την επιδείνωση της κατάστασης την οποία αντιμετώπιζε η ναζιστική Γερμανία όταν γυριζόταν η ταινία, από τον Οκτώβριο του 1943 έως τον Αύγουστο του 1944. Με κόστος πάνω από οκτώ εκατομμύρια μάρκα, χρησιμοποιώντας χιλιάδες στρατιώτες ως κομπάρσους καθώς και 100 σιδηροδρομικά βαγόνια αλατιού για την προσομοίωση του χιονιού, το Kolberg ήταν η πιο δαπανηρή γερμανική ταινία που γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η πραγματική πολιορκία έληξε με την παράδοση της πόλης. Στην ταινία, οι Γάλλοι στρατηγοί εγκαταλείπουν την πολιορκία.[66]
Για την Ιαπωνία, ο πόλεμος ξεκίνησε το 1937, με τον ακήρυχτο πόλεμο και την εισβολή στην Κίνα, την οποία οι ιαπωνικές αρχές ονόμασαν «Το περιστατικό της Κίνας». Η κυβέρνηση έστειλε μια ταξιαρχία για να γράψει και να κινηματογραφήσει τη δράση στην Κίνα με βάση «ανθρωπιστικές αξίες». Η ταινία Λάσπη και στρατιώτες (1939) του Τομοτάκα Ταζάκα γυρίστηκε στην Κίνα, ενώ το Nishizumi senshachô-den (1940) του Κοζαμπούρο Γιοσιμούρα και το Chocolate to heitai (1938) του Σάτο Τακέσι δείχνουν τον απλό Ιάπωνα στρατιώτη ως άτομο και ως οικογενειάρχη, ενώ ακόμη και εχθροί Κινέζοι στρατιώτες παρουσιάζονται ως άτομα, που μερικές φορές πολεμούν γενναία.[67] Μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιαπωνική σύρραξη έγινε γνωστή ως Πόλεμος του Ειρηνικού. Οι Ιάπωνες κριτικοί κινηματογράφου ανησυχούσαν ότι ακόμη και με τεχνικές του δυτικού κινηματογράφου, η κινηματογραφική τους παραγωγή είχε αποτύχει να αντιπροσωπεύσει τις τοπικές ιαπωνικές αξίες.[68] Ο ιστορικός Τζον Ντάουερ αναφέρει ότι οι ιαπωνικές ταινίες που γυρίστηκαν εν καιρώ πολέμου είχαν σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί, καθώς «οι ηττημένοι δεν βλέπουν επαναλήψεις», ωστόσο ήταν τόσο λεπτές και επιδέξιες, που ο Φρανκ Κάπρα πίστευε ότι το Chocolate to heitai είναι ασυναγώνιστο. Οι ήρωες ήταν συνήθως χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί και όχι σαμουράι, που διακρίνονταν από μια ήρεμη αφοσίωση στους άνδρες και τη χώρα τους. [69] Αυτές οι ταινίες δεν εξατομίκευαν τον εχθρό και ως εκ τούτου δεν είχαν μίσος, αν και η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να θεωρηθεί ο «πολιτιστικός εχθρός». Για τους Ιάπωνες κινηματογραφιστές, ο πόλεμος δεν ήταν ένας σκοπός, αλλά περισσότερο μια φυσική καταστροφή, και «αυτό που είχε σημασία δεν ήταν ποιον πολέμησε κανείς αλλά πόσο καλά». Οι Ασιάτες εχθροί, ειδικά οι Κινέζοι, συχνά απεικονίζονταν ως εξαγοράσιμοι, ενώ οι γυναίκες ως πιθανές γαμήλιες σύντροφοι. Οι ιαπωνικές ταινίες εν καιρώ πολέμου δεν δοξάζουν τον πόλεμο, αλλά παρουσιάζουν το ιαπωνικό κράτος ως μια μεγάλη οικογένεια και τον ιαπωνικό λαό ως έναν «αθώο, πονεμένο, αυτοθυσιαζόμενο λαό». Ο Ντάουερ σχολιάζει ότι η διαστροφή αυτής της εικόνας «είναι προφανής: στερείται οποιασδήποτε αναγνώρισης ότι, σε κάθε επίπεδο, και οι Ιάπωνες στοχοποιούσαν άλλους». [70]
Μεταπολεμικές ταινίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με τον Άντριου Πάλβερ της εφημερίδας The Guardian, η γοητεία που ασκούσαν στο κοινό οι πολεμικές ταινίες μετατράπηκε σε «εμμονή», με περισσότερες από 200 πολεμικές ταινίες να γυρίζονται ανά δεκαετία μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1960.[71] Η παραγωγή πολεμικών ταινιών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε στο απόγειό της στα μέσα της δεκαετίας του 1950. [72] Η δημοτικότητα του είδους στο Ηνωμένο Βασίλειο προήλθε από την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία της ταινίας Η απάνθρωπη θάλασσα (1953) του Τσαρλς Φρεντ. [72] Όπως και άλλες ταινίες της ίδιας περιόδου, Η απάνθρωπη θάλασσα βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα μπεστ σέλερ, στην προκειμένη περίπτωση την ιστορία του πρώην ναυτικού διοικητή Νικολά Μονσερά κατά τη μάχη του Ατλαντικού.[73][74] Άλλες, όπως η ταινία Τα φρούρια καταρρέουν (1954) του Μάικλ Άντερσον, που είχε ως θέμα της τη συναρπαστική ιστορία της ανορθόδοξης βόμβας του εφευρέτη Μπαρνς Γουόλις και χαρακτηριστική θεματική μουσική που αποτυπωνόταν στη μνήμη, ήταν αληθινές ιστορίες. Η ταινία Τα φρούρια καταρρέουν έγινε η πιο δημοφιλής ταινία στη Βρετανία το 1955 [75] και παρέμεινε αγαπημένη τουλάχιστον μέχρι το 2015 με βαθμολογία 100% στον ιστότοπο Rotten Tomatoes,[76] Παρ' όλα αυτά, εν μέρει επειδή τίμησε μια «αποκλειστικά βρετανική [νίκη]», η ταινία απέτυχε στην αμερικανική αγορά.[77] Ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1955-1958 γυρίστηκε ένας μεγάλος αριθμός πολεμικών ταινιών. Μόνο το 1957, γυρίστηκαν οι αγγλόφωνες ταινίες Πικρή νίκη, Στο 5ο σήμα, θάνατος!, Μονομαχία στον Ατλαντικό, Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, Αυτοί που ξέρουν να πεθαίνουν, Ο δραπέτης του στρατοπέδου Ζ-41, και Οι 7 κεραυνοί και κυκλοφόρησαν οι εξαιρετικά επιτυχημένες ταινίες Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (η οποία κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας εκείνη τη χρονιά [78]) και Σταυροί στο μέτωπο. [79] Κάποιες από αυτές, όπως η Πικρή νίκη, εστιάζουν περισσότερο στον ψυχολογικό πόλεμο και τους εγωισμούς μεταξύ αξιωματικών παρά σε γεγονότα τα οποία διαμείφθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. [80] Η γέφυρα του ποταμού Κβάι έφερε μια νέα πολυπλοκότητα στην εικόνα του πολέμου, δημιουργώντας μια αίσθηση ηθικής αβεβαιότητας γύρω από το θέμα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, η «αίσθηση του κοινού επιτεύγματος» που ήταν συνηθισμένη στις πολεμικές ταινίες, «άρχισε να εξατμίζεται», σύμφωνα με τον Άντριου Πάλβερ.[71]
Κάποιες από τις ταινίες του Χόλιγουντ κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επεδείκνυαν θεαματικούς ηρωισμούς ή αυτοθυσίες, όπως το δημοφιλές Στους άμμους της Ιβοζίμα (1949) του Άλαν Ντουάν με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν. Οι Αμερικανοί πεζοναύτες θεωρούσαν ότι το Στους άμμους της Ιβοζίμα ήταν οπτικά αυθεντικό, αλλά βρήκαν το Ας ζήσουμε σήμερα (1955) του Λιούις Μάιλστοουν, το οποίο έδινε περισσότερη προσοχή στις ζωές των ανδρών, πιο ρεαλιστική ταινία. [27] Η φόρμουλα για την παραγωγή μιας επιτυχημένης πολεμικής ταινίας συνίστατο, σύμφωνα με τον Λόρενς Σουίντ, στην ύπαρξη μιας μικρής ομάδας ανδρών από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, ενός παράλογου ανώτερου αξιωματικού και κάποιων δειλών που είτε γίνονταν ήρωες είτε σκοτώνονταν. [27] Η Τζανίν Μπέισινγκερ θεωρεί ότι μια παραδοσιακή πολεμική ταινία πρέπει να έχει έναν ήρωα, μια ομάδα και έναν στόχο και ότι η ομάδα θα πρέπει να περιέχει «έναν Ιταλό, έναν Εβραίο, έναν κυνικό από το Μπρούκλιν που παραπονιέται διαρκώς, έναν σκοπευτή από τα βουνά, έναν μεσοδυτικό (με το παρατσούκλι από την πολιτεία του, «Αϊόβα» ή «Ντακότα»), και έναν χαρακτήρα που πρέπει με κάποιο τρόπο να μυηθεί».[63] Τέλος, γυρίστηκαν και ταινίες βασισμένες σε πραγματικές αποστολές κομάντο, όπως το The Gift Horse (1952) το οποίο βασίζεται στην Επιχείρηση Chariot, Τα κανόνια του Ναβαρόνε (1961), Το τρένο (1964) και το Όπου τολμούν οι αετοί (1968). Αυτές οι ταινίες χρησιμοποίησαν τον πόλεμο ως φόντο για τη θεαματική τους δράση.[71]
Ο Ντάριλ Φ. Ζάνουκ γύρισε το δραματικό ντοκιμαντέρ διάρκειας 178 λεπτών Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου (1962), το οποίο είναι βασισμένο στην πρώτη ημέρα της σπόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία, επιτυγχάνοντας τόσο εμπορική επιτυχία όσο και Όσκαρ.[81] Ακολούθησαν μεγάλες αλλά στοχαστικές ταινίες όπως Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962) του Αντρέι Ταρκόφσκι και έπη που πλησίαζαν τα ντοκιμαντέρ και που γυρίστηκαν στην Ευρώπη, όπως Η μάχη των Αρδεννών (1965) του Κεν Άνακιν, Η μάχη της Αγγλίας (1969) του Γκάι Χάμιλτον, Η μάχη του ποταμού Νέρεντβα (1969) του Βέλικο Μπούλατζιτς, Η ναυμαχία του Μίντγουεϊ (1976) του Τζακ Σμάιτ και Η γέφυρα του Άρνεμ (1977) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο. Κατά την άποψη του Λόρενς Σουίντ, Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου «χρησίμευσε ως πρότυπο για όλα τα επόμενα θεάματα μάχης». [27] Ωστόσο, το κόστος της την έκανε και την τελευταία από τις παραδοσιακές πολεμικές ταινίες, ενώ η διαμάχη γύρω από τη βοήθεια του αμερικανικού στρατού καθώς και η «αδιαφορία για τις σχέσεις του Πενταγώνου» από πλευράς του Ζάνουκ άλλαξαν τον τρόπο συνεργασίας μεταξύ του Χόλιγουντ και του Αμερικανικού Στρατού. [27]
Ο Ζάνουκ, όντας μέχρι τότε στέλεχος της κινηματογραφικής εταιρείας 20th Century Fox, γύρισε μια αμερικανοϊαπωνική συμπαραγωγή με τίτλο Τόρα! Τόρα! Τόρα! (1970) του Ρίτσαρντ Φλάισερ για να απεικονίσει «τι πραγματικά συνέβη στις 7 Δεκεμβρίου 1941» κατά τη διάρκεια της αιφνιδιαστικής επίθεσης των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ των ΗΠΑ. [82] [58] Η ταινία, η οποία δέχτηκε σκληρή κριτική από τον Ρότζερ Ίμπερτ [83] και την εφημερίδα The New York Times,[84] σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Ιαπωνία. [82] Το ρεαλιστικό στιγμιότυπο της επίθεσης χρησιμοποιήθηκε ξανά σε μεταγενέστερες ταινίες όπως Η ναυμαχία του Μίντγουεϊ (1976), Αεροπλανοφόρο Νίμιτς: Επιστροφή στην κόλαση (1980) του Ντον Τέιλορ και Αυστραλία (2008) του Μπαζ Λούρμαν. [85] Η ιστορία επανεξετάστηκε στο Περλ Χάρμπορ (2001) του Μάικλ Μπέι, που περιγράφεται από την εφημερίδα The New York Times ως «θορυβώδης, ακριβή και πολύ μεγάλη νέα επιτυχία», με το σχόλιο ότι «παρ' όλες τις επικές της αξιώσεις [...]), η ταινία λειτουργεί καλύτερα ως μια ταινία δράσης με μπαμ-μπουμ και εκρήξεις».[86]
Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν (1998) του Στίβεν Σπίλμπεργκ χρησιμοποιεί κάμερα χειρός, ηχητική σχεδίαση και αυξημένες οπτικοακουστικές λεπτομέρειες για να εξοικειώσει τους θεατές που είναι συνηθισμένοι σε συμβατικές ταινίες μάχης, έτσι ώστε να δημιουργήσει αυτό που ο ιστορικός κινηματογράφου Στιιούαρτ Μπέντερ αποκαλεί «ρεαλισμό αναφοράς» είτε η απεικόνιση είναι πραγματικά πιο ρεαλιστική είτε όχι. [87] Η Τζανίν Μπέισινγκερ σημειώνει ότι οι κριτικοί αντιμετώπισαν την ταινία ως «ρηξικέλευθη και μη πολεμική».[63] Η επιτυχία της ταινίας αυτής αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για τις ταινίες με θέματα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλη μιαας ταινία που προσπάθησε να απεικονίσει την πραγματικότητα του πολέμου ήταν το Στάλινγκραντ (1993) του Γιόζεφ Βιλσμάγιερ, για το οποίο οι New York Times είπαν ότι «φθάνει μέχρι εκεί όπου μπορεί να φτάσει μια ταινία που απεικονίζει τον σύγχρονο πόλεμο ως μια μορφή μαζικής σφαγής που σου γυρίζει το στομάχι».[88]
Σχέσεις στρατού και κινηματογραφικής βιομηχανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολλές πολεμικές ταινίες έχουν γυριστεί με τη συνεργασία των στρατιωτικών δυνάμεων ενός κράτους. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών παρείχε πλοία και τεχνική καθοδήγηση για να γυριστούν ταινίες όπως το Top Gun (1986) του Τόνι Σκοτ. Αντίστοιχα, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ βοήθησε στα γυρίσματα των ταινιών The Big Lift (1950) του Τζορτζ Σίτον, Η θύελλα πέρασε (1955) του Άντονι Μαν και A Gathering of Eagles (1963) του Ντέλμπερτ Μαν, οι οποίες γυρίστηκαν σε βάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας. Εξάλλου, μέλη του προσωπικού της Πολεμικής Αεροπορίας εμφανίζονται σε πολλούς ρόλους. [27] Οι κριτικοί υποστήριξαν ότι η μεροληπτική απεικόνιση των γεγονότων της ταινίας Περλ Χάρμπορ είναι μια αποζημίωση για την τεχνική βοήθεια που έλαβαν οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε σε ένα αεροπλανοφόρο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. [89] Σε μια άλλη περίπτωση, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ αντέδρασε λόγω ορισμένων στοιχείων της ταινίας Crimson Tide, ειδικά στην απεικόνιση ανταρσίας σε πλοίο του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, έτσι η ταινία γυρίστηκε χωρίς τη βοήθεια του Ναυτικού. [90] Ο ιστορικός κινηματογράφου Τζόναθαν Ρέινερ παρατηρεί ότι τέτοιες ταινίες «είχαν επίσης ξεκάθαρα σκοπό να εξυπηρετήσουν ζωτικής σημασίας λειτουργίες προπαγάνδας, στρατολόγησης και δημοσίων σχέσεων». [89]
Εθνικές παραδόσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κίνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες κινεζικές πολεμικές ταινίες ήταν επίκαιρα όπως Η μάχη της Γουχάν (1911) και Η μάχη της Σαγκάης (1913). Ακόμα σε ταινίες όπως το 战功 (1925) του Σου Σινφού, ο πόλεμος εμφανιζόταν κυρίως ως ιστορικό πλαίσιο. Μόνο με τον Β΄ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο από το 1937 και μετά, έγινε η πολεμική ταινία σοβαρό είδος στην Κίνα, με εθνικιστικές ταινίες όπως το Προστατέψτε τη γη μας (1938) του Σάι Ντονγκσάν. Ο Κινέζικος Εμφύλιος Πόλεμος, επίσης, οδήγησε στην παραγωγή ταινιών όπως το Nan zheng bei zhan (1952) του Τζενγκ Γιν. Μια πιο ανθρωπιστική ταινία η οποία διαδραματίζεται την ίδια περίοδο είναι το A, yao lan (1979) του Σιε Τζιν, ενώ μία από τις πιο πρόσφατες εμπορικές ταινίες μεγάλης κλίμακας είναι το Η πόλη της ζωής και του θανάτου (2009) του Λου Τσουάν.[91] Οι Κινέζοι σκηνοθέτες έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να καλύψουν τις θηριωδίες που διέπραξαν οι Ιάπωνες κατά τη σφαγή της Ναντσίνγκ (1937–1938), με ταινίες όπως το πολιτικό μελόδραμα Tu cheng xue zheng (1987), το ντοκιμαντέρ Hei tai yang: Nan Jing da tu sha (1995) του Μου Τουν Φέι και το σινοϊαπωνικό ειδύλλιο Nanjing 1937 (1995) του Σινιού Γου.[92] Η επική κινεζική ταινία του Τσανγκ Γιμόου Τα λουλούδια του πολέμου (2011), η οποία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γκέλινγκ Γιαν, απεικονίζει τα βίαια γεγονότα μέσα από τα μάτια ενός 13χρονου κοριτσιού.[93]
Σοβιετική Ένωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο πόλεμος ήταν το κυριότερο είδος του κινηματογράφου της Σοβιετικής Ένωσης και η πολεμική τιανία έγινε γνωστή ως το «κινηματογραφικό μέτωπο». Οι ταινίες που γυρίζονταν κυμαίνονταν από ζοφερές απεικονίσεις φρικαλεοτήτων έως συναισθηματικές, ακόμη και διακριτικά ανατρεπτικές αφηγήσεις. [94] Το δημοφιλές και «πανέμορφο» Οι δύο πολεμιστές (1943) του Λέονιντ Λούκοφ [95] απεικονίζει δύο στερεοτυπικούς Σοβιετικούς στρατιώτες, έναν ήσυχο Ρώσο και έναν εξωστρεφή νότιο από την Οδησσό, να τραγουδούν μέσα στα χαρακώματα. [96]
Οι πολλές σοβιετικές ταινίες με θέμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιλαμβάνουν τόσο μεγάλης κλίμακας έπη όπως η μίνι σειρά Η μάχη της Μόσχας (1985) του Γιούρι Οζέροφ και η πιο ψυχολογική ταινία Όταν πετούν οι γερανοί (1957) του Μιχαήλ Καλατόζοφ με θέμα τις σκληρές συνέπειες του πολέμου, η οποία κέρδισε Χρυσό Φοίνικα το 1958 στις Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.[97]
Ιαπωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ιάπωνες σκηνοθέτες έχουν γυρίσει δημοφιλείς ταινίες όπως οι Sensuikan I-57 kôfuku sezu (1959), Η μάχη της Οκινάβα (1971) και Nihon no ichiban nagai hi (1967) που αφηγούνται την ιστορία από τη σκοπιά της Ιαπωνίας. [98] Αυτές οι ταινίες "σε γενικές γραμμές δεν καταφέρνουν να εξηγήσουν την αιτία του πολέμου".[99] Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ιαπωνικός κινηματογράφος επικετρωνόταν συχνά στην ανθρώπινη τραγωδία και όχι στις μάχες, όπως είναι φανερό στις ταινίες Η άρπα της Βιρμανίας (1956) και and Nobi (1959) - και οι δύο σε σκηνοθεσία του Κον Ιτσικάβα.[99] Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι ταινίες άρχισαν να έχουν μια θετική άποψη για τον πόλεμο και για τις πράξεις της Ιαπωνίας. Αυτά τα εθνικιστικά έργα, όπως το Puraido: Unmei no toki (1998) του Σουνγιά Ίτο, το Murudeka 17805 (2001) του Γιοσιχίρο Ισιμάτσου και το Nankin no shinjitsu: Shichinin no shikeishuu (2007) του Σατόρου Μιζουσίμα δίνουν έμφαση σε θετικές πράξεις του ιαπωνικού στρατού και παρουσιάζουν τους Ιάπωνες ως θύματα μιας μεταπολεμικής εκδικητικότητας και κακίας. Αυτές οι ταινίες έχουν, ωστόσο, δεχθεί δριμύα κριτική.[99][100][101] Η ταινία Eien no 0 (2013) του Τακάσι Γιαμαζάκι αφηγείται την ιστορία ενός πιλότου αυτοκτονίας που θεωρήθηκε δειλός από τους συντρόφους του επειδή επέστρεψε ζωντανός από την αποστολή του. Η ταινία έσπασε κάθε ρεκόρ προβολών ιαπωνικής ταινίας δράσης [102] και κέρδισε Χρυσό Βατόμουρο στο Φεστιβάλ του Ούντινε,[103] αλλά επικρίθηκε λόγω της εθνικιστικής της συμπάθειας προς τους πιλότους καμικάζι.[104]
Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πολεμικές ταινίες στον ελληνικό κινηματογράφο έχουν συνήθως ως θέμα τους είτε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 είτε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με περιστατικά που αφορούν την Ελλάδα. Ενίοτε, όπως και σε άλλες κινηματογραφίες, χρησιμοποιούν την εκάστοτε σύρραξη ως απλό ιστορικό πλαίσιο για την εξέλιξη της πλοκής τους. Η περίοδος κατά την οποία παρόμοιες θεματικές βρήκαν άνθηση ήταν η στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974), περίοδος στην οποία κάθε τύπου πατριωτικές ταινίες θεωρούνταν ανώδυνες και περνούσαν πιο εύκολα τη λογοκρισία.[105][106]
Ελληνική Επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη ελληνική ταινία που έχει ως θέμα της την Ελληνική Επανάσταση του 1821 πρωτοπροβλήθηκε στον Βόλο το 1928. Πρόκειται για τη βωβή ταινία του Δημήτρη Καμινάκη Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ενώ η αμέσως επόμενη με την ίδια θεματολογία κυκλοφόρησε έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 1929, στον κινηματογράφο Ιντεάλ της οδού Πανεπιστημίου στην Αθήνα. Ο τίτλος της ήταν 25 Μαρτίου 1821 ή Το λάβαρον του '21 και γυρίστηκε από τον Κώστα Λελούδα.[107] Και οι δύο αυτές ταινίες είναι σήμερα χαμένες.
Ακολούθησαν, τη δεκαετία του 1950, οι ταινίες Μπουμπουλίνα του Κώστα Ανδρίτσου που σηματοδοτεί την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Ειρήνης Παπά,[108] Ζάλογγο, το κάστρο της λευτεριάς του Στέλιου Τατασόπουλου και Η λίμνη των στεναγμών του Γρηγόρη Γρηγορίου. Και οι τρεις αυτές ταινίες βγήκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1959.[109]
Κατά τη δεκαετία του 1960, κυκλοφόρησε οι παρόμοιας θεματολογίας Έξοδος του Μεσολογγίου (1965) του Δημήτρη Δούκα, στις οποίας τα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκαν 2.500 χιλιάδες κομπάρσοι, σύμφωνα με την εταιρεία παραγωγής.[110]
Η επόμενη δεκαετία κυκλοφόρησαν ο Παπαφλέσσας (1971) του Ερρίκου Ανδρέου με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι Σουλιώτες (1972) του Δημήτρη Παπακωνσταντή, που μετέφερε επί οθόνης το ομότιτλο μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη,[111] η Μαντώ Μαυρογένους (1972) του Κώστα Καραγιάννη, που λόγω χαμηλού προϋπολογισμού περιέχει ελάχιστες πολεμικές σκηνές [112] και το δικαστικό δράμα του Πάνου Γλυκοφρύδη Η δίκη των δικαστών (1974) που πραγματεύεται τη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη το 1934.[113]
Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1992, ο Νίκος Κούνδουρος γυρίζει την ταινία Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου που επικεντρώνεται στη ζωή του λόρδου Βύρωνα κατά την Πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) και που απέσπασε βραβεία και διακρίσεις στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1992.[114][115]
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη ελληνική ταινία που αναφέρεται στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και στην Κατοχή της Ελλάδας (1941-1944) γυρίστηκε μέσα στον πόλεμο και έχει τίτλο Ο Ντούτσε αφηγείται (1945). Πρόκειται για μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων σκηνοθετημένη από τον Σταμάτη Πολενάκη για να σατιρίσει την ήττα του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.[116][117][118] Η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά ελληνική ταινία που ασχολείται με θέμα σχετικό με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά (1969) του Ντίνου Δημόπουλου, η οποία, λόγω της δημοτικότητας της πρωταγωνίστριάς της, Αλίκης Βουγιουκλάκη, ήταν η πέμπτη εμπορικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.[119] Άλλες ελληνικές ταινίες με παρόμοιο θέμα είναι οι:
- Αγάπη και θύελλα (1961) του Σωκράτη Καψάσκη.[120]
- Ουρανός (1962) του Τάκη Κανελλόπουλου, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο Φεστιβάλ των Καννών, στο Φεστιβάλ Νέας Υόρκης και, εκτός συναγωνισμού, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου.[121][122]
- Εγκατάλειψη (1965) του Κώστα Ασημακόπουλου.[123]
- Οι ένοχοι (1966) επίσης του Κώστα Ασημακόπουλου.[124]
- Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967) του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου το οποίο ανακυκλώθηκε για τις ανάγκες του σίριαλ της ΥΕΝΕΔ Άγνωστος πόλεμος (1971-1974).
- Αγάπησα έναν προδότη (1969) του Κώστα Παπανικολόπουλου.[125]
- Όχι (1969) του Ντίμη Δαδήρα που έχει χαρακτηριστεί ως η πρώτη μεγάλη πολεμική ελληνική ταινία, τύπου υπερπαραγωγής. [126]
- Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο (1970) του Γιάννη Δαλιανίδη που πλοκή που ξεκινά με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940 και τελειώνει μετά την Απελευθέρωση το 1944.[127]
- Οι γενναίοι του Βορρά (1970) του Κώστα Καραγιάννη και Ο τελευταίος των κομιτατζήδων (1970) του Γρηγόρη Γρηγορίου, ταινίες αντικομμουνιστικής προπαγάνδας με θέμα τη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (1941-1944) [128]
- 28η Οκτωβρίου ώρα 5:30 (1971) του Κώστα Καραγιάννη. [129]
- Ο δρόμος των ηρώων (1971) του Χρήστου Κυριακόπουλου.[130]
- Υποβρύχιον Παπανικολής (1971) του Γιώργου Ζερβουλάκου που απέσπασε τιμητική διάκριση λόγω του θέματός της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971, την οποία ο σκηνοθέτης της αρνήθηκε να παραλάβειχαρακτηρίζοντάς την απαράδεκτη.[131]
- Αέρα! Αέρα! Αέρα! (1972) του Κώστα Ανδρίτσου, που ονομάστηκε έτσι από τη δημοφιλή ελληνική πολεμική ιαχή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.[132]
Υποείδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κυβερνητικές υπηρεσίες κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, γύρισαν μια ευρεία γκάμα πολεμικών ταινιών ντοκιμαντέρ. Ο σκοπός αυτών των ταινιών ήταν η στρατιωτική εκπαίδευση, η νουθεσία των πολιτών και η εμψύχωση για τη διατήρηση της ασφάλειας. Εφόσον οι ταινίες αυτές περνούσαν μηνύματα, μοιάζουν συχνά με τις ταινίες προπαγάνδας. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι εμπορικές ταινίες συχνά συνδύαζαν πληροφοριακό υλικό, περιέχοντας με τη σειρά τους κάποιον βαθμό προπαγάνδας.[55][56] Τα επίκαιρα, τα οποία αποτελούσαν μια σταθερή πηγή πληροφοριών, γυρίζονταν τόσο από τα κράτη των συμμαχικών δυνάμεων ότι και από τα κράτη των δυνάμτων του Άξονα, ενώ συχνά δραματοποιούνταν.[133][134][135] Στα πιο πρόσφατα χρόνια, κατά τη διάρκεια του Πολέμου Ιράν-Ιράκ, η τηλεοπτική σειρά Ravayat-e Fath του Μορτεζά Αβινί συνδύαζε πολεμκά πλάνα από τα χαρακώματα με σχολιασμό.[136]
Προπαγάνδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το ιστορικό δράμα του 1938 Αλέξανδρος Νιέφσκι του Σεργκέι Αϊζενστάιν απεικονίζει την ήττα του πρίγκιπα Αλεξάνδρου κατά την απόπειρα εισβολής των Τευτόνων Ιπποτών στη ρωσική πόλη Νόβγκοροντ.[137] Μέχρι τον Απρίλιο του 1939 την ταινία είχαν δει 23.000.000 άνθρωποι.[138] Το 1941, ο σκηνοθέτης και τρία ακόμη άτομα τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο της Ε.Σ.Σ.Δ. για το έργο τους. Η ταινία περιλαμβάνει ένα σάουντρακ του κλασικού συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ και θεωρείται από καλλιτέχνες όπως ο συνθέτης Αντρέ Πρεβέν η καλύτερη μουσική που γράφτηκε ποτέ για τον κινηματογράφο.[139][140] Ο Ράσελ Μέριτ, γράφοντας στο περιοδικό Film Quarterly, περιγράφει τον Αλέξανδρο Νιέφσκι ως μια «ταινία πολεμικής προπαγάνδας».[141] Μια δημοσκόπηση της Mondadori το 1978 τοποθέτησε την ταινία ανάμεσα στις 100 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο.[142]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η κινηματογραφική προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε ευρέως. Ο Κένεθ Κλαρκ συμβούλεψε τη βρετανική κυβέρνηση ότι «Αν απαρνιόμασταν το ενδιαφέρον μας για την ψυχαγωγία καθαυτή, μπορεί να στερούμασταν ένα πολύτιμο όπλο για να μεταδώσουμε την προπαγάνδα μας». Έτισ, πρότεινε τη χρήση ντοκιμαντέρ με θέμα τον πόλεμο και την πολεμική προσπάθεια, βρετανικούς εορτασμούς καθώς και ταινίες για τη ζωή και τον χαρακτήρα των Βρετανών. Ο Μάικλ Πάουελ και ο Κλαρκ συμφώνησαν σε μια ιστορία περί της ύπαρξης επιζώντων από το πλήρωμα ενός σκάφους, που είχαν εμποτιστεί με βάναυση ναζιστική ιδεολογία και που ταξίδευαν στον Καναδά με σκοπό να ενθαρρύνουν την Αμερική να μπει στον πόλεμο. Η ταινία που προέκυψε είχε τον τίτλο Επιτάφιος για εναν κατάσκοπο (1941), σκηνοθετήθηκε από τον Μάικλ Πάουελ έγινε η κορυφαία ταινία εκείνη τη χρονιά στη Βρετανία. [144] Οι διασκεδαστικές ταινίες μπορούσαν επίσης να μεταφέρουν μηνύματα για την ανάγκη επαγρύπνησης, όπως στο Went the Day Well? (1942) του Αλμπέρτο Καβαλκάντι ή για την αποφυγή «απρόσεκτων συζητήσεων», όπως στο The Next of Kin (1942) του Θόρολντ Ντίκινσον.[55]

Στις ΗΠΑ, Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (1940) του Τσάρλι Τσάπλιν σατίριζε ξεκάθαρα τον φασισμό.[145] Αντίστοιχα, η Καζαμπλάνκα (1943) του Μάικλ Κέρτιζ δεν ήταν απλώς ένα ειδύλλιο μεταξύ των χαρακτήρων που έπαιζαν ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά διέσυρε τους ναζί και δόξασε την αντίσταση εναντίοντ τους.[145] Η σειρά Why We Fight (1942–1945) του Φρανκ Κάπρα κέρδισε Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ το 1942, αν και σχεδιάστηκε για να «επηρεάσει τις απόψεις στον στρατό των ΗΠΑ».[56][146]
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, «η προπαγάνδα έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στην αντιπαλότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης όσο και τα δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για την αγορά όπλων».[147] Το Face to Face with Communism (1951) δραματοποίησε μια φανταστική εισβολή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ άλλες ταινίες απεικόνιζαν απειλές όπως η κομμουνιστική διαφώτιση.[147]
Υποβρύχια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι ταινίες με υποβρύχια έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες σημασίες και συμβάσεις, που αφορούν συγκεκριμένα την απόδοση του υποβρυχιακού πολέμου. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο σε αυτό το υποείδος είναι το σάουντρακ, το οποίο επιχειρεί να μεταφέρει τη συναισθηματική και δραματική φύση της σύγκρουσης κάτω από τη θάλασσα. Για παράδειγμα, στο Das Boot του 1981 του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν, η σχεδίαση ήχου λειτουργεί μαζί με τη διάρκεια πολλών ωρών για να απεικονίσει τη μακρόχρονη καταδίωξη με βόμβες βυθού, το στίγμα από το σόναρ και απειλητικούς ήχους όπως οι έλικες των εχθρικών αντιτορπιλικών και οι τορπίλες.[148] Ανάμεσα στις κλασικές ταινίες του είδους είναι η Μονομαχία στον Ατλαντικό (1957) του Ντικ Πάουελ [149] και Οι εκδικηταί του Περλ Χάρμπορ (1958). Και οι δύο αυτές ταινίες είναι βασισμένες σε μυθιστορήματα ανώτατων αξιωματικών του Ναυτικού. Οι εκδικηταί του Περλ Χάρμπορ είναι μια ταινία γεμάτη ένταση, τόσο απέναντι στον εχθρό όσο και μεταξύ των αντίθετων προσωπικοτήτων του διοικητή του υποβρυχίου και του υποπλοιάρχου του, τους οποίους υποδύονται οι Κλαρκ Γκέιμπλ και Μπαρτ Λάνκαστερ.[150]
Αιχμάλωτοι πόλεμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ένα δημοφιλές υποείδος πολεμικών ταινιών κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν η ταινία με αιχμαλώτους πολέμου.[151] Το είδος έγινε δημοφιλές στο Ηνωμένο Βασίλειο με μεγάλες σημαντικές όπως είναι το The Colditz Story (1955) του Γκάι Χάμιλτον και η αμερικανική ταινία του Τζον Στέρτζες Η μεγάλη απόδραση (1963).[151] Οι ταινίες αφηγούνταν ιστορίες πραγματικών αποδράσεων από γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου όπως το Stalag Luft III κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τις σεκάνς κινδύνου και ανθρώπινης τραγωδίας, αυτές οι ταινίες προσφέρουν την ευχαρίστηση ενός συνεχούς αγορίστικου παιχνίδι απόδρασης και ευρηματικότητας, τιμώντας το θάρρος και το ανυπότακτο πνεύμα των αιχμαλώτων πολέμου και αντιμετωπίζοντας τον πόλεμο ως διασκέδαση.[151][152][153] Η γέφυρα του ποταμού Κβάι (1957) του Ντέιβιντ Λιν κρίθηκε καλύτερη ταινία στα Όσκαρ. Η ταινία πήρε το είδος από τις ψυχρές γερμανικές φυλακές και το μετέφερε στη ζέστη ενός στρατοπέδου στην Ταϊλάνδη. Ήταν η πρώτη, επίσης, ταινία που χρησιμοποίησε πλούσιο χρώμα για να αναδείξει το βρετανικό φλέγμα του συνταγματάρχη που έπαιζε ο Άλεκ Γκίνες σε μια βραβευμένη με Όσκαρ ερμηνεία.[151] Ωστόσο, η «απόλυτη» βραβευμένη με Όσκαρ ταινία με αιχμαλώτους πολέμου ήταν Ο καταδότης του θαλάμου 17 (1953) του Μπίλι Γουάιλντερ, ενώ οι σύντομες αλλά δυνατές σκηνές του στρατοπέδου των φυλακών στον Ελαφοκυνηγό (1978) του Μάικλ Τσιμίνο προσδίδουν μια ατμόσφαιρα τραγωδίας σε ολόκληρη την ταινία.[151]
Κωμωδίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σαρλώ στα χαρακώματα (1918) του Τσάρλι Τσάπλιν έκανε την αρχή για τη δημιουργία πολεμικών των ταινιών οι οποίες γυρίστηκαν μέσα στα επόμενα χρόνια και ήταν η πρώτη κωμωδία με θέμα τον πόλεμο στην ιστορία του κινηματογράφου.[154][155]
Ο βρετανικός κινηματογράφος κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδότησε την εκκένωση του Λονδίνου από παιδιά με κοινωνικές κωμωδίες όπως They Kids from Town (1942) του Λανς Κόμφορτ, στην οποία οι εκτοπισμένοι πηγαίνουν να μείνουν με έναν κόμη, ενώ στο Cottage to Let (1941) και το Went the Day Well? (1942) η αγγλική ύπαιθρος είναι γεμάτη κατασκόπους. [144] Το Gasbags (1941) αποτελεί μια κωμωδία «ζωηρή, ασεβή, αυθόρμητη», που παρωδεί τα πάντα, ακόμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. [156] Το Φανταράκια για κλάματα (1941) των Άμποτ και Κοστέλο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική,[157] η οποία οδήγησε σε πολλές άλλες κωμωδίες που λαμβάνουν χώρα εν καιρώ πολέμου. [158]
Κινούμενα σχέδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ταινία The Sinking of the Lusitania (1918) του Γουίνσορ Μακέι ήταν μια βουβή παραγωγή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με διάρκεια 12 λεπτών, ήταν η μεγαλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων που είχε γυριστεί εκείνη την εποχή. Ήταν ίσως η πρώτη ταινία προπαγάνδας κινουμένων σχεδίων που γυρίστηκε ποτέ και παραμένει το πρώτο σοβαρό δράμα κινουμένων σχεδίων που έχει διασωθεί.[159][160][161] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μικρού μήκους ταινίες προπαγάνδας με κινούμενα σχέδια παρέμειναν επιδραστικές στον αμερικανικό κινηματογράφο. Η εταιρεία The Walt Disney Company, συνεργαζόμενη με τις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ, γύρισε 121.920 μέτρα φιλμ με πολεμικές προπαγανδιστικές ταινίες μεταξύ του 1942 και του 1945,[162] όπως οι Der Fuehrer's Face (1943) και Education for Death: The Making of the Nazi (1943).[163]
Κάποιες ιαπωνικές ταινίες anime από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα ασχολήθηκαν με τις εθνικές μνήμες του πολέμου. Η ταινία Akira (1988) του Κατσουχίρο Οτόμο κινείται από τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μέσα σε αποκαλυπτικά οράματα παγκόσμιων συγκρούσεων. Το Hotaru no haka (1988) του Ιζάο Τακαχάτα είναι μια ελεγεία για την επίδραση του πολέμου στα παιδιά,[164] [165] ενώ το Hadashi no Gen (1983) του Μόρι Μαζάκι αναπαριστά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού,[166] αλλά οι κριτικοί τη θεωρούν λιγότερο καλοφτιαγμένη ταινία από το Hotaru no haka με «ανατριχιαστικές λεπτομέρειες» που συνδυάζονται παράξενα με χοντροκομμένα έργα τέχνης.[167]
Αντιπολεμικές ταινές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το είδος της αντιπολεμικής ταινίας ξεκίνησε με ταινίες για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ταινίες του είδους είναι συνήθως ρεβιζιονιστικές, αντανακλούν γεγονότα του παρελθόντος και συχνά αγγίζουν άλλα κινηματογραφικά είδη. Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (1930) του Λιούις Μάιλστοουν ήταν αναμφισβήτητα μια δυνατή και από τις πρώτες αντιπολεμικές ταινίες, που απεικόνιζε μια γερμανική άποψη. Ήταν η πρώτη ταινία (ανεξαρτήτων είδους) που κέρδισε δύο Όσκαρ, καλύτερης ταινίας και καλύτερης σκηνοθεσίας.[155] Ο Άντριου Κέλι, αναλύοντας το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, όρισε το είδος ως μια ταινία που δείχνει τη βαρβαρότητα του πολέμου, το μέγεθος του ανθρώπινου πόνου, την προδοσία της εμπιστοσύνης των πολεμιστών από ανίκανους αξιωματικούς. Οι πολεμικές και οι αντιπολεμικές ταινίες είναι συχνά δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν, καθώς περιέχουν πολλές ασάφειες. [1] Ενώ πολλές αντιπολεμικές ταινίες επικρίνουν τον πόλεμο απευθείας μέσω των απεικονίσεων φρικτών συρράξεων σε προηγούμενους πολέμους, ορισμένες ταινίες όπως Το εστιατόριο της Αλίκης του Άρθουρ Πεν επικρίνουν τον πόλεμο έμμεσα κοροϊδεύοντας πράγματα όπως το γραφείο στρατολογίας.[168] Ο αριθμός των αντιπολεμικών ταινιών που γυρίζονται στην Αμερική μειώθηκε απότομα τη δεκαετία του 1950 λόγω του Μακαρθισμού και της μαύρης λίστας του Χόλιγουντ.[169] Το τέλος της μαύρης λίστας και η εισαγωγή του συστήματος αξιολόγησης MPAA σηματοδότησε μια εποχή αναζωπύρωσης για ταινίες όλων των τύπων, συμπεριλαμβανομένων των αντιπολεμικών ταινιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ρόμπερτ Έμπερβαϊν κατονομάζει δύο ταινίες ως κλασικές αντιπολεμικές. [170] Το πρώτο είναι το αριστούργημα Η μεγάλη χίμαιρα (1937) του Ζαν Ρενουάρ με θέμα τους αιχμαλώτους πολέμου.[155] Η κριτική του Ρενουάρ στη σύγχρονη πολιτική και ιδεολογία τιμά την παγκόσμια ανθρωπότητα που υπερβαίνει τα εθνικά και φυλετικά όρια και τον ακραίο εθνικισμό, υποδηλώνοντας ότι οι κοινές εμπειρίες της ανθρωπότητας πρέπει να υπερισχύουν πάνω από τον πολιτικό διχασμό και την επέκτασή του: τον πόλεμο.[171] Το δεύτερο είναι οι Σταυροί στο μέτωπο (1957) του Στάνλεϊ Κούμπρικ. Ο κριτικός Ντέιβιντ Έχρενσταϊν γράφει ότι οι Σταυροί στο μέτωπο καθιέρωσαν τον Κούμπρικ ως τον «κορυφαίο εμπορικό κινηματογραφιστή της γενιάς του» και ένα ταλέντο παγκόσμιας κλάσης. Ο Έχρενσταϊν περιγράφει την ταινία ως ένα «εξωτερικά ψύχραιμο / εσωτερικά παθιασμένο δράμα διαμαρτυρίας», αντιπαραβάλλοντάς τη με την «κλασική» ιστορία του Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον.[172]
Μεικτά είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κωμωδία έδωσε χώρο για σάτιρα και οι μεταπολεμικοί σκηνοθέτες συνδύασαν την κωμωδία και το αντιπολεμικό συναίσθημα σε ταινίες τόσο διαφορετικές όσο Ο καταδότης του θαλάμου 17 (1953) και το S.O.S Πεντάγωνο καλεί Μόσχα (1964). [158] Μαύρες κωμωδίες όπως το Catch-22 του Μάικ Νίκολς (1970), βασισμένη στο σατιρικό μυθιστόρημα του Τζόζεφ Χέλερ για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το M*A*S*H (1970) του Ρόμπερτ Όλτμαν, που διαδραματίζεται στον Πόλεμο της Κορέας, αντανακλούν την στάσεις ενός ολοένα και πιο δύσπιστου κοινού κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ.[173]
Άλλα είδη συνδυάστηκαν στο Πάτον, ο θρύλος της Νορμανδίας του Φράνκλιν Σάφνερ (1970), για την πραγματική ζωή του στρατηγού Τζορτζ Σμιθ Πάτον, όπου οι σκηνές μάχης παρεμβάλλονται με σχόλια για το πώς διεξήγε τον πόλεμο, δείχνοντας καλές και κακές πλευρές μιας εντολής. Αυτό και το M*A*S*H έγιναν οι δύο πιο κερδοφόρες πολεμικές/αντιπολεμικές ταινίες μέχρι εκείνη την εποχή, [27] ενώ το Πάτον, ο θρύλος της Νορμανδίας κέρδισε και επτά βραβεία Όσκαρ.[174]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Neale 2000, σελ. 117.
- ↑ 2,0 2,1 Manchel, Frank (1990). Film Study: An Analytical Bibliography. Fairleigh Dickinson Univ Press. σελ. 200. ISBN 978-0-8386-3186-7.
- ↑ «Cinema and the Great War». AFI. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ Macnab, Geoffrey (20 October 2014). «Fury, film review: Brad Pitt stars as an unsympathetic hero in muted war movie». The Independent. https://www.independent.co.uk/arts-entertainment/films/reviews/fury-film-review-brad-pitt-gives-intriguing-performance-as-unsympathetic-war-hero-9806584.html. Ανακτήθηκε στις 5 March 2015.
- ↑ Belton 1994.
- ↑ 6,0 6,1 Neale 2000, σελ. 118.
- ↑ Kane, Kathryn. "The World War II Combat Film". In: Wes D. Gehring (ed.) Handbook of American Film Genres. New York: Greenwood Press, 1988, pp. 90–91.
- ↑ 8,0 8,1 Clarke 2006.
- ↑ Basinger 1986, σελ. 23.
- ↑ Eberwein 2005.
- ↑ 11,0 11,1 Basinger 1986.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 Neale 2000.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Beevor, Antony (29 May 2018). «War films: Antony Beevor: the greatest war movie ever – and the ones I can't bear». The Guardian. https://www.theguardian.com/film/2018/may/29/antony-beevor-the-greatest-war-movie-ever-and-the-ones-i-cant-bear.
- ↑ «The Fugitive». Silent Era. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ Ebert, Roger. «Glory». RogerEbert.com. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ Jubera, Drew (9 October 1993). «Gettysburg: Ted Turner, a cast of thousands and the ghosts of the past». The Baltimore Sun. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 December 2014. https://web.archive.org/web/20141208214449/http://articles.baltimoresun.com/1993-10-09/features/1993282122_1_ted-turner-gettysburg-jeff-daniels. Ανακτήθηκε στις 23 June 2015.
- ↑ «An Occurrence at Owl Creek Bridge». The New York Times. 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2008.
- ↑ Erickson, Hal. «The Red Badge of Courage: Synopsis». AllMovie. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ «Shenandoah: article». Turner Classic Movies. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ «The Filmmakers: Ken Burns». PBS. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ Eberwein 2010, σελ. 5.
- ↑ «World War I: Siege Of Przemysl». YouTube. 29 Αυγούστου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2015.
- ↑ Hal Erickson (2015). «Movies: The Battle and Fall of Przemysl (1915)». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-04-02. https://web.archive.org/web/20150402103234/http://www.nytimes.com/movies/movie/236068/The-Battle-and-Fall-of-Przemysl/overview. Ανακτήθηκε στις 6 March 2015.
- ↑ Quigley Publishing Co. (1916). Motion Picture News (Mar–Apr 1916). MBRS, Library of Congress. New York : Motion Picture News.
- ↑ Smither, R.B.N. (2008). The Battle of the Somme (DVD viewing guide) (PDF) (2nd rev. έκδοση). Imperial War Museum. ISBN 978-0-901627-94-0. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2016.
- ↑ Stock, Francine. «Why was the Battle of the Somme film bigger than Star Wars?». BBC. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2016.
- ↑ 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 27,5 27,6 Suid 2002.
- ↑ Oldfield, Barney (1991). «'WINGS' A Movie and an Inspiration». Air Power History 38 (1): 55–58. https://archive.org/details/sim_air-power-history_spring-1991_38_1/page/n56.
- ↑ «The 1st Academy Awards : 1929». Oscars.org. 8 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ 30,0 30,1 «Lawrence of Arabia (1962)». British Film Institute. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2015.
- ↑ Fahy, Patrick (4 Απριλίου 2014). «Lawrence of Arabia: 50 years ago». British Film Institute. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2015.
- ↑ «Oh! What a Lovely War (1969)». British Film Institute. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2015.
- ↑ «War Horse (2011)». British Film Institute. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2015.
- ↑ Haapala, Timo (15 Δεκεμβρίου 2017). «Pääkirjoitus: Kansalaissota on arka muistettava». Ilta-Sanomat (στα Φινλανδικά). Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «Punaisten ja valkoisten perintöä vaalitaan yhä – Suomalaiset lähettivät yli 400 muistoa vuoden 1918 sisällissodasta». Yle Uutiset (στα Φινλανδικά). 15 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «1918». Film Affinity. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2020.
- ↑ Aro, Tuuve (29 Νοεμβρίου 2007). «Raja 1918». MTV3.fi (στα Φινλανδικά). Bonnier Group. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2012.
- ↑ «Raja 1918-elokuva eurooppalaisilla elokuvafestivaaleilla» (στα Φινλανδικά). Embassy of Finland, Kiev. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2012.
- ↑ «Lehti: Käsky-elokuvassa miesten välistä seksiä». MTV3.fi (στα Φινλανδικά). 13 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2012.
- ↑ Larsen, Mads (2020). «Agreeing on History: Adaptation as Restorative Truth in Finnish Reconciliation». Literature/Film Quarterly 48 (1 (Winter 2020)). https://lfq.salisbury.edu/_issues/48_1/agreeing_on_history_adaptation_as_restorative_truth_in_finnish_reconciliation.html. Ανακτήθηκε στις 21 May 2021.
- ↑ 41,0 41,1 41,2 «Franco, Fascists, and Freedom Fighters: The Spanish Civil War on Film». Harvard Film Archive. 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015.
- ↑ Pulver, Andrew (29 March 2011). «A short history of Spanish cinema». The Guardian. https://www.theguardian.com/film/filmblog/2011/mar/29/short-history-spanish-cinema. Ανακτήθηκε στις 11 March 2015.
- ↑ «Berlinale 1966: Prize Winners». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015.
- ↑ Westwell 2006.
- ↑ West, Philip· Sŏ, Chi-mun (2001). Remembering the 'Forgotten War': The Korean War Through Literature and Art. M.E. Sharpe. σελ. 127. ISBN 978-0-7656-0696-9.
- ↑ Paquet, Darcy. «South Korean Films About the Korean War (1950–53): A Tool for Reference». Koreanfilm.org. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2015.
- ↑ Schönherr, Johannes (27 Αυγούστου 2012). North Korean Cinema: A History. McFarland. ISBN 978-0-7864-6526-2.
- ↑ de Wilde, Gervase. «The Battle of Algiers, DVD review». The Telegraph. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-12. https://ghostarchive.org/archive/20220112/https://www.telegraph.co.uk/culture/film/6081647/The-Battle-of-Algiers-DVD-review.html. Ανακτήθηκε στις 11 March 2015.
- ↑ Matthews, Peter (9 Αυγούστου 2011). «The Battle of Algiers: Bombs and Boomerangs». Criterion. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015.
- ↑ «The Abandoned Field-Free Fire Zone (Canh dong hoang)». University of California, Berkeley Art Museum & Pacific Film Archive. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2015.
- ↑ «KVIFF programme – Remake». Kviff. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2015.
- ↑ «CIFF: "Remake"». Cleveland Film. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2015.
- ↑ 53,0 53,1 Schwerdtfeger, Conner (19 Ιανουαρίου 2016). «The 10 Best Post 9/11 War Movies, Ranked». CinemaBlend. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2021.
- ↑ Murphy 2005, σελ. 64.
- ↑ 55,0 55,1 55,2 Swann, Paul (1989). The British Documentary Film Movement, 1926–1946. Cambridge University Press. σελίδες viii, 150–173. ISBN 978-0-521-33479-2.
- ↑ 56,0 56,1 56,2 Manning, Martin J. (2004). Historical Dictionary of American Propaganda. Greenwood Publishing Group. σελίδες 86–87. ISBN 978-0-313-29605-5.
- ↑ Hal Erickson (2007). «Mrs. Miniver (1942)». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2015.
- ↑ 58,0 58,1 Orriss 1984.
- ↑ They Were Expendable στην TCM Movie Database
- ↑ «Moscow Strikes Back». Artkino Pictures. 1942. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2015.
- ↑ T.S. (17 August 1942). «Movie Review: Moscow Strikes Back (1942) 'Moscow Strikes Back,' Front-Line Camera Men's Story of Russian Attack, Is Seen at the Globe». The New York Times. https://www.nytimes.com/movie/review?res=9501E0D7113CE33BBC4F52DFBE668389659EDE. Ανακτήθηκε στις 18 March 2015.
- ↑ Beevor, Antony (1999). Stalingrad. Penguin. σελίδες 350–351. ISBN 0-14-024985-0.
- ↑ 63,0 63,1 63,2 Basinger, Jeanine (1998). «Translating War: The Combat Film Genre and Saving Private Ryan». Perspectives on History (American Historical Association) (October 1998). http://www.historians.org/publications-and-directories/perspectives-on-history/october-1998/translating-war-the-combat-film-genre-and-saving-private-ryan. Ανακτήθηκε στις 7 March 2015.
- ↑ Herzstein, Robert E (1979). The War that Hitler Won. Hamish Hamilton. σελ. 281. ISBN 0-399-11845-4.
- ↑ «Kolberg». FilmPortal.de. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015.
- ↑ Leiser, Erwin (1974). Nazi Cinema. Macmillan. σελίδες 122–129. ISBN 0-02-570230-0.
- ↑ High, Peter B. (2003). The Imperial Screen: Japanese Film Culture in the Fifteen Years' War, 1931-1945. Univ of Wisconsin Press. ISBN 978-0-299-18134-5.
- ↑ Calichman, Richard (2008). Overcoming Modernity: Cultural Identity in Wartime Japan. Columbia University Press. σελ. 174. ISBN 978-0-231-14396-7.
Even though Japanese film techniques were basically learned from American and Soviet films, most of what has been expressed through these techniques has been fake, showing neither real Japanese customs nor the Japanese heart.
- ↑ Dower 1993, σελ. 48.
- ↑ Dower 1993, σελ. 49.
- ↑ 71,0 71,1 71,2 Pulver, Andrew (17 July 2014). «Why are we so obsessed with films about the second world war?». The Guardian. https://www.theguardian.com/film/2014/jul/17/why-so-obsessed-second-world-war-films. Ανακτήθηκε στις 7 March 2015.
- ↑ 72,0 72,1 Mayer 2003, σελ. 83.
- ↑ A. W. (11 August 1953). «The Cruel Sea (1953) The Screen in Review; Monsarrat's 'The Cruel Sea', a Graphic Record of Valor, Opens at Fine Arts». The New York Times. https://www.nytimes.com/movie/review?res=9406E3D61731E53BBC4952DFBE668388649EDE. Ανακτήθηκε στις 14 March 2015.
- ↑ «From London». The Mail (Adelaide: National Library of Australia): σελ. 50. 9 January 1954. http://nla.gov.au/nla.news-article58094591. Ανακτήθηκε στις 10 July 2012.
- ↑ "'The Dam Busters'". The Times [London, England], 29 December 1955, p. 12.
- ↑ «The Dam Busters (1954)». Rotten Tomatoes. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ John Ramsden (2003). The Dam Busters: A British Film Guide. I.B. Tauris. σελ. 118. ISBN 978-1-86064-636-2.
- ↑ Monaco 1992, σελ. 96.
- ↑ Wojik-Andrews 2002, σελ. 76.
- ↑ DiLeo 2010, σελ. 196.
- ↑ «The Longest Day (1962) Awards». Turner Classic Movies, A Time Warner Company. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2015.
- ↑ 82,0 82,1 Parish 1990.
- ↑ Ebert, Roger (12 October 1970). «Tora! Tora! Tora! (review)». Chicago Sun-Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 March 2013. https://web.archive.org/web/20130311201839/http://rogerebert.suntimes.com/apps/pbcs.dll/article?AID=%2F19701012%2FREVIEWS%2F10120301%2F1023. Ανακτήθηκε στις 15 March 2015.
- ↑ Canby, Vincent (4 September 1970). «Movies: Tora! Tora! Tora! (1970)». The New York Times. https://movies.nytimes.com/movie/review?res=9F0CE7DC1E38E73ABC4C51DFBF66838B669EDE. Ανακτήθηκε στις 15 March 2015.
- ↑ Dolan 1985, σελ. 87.
- ↑ Scott, A. O. (25 May 2001). «'Pearl Harbor': War Is Hell, but Very Pretty». The New York Times. https://www.nytimes.com/2001/05/25/arts/25PEAR.html. Ανακτήθηκε στις 8 March 2015.
- ↑ Bender 2013, σελ. ix.
- ↑ Holden, Stephen (24 May 1995). «Stalingrad (1992) Film Review; In War's Horrors, Chaos May Rank With Carnage». New York Times. https://www.nytimes.com/movie/review?res=990CE5DA163EF937A15756C0A963958260. Ανακτήθηκε στις 8 March 2015.
- ↑ 89,0 89,1 Rayner 2007.
- ↑ Suid 2002, σελ. 609.
- ↑ Ye, Tan· Zhu, Yun (2012). Historical Dictionary of Chinese Cinema. Rowman & Littlefield. σελίδες 168–169. ISBN 978-0-8108-6779-6.
- ↑ Li, Peter. Japanese War Crimes: The Search for Justice. Transaction Publishers. σελίδες 204–223. ISBN 978-1-4128-2683-9.
- ↑ BBC News 24 January 2012 "The story behind Chinese war epic The Flowers of War"
- ↑ Youngblood 2010.
- ↑ Smorodinskaya, Tatiana, επιμ. (28 Οκτωβρίου 2013). Encyclopaedia of Contemporary Russian Culture. Routledge. σελ. 205. ISBN 978-1-136-78785-0.
- ↑ Stites 1992.
- ↑ «See The War With Russian Eyes: Soviet And Russian Films About World War 2». The Embassy of the Russian Federation to the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland. The Ministry of Foreign Affairs of Russia. 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2015.
- ↑ Tam, Tsu & Wilson 2014, σελ. 108, passim.
- ↑ 99,0 99,1 99,2 USNI Staff (14 Απριλίου 2014). «Through Japanese Eyes: World War II in Japanese Cinema». United States Naval Institute. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ High, Peter B. (2003). The Imperial Screen: Japanese Film Culture in the Fifteen Years' War, 1931–1945. Wisconsin Studies in Film. Madison: University of Wisconsin Press. σελ. xxvi. ISBN 978-0-299-18130-7.
- ↑ Goto, Ken'ichi (2003). Tensions of Empire: Japan and Southeast Asia in the Colonial and Postcolonial World. Athens, Ohio: Ohio University Press. σελ. 273. ISBN 978-0-89680-231-5.
- ↑ Kevin Ma (13 Φεβρουαρίου 2014). «Eternal Zero tops Japan B.O. for 8th week». Film Business Asia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2014.
- ↑ Mark Schilling (3 Μαΐου 2014). «Japanese Pic 'Eternal Zero' Wins Italy's Udine Audience Prize». Variety. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2015.
- ↑ Lee, Maggie (7 February 2014). «Film Review: 'The Eternal Zero'». Variety. https://variety.com/2014/film/reviews/film-review-japanese-hit-the-eternal-zero-1201155266/. Ανακτήθηκε στις 12 March 2015.
- ↑ Ανδρίτσος, Γιώργος (2016). «Η Λογοκρισία στον Ελληνικό Κινηματογράφο (1945-1974)». Στο: Πετσίνη, Χριστόπουλος, επιμ. Η Λογοκρισία στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.
- ↑ Χάλκου, Μαρία (2018). «Κινηματογράφος και λογοκρισία στην Ελλάδα από τα πρώιμα χρόνια έως τη μεταπολίτευση». Στο: Πετσίνη Π - Χριστόπουλος Δ, επιμ. Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση. Αθήνα. σελ. 82-99.
- ↑ «ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΑΙΝΙΩΝ». ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Κρανάκης, Μανώλης (24 Μαρτίου 2021). ««Μπουμπουλίνα» σε HD». flix.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Τσιναρίδης, Κώστας (23 Μαΐου 2015). «Οι εθνικές επαναστάσεις στον κινηματογράφο». cityportal.gr.
- ↑ «Η Έξοδος του Μεσολογγίου (1966)». Filmy.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Πώς γυρίστηκε η ταινία «Σουλιώτες» το 1972 στα βουνά της Δυτικής Λέσβου». www.lesvosnews.net. 1 Φεβρουαρίου 2025. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Μαντώ Μαυρογένους 1971-1972». 7 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, https://www.filmfestival.gr/el/movie/movie/547, ανακτήθηκε στις 2025-02-01
- ↑ Ταινιοθήκη της Ελλάδος. «ΜΠΑΫΡΟΝ: ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ». Tainiothiki.Gr.
- ↑ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. «33ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ - ΒΡΑΒΕΙΑ» (PDF). Filmfestival.Gr.
- ↑ «Το Ξεκίνημα, 1943-1946». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ «Greek Animation». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ «Ο Ντούτσε αφηγείται: Το πρώτο ελληνικό κινούμενο σχέδιο». Η Πόλη Ζει. 3 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ «Η Δασκάλα Με Τα Ξανθά Μαλλιά». Φίνος Φιλμ. 27 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Αγάπη και θύελλα». www.retrodb.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Ουρανός» από cinephilia.gr. Αρχειοθετήθηκε 12 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε 3 Φεβρ. 2018
- ↑ Ελληνικές ταινίες με διεθνή καριέρα, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 146, Η Καθημερινή (1997)
- ↑ «"Εγκατάλειψη": Η ταινία που γύρισε ο Γιάννης Φέρτης στην Καστοριά». fouit.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Οι Ένοχοι - 1966». Retromaniax. 6 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Αγάπησα έναν προδότη». www.retrodb.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Σολδάτος, Γιάννης (1991). Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, τομ. Β. Αθήνα: Αιγόκερως. σελ. 183-186.
- ↑ «ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΙΛΗΣΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ». Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Ανδρίτσος, Γιώργος (2012). «Η Κατοχή και η Αντίσταση στις ελληνικές ταινίες µυθοπλασίας µεγάλου µήκους από το 1967 µέχρι το 1974». Στο: ∆αλκαβούκης, Βασίλης, επιμ. Αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940: Από το λόγο του κατοχικού κράτους στη µετανεωτερική ιστοριογραφία. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. ISBN 978-960-458-289-1.
- ↑ Κολιοδήμος, Δημήτρης (2001). Λεξικό Ελληνικών ταινιών. Εκδόσεις Γένους. ISBN 978-960-8460-41-6.
- ↑ «Ο Δρόμος Των Ηρώων (1971)». Retromaniax. 6 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Υποβρύχιο Παπανικολής (1971) ⋆ Filmy.gr». Filmy.gr. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2021.
- ↑ «αέρα». www.slang.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «The Art of Wartime Newsreels – 1940 through 1946». 1940s.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ «German Wartime Newsreels (Die Deutsche Wochenschau)». International Historic Films. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ «Wartime Newsreel British News Now Online». British Universities Film & Video Council. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ Rastegar, Kamran (2015). Surviving Images: Cinema, War, and Cultural Memory in the Middle East. Oxford University Press. σελ. 213. ISBN 978-0-19-939017-5.
- ↑ Hoberman, J. «Alexander Nevsky». Criterion. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2015.
- ↑ Anderson, Kyril (2005). Kremlevskij Kinoteatr. 1928–1953: Dokumenty. Rospen Press. σελ. 539. ISBN 978-5-8243-0532-6.
- ↑ Lysy, Craig (9 Νοεμβρίου 2015). «Alexander Nevsky – Sergei Prokofiev | 100 Greatest Scores of All Time». Movie Music UK.
Composer André Previn once remarked that Prokofiev's music for Alexander Nevsky was 'the greatest film score ever written, trapped inside the worst soundtrack ever recorded.'
- ↑ «Watch It for the Soundtrack: 'Alexander Nevsky'». NPR. 10 Φεβρουαρίου 2008.
SEABROOK: The most exciting film music of all, Prokofiev. KORNBLUTH: Because it's so completely matches sound to image that you'll only have to hear that to know what you're seeing.
- ↑ Merritt, Russell (1994). «Recharging "Alexander Nevsky": Tracking the Eisenstein-Prokofiev War Horse». Film Quarterly 48 (2): 34–47. doi: .
- ↑ «mindupper.com». Ruscico.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2015.
- ↑ Silver, Charles (7 Ιουνίου 2011). «Why We Fight: Frank Capra's WWII Propaganda Films». Museum of Modern Art (MoMA).
- ↑ 144,0 144,1 Murphy 2005.
- ↑ 145,0 145,1 «World War II Movies – Propaganda and Patriotism». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ German, Kathleen (1990). «Frank Capra's Why We Fight Series and the American Audience». Western Journal of Speech Communication 54 (2): 237–48. doi: .
- ↑ 147,0 147,1 «The Fort Devens Collection». Harvard Film Archive. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2015.
- ↑ Koldau, Linda Maria (2010). «Sound effects as a genre-defining factor in submarine films». MedieKultur 26 (48): 18–30. doi:. http://ojs.statsbiblioteket.dk/index.php/mediekultur/article/viewFile/2117/2393.
- ↑ «Duel to the Death». New York Times. 26 December 1957. https://www.nytimes.com/movie/review?res=9501EFD91131E63ABC4E51DFB467838C649EDE. Ανακτήθηκε στις 8 March 2015.
- ↑ Crowther, Bosley (28 March 1958). «Run Silent Run Deep (1958)». New York Times. https://www.nytimes.com/movie/review?res=9E01E7D6113FE43BBC4051DFB5668383649EDE. Ανακτήθηκε στις 8 March 2015.
- ↑ 151,0 151,1 151,2 151,3 151,4 Wigley, Samuel (18 Απριλίου 2013). «10 great prisoner-of-war films». British Film Institute. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2015.
- ↑ O'Neill, Esther Margaret (Οκτωβρίου 2006). «British World War Two Films 1945–65: Catharsis or National Regeneration?» (PDF). University of Central Lancashire (PhD Thesis). σελίδες 57 and passim.
- ↑ MacKenzie, S. P. (2004). The Colditz Myth British and Commonwealth Prisoners of War in Nazi Germany. Oxford University Press. σελ. 20 and passim. ISBN 978-0-19-926210-6.
stung by criticism of the schoolboyish tone of his original account ... Reid ...
- ↑ «Charlie Chaplin goes to War». RRCHNM. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2015.
- ↑ 155,0 155,1 155,2 Thrift, Matthew (1 Ιουλίου 2014). «10 great First World War films». British Film Institute. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2015.
- ↑ Murphy 2005, σελ. 41.
- ↑ Strauss, Theodore (14 February 1941). «At Loew's State». New York Times. https://www.nytimes.com/1941/02/14/archives/at-loews-state.html.
- ↑ 158,0 158,1 Erickson 2012.
- ↑ Theisen, Earl (1967). «The History of the Animated Cartoon». Στο: Fielding, Raymond, επιμ. A Technological History of Motion Pictures and Television. University of California Press. σελίδες 84–87. ISBN 978-0-520-00411-5.
- ↑ Mikulak, Bill (Spring 1997). «Mickey Meets Mondrian: Cartoons Enter the Museum of Modern Art». Cinema Journal (University of Texas Press) 36 (3): 56–72. doi:. https://archive.org/details/sim_cinema-journal_spring-1997_36_3/page/n57.
- ↑ Wells, Paul (2002). Animation: Genre and Authorship. Wallflower Press. σελ. 116. ISBN 978-1-903364-20-8.
- ↑ Churchill, Edward (March 1945). «Walt Disney's Animated War». Flying 36 (3): 50–51, 134–138. https://books.google.com/books?id=BQKNhDRiv_kC.
- ↑ Shull, Michael S.· Wilt, David E. (2005). Doing Their Bit: Wartime American Animated Short Films, 1939–1945 (2nd έκδοση). Jefferson, North Carolina: McFarland and Company. σελ. 60. ISBN 978-0-7864-1555-7.
- ↑ Singleton, Jack (23 Αυγούστου 2011). «Japanese Animation, the Pacific War and the Atomic Bomb». Impact, University of Nottingham. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015.
- ↑ Napier 2005.
- ↑ Masaki, Mori (13 Ιουνίου 1992). «Barefoot Gen». IMDb. Issei Miyazaki, Catherine Battistone, Yoshie Shimamura. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2017.
- ↑ See, Raphael. «Barefoot Gen». T.H.E.M. Anime Reviews. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2015.
- ↑ Paris, Michael (4 April 1987). «The American Film Industry & Vietnam». History Today 37 (4). http://www.historytoday.com/michael-paris/american-film-industry-vietnam.
- ↑ Smith, Jeff (2014). «Reading the Hollywood Reds». Film Criticism, the Cold War, and the Blacklist. University of California Press. ISBN 978-0-520-95851-7.
- ↑ Eberwein 2005, σελ. 4.
- ↑ Stephen Pendo, Aviation in the Cinema (1985) p. 107.
- ↑ Ehrenstein, David (25 Ιουνίου 1989). «Paths of Glory». The Criterion Collection. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
- ↑ Bozzola, Lucia (2013). «Movies: Catch-22 (1970)». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 November 2013. https://web.archive.org/web/20131110143651/http://www.nytimes.com/movies/movie/8628/Catch-22/overview. Ανακτήθηκε στις 10 March 2015.
- ↑ «The 43rd Academy Awards (1971) Nominees and Winners». 4 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το Σώμα Σήματος των ΗΠΑ πηγαίνει στον πόλεμο, 1917-1919 , ντοκιμαντέρ για την κινηματογραφική παραγωγή των ΗΠΑ κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (2017)
- Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου: 10 μεγάλες ταινίες θωρηκτών και πολέμου στη θάλασσα