Περί του όντος και της ουσίας (de ente et essentia)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Περί του όντος και της ουσίας (πρωτότυπος τίτλος: Sermo seu tractatus de ente et essentia) είναι πρώιμο φιλοσοφικό βιβλίο του Θωμά Ακινάτη. Γράφτηκε περί το 1255 μ.Χ. ως πανεπιστημιακό βοήθημα για τους μοναχούς που φοιτούσαν στο Παρίσι, αλλά εκτιμήθηκε ως θεμελιώδες κείμενο για μια εμπεριστατωμένη κατανόηση της Μεταφυσικής και ερμηνεύτηκε ανά τους αιώνες επανειλημμένα από τους σχολιαστές.

Περιέχει μια συνοπτική ανάλυση βασικών εννοιών της αριστοτελικής Μεταφυσικής, του Λατίνου φιλοσόφου Βοήθιου, των Αράβων φιλοσόφων Αβικέννα και Αβερρόη, καθώς και του Εβραίου Αβισεβρών. Κύριες έννοιες που επεξηγούνται είναι: το ον, η ουσία, η ύλη, η μορφή, το συμβεβηκός, το είδος, το γένος και η ειδοποιός διαφορά.

Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Γεννάδιο Σχολάριο περί τα έτη 1444-1450, δηλαδή λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, με τίτλο «Του δασκάλου Θωμά από του Ακίνου βιβλίον περί του είναι και της ουσίας». [1]
Η πρώτη μετάφραση του έργου στα νέα ελληνικά έγινε το 1998 από τις εκδόσεις «Δωδώνη», σε μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα. [2]

Δομή – Περιεχόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο αποτελείται από ένα σύντομο Προοίμιο και έξι κεφάλαια.

Το Προοίμιο διαβεβαιώνει ότι οι έννοιες «ον» και «ουσία» συλλαμβάνονται ολόπρωτα με τη νόησή μας, αλλά για να κατανοηθούν πλήρως, είναι απαραίτητο να εξηγηθεί η σχέση τους προς τις λογικές έννοιες «γένος», «είδος» και «ειδοποιός διαφορά». Καθορίζεται επίσης η αναλυτική μέθοδος που θα ακολουθηθεί: Η μελέτη θα ξεκινήσει από τα σύνθετα όντα και θα πορευτεί προς τα απλά, που είναι δυσκολότερο να κατανοηθούν. Θα τεθεί λοιπόν αρχικά το ερώτημα: τι σημαίνει «ον» (λατινικά “ens”) και σταδιακά θα εξηγηθεί η σημασία της λέξης «ουσία» (λατινικά “essentia”).

Κεφάλαιο 1: Τι εννοείται γενικά με τις λέξεις "ουσία" και "ον"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη «ον» έχει δύο σημασίες: α) Αυτό που διαιρείται σε δέκα γενικότατες έννοιες, δηλαδή στις αριστοτελικές «κατηγορίες». Αυτό είναι το πραγματικό ον. β) Ον είναι η αλήθεια μιας πρότασης. Αυτό είναι το λογικό ον, και δεν χρειάζεται να υπάρχει πράγματι· έτσι, το συναντούμε όταν αρνούμαστε κάτι ή όταν μιλάμε για τη στέρηση μιας ικανότητας (π.χ. η τυφλότητα είναι η στέρηση της ικανότητας να βλέπουμε).

Θωμάς Ακινάτης
Θωμάς Ακινάτης

Η ουσία αφορά τα όντα με την πρώτη σημασία, είναι δηλαδή μια ιδιότητα των πραγματικών όντων. Αυτή μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών:

1. Ουσία είναι εκείνο, χάρη στο οποίο και μέσα στο οποίο ένα ον είναι υπαρκτό. Πρόκειται για το Είναι των όντων.

2. Ουσία είναι εκείνο, εξαιτίας του οποίου ένα ον εντάσσεται σε ένα ορισμένο είδος και γένος. Πρόκειται για το τι-Είναι των όντων. Ο Αριστοτέλης το ονομάζει τὸ τί ἦν εἶναι, λατινικά: quiditas.

3. Ουσία ονομάζει (ο Πλάτων) τη μορφή, αρχαιοελληνικά ἰδέα, λατινικά forma, επειδή κάθε ον προσδιορίζεται πλήρως μέσω της μορφής του.

4. Ουσία ονομάζει (ο Βοήθιος) τη φύση, λατινικά natura, επειδή όλα εκείνα που μπορούν να συλληφθούν από την ανθρώπινη νόηση ως ιδιαίτερη δραστηριότητα κάθε όντος, συναποτελούν τη φύση του.

Γίνονται επίσης οι εξής διακρίσεις: Η ουσία βρίσκεται κατά κύριο λόγο στις υποστάσεις (substantiae), ενώ κατά δεύτερο λόγο στα συμβεβηκότα (accidentia). Οι υποστάσεις διακρίνονται σε απλές (όπως είναι η ψυχή και ο Θεός) και σε σύνθετες (όπως είναι ο άνθρωπος). Επειδή οι απλές υποστάσεις αποτελούν την αιτία των σύνθετων, έχουν ένα αληθινότερο και ανώτερο Είναι.

Εδώ προδιαγράφεται και η πορεία των επόμενων κεφαλαίων: Τα κεφάλαια 2-3 θα ασχοληθούν με τις υποστάσεις, επειδή κυρίως σ’ αυτές έγκειται η ουσία, και μόνο το τελευταίο, το 6ο κεφάλαιο, θα ασχοληθεί με τα συμβεβηκότα. Κι επειδή οι απλές υποστάσεις (η ψυχή, το πνεύμα και ο Θεός) είναι πιο δυσνόητες, θα προηγηθεί η εξέταση των σύνθετων υποστάσεων (στα κεφάλαια 2-3) και θα ακολουθήσει η εξέταση των απλών (στα κεφάλαια 4-5).

Κεφάλαιο 2: Πώς συναντάται η ουσία στις σύνθετες υποστάσεις, και τι περιέχει σ' αυτές η λέξη "ουσία"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ακινάτης ξεκινά από τις σύνθετες υποστάσεις, δηλαδή αυτές που έχουν ως συνθετικά τους τη μορφή και την ύλη, φέρνοντας ως παράδειγμα τον άνθρωπο, ο οποίος συντίθεται από ψυχή και σώμα. Διευκρινίζει αμέσως ότι η ύλη μόνη της δεν μπορεί να είναι ουσία, επειδή δεν είναι ούτε καθ’ εαυτήν γνώριμη ούτε εντάσσεται σε κάποιο είδος ή γένος. Αλλά ούτε μόνη της η μορφή μιας σύνθετης υπόστασης μπορεί να ονομαστεί ουσία, γιατί τότε δεν θα διέφεραν μεταξύ τους οι ορισμοί των φυσικών και των μαθηματικών όντων. Αυτό έχει υποστηριχθεί από τον Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά Ζ11, 1036a34 - b7), ο οποίος διαπίστωσε ότι π.χ. ένας κύκλος δεν μπορεί να ορισθεί μόνος του, χωρίς να ληφθεί υπόψη η πέτρα ή ο χαλκός, πάνω στον οποίο χαράζουμε τον κύκλο.

Ο Ακινάτης συμπεραίνει ότι η ουσία των σύνθετων υποστάσεων συμπεριλαμβάνει τόσο την ύλη όσο και τη μορφή, και μάλιστα η ύλη δεν είναι δευτερεύον χαρακτηριστικό αυτών των υποστάσεων, αλλά εξίσου πρωτεύον με τη μορφή.

Τι είναι ύλη; Είναι «η αρχή της εξατομίκευσης» (ΙΙ 69: principium individuationis), διότι καθιστά κάθε υλικό ον κάτι ατομικό. Αν είναι πράγματι έτσι, τότε τα ατομικά σύνθετα όντα δεν μπορούν να ορισθούν, διότι κάθε ορισμός ορίζει κάτι γενικό. Ο Ακινάτης έχει να προσφέρει την εξής λύση: Διακρίνει την ύλη σε σημαινόμενη (materia signata) και σε μη-σημαινόμενη (materia non signata), και διαβεβαιώνει ότι η δεύτερη δεν εξατομικεύει και συνεπώς επιδέχεται ορισμό. Όταν «σημαίνουμε» τη συγκεκριμένη ύλη ενός σύνθετου όντος, λέγοντας π.χ. ότι ο Σωκράτης αποτελείται από τα τάδε οστά και την τάδε σάρκα, αυτό δεν ορίζει το σωκρατικό τι-Είναι. Όταν, αντίθετα, ορίσουμε τον Σωκράτη ως άνθρωπο που έχει (γενικά) σάρκα και οστά που ανήκουν στο είδος του, τότε τον ορίζουμε ορθά ως άνθρωπο.

Όπως υπάρχει αυτή η σχέση μεταξύ ατόμου και είδους, αντίστοιχα σχετίζεται και το είδος προς το γένος (= προς τη γενικότερη περιοχή) μέσω σήμανσης και μη-σήμανσης. Το γένος μπορεί να συμπεριλαμβάνει το είδος ως μη-σημαινόμενο· αλλά η σήμανση επιτυγχάνεται χάρη στη «συγκροτητική είδους» ή αλλιώς «ειδοποιό» διαφορά (differentia constitutiva ή differentia specifica). Αν λοιπόν ορίσουμε το είδος «άνθρωπος» ως ζῷον λόγον ἔχον, τότε έχουμε ορίσει το γένος του (ζῷον) μαζί με την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα ζώα, η οποία έγκειται στο ότι διαθέτει λόγον. Επισημαίνοντας την ειδοποιό διαφορά δεν προσθέτουμε κάτι στο γένος ζῷον, αλλά αφαιρούμε τα άλογα ζώα.

Κεφάλαιο 3: Πώς σχετίζεται η ουσία των σύνθετων υποστάσεων προς τις έννοιες του γένους, του είδους και της ειδοποιού διαφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ορίζουμε μια σύνθετη υπόσταση, σημαντικό είναι να αναφερόμαστε στο ατομικό ον ως όλο και όχι ως μέρος.

Αν π.χ. αποδώσουμε στον Σωκράτη ανθρωπιά, ζωικότητα ή λογικότητα, τότε μιλάμε για ένα μέρος του Σωκράτη και όχι για ολόκληρη την υπόστασή του. Αν όμως πούμε για τον Σωκράτη ότι είναι άνθρωπος, ζώο ή λογικό ον, τότε αυτοί οι προσδιορισμοί αφορούν τον Σωκράτη ως ολότητα και όχι ως μέρος.

Αυτό οφείλεται στο ότι οι γενικές αυτές έννοιες (η ανθρωπιά, η ζωικότητα και η λογικότητα) είναι οι αιτίες από τις οποίες προέρχονται οι αντίστοιχοι ατομικοί προσδιορισμοί. Οι γενικές έννοιες δεν προκύπτουν από γενίκευση των ατομικών χαρακτηριστικών, διότι αντίστροφα τα ατομικά χαρακτηριστικά (άνθρωπος, ζώο, λογικό ον) έχουν ως πηγή και αιτία τους τις αντίστοιχες γενικότητες.

Ένα πρώτο συμπέρασμα: Για να ορισθεί το γένος, το είδος ή η ειδοποιός διαφορά, η ουσία πρέπει να σημανθεί «κατά τον τρόπο ενός όλου» (ΙΙΙ 20: per modum totius) και όχι κατά τον τρόπο ενός μέρους της υπόστασης.

Επιπλέον η ουσία μπορεί να εκληφθεί α) απόλυτα, δηλαδή άσχετα από το αν υπάρχει ή όχι μέσα σε ένα ον, ή β) με αναφορά στην ύπαρξή της μέσα σε κάποιο ον. Η α΄ περίπτωση λαμβάνει υπόψη της μόνο τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και παραβλέπει τα συμβεβηκότα: ουσιώδης για τον άνθρωπο είναι η λογική του ικανότητα και το ότι είναι ζώο. Η β΄ περίπτωση λαμβάνει υπόψη της κάποια συμπτωματικά χαρακτηριστικά: το ότι ο τάδε είναι λευκός ή μαύρος ή ερυθρόδερμος. Ακόμα και αν κάποιος εκληφθεί ως «ένας» άνθρωπος, π.χ. ο Σωκράτης άσχετα από τη συνύπαρξή του με τον Πλάτωνα και τον Κρίτωνα, είναι επουσιώδης για μια απόλυτη θεώρηση της σωκρατικής ουσίας.

Αν επικεντρωθούμε στην απόλυτα εκλαμβανόμενη ουσία, μπορούμε άραγε να της αποδώσουμε την έννοια του είδους, του γένους και της ειδοποιού διαφοράς μέσα στη γενικότητά τους; Αυτό είναι δυνατό, μόνο αν αυτή η γενικότητα δεν αποκλείσει τον ατομικό χαρακτήρα, όπως το κατορθώνουμε όταν λέμε: «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος». Αλλά οι ίδιες οι έννοιες «είδος», «γένος» και «ειδοποιός διαφορά» δεν μπορούν να αποδοθούν στο άτομο (π.χ. αν πούμε «ο Σωκράτης είναι είδος»), διότι τότε το άτομο αποβαίνει μια καθαρή αφαίρεση. Έτσι, ο Ακινάτης αναδεικνύεται ως υπερασπιστής του ατομικού και συγκεκριμένου χαρακτήρα των ατομικών όντων και τελικά της απόλυτα εκλαμβανόμενης ουσίας.

Κεφάλαιο 4: Κατά ποιον τρόπο υπάρχει η ουσία μέσα στις χωριστές υποστάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώ εξετάζεται η ουσία μέσα στις απλές υποστάσεις, δηλαδή αυτές που δεν αποτελούνται από ύλη και μορφή· τέτοιες υποστάσεις είναι η ψυχή, το πνεύμα, ο άγγελος, ο δαίμονας και ο Θεός. Αφού αυτές οι υποστάσεις δεν έχουν ύλη, η ουσία τους ταυτίζεται με τη μορφή τους. Εδώ γίνεται αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο Είναι και στην ουσία. Για παράδειγμα, ένα φανταστικό ον όπως ο φοίνικας (= το μυθικό πουλί που αναγεννιέται από τις στάχτες του) μπορεί να ορισθεί κατ’ ουσίαν, έστω και αν δεν υπάρχει (= δεν έχει Είναι).

Μπορούν να υπάρχουν υποστάσεις που διαθέτουν μόνο μορφή (χωρίς ύλη), επειδή η μορφή είναι αιτία της ύλης και μπορεί να υπάρχει μόνη της, ενώ η ύλη ως αποτέλεσμα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς μορφή. Αυτό οδηγεί και σε μια ιεραρχική σχέση ανάμεσα στις απλές υποστάσεις, διότι κάθε μορφή οφείλεται σε μια υπέρτερη αιτία, και μόνο η «πρώτη αιτία» (= ο Θεός) μπορεί να εκληφθεί ως εντελώς αυθύπαρκτη. Στην κατώτερη ιεραρχική βαθμίδα στέκεται η ανθρώπινη ψυχή, επειδή μόνο συνδεδεμένη με ένα υλικό σώμα μπορεί να υπάρχει όσο ζούμε.

Ο Ακινάτης διαπιστώνει ότι οι περισσότερες «απλές» υποστάσεις δεν είναι εντελώς απλές, διότι αποτελούνται από μορφή και Είναι, δηλαδή από ουσία και ύπαρξη. Αυτές οι υποστάσεις, μάλιστα, δεν είναι καθαρή ενεργητικότητα, διότι σχετίζονται προς τις ενέργειές τους μόνο δυνάμει, και προβαίνουν σε ενέργειες μόνο μέσω των υλικών όντων.

Τελικά διαπιστώνει ότι στον Θεό ως ανώτατη απλή υπόσταση η ουσία συμπίπτει με το Είναι και ότι η θεϊκή αυτή υπόσταση μπορεί να είναι μόνο μία.

Κεφάλαιο 5: Πώς βρίσκεται η ουσία κατά διαφορετικό τρόπο μέσα στα διαφορετικά όντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδώ συνοψίζονται τα τρία προηγούμενα κεφάλαια και παρέχονται περαιτέρω διασαφηνίσεις για τις απλές υποστάσεις.

Η ουσία υπάρχει κατά τρεις διαφορετικούς τρόπους:

Α) Στον Θεό ως πρώτη υπόσταση η ουσία ταυτίζεται με το Είναι (= με την ύπαρξή του). Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει ουσία, αλλά ότι η ουσία του είναι ιδιόμορφη, επειδή δεν ανήκει ούτε σε κάποιο είδος ούτε σε κάποιο γένος. Ο Θεός στέκεται πάνω από όλα τα γένη και κατέχει όλες τις ιδιότητές τους ως αιτία κάθε ατομικού όντος.

Β) Στις άυλες υποστάσεις της ψυχής και των αγγελικών πνευμάτων η ουσία δεν ταυτίζεται με το Είναι, διότι αυτές αποτελούνται από Είναι και μορφή. Αυτές οι υποστάσεις έχουν δεχθεί το Είναι τους από τον Θεό, κι επειδή αυτό το Είναι είναι αμιγές και όχι σύνθετο με την ύλη, μπορεί να χαρακτηρισθεί απόλυτο.

Γ) Στην ανθρώπινη ψυχή η ουσία είναι «αρχικά» (δηλαδή όσο ζούμε) συνδεδεμένη με ένα υλικό σώμα κι εξατομικεύεται μόλις γεννιόμαστε. Όταν όμως το σώμα νεκρώνεται, η ψυχή δεν χάνει την ατομικότητά της αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ως άυλη.

Οι ανθρώπινες ψυχές και τα αγγελικά πνεύματα είναι διασκορπισμένα σε πολλές ατομικότητες, αγνοούμε όμως σε ποια είδη και γένη αυτές μπορούν να υπαχθούν. Στις άυλες υποστάσεις δεν γνωρίζουμε ούτε καν τα συμβεβηκότα, άρα αγνοούμε τόσο την ουσιώδη όσο και την επουσιώδη ειδοποιό διαφορά.

Κεφάλαιο 6: Πώς υπάρχει η ουσία μέσα στα συμβεβηκότα (Accidentia)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Accidentia είναι οι συμπτωματικές, οι κατά συμβεβηκός ιδιότητες των όντων. Σε σύγκριση με την ουσία των σύνθετων (από ύλη και μορφή) υποστάσεων, τα συμβεβηκότα έχουν ατελέστερη ουσία, κάτι που φανερώνεται από το ότι το Είναι τους εξαρτάται από κάποια υπόσταση. Η σύνδεση του συμβεβηκότος με την υπόσταση δεν είναι ουσιώδης, αλλά συγκροτεί ένα δευτερεύον Είναι.

Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στα συμβεβηκότα και στη μορφή: και τα δύο εξαρτώνται από κάτι άλλο. Η μορφή εξαρτάται από την ύλη, ενώ το συμβεβηκός εξαρτάται από το ον, στο οποίο ανήκει ως συμπτωματική του ιδιότητα. Αν π.χ. ο Σωκράτης τύχει να αρρωστήσει, η αρρώστια του δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον Σωκράτη.

Υπάρχει όμως και μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στα συμβεβηκότα και στη μορφή. Ενώ η μορφή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς μια ύλη, ο φορέας ενός συμβεβηκότος μπορεί άνετα να υπάρξει χωρίς το συμβεβηκός. Ο Σωκράτης, π.χ., μπορεί να υπάρξει ακόμα και χωρίς την αρρώστια που του συνέβη.

Ο Ακινάτης ανιχνεύει και άλλες διαφορές ανάμεσα στη μορφή και στα συμβεβηκότα. Για παράδειγμα, η μορφή μιας υπόστασης δεν είναι πλήρης ουσία, αλλά σίγουρα αποτελεί μέρος μιας πλήρους ουσίας· αντίθετα ένα συμβεβηκός δεν είναι ούτε πλήρης ουσία ούτε μέρος μιας ουσίας.

Αναφορικά με το πρόβλημα, σε ποια σχέση βρίσκεται μια υπόσταση προς τα συμβεβηκότα, ο Ακινάτης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η υπόσταση αποτελεί την αιτία των συμβεβηκότων, είτε αυτά θεωρηθούν ως ένα κατά συμβεβηκός Είναι είτε ιδωθούν ως γενικές έννοιες (= κατηγορίες) που μπορούν να αποδοθούν σε μια υπόσταση.


Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μοσχονάς, Σπύρος: «Η αριστοτελική επίδραση στη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη (Θωμάς Ακινάτης – Νεοθωμισμός)». Φιλοσοφία και Παιδεία 5 (1996), 19-20.
  • Μπέγζος, Μάριος: Ελευθερία ή θρησκεία; Οι απαρχές της εκκοσμίκευσης στη φιλοσοφία της θρησκείας του δυτικού Μεσαίωνα. Αθήνα 1991. (Σελ. 84-101: «Θεός και κόσμος στο Θωμά Ακινάτη»).
  • Thomas Aquinas (Editio Leonina): Sancti Thomae de Aquino Opera omnia, Tomus XLIII. Roma, 1976. (δες και τη διαδικτυακή έκδοση: http://visualiseur.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k9495t)
  • Thomas Aquinas: On Being and Essence. Translated with an Introduction and Notes by Armand Maurer. Second revised edition, Toronto 1991 (19491).
  • Thomas von Aquin: Über Seiendes und Wesenheit. De ente et essentia. Lateinisch-Deutsch. Mit Einleitung, Übersetzung und Kommentar herausgegeben von Horst Seidl. Felix Meiner Verlag, Hamburg 1988.
  • Thomas Aquinas: De ente et essentia (το λατινικό κείμενο στο διαδίκτυο)[1]
  • Thomas Aquinas: De ente et essentia (λατινικό κείμενο μαζί με αγγλική μετάφραση)[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γενναδίου του Σχολαρίου: Άπαντα τα ευρισκόμενα. Oeuvres complètes de Gennade Scholarios. Tome VI, Paris 1933, p. 154-177: «Τοῦ Θωμᾶ, περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ τοῦ εἶναι ἑρμηνευθὲν καὶ πρὸς τὴν Ἑλλάδα μετενεχθὲν γλῶτταν παρὰ Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου», σελ. 178-326: «Ἐξήγησις εἰς τὸ τοῦ διδασκάλου Θωμᾶ ἀπὸ τοῦ Ἀκίνου βιβλίον τὸ περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας».
  2. Θωμά Ακινάτη: Περί του όντος και της ουσίας (De ente et essentia). Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια Γιάννη Τζαβάρα. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1998.ISBN: 960-558-049-7