Πελάγιος των Αστουριών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πελάγιος των Αστουριών
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Pelagius (Λατινικά)
Γέννηση685 (περίπου)[1]
Θάνατος737[2][3]
Cangas de Onís[3]
Τόπος ταφήςTomb of Pelayo I of Asturias και Santa Cueva de Covadonga
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Αστούριας
Βασίλειο της Γαλικίας
ΘρησκείαΝικαιώτικος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΛαϊκή Λατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολεμιστής
αριστοκράτης
Οικογένεια
ΣύζυγοςGaudiosa
ΤέκναΦαβίλα των Αστουριών[4]
Ερμεσίνδα των Αστουριών[4]
ΓονείςFavila
ΑδέλφιαAnonyma
ΟικογένειαΟίκος των Αστουριών-Λεόν
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςBattle of Covadonga
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜονάρχης του Βασιλείου των Αστουριών (718–737)
Μονάρχης της Γαλικίας (718–737)[5]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Πελάγιος , λατιν.: Pelagius, (π. 685 – 737) ήταν Βησιγότθος ευγενής της Ιβηρικής, που ίδρυσε το Βασίλειο των Αστουριών το 718 [6] Ο Πελάγιος πιστώνεται με την έναρξη της Reconquista, τη χριστιανική ανακατάληψη της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους Μαυριτανούς και την εγκαθίδρυση της μοναρχίας των Αστουριών, καθιστώντας τον τον πρόγονο όλων των μελλοντικών ιβηρικών μοναρχιών, συμπεριλαμβανομένων των βασιλέων της Καστίλης, των βασιλέων του Λεόν και των βασιλέων της Πορτογαλίας.

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πελάγιος ήταν Βησιγότθος ευγενής, γιος του Φαφίλα. Τα Chronica Albeldense λέει ότι αυτός ο Φαφίλα ήταν δούκας της Γαλαισίας, που σκοτώθηκε από τον Βιτίζα. [7] Το Χρονικό του Αλφόνσου Γ΄ προσδιορίζει τον Πελάγιο ως εγγονό του Χινδάσβινθ, και λέει ότι ο πατέρας του τυφλώθηκε στην Κόρδοβα, με την προτροπή του Βιτίζα. [8] Λέγεται επίσης ότι ο Βιτίζα εξόρισε τον Πελάγιο από το Τολέδο, όταν ανέλαβε το στέμμα το 702. Κατά τη γνώμη του Ρότζερ Κόλινς, αυτή είναι μία ύστερη παράδοση, και η αφήγηση του Albeldense, που εντοπίζει την καταγωγή του Πελάγιου στα βόρεια της χερσονήσου, είναι πιο αξιόπιστη. Ωστόσο και τα δύο χρονικά συμφωνούν ότι ήταν Βησιγότθος, που εξορίστηκε από το Τολέδο από τον Βιτίζα. [8]

Σύμφωνα με την μεταγενέστερη παράδοση, ο Mουνούζα, ο Βέρβερος κυβερνήτης της Iegione (είτε Χιχόν είτε Λεόν), ελκύσθηκε από την αδελφή τού Πελάγιου και έστειλε μήνυμα στον Tαρίκ ιμπν Ζιγιάντ, ο οποίος τον διέταξε να συλλάβει τον Πελάγιο και να τον στείλει στην Κόρδοβα. [9] Εάν η έδρα του Mουνούζα ταυτίζεται με το Χιχόν (Gijón), μπορεί να συναχθεί ότι οι Άραβες είχαν εγκαταστήσει την κυριαρχία τους στις Αστούριες, και ότι ο Πελάγιος δεν ήταν ο ηγέτης μίας τοπικής αντίστασης στην αραβική κατάκτηση. [10] Ο Πελάγιος μπορεί να συμβιβάστηκε με την αραβική ελίτ, σύμφωνα με την οποία τού επετράπη να κυβερνά τοπικά με τον τρόπο των προηγούμενων Βησιγότθων, όπως είναι γνωστό ότι συνέβη μεταξύ Αράβων ηγεμόνων και Βησιγότθων ευγενών αλλού, όπως στην περίπτωση του Θεοδέμιρ, [11] αν και οι περισσότεροι ιστορικοί το θεωρούν απίθανο. [12]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε κάποιο σημείο ο Πελάγιος λέγεται ότι επαναστάτησε, αλλά για ποιους λόγους είναι άγνωστο. Τέτοιες εξεγέρσεις από τις τοπικές αρχές εναντίον των ανωτέρων τους αποτελούσαν κοινό τόπο στη Βησιγοτθική Ιβηρική. Ένας μουσουλμανικός στρατός στάλθηκε εναντίον του, υπό τη διοίκηση του Αλκάμα και του χριστιανού επισκόπου της Σεβίλλης Όππα. Το ότι ο Αλκάμα ήταν ο στρατηγός και ότι υπήρχε ένας επίσκοπος της Σεβίλλης ονόματι Όππα μεταξύ των τάξεών του είναι γενικά αποδεκτό. [9] Μία μάχη δόθηκε κοντά στην Κοβαδόνγα (στο Monte Auseva ή στο Monte Libana), κατά την οποία ο Aλκάμα σκοτώθηκε και ο Όππα αιχμαλωτίστηκε. [9] Τα μαυριτανικά χρονικά τού γεγονότος περιγράφουν τον Πελάγιο και τη μικρή του δύναμη ως «τριάντα άγρια γαϊδούρια», όπως αναφέρει ο αλ-Mακαρί τον 17ο αι. [13] Η μάχη συνήθως χρονολογείται στο 718 ή το 719, μεταξύ των κυβερνητών του αλ-Χουρ και του ασ-Σαμ, αν και ορισμένοι την έχουν χρονολογήσει μέχρι το 722, και τα Chronica Albeldensia τη χρονολογούν στη δεκαετία του 740.

Δουκάτο της Καντάβριας το 739: Πελάγιος γιος του Φαβίλα δούκα της Καντάβριας. "Genealogia dos Reis de Portugal" 1530.

Μετά την εκλογή του ως princeps (πρίγκιπας, κύριος ηγέτης) των Αστουριανών από τους τοπικούς μεγιστάνες με τον Βησιγοτθικό τρόπο, [11] ο Πελάγιος έκανε την πρωτεύουσά του στο Κάνγας δε Ονίς. Τα Chronica Rotensis λένε γι' αυτές τις εκλογές: [14]

Και αυτός [ο Πελάγιος], πηγαίνοντας στα ορεινά του εδάφη, μάζεψε όλους εκείνους που πήγαιναν στο συμβούλιο, και ανέβηκε σε ένα μεγάλο βουνό που ονομαζόταν Asseuua. Διέδωσε τις εντολές του μεταξύ όλων των Aστουριανών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο συμβούλιο και εξέλεξαν τον Πελάγιο ως πρίγκηπά τους. [15]

Το βασίλειό του, αρχικά με επίκεντρο τις ανατολικές Αστούριες, σύντομα μεγάλωσε. Πάντρεψε την κόρη του Ερμεσίνδα με τον μελλοντικό βασιλιά Αλφόνσο Α', γιο του ανατολικού γείτονα του Πελαγίου, Πέτρου δούκα της Κανταβρίας. [16]

Ο Πελάγιος βασίλευσε για δεκαοκτώ ή δεκαεννέα χρόνια μέχρι το τέλος του το 737, όταν τον διαδέχθηκε ο γιος του Φαβίλα. [17]

Τάφηκε στην εκκλησία Σάντα Ευλαλία δε Αβάμια, που βρίσκεται στα περίχωρα του χωριού Κοράο, κοντά στο Κάνγας δε Ονίς. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από τον βασιλιά Αλφόνσο Ι΄ της Καστίλης στο Ιερό Σπήλαιο της Κοβαδόνγα, όπως και εκείνα της συζύγου του Γαυδιόζας και της αδελφής του. Άφησε, εκτός από τον γιο και διάδοχό του Φαφίλα, μία κόρη, την Ερμεσίνδα, η οποία επρόκειτο να γίνει πρόγονος, μαζί με τον βασιλιά Αλφόνσο Α΄ των Αστουριών ("Αλφόνσο τον Καθολικό"), των μεταγενέστερων βασιλέων των Αστουριών.

Ιστοριογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φανταστικό πορτρέτο του Λούις δε Μαδράθο.

Οι κύριες πηγές για τη ζωή και την καριέρα του Πελάγιου είναι δύο λατινικά χρονικά, που γράφτηκαν στα τέλη του 9ου αι. στο βασίλειο που ίδρυσε. Το πρώτο είναι το Chronica Albeldensia, γραμμένο στην Aλβέλδα προς το 881, και διατηρείται στον Codex Vigilanus, με συνέχεια στο 976. [18] Το τελευταίο είναι το Χρονικό του Αλφόνσου Γ΄, το οποίο αναθεωρήθηκε στις αρχές του 10ου αι. και διατηρήθηκε σε δύο κειμενικές παραδόσεις, που αποκλίνουν σε πολλά βασικά αποσπάσματα: [18] το Chronica Rotensis, που σώζεται στο Códice de Roda, [15] και στο Chronica ad Sebastianum, [19] που υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Σεβαστιανό, επίσκοπο της Σαλαμάνκα (910–913). [20] Οι μόνες πιθανές προγενέστερες γραπτές πηγές, από τις οποίες αυτοί οι χρονικογράφοι μπορούσαν να αντλήσουν πληροφορίες, είναι οι κατάλογοι βασιλέων. [7]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση
  • Díaz y Díaz, Manuel C. (2001). Asturias en el siglo VIII: La cultura literaria. Oviedo: Sueve. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]