Παραδοσιακά επαγγέλματα στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα σημειώνονται σημαντικές μεταβολές στη δομή και την οργάνωση του μεταποιητικού τομέα στην ελληνική επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα τη διασπορά του σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου[1]. Σε δυσπρόσιτες ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές παρατηρείται οικοτεχνική-βιοτεχνική οργάνωση με κατανομή της εργασίας κατά φύλο και ηλικία. Παράλληλα, σε περιοχές που το φυσικό περιβάλλον παρέχει πρώτες ύλες, διαθεσιμότητα τρεχούμενου νερού και ξυλείας, οργανώνονται με επιτυχία παραδοσιακά επαγγέλματα. Η οικονομική ανάπτυξη, η εισαγωγή νέας τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, η επέκταση του εξαγωγικού εμπορίου, η συσσώρευση κεφαλαίου και η ίδρυση νέων βιοτεχνικών εργαστηρίων και βιομηχανικών μονάδων συνδυάστηκαν με μια παράλληλη αύξηση της εξειδίκευσης της παραγόμενης εργασίας. Έτσι, μεγάλοι αστικοποιημένοι οικισμοί εξειδικεύτηκαν σε συγκεκριμένες βιοτεχνικές δραστηριότητες, τα προϊόντα των οποίων δεν ικανοποιούσαν μόνο τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, αλλά προορίζονταν και για εξαγωγή[2].

Ηπειρωτική Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γιαννιώτικο υφαντό, 18ος αι.

Τα περισσότερα και διασημότερα κέντρα ειδικευμένης τέχνης οργανώθηκαν στην Ήπειρο. Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα τα Ιωάννινα συγκέντρωναν όλες τις τέχνες και το εμπόριο της εποχής. Οι Χιονιάδες έγιναν πασίγνωστοι για τους αγιογράφους τους, οι Βούρμπιανοι και οι Πυρσόγιαννοι για τους χτιστάδες, το Μέτσοβο για τους χρυσοκεντητάδες, το Συρράκο και οι Καραρρύτες για τους ασημιτζήδες. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Καστοριά εμφανίζεται ως ένα ανθηρότατο ελληνικό αστικό κέντρο με ιδιαίτερη ακμή χάρις στο εμπόριο των γουναρικών της. Στη Θεσσαλονίκη ισχυρό κέντρο μεταλλουργίας ήδη από τον 5ο αιώνα, εξακολουθεί να ακμάζει η μεταλλοτεχνία και τα μαγαζιά των μπακιρτζήδων καταλαμβάνουν ολόκληρους δρόμους. Η Νιγρίτα γίνεται γνωστή για τους αλατζάδες και το Σουφλί για τα μεταξωτά. Στη Θεσσαλία σπουδαία κέντρα βιοτεχνίας και χειροτεχνίας, εκτός από τα Αμπελάκια που επιδίδονταν στη βαφή υφασμάτων, είναι ο Τύρναβος για τα σταμπωτά καθώς και η Λάρισα και η Τσαρίτσανη για τα υφαντά. Στην Πελοπόννησο η Στεμνίτσα γίνεται διάσημη για τους χρυσικούς και η Δημητσάνα για τα μεταλλουργικά της προϊόντα, κυρίως καμπάνες, μανουάλια και άλλα εκκλησιαστικά και οικιακά μεταλλικά σκεύη.

Νησιωτικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζακυνθινή δαντέλα, 1902

Όμοια και στο νησιωτικό χώρο, την ίδια περίοδο, αναπτύχθηκαν πολλές βιοτεχνικές δραστηριότητες, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε και μια τάση συστηματικής ενασχόλησης με τα τεχνικά επαγγέλματα. Το μετάξι, το βαμβάκι, ο πηλός, το ξύλο, το μάρμαρο ντόπιες ή εισαγόμενες πρώτες ύλες παράγουν επεξεργασμένα βιοτεχνικά αγαθά, τα οποία στη συνέχεια διοχετεύονταν στις αγορές. Η εμπορευματοποίηση της βιοτεχνικής παραγωγής των νησιών, ευνοήθηκε από την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν διαδόθηκε με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα νησιά. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες καθόρισαν τη φυσιογνωμία των περιοχών αυτών, όπως η γεωγραφική τους θέση, οι μεταξύ τους επικοινωνίες, οι σχέσεις τους με τη Δύση και την Ανατολή, η δημογραφική και οικονομική συγκυρία, η άνοδος της ζήτησης και ο εκχρηματισμός της οικονομίας[3]. Ένα παράδειγμα είναι τα κέντρα δαντελοπλεκτικής, λόγω φραγκικής επίδρασης στα Επτάνησα και τις Κυκλάδες.

Εποχιακή αποδημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καλαθοπλεκτική

Παράλληλα με την ανάπτυξη βιοτεχνικών δραστηριοτήτων εμφανίζεται και το φαινόμενο της εποχιακής αποδημίας, ομαδικού χαρακτήρα, τεχνιτών σε χερσαίους ή νησιωτικούς χώρους. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι τεχνίτες των μετάλλων, οι οποίοι ανήκαν σε δυο μεγάλες ομάδες: σε εκείνους που διατηρούσαν εργαστήρια στις πόλεις και σε εκείνους που μετακινούνταν ανάμεσα στα χωριά ή πόλεις για αναζήτηση πελατείας. Συνήθως, οι τοπικοί τεχνίτες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε κοντινές αποστάσεις, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες των τοπικών οικισμών ή των κοντινών νησιών. Ευρύτερη δραστηριότητα αναπτύσσουν οι Στεμνιτσιώτες τεχνίτες, οι Καλαρρυτινοί μαστόροι, οι Τηνιακοί μαραγκοί ή μαρμαροτεχνίτες και οι αγγειοπλάστες της Σίφνου, οι οποίοι ταξίδευαν ακόμη και σε μακρινές αποστάσεις για να ασκήσουν την τέχνη τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι περιοδικές μετακινήσεις συνοδεύτηκαν από περιστασιακή ή μόνιμη εγκατάσταση σε τόπους που πρόσφεραν σταθερή και συνεχή απασχόληση[4].

Οι δραστηριότητες που δεν απαιτούσαν μόνιμες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό ήταν οι εργασίες για την κατασκευή καλαθιών και καπέλων, μεταξωτών νημάτων, υφασμάτων και ενδυμάτων[5]. Ο εξοπλισμός των παραδοσιακών ξυλουργείων, των σιδηρουργείων, των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής και των βυρσοδεψείων αποτελούνταν από λίγες μόνιμες εγκαταστάσεις και έναν μεγάλο αριθμό εργαλείων χειρός[6].

Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται το τοπίο των προβιομηχανικών τεχνικών δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελείτο από συγκέντρωση βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, με διαφορετικό αριθμό εργαστηρίων και βαθμό εξειδίκευσης ανάλογα με το επάγγελμα και την περιοχή, διάσπαρτα ή μεμονωμένα εργαστήρια σε μικρές αγορές, ομάδες τεχνιτών με ειδικές εμπειρικές γνώσεις που συχνά περιόδευαν, νοικοκυριά που παρήγαγαν προϊόντα για δική τους κατανάλωση αλλά και για την αγορά.

Παρακμή των παραδοσιακών μορφών οργάνωσης της εργασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπογγαλιευτής
Κεραμίστας

Με το πέρασμα των χρόνων και ιδιαίτερα μετά τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκαν νέες οικονομικές δομές εκτός συνόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. αλλά και στις ελληνικές πόλεις παρατηρείται διαφοροποίηση κάτω από μια διαφαινόμενη κεφαλαιοκρατική πίεση. Το γεγονός της διαφοροποίησης είχε ως αποτέλεσμα την άρνηση προσαρμογής των πόλεων στα νέα οικονομικά δεδομένα και τη σταδιακή αποσταθεροποίηση των συντεχνιών[7]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι συντεχνίες των σαράφηδων, πάντα ελληνικά, (εκτός από μερικές πόλεις που υπήρχαν Εβραίοι και αρμένηδες σαράφηδες) ενώ άκμαζαν ως τα μέσα του περασμένου αιώνα σταδιακά εξαλείφθηκαν μέχρι τα τέλη του, όταν ιδρύονταν οι μεγάλες τράπεζες, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Οι σαράφηδες ήλεγχαν όλη τη νομισματική και πιστωτική συναλλαγή της χώρας. Δάνειζαν Τούρκους τσιφλικάδες και μικροκτηματίες, πίστωναν Έλληνες εμπόρους, εμποροβιοτέχνες και συντεχνίες, άλλαζαν νομίσματα, εξέδιδαν εντολές πληρωμής και διενεργούσαν γενικά όλη τη χρηματική κίνηση που μεταγενέστερα περιήλθε στις τράπεζες.

Η κρίση που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας τα περισσότερα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα, είναι συνάρτηση της εξέλιξης των οικονομικών δομών και των κοινωνικών σχέσεων. Η έλλειψη ενδιαφέροντος, των αναγκών που τα δημιούργησαν, αλλά και η κυκλοφορία τυποποιημένων προϊόντων είναι μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν στην εξαφάνιση των παραδοσιακών επαγγελμάτων. Για το λόγο αυτό, τα περισσότερα παραδοσιακά εργαστήρια καλούνται να επαναπροσδιορίσουν το προϊόν και το αγοραστικό τους κοινό, να αξιοποιήσουν και να προβάλλουν τα πλεονεκτήματά τους, να προσαρμοστούν στις προτιμήσεις της αγοράς για το χειροποίητο, το λιγότερο μαζικό και να προσδώσουν στην παραγωγή τους έναν ποιοτικό χαρακτήρα διακριτό από εκείνον των βιομηχανικών προϊόντων[8].

Στο πλαίσιο αυτό στις περιοχές του νησιώτικου χώρου συναντάμε ακόμη και σήμερα μικρά εργαστήρια και χειροτέχνες που κατασκευάζουν αντικείμενα, τα οποία είναι εμπνευσμένα από την παράδοση, ενώ υπάρχουν και μικρές βιοτεχνικές μονάδες με σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό. Παρόλο που οι δρόμοι και οι τρόποι διάδοσης των νεωτερισμών στην ελληνική κοινωνία φαίνονται ως ένα βαθμό κοινοί, ωστόσο διαφέρουν οι ρυθμοί των τεχνολογικών εξελίξεων και μετασχηματισμών. Οι τεχνικές δυνατότητες στην ελληνική προβιομηχανική κοινωνία βελτιώνονται αργά, οι καινοτομίες και οι πειραματισμοί είναι ελάχιστοι, και αφορούν μόνο κάποιες εξειδικευμένες δραστηριότητες, οι εγκαταστάσεις είναι στοιχειώδεις και ο μηχανολογικός εξοπλισμός σχεδόν ανύπαρκτος[9]. Ορισμένα εργαστήρια συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, προσαρμόζοντας παράλληλα τις παραδοσιακές κατασκευές στα σύγχρονα πρότυπα, ακολουθώντας τις τάσεις της αγοράς[10]. Πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία και η επιβίωση στηρίζεται στην προσωπική συμμετοχή των τεχνιτών στην παραγωγή.

Καραβομαραγκός

Επίσης, η τουριστική ζήτηση έχει επηρεάσει σε έναν σημαντικό βαθμό τις μικρές βιοτεχνίες και τα εργαστήρια. Η έντονη παρουσία υποκαταστημάτων διαφόρων αθηναϊκών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στα νησιά, έχει οδηγήσει στην εξάλειψη των εργαστηρίων υφαντικής, κοσμημάτων και άλλων παραδοσιακών χειροτεχνικών δραστηριοτήτων[11].

Παρόλα αυτά, συναντάμε ακόμη και σήμερα χαρακτηριστικά παραδείγματα «μονοεπαγγελματισμού» όπως αυτά της Τήνου ή της Σίφνου που έχουν καθιερωθεί ως κέντρα μαρμαρογλυπτικής και κεραμικής αντίστοιχα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα επαγγέλματος ιδιαίτερης τοπικής παράδοσης και εξειδίκευσης αποτελεί η σπογγαλιεία και η επεξεργασία σπόγγων στην Κάλυμνο. Η εξάντληση των σπογγοφόρων περιοχών αλλά και η παρουσία του τεχνητού σφουγγαριού που είναι πολύ φθηνότερο, οδήγησαν σε μαρασμό την ελληνική σπογγαλιεία. Σήμερα το επάγγελμα έχει εκλείψει, με μοναδική εξαίρεση την Κάλυμνο, όπου υπάρχει ένας μικρός αριθμός καϊκιών σπογγαλιείας χαμηλής παραγωγής με ελάχιστους σπογγαλιείς που ασχολούνται ευκαιριακά με το επάγγελμα[12].

Τα παραδοσιακά ξυλουργεία καταφέρνουν να επιβιώσουν λόγω των κατασκευών κυρίως ξύλινων στοιχείων στα σπίτια, όπως εσωτερικές σκάλες, και ξύλινες οροφές. Σε δυσχερή θέση βρέθηκαν τα ξυλοναυπηγεία των νησιών που οι σύγχρονες εξελίξεις (η επικράτηση των πλαστικών σκαφών, ο έντονος ανταγωνισμός, τα υψηλά ενοίκια για την χρήση των ακτών, η σταδιακή απομάκρυνση ναυπηγείων από κατοικημένες περιοχές) δεν τα άφησαν ανεπηρέαστα. Ωστόσο, στις Σπέτσες, στη Σύρο, στη Σάμο και στην Κάλυμνο υπάρχουν σήμερα κάποια μικρά ναυπηγεία, τα οποία πραγματοποιούν μονάχα συντηρήσεις και επισκευές ξύλινων σκαφών.

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά στα προβιομηχανικά επαγγέλματα επισημαίνεται ο μονοεπαγγελματισμό της υπαίθρου. Στις προβιομηχανικές πόλεις λειτούργησε ένα σύστημα παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων που αναπτύχθηκε σε ένα πολυεπαγγελματικό επίπεδο. Οι επαγγελματικοί κλάδοι οργανώθηκαν σε συντεχνίες, οι δομές των οποίων διευκόλυναν το τότε φορολογικό σύστημα, αλλά και την ανάπτυξη διαφόρων μορφών αλληλεγγύης. Μπορεί η μεταποίηση και η κατεργασία των πρώτων υλών, να γινόταν από οικοτεχνική και βιοτεχνική δραστηριότητα, μεμονωμένους τεχνίτες, οργανωμένα εργαστήρια ή μετακινούμενη εργατική δύναμη, όμως, βασιζόταν στην εμπειρική γνώση που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά ή μέσω της μαθητείας. Ωστόσο, η άρνηση σε κάθε νεοτερισμό και η εμμονή στην χειροτεχνική δραστηριότητα με παρωχημένα εργαλειακά μέσα, οδήγησε στη σταδιακή κατάργησή τους μετά την επικράτηση κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων.

Τα προβιομηχανικά επαγγέλματα που κατάφεραν να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ήταν αυτά που κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες νησιωτικών συνήθως κοινωνιών, ενώ διαπιστώνεται ότι τα περισσότερα από αυτά στις μέρες μας σταδιακά συρρικνώθηκαν με τάσεις εξαφάνισης. Σταδιακά, με την αιγίδα ευρωπαϊκών προγραμμάτων, επιχειρείται, ως αντιστάθμισμα στο σύγχρονο τρόπο ζωής, η μελέτη του παραδοσιακού πολιτισμού και η αναβίωση τεχνικών του παρελθόντος, με στόχο τη διάσωση και διαφύλαξη της παραδοσιακής κληρονομιάς κάθε τόπου.

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ολυμπίτου Ε. 2004, 305.
  2. Στα Αμπελάκια για παράδειγμα έβαφαν τα βαμβακερά νήματα σε οικιακές βιοτεχνίες, που το 1778 σχημάτισαν συνεταιρισμό με συμμετοχή κεφαλαιούχων και εργατών. Το αρχοντικό του Σβαρτς, Προέδρου του συνεταιρισμού και του αδελφού του Δημήτριου αποτελούν μνημεία της εποχής. Βλ. Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε., 136.
  3. Ολυμπίτου Ε., 306.
  4. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται συχνά σε πόλεις του ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου, σε αστικά κέντρα των μικρασιατικών ακτών και στην Κωνσταντινούπολη Ολυμπίτου Ε. 2004, 217-218.
  5. Η κλωστοϋφαντουργία υπήρξε στα νησιά γυναικεία δραστηριότητα, η οποία παρέμεινε αποκλειστικά στον χώρο της οικιακής βιοτεχνίας. Βλ. Ολυμπίτου Ε. 2004, 307.
  6. Ορισμένα από τα οποία ήταν επινοήσεις των τεχνιτών, προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες της κατεργασίας κάθε υλικού. Βλ. Ολυμπίτου Ε. 2004, 204
  7. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., 102-103.
  8. Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε., «Αρχιτεκτονική- Γλυπτική –Ζωγραφική», 136-137.
  9. Ολυμπίτου Ε. 2003, 305-316.
  10. Η βιοτεχνική δραστηριότητα, των νησιών στη σύγχρονή της κατάσταση ακολουθεί τις τεχνικές της τοπικής παράδοσης Τα προϊόντα κατασκευάζονται ακολουθώντας τις μεθόδους του παρελθόντος και ο σύγχρονος μηχανολογικός εξοπλισμός δεν υποκαθιστά το ρόλο και τις τεχνικές δυνατότητες του τεχνίτη Ολυμπίτου Ε., «Τεχνικά επαγγέλματα και εργαστήρια στο Αιγαίο», επιθ. Σύγχρονα θέματα, τευχ. 78-79, 127-128.
  11. Ολυμπίτου Ε., «Παραδοσιακή τεχνολογία και επαγγέλματα» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, 269-270.
  12. Ολυμπίτου Ε., «Παραδοσιακή τεχνολογία και επαγγέλματα» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, 133.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ολυμπίτου Ε., «Τεχνικά επαγγέλματα και εργαστήρια στο Αιγαίο», επιθ. Σύγχρονα θέματα, τευχ. 78-79.
  • Ολυμπίτου Ε. 2003, «Τεχνικές και επαγγέλματα. Μια εθνολογική προσέγγιση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.1, Αθήνα,
  • Ολυμπίτου Ε. 2002, «Παραδοσιακή τεχνολογία και επαγγέλματα» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Ολυμπίτου Ε. 2004, «Δραστηριότητες και επαγγέλματα», στο Σπ. Ασδραχάς, Αν. Τζαμτζής, Τζ. Χαρλαύτη (επιμ.), Ελλάδα της Θάλασσας, Αθήνα.
  • Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε. 2002, «Συντεχνίες: μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης των παραδοσιακών τεχνιτών- επαγγελματική συνοχή και κοινωνική αλλληλεγγύη» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε. 2002, «Αρχιτεκτονική-Γλυπτική–Ζωγραφική», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.