Πανδούλφος του Καπάτσο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πανδούλφος του Καπάτσο
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1052[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΓονείςΓουαϊμάρος Γ΄ του Σαλέρνο και Γκαϊτελγκρίμα του Μπενεβέντο
ΑδέλφιαΓουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο
Γουίδων του Σορρέντο
Γκαϊτελγκρίμα του Σαλέρνο

Ο Πανδόλφος, Pandulf ή Paldolf [α] (απεβ. τον Ιούνιο του 1052) ήταν ο πρώτος Λομβαρδός κύριος (dominus) [β] του Capaccio στο πριγκιπάτο του Σαλέρνο.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο μικρότερος γιος του Γουαϊμάρος Γ΄ πρίγκιπα του Σαλέρνo και της δεύτερης συζύγου του Γκαϊτελγκρίμας. Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1010. Το τέλος του μεγαλύτερου ετεροθαλούς αδερφού του, διαδόχου Ιωάννη Γ΄ το 1018, του επέτρεψε να κληρονομήσει την κυριότητα τού Καπάτσιo.[2] Ένα έγγραφο του 1092 από το αβαείο της Λα Τρινιττά ντελα Κάβα, καταγράφει πώς η διαίρεση του πριγκιπάτου του Γουαϊμάρος Γ΄ έγινε οριστικά μεταξύ των γιων του το 1042, με τον μεγαλύτερο, Γουαϊμάρος Δ΄, να παίρνει το Σαλερνo, τον δεύτερο γιο του Γκυ να παίρνει το Σορέντo και στον Πανδόλφος έμεινε το Καπάτσιo.[3]

Ο Πανδόλφος ήταν νυμφευμένος με τη Θεοδώρα, κόρη του Γρηγορίου Β΄ κόμη του Τούσκουλου και επομένως ανιψιά του πάπα Βενέδικτου Θ΄.[4] Είχαν πέντε γιους: τους Γρηγόριο, Ιωάννη, Γουαϊμάρος, Γκίζουλφ και Γκυ και τουλάχιστον μία κόρη, τη Σικελγκάρντα ή τη Σικελγκάιτα.[5] Υπάρχει κάποια ασυμφωνία ως προς το πόσες φορές και με ποια παντρεύτηκε η τελευταία. Οι καταγεγραμμένοι σύζυγοί της είναι οι Νορμανδοί Αστσιτίνους του Σιτσιγκιάνο [6] και ο Ρογήρος του ΣανΣεβερίνo. Μπορεί να είχε έναν παλαιότερο γάμο με τον Γοδεφρείδο της Mεντάνια.[7] Οι απόγονοι του Πανδόλφος ήταν πολυάριθμοι, ανάμεσά τους ήταν οι Λομβαρδοί και Νορμανδοί άρχοντες της Tρεντανάρια, του Κορνέτo, της Φαζανέλα, του Nόβι και του Σαν Σεβερίνο.[8]

Τον Ιούλιο του 1047 ο επίσκοπος Aμάτους του Πέστo [γ] απάλλαξε από την επισκοπική εξουσία μία εκκλησία, που είχε κτίσει και ανήκε στον Πανδόλφος στο Καπάτσιo, αναγνώρισε το δικαίωμά της να κάνει βαπτίσεις και επιβεβαίωσε το δικαίωμα του Πανδόλφος να επιλέγει, εάν οι κληρικοί της εκκλησίας θα ήταν κοσμικοί ή μοναστικοί. Σε αντάλλαγμα γι' αυτά τα δικαιώματα στην εκκλησία του, ο Πανδόλφος πλήρωσε στον επίσκοπο έξι λίβρες αργύρου.[9] Ο Πανδόλφος είχε επίσης το μοναστήρι της Αγίας Σοφίας στο ίδιο το Σαλέρνο. Μετά το τέλος του, μετατράπηκε σε εκκλησία και είχε ερειπωθεί, όταν αποκτήθηκε από το Λα Τρινιτά ντελα Κάβα το 1100 [10]

Ο Πανδόλφος δολοφονήθηκε μαζί με τον αδελφό του Γουαϊμάρος Δ΄ τον Ιούνιο του 1052. (Η ακριβής ημερομηνία δίνεται ποικιλοτρόπως ως 2, 3 ή 4 Ιουνίου). Ήταν τα θύματα μίας συνωμοσίας μεταξύ του ιππέων του Σαλέρνο, που προκλήθηκε από τους κόμητες του Tεάνo, υπέρ του Πανδόλφος Γ΄.[11]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. His name in Latin is given as Pandulfus, Pandolfus or Paldolfus, in Italian as Pandolfo or Paldolfo. In some sources, he is called Landulf (Landulfus) because of inconsistencies in surviving documents.
  2. The title dominus was restricted to the Salernitan princely family during this period. Some sources call Pandulf a "duke of Capaccio".
  3. Pesto, ancient Paestum, is now a frazione of Capaccio.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 27  Νοεμβρίου 2018.
  2. Andrea Bedina, Guaimario [III], Dizionario Biografico degli Italiani, vol. 60 (Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana, 2003).
  3. Joanna H. Drell, Kinship and Conquest: Family Strategies in the Principality of Salerno During the Norman Period, 1077–1194 (Ithaca: Cornell University Press, 2002), p. 109.
  4. Andrea Bedina, Guaimario [IV], Dizionario Biografico degli Italiani, vol. 60 (Rome: Istituto dell'Enciclopedia Italiana, 2003).
  5. For a family tree, see Drell, pp. 218–19.
  6. Drell 2002, p. 194.
  7. Drell 2002, p. 187.
  8. Drell 2002, p. 34.
  9. Graham Loud, The Latin Church in Norman Italy (Cambridge University Press, 2007), p. 48.
  10. Loud 2007, p. 58.
  11. Graham Loud, The Age of Robert Guiscard: Southern Italy and the Northern Conquest (Routledge, 2000), p. 117.