Το Πάττι είναι η τέταρτη πόλη και κοινότητα της Μητροπολιτικής πόλης της Μεσσίνας στην Ιταλική ΠεριφέρειαΣικελία που αντικατέστησε την Ιταλική επαρχία της Μεσσίνας με διοικητική μεταρρύθμιση (15 Αυγούστου 2015).[2] Βρίσκεται στην δυτική ακτή του κόλπου του Πάττι και απέχει 76 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας Μεσσήνη, είναι γνωστό για τις μεγάλες αμμώδεις παραλίες του. Το Πάττι συνδέεται με την υπόλοιπη Σικελία μέσω σιδηροδρομικής γραμμής, είναι διάσημος αρχαιολογικός χώρος περιέχει τα ερείπια της αρχαίας Ελληνικής αποικίας Τίνταρι με το διάσημο Ελληνικό θέατρο και την Βίλα Ρομάνα.
Βρίσκεται στα ερείπια της αρχαίας Ελληνικής αποικίας "Τυνδαρίς" που είχε σημαντική ακμή στην αρχαιότητα με ναό του Μερκούριους που καταστράφηκε από τον τύραννο Βέρρες. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει μια μεγάλη φυσική καταστροφή στην αρχαία πόλη, ένας ισχυρός σεισμός βύθισε την μισή στην θάλασσα αλλά δεν καταγράφει την ημερομηνία.[3] Η πόλη στην συνέχεια εγκαταλείφθηκε, από την μετέπειτα περίοδο υπάρχει μόνο η εκκλησία Σάντα Μαρία ντελ Τιντάρο και ένα μοναστήρι Φραγκισκιανών. Οι κάτοικοι που διασώθηκαν από τον σεισμό μετανάστευσαν σε γειτονική περιοχή που πήρε την ονομασία "Επ΄ ακτή" ή "πάνω στην ακτή" από την οποία προέρχεται το όνομα "Πάττι". Ο Ρογήρος Α΄ της Σικελίας μέλος του Οίκου των Ωτβίλ έκτισε ξανά την πόλη την εποχή που οι Νορμανδοί έδιωξαν τους Άραβες από την Μεσσήνη (1058), ο γιος του Ρογήρος Β΄ της Σικελίας ίδρυσε ξανά την πόλη. Ο Φρειδερίκος Β΄ της Σικελίας κατέστρεψε την πόλη (1300) επειδή είχε παραμείνει πιστή στους Ανδεγαυούς, ξανακτίστηκε τον 16ο αιώνα και αλώθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία.