Ο πατήρ Σέργιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο πατήρ Σέργιος
Αφίσα (1918) πριν τη προβολή της κινηματογραφικής ταινίας του Yakov Protazanov
ΣυγγραφέαςΛέων Τολστόι
ΤίτλοςΟ πατήρ Σέργιος
Отец Сергий
Otets Sergiy
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1898
Ημερομηνία δημοσίευσης1911
ΜορφήΝουβέλα.
ΤόποςΡωσία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
«Όλη αυτήν την ώρα, ο πατήρ Σέργιος στεκότανε μέσα στο καμαράκι του και προσευχότανε. Είχε ακούσει το φρού-φρού, την ώρα που έβγαλε το μεταξωτό φουστάνι της, την άκουσε να περπατάει ξυπόλητη, να τρίβει τα πόδια της.΄Ένιωθε πως παρασύρεται και γι ΄αυτό προσευχότανε χωρίς διακοπή. Την ίδια στιγμή, εκείνη του φώναξε:
-Μα ακούστε λοιπόν! Αυτό καταντάει απάνθρωπο. Μπορεί και να πεθάνω.
-Ναι, θα πάω. Θα κάνω όπως έκανε κείνος ο πατήρ, που έβαλε το χέρι του πάνω της και το άλλο πάνω στη πυρω-μένη σκάρα του τζακιού. Εδώ όμως δεν υπάρχει σκάρα… Κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε στο καντήλι. Έβαλε το δάχτυλό του πάνω από τη φλόγα κι΄ έσμιξε τα φρύδια του, έτοιμος να υποφέρει. Για μια στιγμή είχε την εντύ-πωση πως δεν νοιώθει πόνο.
-Για όνομα Θεού! Άχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
-Τώρα έρχομαι, πρόφερε αυτός. Κι΄ ανοίγοντας την πόρτα του, πέρασε από μπροστά της χωρίς να την κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο πρόδωμα, εκεί που έκοβε τα ξύλα. Βρήκε ψηλαφητά το κούτσουρο που έκοβε απάνω του τα ξύλα. Το τσεκούρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στον τοίχο...
- Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι΄ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του».
Μετάφραση από τα ρωσικά Άρης Αλεξάνδρου-Εκδόσεις Χ. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1959

Ο πατήρ Σέργιος (ρωσ. Отец Сергий) είναι νουβέλα του Λέων Τολστόι που τη δούλεψε τμηματικά στα έτη 1890, 1891, 1895 και 1898 και ενώ δεν συνδέεται σαν υπόθεση με την Ανάσταση, ωστόσο συνταιριάζεται μ΄αυτήν ιδεολογικά.

Ανάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπτύσσεται κι΄εδώ η ίδια σκέψη, όπως και στον «Διάβολο» και στη «Σονάτα του Κρώυτσερ», ότι δηλαδή ο άνθρωπος γίνεται στάχτη στη φωτιά του αισθησιακού πάθους, όταν δεν υπάρχει μια βαθύτερη, ψυχική προσέγγιση στις σχέσεις άντρα και γυναίκας. Ο αγώνας κατά της λαγνείας είναι ένα επεισόδιο μονάχα, ή μαλλον ένα σκαλοπάτι, γράφει στον εκδότη Τσερτκώφ το Φεβρουάριο 1891. Η δύναμη της νουβέλας και το κεντρικό της νόημα βρίσκονται στην επισήμανση, ότι, στην αποχώρηση από τα εγκόσμια με την πρόφαση της σωτηρίας από τους διαφόρους πειρασμούς, είναι κάτι σφαλερό στη βάση του, γιατί οι πειρασμοί μένουν,[1] αποκτούν μάλιστα μορφές αφύσικες και αποκρουστικές.[2]

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει σχετικά στην Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας:«Το πιο αποκαλυπτικό έργο της εποχής τούτης του Τολστόι είναι ο πατήρ Σέργιος· πίσω από τον οδυνηρό προφήτη Σέργιο ξεχωρίζεις τη σπαρακτική φυσιογνωμία του Τολστόι. Ο Σέργιος είναι αξιωματικός, φεύγει τη ματαιότητα του κόσμου, γίνεται μοναχός, μα πέφτει σε νέους, ανηθικότερους πειρασμούς. Οι άνθρωποι τον θεωρούν άγιο κι΄αυτός μέσα του κολακεύεται κι΄επιχειρεί να παίξει τον προφήτη. Όμοια κι ό Τολστόι, όπως κι ό Σέργιος, είχε αρχίσει να θεωρείται προφήτης από χιλιάδες πιστούς. Απ΄όλον τον κόσμο αποτείνονταν σ΄αυτόν και του ζητούσαν να τους δείξει το δρόμο της σωτηρίας. Η Γιάσναϊα Πολιάνα επί έτη έγινε το ψυχικό κέντρο της γης... Όσο περισσότερο έβλεπε ο Τολστόι να γίνεται ο ηθικός φάρος της ανθρωπότητας, τόσο περισσότερο υπόφερε βλέποντας πόσο ζει στην ψευτιά, πόσο δειλός είναι και δεν τολμά να εφαρμόσει ό,τι κηρύχνει»

Εκείνη πρόσεξε το χλωμό του πρόσωπο, το αριστερό του μάγουλο που έτρεμε, και ξαφνικά ένοιωσε ντροπή. Σηκώθηκε απότομα και, άρπαξε τη γούνα της, την έριξε απάνω της και τυλίχτηκε. Ξάφνου άκουσε κάτι σταλαγματιές που πέφτανε στο πάτωμα. Πρόσεξε καλύτερα κι΄ είδε το αίμα να τρέχει από το χέρι, νάχει μουσκέψει το ράσο και να σταλάζει στο πάτωμα. Πιο χλωμή κι΄ από τον ίδιο, γύρισε κοντά του και θέλησε να του μιλήσει. Αυτός όμως μπήκε αργά και ήρεμα στο καμαράκι, κλείνοντας την πόρτα από πίσω του.-Συγχωρέστέ με, είπε. Πως μπορώ να εξιλεωθώ για την αμαρτία μου! (...) Η γυναίκα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και βγήκε από το κελί. Μπήκε στην τρόϊκα και μέχρι το σπίτι δεν πρόφερε λέξη. Το περιστατικό με την Μακόβνικα διαδόθηκε γρήγορα παντού (νυχτερινή της επίσκεψη, η αλλαγή που έγινε απότομα μέσα της και το κλείσιμο της σε μοναστήρι). Από τότε κι΄ ύστερα η φήμη του πατήρ Σέργιου συνεχώς μεγάλωνε. Άρχισαν να μαζεύονται όλο και περισσότεροι...

Παραπομπές-Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τολστόι, Ο πατήρ Σέργιος κεφ. 5: «Ήταν η έκτη χρονιά που ο πατήρ Σέργιος ζούσε μοναχός του κλεισμένος στο κελί του. Είχε γίνει τώρα σαρανταεννιά χρονών. Η ζωή του ήταν δύσκολη. Όχι πως δεν τον δυσκόλευαν οι νηστείες κι΄οι προσευχές-αυτά δεν του κάνουν πια κόπο· τον κούραζε όμως η ψυχική πάλη: η αμφιβολία κι΄ο σαρκικός πόθος. Κι΄οι δύο αυτοί εχθροί εμφανίζονταν πάντα μαζί. Είχε την εντύπωση πως ήταν διαφορετικοί, ενώ ήταν ένας και μοναδικός. Μόλις κατανικούσε την αμφιβολία, εξαφανίζονταν αμέσως κι΄ο σαρκικός πόθος. Αυτός όμως νόμιζε πως πρόκειται για δυο διαφορετικούς διαβόλους και πάλευε μαζί τους, πότε με τόν ένα και πότε με τόν άλλο».
  2. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ «Κριτική Ανάλυση της Νουβέλας πατήρ Σέργιος», 1956

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]