Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (ταινία, 1975)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία, δείτε: Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (βιβλίο).
Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς
Λεπτομέρεια της θεατρικής αφίσας της ταινίας
ΣκηνοθεσίαΤζον Χιούστον
ΠαραγωγήΤζον Φόρμαν
ΣενάριοΡάντγιαρντ Κίπλινγκ (νουβέλα)

Τζον Χιούστον (διασκευή)
Γλάντις Χιλλ (διασκευή)
Βασισμένο σεΟ άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς
ΠρωταγωνιστέςΣον Κόνερι
Μάικλ Κέιν
Κρίστοφερ Πλάμερ
Σαΐντ Τζάφρεϊ
ΜουσικήΜωρίς Ζαρ
ΦωτογραφίαΌσβαλντ Μόρις[1]
ΜοντάζΡάσελ Λόιντ
Εταιρεία παραγωγήςColumbia Pictures
ΔιανομήColumbia Pictures
Πρώτη προβολή1975
Διάρκεια123 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[2] και Αυστραλία[3]
ΓλώσσαΑγγλικά

Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς είναι μια κινηματογραφική ταινία του 1975 βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Διασκευάστηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι, Μάικλ Κέιν, Σαΐντ Τζάφρει και Κρίστοφερ Πλάμερ (στον ρόλο του Κίπλινγκ). Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία δύο απατεώνων πρώην στρατιωτικών στη Βρετανική Ινδία του 19ου αιώνα, οι οποίοι ταξιδεύουν προς μια απόμακρη περιοχή του Αφγανιστάν και καταλήγουν να αποκτήσουν το δικό τους βασίλειο.

Περίληψη πλοκής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1885, ο Ράντγιαρντ Κίπλινκ (Κρίστοφερ Πλάμερ) ενώ εργαζόταν ως ανταποκριτής της εφημερίδας Northern Star, βλέπει ένα ζητιάνο σε κακή φυσική και ψυχολογική κατάσταση να εισέρχεται στο γραφείο του, ο οποίος του αποκαλύπτει πως είναι ο παλιός του γνώριμος, ο Πίτσι Κάρνεχαν (Μάικλ Κέιν). Ο Κάρνεχαν διηγείται στον Κίπλινγκ την ιστορία του, πως αυτός και ο συνοδοιπόρος του, ο Ντάνιελ Ντάνι Ντράβοτ (Σον Κόνερι), ταξίδεψαν στο απόμακρο Καφιριστάν (σύγχρονο Αφγανιστάν στην επαρχία του Νουριστάν), έγιναν θεοί, και τελικά έχασαν τα πάντα.

Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Ντράβοτ και ο Κάρνεχαν είχαν συναντήσει τον Κίπλινγκ υπό μη ευνοϊκές συνθήκες, όταν ο Κάρνεχαν, ένας πρώην υπαξιωματικός του αγγλικού Βασιλικού πεζικού, έκλεψε το ρολόι του Κίπλινγκ, αλλά αναγκάστηκε να του το επιστρέψει όταν ανακάλυψε πως ο Κίπλινγκ είναι Μασόνος, όπως και ο ίδιος. Οι Ντράβοτ και Κάρνεχαν χρησιμοποιούν τη γνωριμία τους με τον Κίπλινγκ, και του αποκαλύπτουν κυνικά πως παρά το ότι ήταν καταξιωμένοι λαθρέμποροι όπλων, ικανοί κλεπταποδόχοι, έμπειροι λωποδύτες, και αδίστακτοι εκβιαστές, και οι δύο διαθέτουν μια πικρία μια και αφότου πολέμησαν για να κάνουν την Ινδία κτήση της Βρετανικής αυτοκρατορίας, οι ίδιοι δεν έχουν αποκομίσει σχεδόν τίποτα και δε προσβλέπουν να γυρίσουν στη Βρετανία όπου θα τους περιμένει ένα αβέβαιο μέλλον. Νιώθοντας πως η Ινδία είναι πολύ μικρή για άντρες του δικού τους βεληνεκούς, ανακοινώνουν πως σκοπεύουν να αγοράσουν είκοσι τυφέκια τύπου Μαρτίνι-Χένρι -τα πιο προηγμένα της εποχής-, να ταξιδέψουν στο Καφιριστάν, να βρουν ένα τοπικό ηγεμόνα και να τον βοηθήσουν να νικήσει τους τοπικούς εχθρούς του, και κατόπιν να τον ανατρέψουν και να αποκτήσουν τους θησαυρούς του βασιλείου του οι ίδιοι, και έτσι να επιστρέψουν θριαμβευτικά πίσω στην Αγγλία έχοντας τον δικό τους πλούτο. Έτσι ξεκινούν το μακρύ και μεγαλεπήβολο τους ταξίδι προς τα βόρεια, πέρα από το πέρασμα του Χιμπέρ ανάμεσα στο Πακιστάν και Αφγανιστάν, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ληστές, χιονοθύελλες, και χιονοστιβάδες στο διάβα τους, μέχρι που κατορθώνουν να φτάσουν στο Καφιριστάν -παγανιστές, γη των απίστων στη γλώσσα των Μουσουλμάνων-.

Εκεί συναντούν ένα στρατιώτη των Γκούρκα με το όνομα Μπίλι Φις (Σαΐντ Τζάφρει), τον μοναδικό επιζώντα μια εξερευνητικής χαρτογραφικής αποστολής του Βρετανικού στρατού αρκετά χρόνια νωρίτερα. Ο Μπίλι μιλάει Αγγλικά καθώς και την τοπική γλώσσα, και έτσι χρησιμοποιείται ως μεταφραστής και διερμηνέας των τοπικών παραδόσεων και εθίμων, και κάνει πιο εύκολη την ενσωμάτωση των Ντράβοτ και Κάρνεχαν στην τοπική κοινωνία, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως στρατιωτικοί σύμβουλοι, εκπαιδευτές, και στρατιωτικοί διοικητές στον φύλαρχο του χωριού Ερ-Χεμπ το οποίο αντιμετώπιζε πολλές επιδρομές από άλλες φυλές. Οι Ντράβοτ και Κάρνεχαν εκπαιδεύουν και οργανώνουν τους ντόπιους σε στράτευμα, και επιτίθενται στους πιο μισητούς εχθρούς του χωριού, τους γειτονικούς Μπασκάι. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Ντάνι χτυπιέται από ένα βέλος, αλλά δεν εμφανίζει αιμορραγία ή πόνο, κάτι που κάνει τους ντόπιους να πιστέψουν πως είναι θεότητα. Στην πραγματικότητα το βέλος σταμάτησε από τη μεταλλική αγκράφα της ζώνης που φορούσε, και ήταν καλυμμένη από τον ρουχισμό του. Καθώς η νίκη ολοκληρώνεται, οι ηττημένοι ενσωματώνονται στο όλο και μεγαλύτερο στρατό.

Με την πάροδο του χρόνου, όλες οι γειτονικές φυλές έχουν πλέον καθυποταχθεί, και οι Ντράβοτ και Κάρνεχαν καλούνται στην ιερή πόλη του Σικαντεργκούλ, όπου ο αρχιερέας, Καφού Σελίμ, οργανώνει μια δοκιμή βάσει του περιστατικού με το βέλος, για να εξακριβώσει αν πράγματι ο Ντράβοτ είναι άνθρωπος ή θεός και αν θα αιμορραγήσει. Ο Ντράβοτ αντιδρά αλλά οι μοναχοί τον ακινητοποιούν και ανοίγουν το πουκάμισο του γυμνώνοντας το στήθος του απέναντι στο μαχαίρι της δοκιμής, ανακαλύπτουν όμως πως ο Ντράβοτ φοράει ένα φυλακτό με το σύμβολο των Μασόνων. Συμπτωματικά, το σύμβολο του φυλακτού ταιριάζει με αυτό που ο υπέργηρος αρχιερέας θυμάται ως το σύμβολο του Σικάντερ (Μέγας Αλέξανδρος), ο οποίος είχε περάσει από την περιοχή χιλιάδες χρόνια πριν, και αναχωρώντας είχε υποσχεθεί πως κάποια μέρα θα επέστρεφε. Ο αρχιερέας πλέον είναι πεπεισμένος πως ο Ντράβοτ είναι ο γιος του Σικάντερ, ο οποίος αναγνωρίζεται ως θεότητα από τους ιερείς και ως βασιλιάς. Τον οδηγούν μαζί με τον Κάρνεχαν στο θησαυροφυλάκιο όπου φυλάσσονται τα πλούτη και οι θησαυροί από την εποχή του Σικάντερ, τα οποία πλέον ανήκουν δικαιωματικά στον Ντράβοτ ως απόγονο του Σικάντερ.

Καθώς οι μήνες περνούν, ο Κάρνεχαν ανυπομονεί για το ταξίδι της αναχώρησης μαζί με τον θησαυρό, πριν τα χιόνια του χειμώνα κλείσουν τα ορεινά περάσματα, και πριν ενδεχομένως οι ντόπιοι ανακαλύψουν την αλήθεια. Ο Ντράβοτ όμως, αντιτίθεται στην ιδέα της αναχώρησης τους, και αντ'αυτού αναπτύσσει μεγαλεπήβολα σχέδια και εμφανίζει ίχνη μεγαλομανίας. Αρχικά προτείνει πως ο Κάρνεχαν καλό είναι να τον προσκυνάει και ο ίδιος όπως και οι υπόλοιποι υπήκοοι του βασιλείου του, έτσι ώστε να τηρούνται τα προσχήματα μπροστά στους ντόπιους, κάτι στο οποίο ο Κάρνεχαν αντιδρά έντονα. Κατόπιν, σχεδιάζει να ιδρύσει δικό του κράτος, με δικό του εθνικό ύμνο και σημαία, και με βασιλιά τον ίδιο, και μια μέρα να συναντήσει την ίδια τη βασίλισσα Βικτώρια, ως ίσος μονάρχης, ένας προς ένα. Ο Κάρνεχαν απηυδισμένος πλέον, αποφασίζει να πάρει όσο λάφυρα από το θησαυρό μπορεί να φορτώσει στα λίγα μουλάρια που συγκεντρώνει, και να αποχωρήσει μόνος του.

Εντωμεταξύ, ο Ντράβοτ αποφασίζει να παντρευτεί και να αποκτήσει απογόνους αφότου βλέπει την όμορφη ντόπια κοπέλα των Καφίρ, τη Ρωξάνη (Σακίρα Κέιν), παρά τις έντονες προειδοποιήσεις του Κάρνεχαν. Η κοπέλα, τρομαγμένη πως θα παντρευτεί ένα θεό και πως θα αναφλεχθεί αν τον αγγίξει, δαγκώνει τον Ντράβοτ ενώ αυτός προσπαθεί να τη φιλίσει σε κοινή θέα κατά τη γαμήλια τελετή τους. Το δάγκωμα είναι αρκετά δυνατό, τόσο ώστε να προκαλέσει αιμορραγία στον Ντράβοτ, κάτι που οι ιέρειες βλέπουν και συνειδητοποιούν πως ο Ντράβοτ είναι κοινός θνητός και απατεώνας. Οι εξαγριωμένοι πλέον ντόπιοι κυνηγούν τους Ντράβοτ και Κάρνεχαν, οι οποίο έχουν λίγους μόνο πιστούς στρατιώτες μαζί τους. Όταν πλέον είναι ξεκάθαρο πως η μάχη έχει χαθεί, λένε στον Μπίλι να διαφύγει όπως μπορεί, αλλά αυτός αρνείται διατεινόμενος πως οι Γκούρκα μάχονται και δεν υποχωρούν ποτέ, και επιτίθεται μόνος του στο πλήθος των ντόπιων που τους καταδιώκουν κραδαίνοντας το ξίφος του, όπου και λιντσάρεται από τον όχλο βρίσκοντας τον θάνατο του.

Οι Ντράβοτ και Κάρνεχαν συλλαμβάνονται σύντομα μετά, και ο Ντράβοτ απολογείται στον Κάρνεχαν για την επιμονή του και για την καταστροφή του σχεδίου τους, με τον Κάρνεχαν να τον συγχωρεί. Έχοντας αποδεχτεί πια τη μοίρα τους, ο Ντράβοτ οδηγείται στη μέση μιας κρεμαστής γέφυρας πάνω από ένα απόκρημνο και βαθύ φαράγγι, και οι Καφίρ κόβουν τα σχοινιά στις άκρες της γέφυρας, η οποία καταρρέει μαζί με τον Ντράβοτ ο οποίος πέφτει στον γκρεμό προς τον θάνατο του. Ο Κάρνεχαν αντίστοιχα, τιμωρείται με σταύρωση ανάμεσα σε δύο πεύκα, αλλά έχοντας κατορθώσει να επιζήσει για μια ολόκληρη ημέρα, απελευθερώνεται από τους ντόπιους και αφήνεται ελεύθερος. Επιστρέφει μετά από καιρό στην Ινδία, ζητιανεύοντας καθ' οδόν.

Καθώς ο Κάρνεχαν ολοκληρώνει τη διήγηση του στον έκπληκτο Κίπλινγκ, και με την αποχώρηση του, ως απόδειξη των λεγομένων του του αφήνει πίσω του το κεφάλι του Ντράβοτ, το οποίο έχει ακόμα το χρυσό στέμμα στερεωμένο πάνω του.

Ηθοποιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζον Χιούστον, σκηνοθέτης της ταινίας, σκόπευε να τη δημιουργήσει ήδη από τη δεκαετία του 1950, αρχικά με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στους ρόλους του Ντράβοτ και Κάρνεχαν αντίστοιχα, με τον θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957 και αυτόν του Γκέιμπλ το 1960, το σχέδιο του ακυρώθηκε. Κατόπιν οι νέοι υποψήφιοι για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ήταν οι Μπαρτ Λάνκαστερ και Κερκ Ντάγκλας, οι οποίοι αργότερα αντικαταστάθηκαν από τους Ρίτσαρντ Μπάρτον και Πήτερ Ο' Τουλ. Τη δεκαετία του 1970, ο Χιούστον συνέχισε την αναζήτηση ηθοποιών, με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Πωλ Νιούμαν να προσεγγίζονται για τους ρόλους. Ο Νιούμαν ήταν αυτός που συμβούλεψε τον Χιούστον πως οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι πρέπει να παιχθούν από Βρετανούς, και ήταν αυτός που πρότεινε τους Σον Κόνερι και Μάικλ Κέιν στους οποίους τελικά κατέληξαν οι ρόλοι.[4]

Ο ηλικιωμένος ηθοποιός που υποδύεται τον αρχιερέα στη ταινία, ο Καρούμ Μπεν Μπουί, λέγεται πως ήταν 103 ετών όταν συμμετείχε στην ταινία, αν και δεν υπήρχαν στοιχεία για τη γέννησή του.

Η ταινία γυρίστηκε στις κινηματογραφικές εγκαταστάσεις Πάινγουντ (Pinewood Studios)[5] στην Αγγλία, καθώς και σε τοποθεσίες της Γαλλίας και του Μαρόκου.

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το περιοδικό New York θεώρησε πως πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του Χιούστον μετά τη Βασίλισσα της Αφρικής, 23 έτη νωρίτερα το 1951. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης το αποκάλεσαν ως μια φανταστική περιπέτεια παλαιάς κοπής, και μια περιπέτεια κατά την παράδοση του Γκούνγκα Ντιν. Το περιοδικό Time ανέφερε πως ο Χιούστον ήθελε να κάνει αυτή την ταινία για πάνω από 20 χρόνια, και πως η αναμονή άξιζε.[6]

Ο κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ, απένειμε στην ταινία τη μέγιστη βαθμολογία των τεσσάρων αστεριών, γράφοντας πως έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που υπήρξε μια περιπέτεια αυτού του είδους.[7]

Μερίδα των κριτικών θεώρησε πως η ταινία ήταν πολύ μεγάλη σε διάρκεια, και πως ο Μάικλ Κέιν έδειξε υπερβάλλον ζήλο στο ρόλο του. Η κριτική του περιοδικού Βαράετι (Variety) ήταν επίσης αρνητική σε σχέση με την απόδοση του Κέιν, λέγοντας πως η απόδοση του ήταν γενικώς φτωχή.[8]

Υποψηφιότητες βραβείων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία ήταν υποψήφια για τέσσερα βραβεία Όσκαρ:[9]

  • Καλύτερης καλλιτεχνικής επιμέλειας (Αλεξάντερ Τράουνερ, Τόνι Ίνγκλις, Πήτερ Τζέιμς)
  • Καλύτερου σεναρίου (Τζον Χιούστον, Γκλάντις Χιλ)
  • Καλύτερης ενδυματολογίας (Ίντιθ Χεντ)
  • Καλύτερου Μοντάζ (Ράσελ Λόιντ)

Ο Μωρίς Ζαρ ο οποίος δημιούργησε τη μουσική σύνθεση, ήταν υποψήφιος για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης πρωτότυπης μουσικής επένδυσης.

Η Ίντιθ Χεντ, ήταν επίσης υποψήφια των Βραβείων Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την καλύτερη ενδυματολογία, και ο Όσβαλντ Μώρις για την καλύτερη κινηματογράφηση.

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μωρίς Ζαρ, συνθέτης της μουσικής υπόκρουσης, συνδύασε στοιχεία της Ινδικής μουσικής μαζί με την παραδοσιακή Ευρωπαϊκή ορχήστρα, αναμειγνύοντας τις μουσικές τεχνοτροπίες των μελωδιών.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.filmaffinity.com/en/film801887.html.
  2. www.nytimes.com/news/the-lives-they-lived/2013/12/21/stuart-freeborn/.
  3. man-who-would-be-king.
  4. Huston, J. (1975). The making of the man who would be king. Allied Artists Pictures.
  5. «Pinewood Studios: Filmography and history». Simply Networking Solutions. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2013. 
  6. Cocks, Jay (29 December 1975). «Cinema: Rogues' Regiment». Time. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-08-26. https://web.archive.org/web/20130826001821/http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,945453,00.html. Ανακτήθηκε στις 7 January 2012. 
  7. Roger Ebert (23 Φεβρουαρίου 1976). «The Man Who Would Be King». rogerebert.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2010. 
  8. «The Man Who Would Be King». Variety. 31 Δεκεμβρίου 1974. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2013. 
  9. «The Man Who Would Be King (1975)». The New York Times. http://movies.nytimes.com/movie/31123/The-Man-Who-Would-Be-King/awards. Ανακτήθηκε στις 30 December 2008. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]