Ο Ορφέας στον Άδη
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τίτλος | Orphée aux Enfers |
---|---|
Γλώσσα | Γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | όπερα |
Βασίζεται σε | Ορφέας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το έργο Ο Ορφέας στον Άδη (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά Orphée aux enfers) είναι μια κωμική οπερέτα σε δύο πράξεις του Ζακ Όφφενμπαχ σε λιμπρέτο των Έκτωρ Κρεμιό και Λυντοβίκ Αλεβύ. Αφού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως opéra bouffon (γαλλικό είδος όπερας μπούφα) στο Théâtre des Bouffes-Parisiens, στο Παρίσι, στις 21 Οκτωβρίου 1858, αναθεωρήθηκε εκτενώς και επεκτάθηκε σε μια έκδοση τεσσάρων πράξεων που παρουσιάστηκε στο Théâtre de la Gaîté, στο Παρίσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1874.
Το έργο είναι μια σάτιρα του αρχαίου μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Σε αυτή την εκδοχή ο Ορφέας δεν είναι γιος του Απόλλωνα αλλά δάσκαλος βιολιού. Δε βλέπει την ώρα να απαλλαγεί από τη γυναίκα του Ευρυδίκη, γι' αυτό χαίρεται όταν ο θεός του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνας, την απαγάγει. Ο Ορφέας πρέπει να εκφοβιστεί από την κοινή γνώμη για να προσπαθήσει να σώσει την Ευρυδίκη. Η κατακριτέα συμπεριφορά των θεών του Ολύμπου στο έργο θεωρήθηκε ευρέως ως μια σάτιρα που διακωμωδούσε κρυφά την αυλή και την κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ', αυτοκράτορα της Γαλλίας. Ορισμένοι κριτικοί εξέφρασαν την οργή τους για την ασέβεια των λιμπρετιστών στην κλασική μυθολογία και θεώρησαν το έργο ως μια παρωδία της όπερας του Γκλουκ Ορφέας και Ευρυδίκη. Άλλοι επαίνεσαν το έργο.
Ο Ορφέας στον Άδη ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους όπερα του Όφφενμπαχ. Η αρχική παραγωγή του 1858 έγινε εισπρακτική επιτυχία και ξεκίνησε την επόμενη χρονιά, σώζοντας τον συνθέτη και την θεατρική εταιρεία του από οικονομικές δυσκολίες αλλά και η αναβίωση του 1874 έσπασε ρεκόρ στα ταμεία. Το έργο ανέβαινε συχνά στη Γαλλία και διεθνώς κατά τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Είναι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του και συνεχίζει να αναβιώνει τον 21ο αιώνα.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα τα καμπαρέ του Παρισιού, Μουλέν Ρουζ και Φολί-Μπερζέρ υιοθέτησαν τη μουσική του περίφημου "Γκαλόπ της κόλασης" από την κορυφαία σκηνή του έργου για να συνοδεύσουν το καν-καν, και έκτοτε αυτή η μελωδία συνδέεται ευρέως με τον χορό.
Ιστορικό και πρώτες παραγωγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ 1855 και 1858, ο Όφφενμπαχ παρουσίασε περισσότερες από δύο δωδεκάδες μονόπρακτες οπερέτες. Οι νόμοι για την αδειοδότηση θεάτρου τού επέτρεπαν τότε μόνο τέσσερις τραγουδιστές σε οποιοδήποτε έργο, και με τόσο μικρά καστ, που ήταν αδύνατον να γραφτούν έργα μεγάλου μήκους. Το 1858 οι περιορισμοί αδειοδότησης χαλάρωσαν αρκετά ώστε ο Όφφενμπαχ ήταν ελεύθερος να προχωρήσει σε ένα έργο δύο πράξεων που είχε στο μυαλό του εδώ και αρκετό καιρό. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε πει στον φίλο του και συγγραφέα Έκτωρ Κρεμιό ότι όταν ήταν μουσικός διευθυντής της Κομεντί Φρανσαίζ στις αρχές της δεκαετίας του 1850, ορκίστηκε εκδίκηση για την πλήξη που υπέφερε από τις στάσεις των μυθικών ηρώων και θεών στα έργα που παρουσιάζονταν εκεί. Ο Κρεμιό και ο Λυντοβίκ Αλεβύ σκιαγράφησαν ένα λιμπρέτο για εκείνον, που σατίριζε τέτοιους χαρακτήρες. Οι περισσότεροι από τους ρόλους γράφτηκαν έχοντας κατά νου τα δημοφιλή μέλη της θεατρικής εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών Désiré, Léonce, Lise Tautin και Henri Tayau.
Η πρώτη παράσταση έλαβε χώρα στο Salle Choiseul στις 21 Οκτωβρίου 1858. Στην αρχή το έργο πήγε αρκετά καλά στα γαλλικά ταμεία, αλλά δεν ήταν η τεράστια επιτυχία που ήλπιζε ο Όφφενμπαχ. Επέμεινε σε πολυτελείς σκηνές για τα έργα του: τα έξοδα ήταν ικανά να ξεπεράσουν τις εισπράξεις και χρειαζόταν έναν σημαντικό χρηματοδότη. Το θέμα έλαβε μια ακούσια ώθηση από τον κριτικό Ζυλ Ζανέν της εφημερίδας Journal des débat, ο οποίος είχε εγκωμιάσει προηγούμενες παραγωγές στο Bouffes-Parisiens, αλλά προκλήθηκε σε σφοδρή αγανάκτηση για αυτό που υποστήριζε ότι ήταν μια βλάσφημη, άσεμνη κατακραυγή – «βέβηλος της ιερής και ένδοξης αρχαιότητας». Η επίθεσή του αλλά και οι ασεβείς δημόσιες αντιδράσεις από τους Κρεμιό και Όφφενμπαχ, έγιναν πρωτοσέλιδο και προκάλεσαν τεράστιο ενδιαφέρον για το έργο στο παριζιάνικο κοινό, που συνέρρευσε για να το δει. Στη μελέτη του 1980 για τον Όφφενμπαχ, ο βορειοϊρλανδός μουσικός Αλεξάντερ Φάρις γράφει: «Ο Ορφέας έγινε όχι μόνο θρίαμβος, αλλά και λατρεία». Ο Άλμπερτ Λασάλ, στην ιστορία του Bouffes-Parisiens (1860), έγραψε ότι το έργο τελείωσε τον Ιούνιο του 1859 – αν και εξακολουθούσε να παίζει με τεράστια επιτυχία – «γιατί οι ηθοποιοί, που δεν μπορούσαν να κουράσουν το κοινό, ήταν οι ίδιοι εξαντλημένοι».
Το 1874 ο Όφφενμπαχ επέκτεινε σημαντικά το έργο, διπλασιάζοντας το μήκος της παρτιτούρας και μετατρέποντας την οικεία αυτή opéra bouffon του 1858 σε μια οpéra féerie με σημαντικές ακολουθίες μπαλέτου. Αυτή η εκδοχή παρουσιάστηκε στο Théâtre de la Gaîté στις 7 Φεβρουαρίου 1874, και συνέχισε για 290 παραστάσεις αφού έσπασε ρεκόρ εισιτηρίων στο θέατρο. Κατά τη διάρκεια της αναθεωρημένης εκδοχής, ο Όφφενμπαχ την επέκτεινε ακόμη περισσότερο, προσθέτοντας μπαλέτα που απεικονίζουν το βασίλειο του Ποσειδώνα στην Πράξη Γ΄ και ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των σκηνών στις τέσσερις πράξεις σε είκοσι δύο.
Διανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ρόλος | Είδος φωνής | Ηθοποιοί πρεμιέρας (αρχική έκδοση δύο πράξεων)
21 Οκτωβρίου 1858 (Διευθυντής ορχήστρας: Ζακ Όφφενμπαχ) |
Ηθοποιοί πρεμιέρας (αναθεωρημένη έκδοση τεσσάρων πράξεων)
7 Φεβρουαρίου 1874 (Διευθυντής ορχήστρας: Άλμπερτ Βιτσεντίνι) |
---|---|---|---|
Ορφέας | Τενόρος | Henri Tayau | Meyronnet |
Ευριδίκη | Υψίφωνος | Lise Tautin | Marie Cico |
Κοινή Γνώμη | Μεσόφωνος | Marguerite Macé-Montrouge | Elvire Gilbert |
Πλούτων | Τενόρος | Léonce | Achille-Félix Montaubry |
Δίας | Χαμηλός τενόρος ή υψηλός βαρύτονος | Désiré | Christian |
Τζον Στυξ | Τενόρος ή βαρύτονος | Bache | Alexandre, fils |
Ήρα | Υψίφωνος ή μεσόφωνος | Enjalbert | Pauline Lyon |
Αφροδίτη | Υψίφωνος | Marie Garnier | Angèle |
Έρως | Υψίφωνος | Coralie Geoffroy | Matz-Ferrare |
Αθηνά | Υψίφωνος | Marie Cico | Castello |
Άρτεμις | Υψίφωνος | Chabert | Berthe Perret |
Δήμητρα | Υψίφωνος | - | Iriart |
Διόνυσος | Ομιλούμενος | Antognini | Chevalier |
Άρης | Βαθύφωνος | Floquet | Gravier |
Ερμής | Τενόρος | J. Paul | Pierre Grivot |
Μορφέας | Τενόρος | - | Damourette |
Κυβέλη | Υψίφωνος | - | Maury |
Πομόνα | Υψίφωνος | - | Durieu |
Χλωρίς | Υψίφωνος | - | B. Mery |
Αγάπη | Μεσόφωνος | - | Matz-Ferrare |
Κέρβερος | Γάβγισμα | Tautin, snr. | Monet |
Μίνωας | Βαρύτονος - τενόρος | - | Scipion |
Αιακός | Τενόρος | - | Jean Paul |
Ραδάμανθυς | Βαθύφωνος | - | J. Vizentini |
Θεοί, θεές, μούσες, βοσκοί, βοσκοπούλες, σωματοφύλακες και πνεύματα του Κάτω Κόσμου |