Ούμπα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ούμπα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1η χιλιετία
Βασίλειο της Δανίας
Θάνατος878
Ντέβον
Αιτία θανάτουπεσών σε μάχη
ΘρησκείαΠαγανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Οικογένεια
ΓονείςΡάγκναρ Λόθμπροκ
ΑδέλφιαΆιβαρ ο Ασπόνδυλος
Σίγκουρντ ο Φιδομάτης
Χάλφνταν Ράγκναρσον
Μπγερν ο Σιδηρόπλευρος
ΟικογένειαΔυναστεία του Μούνσε
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ούμπα ή Ούμπι ήταν ένας Βίκινγκ οπλαρχηγός του 9ου αιώνα και ένας από τους αρχηγούς του Μεγάλου στρατού των Δανών οι οποίοι το 865 επιτέθηκαν σε Αγγλοσαξονικά βασίλεια όπως τη Νορθουμβρία, τη Μερκία, την Ανατολική Αγγλία και το Ουέσσεξ. Οι περισσότερες πηγές τον αναφέρουν σαν έναν από τους γιους του θρυλικού Ράγκναρ Λόθμπροκ αν και η ιστορική του ύπαρξη έχει αμφισβητηθεί. Οι σύγχρονες Αγγλικές πηγές περιγράφουν τον μεγάλο στρατό των επιδρομέων σαν "Δανούς" ενώ σύμφωνα με τις ενδείξεις που υπάρχουν συγκεντρώθηκε στη Φριζία, ο ίδιος ο Ούμπα περιγράφεται σαν "δούκας των Φριζίων". Το 865 ο Μεγάλος στρατός με αρχηγό έναν άντρα με το όνομα Άιβαρ μεγαλύτερο αδελφό του Ούμπα πέρασε τον χειμώνα στην Ανατολική Αγγλία, στη συνέχεια επιτέθηκε και κατέστρεψε το βασίλειο της Νορθουμβρίας. Ο στρατός των Βίκινγκ κατέκτησε το βασίλειο των Ανατολικών Άγγλων (869) δολοφονώντας τον βασιλιά Έντμουντ που ανακηρύχθηκε Άγιος και μάρτυρας. Οι σύγχρονες με την εποχή του Ούμπα πηγές δεν συσχετίζουν τον ίδιο με την εκστρατεία αλλά τον συσχετίζουν αργότερα με τον μαρτυρικό θάνατο του Έντμουντ. Μετά την πτώση του βασιλείου των Ανατολικών Άγγλων η ηγεσία του στρατού των επιδρομέων πέρασε στον Χάλφνταν Ράγκναρσον αδελφό του Ούμπα και του Άιβαρ, οι Βίκινγκ εκστράτευσαν εναντίον των Δυτικών Σαξόνων και κατέστρεψαν το βασίλειο της Μερκίας. Μετά το 873 ο μεγάλος στρατός χωρίστηκε στα δυο : ο Χάλφνταν ήταν ο αρχηγός του στρατιωτικού σώματος με κατεύθυνση βόρεια προς τη Νορθουμβρία και ο Γκουθρούμ αρχηγός του άλλου τμήματος του στρατού με κατεύθυνση προς το βασίλειο των Δυτικών Σαξόνων. Τον χειμώνα του 876 - 877 ο Γκουθρούμ έκανε αιφνίδια επίθεση στο Ουέσσεξ και ένωσε τις δυνάμεις του με άλλο ένα σώμα στρατού των Βίκινγκ στο Ντέβον, σύμφωνα με νεώτερες πηγές ο αρχηγός του σώματος αυτού αναγνωρίστηκε σαν αδελφός του Χάλφνταν και του Άιβαν με το όνομα Ούμπα.

Οι πρώτες επιθέσεις των Βίκινγκ από τη Φριζία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρογραφία από έγγραφο του Harley MS 2278 που παρουσιάζει τον Λόθμπροκ και τους γιους του

Στα μέσα του 9ου αιώνα ένας στρατός επιδρομέων επιτέθηκε στα Αγγλοσαξονικά βασίλεια, οι νεώτερες εκδόσεις στο Αγγλοσαξωνικό χρονικό τοποθετούν την επίθεση στα τέλη του 9ου αιώνα, σύμφωνα με την Αρχαία Αγγλική ορολογία τον ονόμασαν "Μεγάλο στρατό".[1][2] Η προέλευση του στρατού αυτού ήταν άγνωστη, το χρονικό τους αναγνωρίζει σαν Δανούς ή αλλόθρησκους.[3][4] Ο χρονικογράφος του 10ου αιώνα Ασσέρ αναφέρει ότι οι επιδρομείς σύμφωνα με την προφορική παράδοση επιτέθηκαν από τη "χώρα του Δούναβη".[5] Η χώρα του Δούναβη σε πρώτη μετάφραση αναγνωρίζεται σαν η Δακία παρόλα αυτά ο Ασσέρ τονίζει ότι η λέξη "Δούναβης" ή "Δανούμπ" ήταν ένας Αγγλικός όρος που χρησιμοποιούσαν συχνά όταν έκαναν αναφορές στη Δανία.[6] Ο χρονικογράφος του 10ου αιώνα Έθελγουιρ αναφέρει ότι "ο στόλος του τυράννου Άιβαρ έφτασε στη γη της Αγγλίας από τον βορά" παραπέμποντας την καταγωγή από τη Σκανδιναβία.[7]

Στον Μεγάλο στρατό συμμετείχαν Βίκινγκ οι οποίοι ήταν ενεργοί στην Αγγλία όπως επίσης και άντρες που είχαν έρθει απ'ευθείας από τη Σκανδιναβία, την Ιρλανδία και την ηπειρωτική Ευρώπη, ο στρατός ανασυγκροτήθηκε αρχικά στη Σκανία.[8][9] Τα "Χρονικά του Μπερτινιάνι" τον 9ο αιώνα αναφέρουν ότι οι Δανοί Βίκινγκ ισοπέδωσαν τη Φριζία (851).[10][11] Τα "Χρονικά" του Λίντισφαρν τον 12ο αιώνα αναφέρει ότι οι Βίκινγκ από τη Δανία και τη Φριζία επιβιβάστηκαν στη νήσο του Σέπεϊ (855).[12][13][14] Η ίδια πηγή όπως επίσης και η "Ιστορία του Σάνκτο Καθέμπρο" που γράφτηκε τον 11ο αιώνα περιγράφουν μαζί τον Ούμπα σαν "δούκα των Φριζίων".[15][16][17] Η "Ιστορία του Σάνκτο Καθέμπρο" χρησιμοποιεί επιπλέον για τον στρατό των εισβολέων την ορολογία "Σκανδίλγκι" που μεταφράζεται ως "προερχόμενοι από τον ποταμό Σκάλδη".[18] Η αναφορά αυτή δείχνει ότι ο Ούμπα ήρθε από το Ουαλχέρεν ένα νησί στο στόμιο του Σκάλδη.[19] Το νησί βρισκόταν υπό την κατοχή των Βίκινγκ περισσότερο από 20 χρόνια από την εποχή που ο αυτοκράτορας Λοθάριος Α΄ το παραχώρησε σε έναν άντρα από τη βασιλική δυναστεία της Δανίας με το όνομα Χάραλντ. (841)[20] Με δεδομένο ότι τα στρατεύματα του Ούμπα είχαν εγκατασταθεί στη Φριζία περισσότερο από 20 χρόνια πολλοί άντρες από τον στρατό του είχαν γεννηθεί σε εκείνη την περιοχή.[21] Το γεγονός ότι ο στρατός έζησε μεγάλα διαστήματα στην Ιρλανδία και την ηπειρωτική Ευρώπη δείχνει ότι πολλοί άντρες πιθανότατα να είχαν ασπαστεί τη χριστιανική θρησκεία η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο στη Βρετανία.[22]

Κατάκτηση της Νορθουμβρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρογραφία από έγγραφο του Harley MS 2278 που παρουσιάζει τη λεηλασία της Αγγλίας από τον Άιμαρ και τον Ούμπα - Βρετανική Βιβλιοθήκη

Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό αναφέρει ότι το φθινόπωρο του 865 ο Μεγάλος στρατός των Βίκινγκ επιτέθηκε στην Ανατολική Αγγλία και πέρασε τον χειμώνα.[23] Την περίοδο εκείνη οι Βίκινγκ απέκτησαν εξαιρετική πολεμική εμπειρία και το χρονικό συνεχίζει να γράφει ότι την επόμενη άνοιξη επιτέθηκαν απ'ευθείας στην καρδιά του βασιλείου της Νορθουμβρίας το οποίο βρισκόταν σε εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στον Αέλα της Νορθουμβρίας και τον Όσμπερτ της Νορθουμβρίας.[24] Την επόμενη χρονιά (866) οι Βίκινγκ κυρίευσαν τη Γιορκ μια από τις δυο αρχιεπισκοπικές έδρες και ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στη Βρετανία.[39] Ο Όσμπερτ και ο Αέλα συμφιλιώθηκαν μπροστά στον κίνδυνο των επιδρομέων, το χρονικό αναφέρει ότι έκαναν μαζί επίθεση στη Γιορκ αλλά έπεσαν και οι δυο στη μάχη (867).[25] Η "Βασιλική Ιστορία" αναφέρει ότι μετά την κατάρρευση του βασιλείου της Νορθουμβρίας οι Βίκινγκ διόρισαν υποτελή βασιλιά τον Εγβέρτο Α΄ της Νορθουμβρίας με στόχο να συγκεντρώνει φόρους από τον λαό για τον στρατό τους.[26][27]

Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό συνεχίζει περιγράφοντας ότι ο στρατός των Βίκινγκ επιτέθηκε κατόπιν στη Μερκία, κυρίευσε την πόλη του Νότιγχαμ και πέρασε τον χειμώνα εκεί.[28] Οι βασιλείς Μπούργκρεντ της Μερκίας και Έθελρεντ του Ουέσσεξ και του Κεντ ενώθηκαν για να ανακαταλάβουν το Νότιγχαμ αλλά σύμφωνα τόσο με το χρονικό όσο και με τον Ασσέρ στάθηκαν ανίκανοι να το κάνουν.[29][30] Ο στρατός των Βίκινγκ ενισχύθηκε εν τω μεταξύ αλλά για άγνωστο λόγο όπως γράφει το χρονικό αναγκάστηκαν να κλείσουν ειρήνη με τον βασιλιά της Μερκίας και να αποσυρθούν στη Γιορκ.[31][32]

Κατάκτηση της Ανατολικής Αγγλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μαρτύριο του Αγίου Έντμουντ σε παράσταση τον 12ο αιώνα

Το βασίλειο της Ανατολικής Αγγλίας έπεσε στους Βίκινγκ (869), σύμφωνα με το Αγγλοσαξωνικό χρονικό έκαναν χειμερινή επίθεση στο Δέτφορντ, πολέμησαν με τους Ανατολικούς Άγγλους και δολοφόνησαν τον βασιλιά Έντμουντ.[33] Οι απόψεις για το γεγονός διαφέρουν, το Αγγλοσαξονικό χρονικό αναφέρει ότι ο βασιλιάς έπεσε σε μάχη αντίθετα ο Ασσέρ στους στίχους του γράφει ότι πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επειδή αρνήθηκε να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη γι'αυτό καθιερώθηκε από την εκκλησία ως Άγιος και μάρτυρας.[34][35][36] Άν και οι συγκεκριμένες περιγραφές είναι μεταγενέστερες το γεγονός να συνελήφθη ζωντανός ο Έντμουντ μετά τη μάχη και να εκτελέστηκε θεωρείται πολύ πιθανό για τα δεδομένα της εποχής.[37] Ο κληρικός Άμπο του Φλερί τον 12ο αιώνα αναφέρει ότι ο Άιβαρ άφησε τον Ούμπα πίσω στη Νορθουμβρία πριν επιτεθεί στους Ανατολικούς Άγγλους.[38] Σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη πηγή το Αγγλοσαξωνικό χρονικό αναφέρει στους στοίχους του ότι ο Άιβαρ και ο Ούμπα ήταν "οι αρχηγοί του στρατού και οι δολοφόνοι του βασιλιά".[39][40] Αυτό πιθανότατα να ήταν ένα λάθος του χρονικού επειδή οι μετέπειτα πηγές δεν συσχετίζουν τον θάνατο του βασιλιά με τους δυο συγκεκριμένους οπλαρχηγούς.

Μετά τον θάνατο του Έντμουντ και την καταστροφή του βασιλείου της Ανατολικής Αγγλίας ο Άιβαρ εξαφανίζεται από τις Αγγλικές ιστορικές πηγές.[41] Το δεύτερο μισό του 870 ένας απο τους αρχηγούς του μεγάλου στρατού ήταν ο αδελφός τους Χάλφνταν ο οποίος τοποθετήθηκε αρχηγός για την εκστρατεία εναντίον του Ουέσσεξ.[42] Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό αναφέρει ότι με έδρα το Ρίντινγκ πραγματοποίησε εννέα μάχες εναντίον του βασιλείου των Δυτικών Σαξόνων η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η μάχη του Άσνταουν στις ακτές του Μπέρκσαϊρ.[43][44] Η μάχη αυτή ήταν η πρώτη αναφορά του ίδιου του Χάλφνταν στις γραπτές πηγές.[45] Οι Δανοί δεν μπόρεσαν τελικά να κάμψουν την αντίσταση των Σαξόνων του Ουέσσεξ ειδικά μετά την άνοδο στον θρόνο του νέου δυναμικού βασιλιά Αλφρέδου του Μέγα (871) και αναγκάστηκαν να κλείσουν ειρήνη.[46]

Κατάκτηση της Μερκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Χρονικό αναφέρει ότι μετά τη σύναψη της ειρήνης οι Βίκινγκ αποσύρθηκαν στο Λονδίνο στο οποίο πέρασαν τον χειμώνα.[47] Το Λονδίνο βρισκόταν εκείνη την εποχή υπό την κατοχή των Βίκινγκ όπως προκύπτει από μετέπειτα στίχους του χρονικού σχετικά με την ανακατάληψη της πόλης από τον Αλφρέδο τον Μέγα.[48] Οι στίχοι αναφέρουν ότι ο στρατός των κατακτητών βάδισε αργότερα βόρεια στη Νορθουμβρία (873), πιθανότητα πραγματοποιήθηκε μετατόπιση του στρατού μετά την καταστολή της εξέγερσης εναντίον του υποτελούς βασιλέως τους στη Νορθουμβρία.[49] Η μετατόπιση αυτή πιθανότατα ήταν τμήμα του σχεδίου για την επίθεση στη βόρεια Μερκία.[50] Το χρονικό αναφέρει ότι οι Βίκινγκ πέρασαν τον χειμώνα του 873 στο Τόρκσει και στη συνέχεια εξανάγκασαν τον Μπούργκρεντ της Μερκίας να παραιτηθεί από τον θρόνο, στη θέση του τοποθέτησαν ως υποτελή τους τον Κέολγουλφ Β΄ της Μερκίας απόγονο του Κέολγουλφ Α΄ της Μερκίας.[51]

Μετά την πτώση του βασιλείου της Μερκίας ο στρατός των κατακτητών είχε στην κατοχή του τον δρόμο ανάμεσα στην Ανατολική Αγγλία και τη Νορθουμβρία, μονάχα το Ουέσσεξ παρέμενε ανεξάρτητο βασίλειο που δεν βρισκόταν υπό την κατοχή τους.[52][53] Η "Βρετανική Ιστορία" αναφέρει στη συνέχεια ότι ο Μεγάλος στρατός μοιράστηκε στα δυο, το ένα τμήμα με αρχηγό τον Χάλφνταν βάδισε βόρεια προς τη Νορθουμβρία.[54] Τον χειμώνα του 874 - 875 ο Χάλφνταν με έδρα τον ποταμό Τίν ξεκίνησε τις επιδρομές του εναντίον των Πίκτων και των Βρετανών του Στραθκλάιντ.[55] Η πληροφορία αυτή φαίνεται επιπλέον στα "Χρονικά του Ούλστερ" μια Ιρλανδική πηγή που εμφανίζει αιματηρή μάχη ανάμεσα στους Πίκτους και το Ντάμπγκαιγ (875).[56] Άν ο Άιμαρ των Ιρλανδικών πηγών ταυτίζεται με τον Άιβαρ των Αγγλικών πηγών ο Χάλφνταν πιθανότατα συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις του αδελφού του στα βόρεια.[57] Το 876 ο στρατός του Χάλφνταν διασπάστηκε σύμφωνα με το χρονικό επιτρέποντας στους άντρες του να κατοικήσουν στα εδάφη τα οποία είχαν εγκατασταθεί.[58]

Προετοιμασίες για επίθεση στο Ουέσσεξ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δανοί Βίκινγκ σε επιδρομή εναντίον της Αγγλίας - μικρογραφία του 1130

Ο Χάλφνταν ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Νορθουμβρίας και το υπόλοιπο τμήμα του στρατού υπό την ηγεσία του Γκαθράμ, του Οσκετέλ και του Ανβέντ οι οποίοι συνδέθηκαν με τη μεγάλη επίθεση του 871 βάδισαν με προορισμό την Ανατολική Αγγλία.[59] Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό αναφέρει ότι ο στρατός του με βάση το Κέμπριτζ ξεκίνησε τις επιδρομές εναντίον του Ουέσσεξ (875) και την επόμενη χρονιά κυρίευσε το Γουέρχαμ. Ο Αλφρέδος έκλεισε ειρήνη με τους Βίκινγκ αλλά οι ίδιοι την έσπασαν την επόμενη χρονιά και κατέλαβαν το Έξετερ (876).[60] Την ίδια χρονιά ένα τμήμα στόλου υπό την ηγεσία του Γκουθρούμ καταστράφηκε από την καταιγίδα, το Χρονικό αναφέρει ότι αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Μερκία.[61]

Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό σημειώνει ότι ο στρατός του Γκουθρούμ άρχισε την εγκατάσταση στην περιοχή του Μίνλαντς η οποία έμεινε γνωστή ως "Οι πέντε επαρχίες".[62][63] Το χρονικό και ο Ασσέρ σημειώνουν ότι ο Γκουθρούμ πραγματοποίησε αιφνίδια επίθεση εναντίον των Δυτικών Σαξόνων τον χειμώνα του 877 - 878.[64] Με βάση το Γκλόστερ οι Βίκινγκ ξεκίνησαν τις επιδρομές στο Ουέσσεξ και κυρίευσαν το βασιλικό χωριό του Τσίππενχαμ, πιθανότατα αυτό συνδυάστηκε με άλλη μια επίθεση των Βίκινγκ στο Έξετερ που ολοκληρώθηκε με τη μάχη του Άρξ Κινουί (878).[65] Οι μετέπειτα στίχοι του Αγγλοσαξονικού χρονικού παρουσιάζουν τη μάχη στο Ντεβόν, ο Ασσέρ προσδιορίζει ένα κάστρο με το όνομα Άρξ Κινουί στο βόρειο Ντεβόν.[66][67] Ο Ασσέρ αναφέρει ότι έκανε απόβαση στο Ντεβόν από μια βάση με το όνομα Ντιφέντ η οποία πιθανότατα βρισκόταν στην Ιρλανδία.[68][69] Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό δεν λέει το όνομα του στρατάρχη, τον περιγράφει σαν αδελφό του Άιβαρ και του Χάλφνταν ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη.[70] Ο χρονικογράφος του 12ου αιώνα Τζόφφρυ Γκαιμαρ τον αναγνωρίζει σαν τον Ούμπα αλλά δεν διευκρινίζει αν στηρίχτηκε σε κάποια περασμένη πηγή ή εάν ήταν δικό του συμπέρασμα.[71][72] Είναι πολύ πιθανό ο Γκαιμάρ να στηρίχτηκε στους θρύλους που κυκλοφόρησαν γύρω από τον Άιμαρ και τον Ούμπα σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο του Έντμουντ.[73] Ο Γκαιμαρ παραπέρα αναφέρει ότι ο Ούμπα τάφηκε σε έναν λόφο τον "Ούμπαλαβ" λέξη που μεταφράζεται ως "ανάχωμα του Ούμπα".[74]

Συντριβή των Βίκινγκ από τον Αλφρέδο τον Μέγα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη που ακολούθησε κατέληξε σε μια συντριπτική νίκη των Σαξόνων, ο Έθελγουιρντ αναφέρει τον Όντα, κόμη του Ντέβον σαν αρχηγό των δυνάμεων των νικητών.[75][76] Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό απαριθμεί τον στόλο των Βίκινγκ σε 23 πλοία και τις απώλειες τους σε 840 νεκρούς.[77] Ο στρατηγός των Βίκινγκ στο Άρξ Κινουίτ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία από την εκστρατεία του Γκουθρούμ για να πραγματοποιήσει τη δική του εκστρατεία εναντίον των Δυτικών Σαξόνων.[78] Από την πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο τόπος και ο χρόνος που έγινε η μάχη δείχνει μια συνεννόηση ανάμεσα στους δυο στρατούς των Βίκινγκ εναντίον του Αλφρέδου αλλά στην πραγματικότητα δεν συνέβη αυτό.[79] Άν είχαν συνεργαστεί πραγματικά οι Βίκινγκ του Άρξ Κινουίτ με τον Γκουθρούμ οι προηγούμενες από τις δραστηριότητες τους στο Ντιφέντ θα είχαν συσχετιστεί με τις εκστρατείες του Γκουθρούμ εναντίον του Αλφρέδου.[80] Ο Γκουθρούμ άφησε εκτεθειμένο τον στρατό των Βίκινγκ του Άρξ Κινουίτ απέναντι στις δυνάμεις του Αλφρέδου και επέτρεψε στον βασιλιά του Ουέσσεξ να διασπάσει τις δυνάμεις επικοινωνίας των αντιπάλων του.[81]

Η θέση του Αλφρέδου αν και φαινόταν στην αρχή ότι δεν ήταν εξασφαλισμένη με τον ίδιο να κινδυνεύει με κατάρρευση τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον θρίαμβο στο Άρξ Κινουίτ αντέστρεψαν την κατάσταση με το μέρος του. Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό αναφέρει ότι ο Αλφρέδος στη συνέχεια κατόρθωσε με μεγάλη επιτυχία να πραγματοποιήσει νέα επίθεση εναντίον του Γκουθρούμ και να τον συντρίψει στο Έντινγκτον.[82] Ο Γκούθρουμ αναγκάστηκε να δεχτεί τους όρους του Αλφρέδου για ειρήνη, βαπτίστηκε χριστιανός και παρέμεινε βασιλιάς στην Ανατολική Αγγλία για περισσότερο από μια δεκαετία μέχρι τον θάνατο του (890).[83] Παρά το γεγονός ότι ο Ούμπα και ο Άιβαρ έχουν συσχετιστεί μεταξύ τους από τον ηγούμενο του Φλερί και από τον κληρικό του 11ου αιώνα Έλφρικ του Έινσαμ δεν αναφέρεται πουθενά τίποτα περισσότερο για τη μεταξύ τους σχέση από άλλες πηγές.[84] Η πρώτη πηγή που περιγράφει τη μεταξύ τους συγγένεια ήταν τα Λατινικά Χρονικά του Νεότ τον 12ο αιώνα, μια πηγή από το Σάφοκ που αναφέρει ότι ηταν και οι δυο γιοι ενός άντρα με το όνομα "Λοθμπρόκους".[85][86]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Whitelock 1969 p. 217.
  2. Downham 2013a pp. 13–14; McLeod 2013 p. 64.
  3. Downham 2013a p. 13.
  4. McLeod 2013 p. 64; Woolf 2007 p. 71.
  5. Downham 2013a p. 13; Downham 2013b p. 53; Downham 2007 p. 64; Conybeare 1914 p. 98 (§ 24); Cook 1906 p. 13 (§ 21); Giles 1906 p. 50; Stevenson 1904 pp. 18–19 (§ 21); Stevenson 1854 p. 449.
  6. Downham 2013a p. 13; Downham 2013b p. 53; Downham 2007 p. 64.
  7. Downham 2013a p. 13 & n. 23; Downham 2007 p. 64; Conybeare 1914 p. 156 (§ 1); Giles 1906 p. 25; Stevenson 1854 p. 427 (§ 866).
  8. Downham 2007 pp. 63–65; McLeod 2013 p. 76 & n. 67; Keynes 2001 p. 54; Woolf 2007 p. 71.
  9. McLeod 2013 p. 84; Woolf 2007 pp. 71–72; Woolf 2004 p. 95; Bremmer 1981.
  10. Rech 2014.
  11. Woolf 2007 pp. 71–72; Nelson 1991 p. 73; Waitz 1883 p. 41.
  12. Woolf 2007 p. 259
  13. Stancliffe 1989 pp. 28–29.
  14. van Houts 1984 p. 116; Bremmer 1981 pp. 75–76; Whitelock 1969 pp. 223, n. 25, 227; Pertz 1866 p. 506.
  15. Davidson 1998 (vol. 2), p. 156, n. 38; van Houts 1984 p. 116; Bremmer 1981 p. 76; Whitelock 1969 pp. 223 n. 25 & 227; Pertz 1866 p. 506.
  16. Woolf 2007 p. 359; South 2002 p. 2.
  17. Woolf 2007 pp. 71–72; South 2002 pp. 50–51 (§ 10) & 52–53 (§ 14); Whitelock 1969 p. 227; Arnold 1882 pp. 201–202 (§ 10) & 204 (§ 14); Hodgson Hinde 1868 pp. 142 & 144.
  18. Woolf 2007 p. 72; Woolf 2004 p. 95; Frank 2000 p. 159.
  19. Woolf 2007 p. 72.
  20. Woolf 2007 p. 72; Besteman 2004 p. 105; Nelson 2001 pp. 25 & 41; Nelson 1991 p. 73; Lund 1989 pp. 47 & 49 n. 16.
  21. Woolf 2007 p. 72.
  22. McLeod 2013 pp. 83–84; Woolf 2007 p. 72.
  23. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 69; Irvine 2004 p. 48 (§ 866); O'Keeffe 2000 pp. 57–58 (§ 866); Swanton 1998 pp. 68-69 (§ 866); Whitelock 1996 p. 196 (§ 866); Conybeare 1914 p. 140 (§ 866); Giles 1914 p. 49 (§ 866); Gomme 1909 p. 58 (§ 866); Hervey 1907 pp. 2–3 (§ 866); Earle; Plummer 1892 pp. 68–69 (§ 866); Thorpe 1861a pp. 130–131; Thorpe 1861b p. 59 (§ 866); Stevenson 1853 p. 43 (§ 866); Ingram 1823 p. 97 (§ 866).
  24. Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 69–70; Kirby 2002 p. 173; Irvine 2004 p. 48 (§ 867); O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 867); Swanton 1998 pp. 68–69 (§ 867); Whitelock 1996 p. 196 (§ 867); Conybeare 1914 p. 140 (§ 867); Giles 1914 p. 49 (§ 867); Gomme 1909 p. 58 (§ 867); Hervey 1907 pp. 2–3 (§ 867); Earle; Plummer 1892 pp. 68–69 (§ 867); Thorpe 1861a pp. 130–133; Thorpe 1861b p. 59 (§ 867); Stevenson 1853 p. 43 (§ 867); Ingram 1823 pp. 97–98 (§ 867).
  25. Downham 2007 p. 65; Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 69–70; Irvine 2004 p. 48 (§ 867); Keynes 2001 p. 54; O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 867); Swanton 1998 pp. 68–69 (§ 867); Whitelock 1996 p. 196 (§ 867); Conybeare 1914 p. 140 (§ 867); Giles 1914 p. 49 (§ 867); Gomme 1909 p. 58 (§ 867); Earle; Plummer 1892 pp. 68–69 (§ 867); Thorpe 1861a pp. 130–133; Thorpe 1861b p. 59 (§ 867); Stevenson 1853 p. 43 (§ 868); Ingram 1823 pp. 97–98 (§ 867).
  26. Timofeeva 2011 p. 119; South 2002 p. 10; Gransden 1996 pp. 148–149.
  27. Keynes 2014 p. 526; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 70; Sawyer 2001 p. 275; Arnold 1885 pp. 105–106.
  28. Downham 2007 p. 65; Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 70–71; Irvine 2004 p. 48 (§ 868); Keynes 2001 p. 54; O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 868); Swanton 1998 pp. 68–71 (§ 868); Whitelock 1996 p. 197 (§ 868); Conybeare 1914 p. 140 (§ 868); Giles 1914 pp. 49–50 (§ 868); Gomme 1909 pp. 58–59 (§ 868); Earle; Plummer 1892 pp. 68–71 (§ 868); Thorpe 1861a pp. 132–135; Thorpe 1861b p. 59 (§ 868); Stevenson 1853 p. 43 (§ 868); Ingram 1823 p. 98 (§ 868).
  29. Downham 2007 p. 65; Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 70–72; Irvine 2004 p. 48 (§ 868); O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 868); Swanton 1998 pp. 68–71 (§ 868); Whitelock 1996 p. 197 (§ 868); Conybeare 1914 p. 140 (§ 868); Giles 1914 pp. 49–50 (§ 868); Gomme 1909 pp. 58–59 (§ 868); Earle; Plummer 1892 pp. 68–71 (§ 868); Thorpe 1861a pp. 132–135 Thorpe 1861b p. 59 (§ 868); Stevenson 1853 p. 43 (§ 868); Ingram 1823 p. 98 (§ 868).
  30. Swanton 1998 pp. 70–71 & n. 1; Whitelock 1996 p. 197 n. 2; Conybeare 1914 pp. 101–102 (§ 30); Cook 1906 pp. 17–18 (§ 30); Giles 1906 p. 53; Stevenson 1904 pp. 24–25 (§ 30); Stevenson 1854 p. 452.
  31. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 70.
  32. Downham 2007 p. 65; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 72; Irvine 2004 p. 48 (§ 869); O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 869); Swanton 1998 p. 71 (§ 869); Whitelock 1996 p. 197 (§ 869); Conybeare 1914 p. 140 (§ 869); Giles 1914 p. 50 (§ 869); Gomme 1909 p. 59 (§ 869); Earle; Plummer 1892 pp. 70–71 (§ 869); Thorpe 1861a pp. 134–135; Thorpe 1861b p. 60 (§ 869); Stevenson 1853 p. 43 (§ 869); Ingram 1823 p. 99 (§ 869).
  33. Mostert 2014 pp. 165–166; Downham 2007 p. 64; Winstead 2007 p. 128; Irvine 2004 p. 48 (§ 870); O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 871); Swanton 1998 pp. 70–71 (§ 870); Whitelock 1996 p. 197 & n. 6 (§ 870); Conybeare 1914 pp. 140-141 (§ 870); Giles 1914 pp. 50–51 (§ 870); Gomme 1909 pp. 59–70 (§ 870); Hervey 1907 pp. 2–3 (§ 870); Earle; Plummer 1892 pp. 70–71 (§ 870); Thorpe 1861a pp. 134–136 (§ 870); Thorpe 1861b p. 60 (§ 870); Stevenson 1853 pp. 43–44 (§ 870); Ingram 1823 p. 99 (§ 870).
  34. Mostert 2014 pp. 165–166; Gransden 2004.
  35. Gransden 2004; Conybeare 1914 p. 102 (§ 33); Hervey 1907 pp. 4–5; Cook 1906 p. 18 (§ 33); Giles 1906 p. 26; Stevenson 1904 p. 26 (§ 33); Stevenson 1854 p. 452 (§ 870).
  36. Mostert 2014 pp. 165–166; Winstead 2007 p. 128; Frantzen 2004 pp. 61–66; Gransden 2004.
  37. Mostert 2014 pp. 165–166; Whitelock 1969 pp. 221–222; Arnold 1890 pp. 15–16 (§ 10).
  38. Mostert 1987 p. 42; Whitelock 1969 p. 219; Hervey 1907 pp. 18–21 (§ 5); Arnold 1890 pp. 8–10 (§ 5).
  39. Whitelock 1969 p. 223.
  40. Swanton 1998 pp. 70–71 & n. 2; Whitelock 1996 p. 197 n. 6; Bremmer 1981 p. 77; McTurk 1976 p. 119; Stenton 1963 p. 244 n. 2; Conybeare 1914 pp. 140–141 (§ 870); Giles 1914 pp. 50–51 (§ 870); Gomme 1909 p. 59 n. 2; Hervey 1907 pp. 2–3 (§ 870); Thorpe 1861a pp. 134–136; Thorpe 1861b p. 60 (§ 870); Ingram 1823 p. 99 (§ 870).
  41. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 72.
  42. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 72.
  43. Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 72–73; Irvine 2004 pp. 48–49 (§ 871); O'Keeffe 2000 p. 58 (§ 871); Swanton 1998 pp. 70–73 (§ 871); Whitelock 1996 pp. 197–198 (§ 871); Conybeare 1914 p. 141–142 (§ 871); Giles 1914 pp. 51–52 (§ 871); Gomme 1909 pp. 60–61 (§ 871); Earle; Plummer 1892 pp. 70–73 (§ 871); Thorpe 1861a pp. 136–143 (§ 871); Thorpe 1861b pp. 61–62 (§ 871); Stevenson 1853 pp. 44–45 (§ 871); Ingram 1823 pp. 99–101 (§ 871).
  44. Costambeys 2004.
  45. Downham 2007 p. 68; Costambeys 2004.
  46. Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 72–73.
  47. Downham 2007 p. 68; Irvine 2004 p. 49 (§ 872); O'Keeffe 2000 pp. 58–59 (§ 872); Swanton 1998 pp. 71–72 (§ 872); Whitelock 1996 p. 199 (§ 872); Conybeare 1914 p. 142 (§ 872); Giles 1914 p. 52 (§ 872); Gomme 1909 p. 61 (§ 872); Earle; Plummer 1892 pp. 72–73 (§ 872); Thorpe 1861a pp. 142–;143 (§ 872); Thorpe 1861b p. 62 (§ 872); Stevenson 1853 p. 45 (§ 872); Ingram 1823 pp. 101–102 (§ 872).
  48. Abels 2013 p. 171 & n. 4; Downham 2007 p. 68; Irvine 2004 p. 51 (§ 883); O'Keeffe 2000 p. 69 (§ 884); Keynes 1998 pp. 12–13 & n. 49, 21–23; Swanton 1998 p. 79 & n. 20 (§ 883); Whitelock 1996 p. 202 (§ 883); Brooke; Keir 1975 p. 19 & n. 2; Conybeare 1914 pp. 144–145 (§ 883); Giles 1914 p. 55 (§ 883); Gomme 1909 pp. 64–65 (§ 883); Earle; Plummer 1892 p. 79 (§ 883); Thorpe 1861a pp. 150–153 (§ 883); Thorpe 1861b p. 66 (§ 88); Stevenson 1853 pp. 47–48 (§ 883); Ingram 1823 p. 107 (§ 883).
  49. Downham 2007 pp. 68–69; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 73.
  50. Downham 2007 p. 69.
  51. Downham 2007 p. 69; Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 73–74; Irvine 2004 pp. 49–50 (§§ 873, 874); O'Keeffe 2000 p. 60 (§§ 873, 874); Swanton 1998 pp. 72–73 (§§ 873, 874); Whitelock 1996 p. 199 (§§ 873, 874); Conybeare 1914 p. 142 (§§ 873, 874); Giles 1914 pp. 52–53 (§§ 873, 874); Gomme 1909 pp. 61–62 (§§ 873, 874); Earle; Plummer 1892 pp. 72–73 (§§ 873, 874); Thorpe 1861a pp. 142–143 (§§ 873, 874); Thorpe 1861b pp. 62–63 (§§ 873, 874); Stevenson 1853 p. 45 (§§ 873, 874); Ingram 1823 p. 102 (§§ 873, 874).
  52. Downham 2007 p. 69.
  53. Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 74–75.
  54. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 75; Arnold 1885 p. 110 (§ 875).
  55. Downham 2007 p. 70; Irvine 2004 p. 50 (§ 875); O'Keeffe 2000 p. 60 (§ 875); Swanton 1998 pp. 72–75 (§ 875); Whitelock 1996 pp. 31 & 199 (§ 875); Conybeare 1914 p. 142 (§ 875); Giles 1914 p. 53 (§ 875); Gomme 1909 p. 62 (§ 875); Earle; Plummer 1892 pp. 72–75 (§ 875); Thorpe 1861a pp. 142–145 (§ 875); Thorpe 1861b p. 63 (§ 875); Stevenson 1853 pp. 45–46 (§ 875); Ingram 1823 pp. 102–103 (§ 875).
  56. Downham 2007 p. 70; Annala Uladh... 2012 § U875.3; Annala Uladh... 2008 § U875.3; Whitelock 1996 p. 31.
  57. Downham 2007 p. 70.
  58. Downham 2007 p. 70; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 75; Irvine 2004 p. 50 (§ 876); O'Keeffe 2000 pp. 60–61 (§ 876); Swanton 1998 pp. 74–75 (§ 876); Whitelock 1996 p. 199 (§ 876); Conybeare 1914 pp. 142–143 (§ 876); Giles 1914 p. 53 (§ 876); Gomme 1909 p. 62 (§ 876); Earle; Plummer 1892 pp. 74–75 (§ 876); Thorpe 1861a pp. 144–145 (§ 876); Thorpe 1861b pp. 63–64 (§ 876); Stevenson 1853 p. 46 (§ 876); Ingram 1823 p. 103 (§ 876).
  59. Downham 2007 p. 70; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 75; Irvine 2004 p. 50 (§ 875); O'Keeffe 2000 p. 60 (§ 875); Swanton 1998 pp. 72–75 (§ 875); Whitelock 1996 p. 199 (§ 875); Conybeare 1914 p. 142 (§ 875); Giles 1914 p. 53 (§ 875); Gomme 1909 p. 62 (§ 875); Earle; Plummer 1892 pp. 72–75 (§ 875); Thorpe 1861a pp. 142–145 (§ 875); Thorpe 1861b p. 63 (§ 875); Stevenson 1853 pp. 45–46 (§ 875); Ingram 1823 pp. 102–103 (§ 875).
  60. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 75; Irvine 2004 p. 50 (§ 876); O'Keeffe 2000 pp. 60–61 (§ 876); Swanton 1998 pp. 74–75 (§ 876); Whitelock 1996 p. 199 (§ 876); Conybeare 1914 pp. 142–143 (§ 876); Giles 1914 p. 53 (§ 876); Gomme 1909 p. 62 (§ 876); Earle; Plummer 1892 pp. 74–75 (§ 876); Thorpe 1861a pp. 144–145 (§ 876); Thorpe 1861b pp. 63–64 (§ 876); Stevenson 1853 p. 46 (§ 876); Ingram 1823 p. 103 (§ 876).
  61. Forte; Oram; Pedersen 2005 pp. 75–76; Irvine 2004 p. 50 (§ 877); O'Keeffe 2000 p. 61 (§ 877); Swanton 1998 pp. 74–75 (§ 877); Whitelock 1996 p. 195 (§ 877); Conybeare 1914 p. 143 (§ 877); Giles 1914 pp. 53–54 (§ 877); Gomme 1909 pp. 62–63 (§ 877); Earle; Plummer 1892 pp. 74–75 (§ 877); Thorpe 1861a pp. 144–147 (§ 877); Thorpe 1861b p. 64 (§ 877); Stevenson 1853 p. 46 (§ 877); Ingram 1823 p. 104 (§ 877).
  62. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76; Irvine 2004 p. 50 (§ 877); O'Keeffe 2000 p. 61 (§ 877); Swanton 1998 pp. 74–75 (§ 877); Whitelock 1996 pp. 31 & 195 (§ 877); Conybeare 1914 p. 143 (§ 877); Giles 1914 pp. 53–54 (§ 877); Gomme 1909 pp. 62–63 (§ 877); Earle; Plummer 1892 pp. 74–75 (§ 877); Thorpe 1861a pp. 144–147 (§ 877); Thorpe 1861b p. 64 (§ 877); Stevenson 1853 p. 46 (§ 877); Ingram 1823 p. 104 (§ 877).
  63. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76.
  64. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76; Kirby 2002 p. 175; Irvine 2004 pp. 50–51 (§ 878); O'Keeffe 2000 p. 61 (§ 878); Swanton 1998 pp. 74–77 (§ 878) & 74–75 n. 9; Whitelock 1996 pp. 195–196 (§ 878); Conybeare 1914 pp. 109 (§ 52) & 143 (§ 878); Giles 1914 p. 54 (§ 878); Gomme 1909 pp. 63–64 (§ 878); Earle; Plummer 1892 pp. 74–77 (§ 878); Thorpe 1861a pp. 146–149 (§ 878); Thorpe 1861b p. 64 (§ 878); Stevenson 1853 pp. 46–47 (§ 878); Ingram 1823 pp. 104–106 (§ 878); Stevenson 1904 pp. 38–40.
  65. Abels 2013 p. 154; Downham 2007 p. 204; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76; Kirby 2002 p. 175.
  66. Irvine 2004 pp. 50–51 (§ 878); Swanton 1998 pp. 74–77 (§ 878); Whitelock 1996 pp. 195–196 & n. 15 (§ 878); Giles 1914 p. 54 (§ 878); Gomme 1909 pp.63–64 (§ 878); Earle; Plummer 1892 pp. 74–77 (§ 878); Thorpe 1861a pp. 146–149; Thorpe 1861b pp. 64–65 (§ 878); Stevenson 1853 pp. 46–47 (§ 878); Ingram 1823 pp. 104–106 (§ 878).
  67. Downham 2007 p. 71; Haslam 2005 p. 138; Kirby 2002 p. 175; Swanton 1998 p. 76 n. 1; Lukman 1958 p. 140.
  68. Kirby 2002 p. 175; Earle; Plummer 1965 p. 93; Conybeare 1914 pp. 110–111 (§ 58); Cook 1906 pp. 27–28 (§ 54); Giles 1906 pp. 61–62; Stevenson 1904 pp. 43–44 (§ 54); Stevenson 1854 pp. 458–459.
  69. Downham 2007 pp. 71 & 204.
  70. Smith 2009 pp. 129–130; Downham 2007 pp. 68 n. 25 & 71; Woolf 2007 p. 73; Irvine 2004 pp. 50–51 (§ 878); O'Keeffe 2000 pp. 61–62 (§ 879); Swanton 1998 pp. 74–77 (§ 878); Whitelock 1996 pp. 195–196 (§ 878); McTurk 1976 pp. 119–120; Stenton 1963 p. 244 n. 2; Lukman 1958 p. 140; Giles 1914 p. 54 (§ 878); Gomme 1909 pp. 63–64 (§ 878); Earle; Plummer 1892 pp. 74–77 (§ 878); Thorpe 1861a pp. 146–149; Thorpe 1861b pp. 64–65 (§ 878); Stevenson 1853 pp. 46–47 (§ 878); Ingram 1823 pp. 104–106 (§ 878).
  71. Downham 2007 p. 68 n. 25; Woolf 2007 p. 73 n. 11; Swanton 1998 p. 75 n. 12; Whitelock 1996 p. 195 n. 14; Whitelock 1969 p. 227; Conybeare 1914 p. 209 (§ 3141); Stevenson 1904 p. 265 n. 1; Hardy; Martin 1889 p. 101 (§§ 3149 & 3158); Thurnam 1857 p. 83; Stevenson 1854 p. 767; Wright 1850 p. 108 (§§ 3149 & 3158).
  72. Woolf 2007 pp. 72 n. 8 & 73 n. 11; Whitelock 1996 p. 195 n. 14.
  73. Downham 2007 p. 68 n. 25; Whitelock 1996 p. 195 n. 16.
  74. Hart 2003 p. 160 n. 3; Swanton 1998 p. 75 n. 12; Whitelock 1969 p. 227; Earle; Plummer 1965 p. 93; Conybeare 1914 p. 209 (§ 3141); Stevenson 1904 p. 265 n. 1; Hardy; Martin 1889 p. 101 (§§ 3148 & 3152); Thurnam 1857 p. 83; Stevenson 1854 p. 767; Wright 1850 p. 108 (§§ 3148 & 3152).
  75. Wormald 2008.
  76. Wormald 2008; Hart 2003 p. 160 n. 3; Swanton 1998 p. 76 n. 1; Whitelock 1996 p. 195 n. 16; Earle; Plummer 1965 p. 93; Conybeare 1914 pp. 160–161 (§ 8); Giles 1906 p. 31; Stevenson 1854 pp. 431–432.
  77. Smith 2009 pp. 129–130; Downham 2007 pp. 68 n. 25 & 71; Irvine 2004 pp. 50–51 (§ 878); Nelson 2001 p. 39; Swanton 1998 pp. 74–77 (§ 878); Whitelock 1996 pp. 195–196 & n. 17 (§ 878); Giles 1914 p. 54 (§ 878); Gomme 1909 pp. 63–64 (§ 878); Earle; Plummer 1892 pp. 74–77 (§ 878); Thorpe 1861a pp. 146–149; Thorpe 1861b pp. 64–65 (§ 878); Stevenson 1853 pp. 46–47 (§ 878); Ingram 1823 pp. 104–106 (§ 878).
  78. Abels 2013 p. 154.
  79. Abels 2013 p. 154; Downham 2007 p. 204; Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76; Kirby 2002 p. 175.
  80. Downham 2007 p. 204.
  81. Kirby 2002 p. 175.
  82. Forte; Oram; Pedersen 2005 p. 76; Irvine 2004 pp. 50–51 (§ 878); Kirby 2002 p. 175; O'Keeffe 2000 pp. 61–62 (§ 879); Swanton 1998 pp. 74–77 (§ 878); Whitelock 1996 pp. 195–196 (§ 878); Giles 1914 p. 54 (§ 878); Gomme 1909 pp. 63–64 (§ 878); Earle; Plummer 1892 pp. 74–77 (§ 878); Thorpe 1861a pp. 146–149; Thorpe 1861b pp. 64–65 (§ 878); Stevenson 1853 pp. 46–47 (§ 878); Ingram 1823 pp. 104–106 (§ 878).
  83. Costambeys 2008.
  84. Bale 2009 p. 48; Whitelock 1969 p. 227.
  85. Bale 2009 p. 48.
  86. Embree 2014; van Houts 1984 p. 115.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Annala Uladh: Annals of Ulster otherwise Annala Senait, Annals of Senat". Corpus of Electronic Texts (15 August 2012 ed.). University College Cork. 2012. Retrieved 16 May 2014.
  • "Annala Uladh: Annals of Ulster otherwise Annala Senait, Annals of Senat". Corpus of Electronic Texts (29 August 2008 ed.). University College Cork. 2008. Retrieved 16 May 2014.
  • Arnold, T, ed. (1882). Symeonis Monachi Opera Omnia. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 1. London: Longmans & Co.
  • Arnold, T, ed. (1885). Symeonis Monachi Opera Omnia. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 2. London: Longmans & Co.
  • Arnold, T, ed. (1890). Memorials of St. Edmund's Abbey. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 1. London: Her Majesty's Stationery Office.
  • Conybeare, E, ed. (1914). Alfred in the Chroniclers (2nd ed.). Cambridge: W. Heffer and Sons.
  • Cook, AS, ed. (1906). Asser's Life of King Alfred. Boston: Ginn & Company.
  • Coxe, HO, ed. (1841). Rogeri de Wendover Chronica, sive Flores Historiarum. Bohn's Antiquarian Library. Vol. 1. London: English Historical Society.
  • Davidson, HRE, ed. (1998) [1979–1980]. The History of the Danes: Books I–IX. New York: D.S. Brewer. ISBN 0 85991 509 3.
  • Dumville, D; Lapidge, M, eds. (1996). The Anglo-Saxon Chronicle: A Collaborative Edition. Vol. 17, The Annals of St Neots with Vita Prima Sancti Neoti. Woodbridge: D.S. Brewer.
  • Earle, J; Plummer, C, eds. (1892). Two of the Saxon Chronicles Parallel. Vol. 1. Oxford: Clarendon Press.
  • Earle, J; Plummer, C, eds. (1965) [1899]. Two of the Saxon Chronicles Parallel. Vol. 2. Oxford: Clarendon Press.
  • Edwards, E, ed. (1866). Liber Monasterii de Hyda: Comprising a Chronicle of the Affairs of England, from the Settlement of the Saxons to the Reign of King Cnut, and a Chartulary of the Abbey of Hyde in Hampshire. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. London: Longmans, Green, Reader, and Dyer.
  • Elton, O; Powell, FY, eds. (1905). The Nine Books of the Danish History of Saxo Grammaticus. Vol. 2. London: Norrœna Society.
  • Gale, T, ed. (1691). Historiae Britannicae, Saxonicae, Anglo-Danicae Scriptores XV. Oxford: Sheldonian Theatre. Accessed via Bayerische Staatsbibliothek.
  • Giles, JA, ed. (1849). Roger of Wendover's Flowers of History. Bohn's Antiquarian Library. Vol. 1. London: Henry G. Bohn.
  • Giles, JA, ed. (1906). Old English Chronicles. Bohn's Antiquarian Library. London: George Bell & Sons.
  • Giles, JA, ed. (1914). The Anglo-Saxon Chronicle. Bohn's Antiquarian Library (New ed.). London: George Bell & Sons.
  • Gomme, EEC, ed. (1909). The Anglo-Saxon Chronicle. London: George Bell & Sons.
  • Grønlie, S, ed. (2006). Íslendingabók — Kristini Saga: The Book of the Icelanders — The Story of the Conversion (PDF). Viking Society for Northern Research Text Series (series vol. 28). London: Viking Society for Northern Research.
  • Hardy, TD; Martin, CT, eds. (1889). Lestorie des Engles Solum la Translacion Maistre Geffrei Gaimer. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 2. London: Her Majesty's Stationery Office.
  • Hervey, F, ed. (1907). Corolla Sancti Eadmundi: The Garland of Saint Edmund King and Martyr. London: John Murray.
  • Hodgson Hinde, ed. (1868). Symeonis Dunelmensis Opera et Collectanea. Publications of the Surtees Society (series vol. 51). Vol. 1. Durham: Andrews and Co.
  • Holder, A, ed. (1880). Saxonis Grammatici Gesta Danorvm. Strasbourg: Karl J Trübner.
  • Hoare, RC (1975) [1812]. The Ancient History of Wiltshire. Vol. 1. EP Publishing. ISBN 0 85409 948 4. via Wiltshire Council website
  • Ingram, J, ed. (1823). The Saxon Chronicle. London: Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown.
  • Irvine, S, ed. (2004). The Anglo-Saxon Chronicle: A Collaborative Edition. Vol. 7, MS E. Cambridge: D.S. Brewer.
  • Nelson, JL, ed. (1991). The Annals of St-Bertin: Ninth-century Histories, Volume 1. Manchester Medieval Sources. Manchester: Manchester University Press.
  • O'Keeffe, KO, ed. (2000). The Anglo-Saxon Chronicle: A Collaborative Edition. Vol. 5, MS C. Cambridge: D.S. Brewer.
  • Pertz, GH, ed. (1866). "Annales Lindisfarnenses et Dunslmenses". Monvmenta Germaniae Historica. Scriptorvm (series vol. 19). Hanover: Hahn. pp. 502–507. Accessed via Münchener DigitalisierungsZentrum.
  • South, TJ, ed. (2002). Historia De Sancto Cuthberto. Anglo-Saxon Texts (series vol. 3). Cambridge: D.S. Brewer.
  • Stevenson, J, ed. (1853). The Church Historians of England. Vol. 2, pt. 1. London: Seeleys.
  • Stevenson, J, ed. (1854). The Church Historians of England. Vol. 2, pt. 2. London: Seeleys.
  • Stevenson, J, ed. (1855). The Church Historians of England. Vol. 3, pt. 2. London: Seeleys.
  • Stevenson, WH, ed. (1904). Asser's Life of King Alfred, Together with the Annals of Saint Neots Erroneously Ascribed to Asser. Oxford: Clarendon Press.
  • Swanton, M, ed. (1998) [1996]. The Anglo-Saxon Chronicle. New York: Routledge.
  • Thorpe, B, ed. (1861a). The Anglo-Saxon Chronicle. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 1. London: Longman, Green, Longman, and Roberts.
  • Thorpe, B, ed. (1861b). The Anglo-Saxon Chronicle. Rerum Britannicarum Medii Ævi Scriptores. Vol. 2. London: Longman, Green, Longman, and Roberts.
  • Waitz, G, ed. (1883). Annales Bertiniani. Scriptores Rerum Germanicarum In Usum Scholarum Ex Monumentis Germaniae Historicis Recusi. Hanover: Hahn. Accessed via Bayerische Staatsbibliothek.
  • Waggoner, B, ed. (2009). The Sagas of Ragnar Lodbrok. New Haven, Connecticut: Troth Publications.
  • Whitelock, D, ed. (1996) [1955]. English Historical Documents, c. 500–1042 (2nd ed.). London: Routledge.
  • Wright, T, ed. (1850). The Metrical Chronicle of Geoffrey Gaimar. Publications of the Caxton Society (series vol. 2). London: The Caxton Society.
  • Abels, R (2013) [1998]. Alfred the Great: War, Kingship and Culture in Anglo-Saxon England. Abingdon: Routledge.
  • Ashman Rowe, E (2009). "Ragnars saga loðbrókar, Ragnarssona þáttr, and the Political World of Haukr Erlendsson". In Jakobsson, Á; Ney, A; Lassen, A. Fornaldarsagaerne: Myter Og Virkelighed. Vol. 24. Berlin: Walter de Gruyter GmbH & Co. KG. pp. 347–360.
  • Baker, J; Brookes, S (2013). Beyond the Burghal Hidage: Anglo-Saxon Civil Defence in the Viking Age. History of Warfare (series vol. 84). Leiden: Brill.
  • Bale, AP (2009). St Edmund, King and Martyr: Changing Images of a Medieval Saint. York Medieval Press.
  • Besteman, J (2004). "Viking Relations with Frisia in an Archaeological Perspective". In Hines, J; Lane, A; Redknap, M. Land, Sea and Home. Society for Medieval Archaeology Monographs. 20. Leeds: Maney Publishing. pp. 93–108.
  • Bowman, G; Ruch, LM (2014). "Liber monasterii de Hyda". Brill Online. Brill. Retrieved 5 June 2014.
  • Bremmer, RH (1981). "Frisians in Anglo-Saxon England: A Historical and Topnymical Investigation". In Århammar, NR; Beetstra, WT; Breuker, PH; et al. Fryske Nammen. 3. Fryske Akademy. pp. 45–94. Accessed via Leiden Repository.
  • Brooke, CNL; Keir, G (1975). London, 800–1216: The Shaping of a City. The History of London. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
  • Burl, A (2002). Prehistoric Avebury (2nd ed.). Yale University Press.
  • Charles, BG (1934). Old Norse Relations With Wales. Cardiff: The University of Wales Press Board.
  • Corèdon, C; Williams, A (2004), A Dictionary of Medieval Terms and Phrases, Woodbridge: D.S. Brewer,
  • Costambeys, M (2008). "Guthrum (d. 890)". Oxford Dictionary of National Biography (May 2008 ed.). Oxford University Press.
  • Costambeys, M (2004). "Hálfdan (d. 877)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • "Countisbury circular walk via Winston's Path". National Trust. Retrieved 20 April 2014.
  • Downham, C (2007). Viking Kings of Britain and Ireland: The Dynasty of Ívarr to A.D. 1014. Edinburgh: Dunedin Academic Press. ISBN 978-1-903765-89-0.
  • Downham, C (2013a). "Annals, Armies, and Artistry: 'The Anglo-Saxon Chronicle', 865–96". No Horns on their Helmets? Essays on the Insular Viking-age. Celtic, Anglo-Saxon, and Scandinavian Studies (series vol. 1). The Centre for Anglo-Saxon Studies and The Centre for Celtic Studies, University of Aberdeen. pp. 9–37.
  • Downham, C (2013b). "'Hiberno-Norwegians' and 'Anglo-Danes': Anachronistic Ethnicities and Viking-age England". No Horns on their Helmets? Essays on the Insular Viking-age. Celtic, Anglo-Saxon, and Scandinavian Studies (series vol. 1). The Centre for Anglo-Saxon Studies and The Centre for Celtic Studies, University of Aberdeen. pp. 41–71.
  • Dunphy, G (2014). "Annales Lindisfarnenses et Dunelmenses". Brill Online. Brill. Retrieved 22 May 2014.
  • Embree, D (2014). "Annals of St. Neots". Brill Online. Brill. Retrieved 12 May 2014.
  • Forte, A; Oram, RD; Pedersen, F (2005). Viking Empires. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Frank, R (2000). "Skaldic Verse and the Date of Beowulf". In Baker, P. The Beowulf Reader. Basic Readings in Anglo-Saxon England (series vol. 1). New York: Routledge. pp. 155–180.
  • Frantzen, AJ (2004). Bloody Good: Chivalry, Sacrifice, and the Great War. Chicago: University of Chicago Press.
  • Gransden, A (1996). Historical Writing in England c. 500 – c. 1307. London: Routledge.
  • Gransden, A (2004). "Edmund [St Edmund] (d. 869)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford University Press.
  • "Harley MS 2278". British Library. Retrieved 18 April 2014.
  • Hart, CR (2003). Learning and Culture in Late Anglo-Saxon England and the Influence of Ramsey Abbey on the Major English Monastic Schools: A Survey of the Development of Mathematical, Medical, and Scientific Studies in England Before the Norman Conquest. 2. Edwin Mellen Press.
  • Haslam, J (2005). "King Alfred and the Vikings: Strategies and Tactics, 876–886 AD". In Semple, S. Anglo-Saxon Studies in Archaeology and History. Vol. 13. Oxford: Oxford University School of Archaeology. pp. 121–154.
  • Higham, NJ (2014). "Five Boroughs". In Lapidge, M; Blair, J; Keynes, S; et al. The Wiley Blackwell Encyclopedia of Anglo-Saxon England (2nd ed.). Chichester: John Wiley & Sons. pp. 191–192.
  • Halldórsson, O, ed. (2000). Danish Kings and the Jomsvikings in the Greatest Saga of Óláfr Tryggvason. London: Viking Society for Northern Research.
  • Hrdina, Y (2011). Die Wikinger in Wales (Mag. thesis). Universität Wien.
  • Jackson, JE (1862). Wiltshire: The Topographical Collections of John Aubrey, F.R.S., A.D. 1659–70. Devizes: The Wiltshire Archæological and Natural History Society.
  • Kennedy, ED (2014). "Historia de Sancto Cuthberto". Brill Online. Brill. Retrieved 22 May 2014.
  • Keynes, S (1998). "King Alfred and the Mercians". In Blackburn, MAS; Dumville, D. Kings, Currency and Alliances: History and Coinage of Southern England in the Ninth Century. Woodbridge: The Boydell Press. pp. 1–46.
  • Keynes, S (2001) [1997]. "The Vikings in England, c.790–1066". In Sawyer, P. The Oxford Illustrated History of the Vikings. Oxford: Oxford University Press. pp. 48–82.
  • Keynes, S (2014). "Appendix I: Rulers of the English, c.450–1066". In Lapidge, M; Blair, J; Keynes, S; et al. The Wiley Blackwell Encyclopedia of Anglo-Saxon England (2nd ed.). Chichester: John Wiley & Sons. pp. 521–538.
  • Kirby, DP (2002) [2000]. The Earliest English Kings (Revised ed.). London: Routledge.
  • Loyn, H (1976). The Vikings in Wales (PDF). London: Viking Society for Northern Research.
  • Lukman, N (1958). "The Raven Banner and the Changing Ravens: A Viking Miracle from Carolingian Court Poetry to Saga and Arthurian Romance". Classica et Mediaevalia. 19: 133–151.
  • Lund, N (1989). "Allies of God or Man? The Viking Expansion in a European Perspective". Viator. 20: 45–59.
  • Mawer, A (1908–1909). "Ragnar Lothbrók and his Sons" (PDF). Saga-Book of the Viking Club Society for Northern Research. Viking Club Society for Northern Research. 7: 68–89.
  • McLeod, S (2013). "The Acculturation of Scandinavians in England: A Consideration of the Burial Record". Journal of the Australian Early Medieval Association. The Australian Early Medieval Association. 9: 61–87. ISSN 1449-9320. Accessed via Academia.edu.
  • McTurk, RW (1976). "Ragnarr Loðbrók in the Irish Annals?". In Almqvist, B; Greene, D. Proceedings of the Viking Congress: Dublin 15–21 August 1973. Viking Society for Northern Research. pp. 93–123.
  • McTurk, RW (1993). "Ragnars Saga Loðbrókar". In Pulsiano, P; Wolf, K; Acker, P; et al. Medieval Scandinavia: An Encyclopedia. Garland Encyclopedias of the Middle Ages. 1. New York: Garland. pp. 519–520.
  • McTurk, RW (2003). "Ragnars saga loðbrókar". Reallexikon der Germanischen Altertumskunde. Vol. 24. Berlin: Walter de Gruyter GmbH & Co. KG. pp. 108–112.
  • Mills, AD (2003). A Dictionary of British Place-names (EPUB). Oxford Paperback Reference. Oxford: Oxford University Press.
  • Mills, R (2013). "Talking Heads, or, A Tale of Two Clerics". In Santing, C; Baert, B; Traninger, A. Disembodied Heads in Medieval and Early Modern Culture. Intersections (series vol. 28). Leiden: Brill.
  • Mostert, M (1987). The Political Theology of Abbo of Fleury: A Study of the Ideas about Society and Law of the Tenth-century Monastic Reform Movement. Middeleeuwse studies en bronnen. 2. Hilversum: Uitgeverij Verloren.
  • Nelson, JL (2001) [1997]. "The Frankish Empire". In Sawyer, P. The Oxford Illustrated History of the Vikings. Oxford: Oxford University Press. pp. 19–47.
  • Rech, R (2014). "Annales Bertiniani". Brill Online. Brill. Retrieved 22 May 2014.
  • Sawyer, P, ed. (2001) [1997]. The Oxford Illustrated History of the Vikings. Oxford: Oxford University Press.
  • Smith, AH (1928–1936). "The Early Literary Relations of England and Scandinavia" (PDF). Saga-Book of the Viking Club Society for Northern Research. Viking Club Society for Northern Research. 11: 215–232.
  • Smith, JJ (2009). Old English: A Linguistic Introduction. Cambridge Introductions to the English Language. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Smyth, AP (1977). Scandinavian Kings of the British Isles, 850–880. Oxford: Oxford University Press.
  • Spence, J (2013). Reimagining History in Anglo-Norman Prose Chronicles. Woodbridge: The Boydell Press.
  • Stancliffe, C (1989). "Cuthbert and Polarity Between Pastor and Solitary". In Bonner, B; Rollason, DW; Stancliffe, C. St Cuthbert, His Cult and His Community to A.D. 1200. Woodbridge: The Boydell Press.
  • Stenton, F (1963). Anglo-Saxon England. The Oxford History of England (series vol. 2) (2nd ed.). Oxford: The Clarendon Press. Accessed via Open Library.
  • Swan, M; Roberson, O (2013). "Cambridge, Pembroke College, 82". In Da Rold, O; Kato, T; Swan, M; et al. The Production and Use of English Manuscripts 1060 to 1220. University of Leicester.
  • Thurnum, J. "The Lanhill Barrow near Chippenham; and the Battles of Cynuit and Ethandun". The Wiltshire Archæological and Natural History Magazine. Wiltshire Archaeological and Natural History Society. 3: 67–86.
  • Timofeeva, O (2011). "Battlefield Victory: Lexical Transfer in Medieval Anglo-Latin". In Kranich, S; Becher, V; Höder, S; et al. Multilingual Discourse Production: Diachronic and Synchronic Perspectives. Hamburg Studies on Multilingualism (series vol. 12). Amsterdam: John Benjamins Publishing Company. pp. 109–135.
  • van Houts, EMC (1984). "Scandinavian Influence in Norman Literature of the Eleventh Century". In Brown, RA. Anglo-Norman Studies. Vol. 6, Proceedings of the Battle Conference 1983. Woodbridge: The Boydell Press. pp. 107–122.
  • Winstead, KA (2007). John Capgrave's Fifteenth Century. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
  • Whitelock, D (1969). "Fact and Fiction in the Legend of St. Edmund" (PDF). Proceedings of the Suffolk Institute of Archæology. Suffolk Institute of Archæology. 31, pt. 3: 217–233.
  • Woolf, A (2004). "The Age of Sea-Kings, 900–1300". In Omand, D. The Argyll Book. Edinburgh: Birlinn. pp. 94–109.
  • Woolf, A (2007). From Pictland to Alba, 789–1070. The New Edinburgh History of Scotland (series vol. 2). Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Wormald, P (2008). "Alfred (848/9–899)". Oxford Dictionary of National Biography (October 2006 ed.). Oxford University Press. doi:10.1093/ref:odnb/183. Retrieved 4 May 2014. Subscription or UK public library membership required.