Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ούγος του Βερμαντουά (επίσκοπος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ούγος του Βερμαντουά
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hugues de Reims (Γαλλικά)
Γέννηση920[1][2]
Θάνατος962[1][2]
Μω
Χώρα πολιτογράφησηςΔυτική Φραγκία
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Οικογένεια
ΓονείςΕρβέρτος Β΄ του Βερμαντουά και Αδέλα της Γαλλίας
ΑδέλφιαΛιουτγκάρδη του Βερμαντουά
Αδελαΐδα του Βερμαντουά
Αδαλβέρτος Α΄ του Βερμαντουά
Ερβέρτος Γ΄ του Ομουά
Εούντ του Βερμαντουά
Ροβέρτος του Μω
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαRoman Catholic Archbishop of Reims (925–931)
Roman Catholic Archbishop of Reims (940–946)

Ο Ούγος (γαλλ.: Hugh, 920 - 962) ήταν αρχιεπίσκοπος του Ρενς τα διαστήματα 925-931 και 940-946. Προερχόταν από τον Οίκο των Καρολιδών

Ήταν ο πέμπτος γιος του Ερβέρτου Β΄ κόμη του Βερμαντουά. Έγινε αρχιεπίσκοπος του Ρενς το 925 με την υποστήριξη του πατέρα του, αλλά όταν ο Ερβέρτος Β΄ ήρθε σε ρήξη με τον Ούγο των Ροβερτιδών δούκα των Φράγκων, ο τελευταίος εισέβαλε στο Ρενς, εκτόπισε τον Ούγο των Βαρμαντουά και τοποθέτησε στη θέση του νέο αρχιεπίσκοπο τον Άρταλντ.

Ο Ούγος των Βερμαντουά είχε γίνει επίσκοπος στα 5 έτη του· πρέπει να ήταν ο νεαρότερος επίσκοπος. Επίτροπός του ήταν ο Άμπο επίσκοπος του Σουασόν, που εκτελούσε το ποιμαντικό έργο στην επισκοπή κατά την ανηλικότητα του Ούγου.

Το 940 άλλαξαν οι συμμαχίες και ο Ερβέρτος Β΄ κατέλαβε το Ρενς, έδιωξε τον Άρταλντ και τοποθέτησε πάλι τον γιο του εκεί. Ωστόσο το 946 πάλι ο Ούγος εκτοπίστηκε και επανήλθε ο Άρταλντ για 2η φορά.

Όταν απεβίωσε ο Άρταλντ το 946, έγινε προσπάθεια να αποκατασταθεί ο Ούγος, αλλά ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ εναντιώθηκε και όρισε τον Οδέλρικο ως αρχιεπίσκοπο στη Ρενς, ενώ έβαλε στον Ούγο το επιτίμιο της ακοινωνησίας. Ο Ούγος απεβίωσε το 962 στο Μω.

  1. 1,0 1,1 1,2 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003. I00185930. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p36113.htm#i361125. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  • Annals of Flodoard, p. 21