Ουρουσιόλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χημική δομή της ουροσιόλης

Η ουρουσιόλη είναι φυσική ρητίνη (κόμμι)[1] που ως ελαιώδες μείγμα οργανικών ενώσεων με έντονες αλλεργιογόνες ιδιότητες, απαντάται σε ορισμένα φυτά της οικογένειας Anacardiaceae, ιδιαίτερα στο φυτό Toxicodendron spp. (π.χ., δηλητηριώδης βελανιδιά, κινέζικο δέντρο λάκας, δηλητηριώδης κισσός, δηλητηριώδες σουμάκ, Comocladia spp., Metopium spp. ή poisonwood), και επίσης σε μέρη του δέντρου μάνγκο καθώς και του καρπού του δέντρου κάσιους.[2][3][4][5][6][7] Ως φυσική ένωση δηλ. ολεορητίνη (κατεχόλη), θεωρείται ότι ανήκει στα φυσικά προϊόντα.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην καθαρή της μορφή είναι ένα ωχροκίτρινο υγρό με ειδικό βάρος 0,968 g/cm3 και σημείο βρασμού 200 °C (392 °F). Είναι διαλυτή σε διαιθυλαιθέρα, ακετόνη, αιθανόλη, τετραχλωράνθρακα και βενζόλιο.[8][9]

Βασικός μηχανισμός της ουρουσιόλης που προκαλεί αλλεργική δερματίτιδα

Στα περισσότερα άτομα, η ουρουσιόλη προκαλεί αλλεργικό δερματικό εξάνθημα κατά την επαφή, [10] γνωστό ως δερματίτιδα εξ επαφής.

Η ονομασία της, στα αγγλικά urushiol, προέρχεται από την ιαπωνική λέξη για το είδος δέντρου Toxicodendron vernicifluum. Η οξείδωση και ο πολυμερισμός της ουρουσιόλης στο χυμό του δέντρου παρουσία υγρασίας του επιτρέπει να σχηματίσει μια σκληρή λάκα, η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή παραδοσιακών κινέζικων, κορεατικών και ιαπωνικών βερνικιών.

Διαβάστε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Pizzi, A. (2023-04-26), The Chemistry of Bioadhesives, Wiley, σελ. 108, doi:10.1002/9781394175406.ch3, ISBN 978-1-394-17463-8 
  2. Cruse, Julius M.· Lewis, Robert E. (2003). Atlas of Immunology, Second Edition. CRC Press. σελ. 375. ISBN 978-1-4200-3994-8. 
  3. «Can Reaction to Poison Ivy Cause Mango Allergy?». American College of Allergy, Asthma and Immunology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2014. 
  4. «Urushiol: Human Health Effects». NIH. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2014. 
  5. Rietschel, Robert L.· Fowler, Joseph F. (2008). Fisher's Contact Dermatitis. PMPH-USA. σελ. 407. ISBN 978-1-55009-378-0. 
  6. Appleby, Maia (Αυγ. 2013). «Mango & Skin Rashes». Livestrong. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2014. 
  7. Aguilar-Ortigoza, Carlos J.; Sosa, Victoria; Aguilar-Ortigoza, Marcial (2003-09-01). [0354:TPIVAS2.0.CO;2 «Toxic Phenols in various Anacardiaceae species»] (στα αγγλικά). Economic Botany 57 (3): 354. doi:10.1663/0013-0001(2003)057[0354:TPIVAS]2.0.CO;2. ISSN 1874-9364. https://doi.org/10.1663/0013-0001(2003)057[0354:TPIVAS]2.0.CO;2. 
  8. Hawley's Condensed Chemical Dictionary (14th έκδοση). John Wiley & Sons. 2002. 
  9. Howell, J. B. (1 October 1941). «Solubility of the Dermatitis-Producing Fraction of Poison Ivy». Archives of Dermatology 44 (4): 665. doi:10.1001/archderm.1941.01500040120010. 
  10. Tilton, Buck (2004). Wilderness First Responder: How to Recognize, Treat, and Prevent Emergencies in the Backcountry. Globe Pequot. ISBN 978-0-7627-2801-5.