Οστιάκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Απεικόνιση ενός κυνηγού Οστιάκ (1793)
Άποψη τον 18ο αιώνα του Μπεριόζοβο. Φαίνονται και κανό.

Ο όρος Οστιάκ (ρωσικά: Остя́к‎‎, "Ανατολίτης") χρησιμοποιούνταν παλιότερα για ορισμένους ιθαγενείς λαούς και γλώσσες στη Σιβηρία της Ρωσίας. Και ο λαός Χάντι και ο λαός των Κετών αποκαλούνταν στο παρελθόν Οστιάκ(οι), ενώ οι Σελκούπ αναφέρονταν ως Οστιάκ Σαμογέτες.

Εισήχθησαν στον Χριστιανισμό από τον 16ο αιώνα και μετά από τον Ρώσο ιεραπόστολο Τρύφωνα της Βιάτκα, ο οποίος ίδρυσε στη Βιάτκα ένα μοναστήρι και αγιοποιήθηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1903.

Χάντι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια λήμματα: Χάντι και Γλώσσα χάντι

Ο λαός Χάντι, που αποκαλείται επίσης Χάντε και Κάντεκ, ήταν γνωστός στους Ρώσους ως Γιούγκρα τον 11ο αιώνα, ενώ η ονομασία Οστιάκοι εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα. Η Σοβιετική Ένωση άρχισε να χρησιμοποιεί το ενδώνυμο Χαντ ή Χάντι κατά τη δεκαετία του '30.[1]

Το 2002, περίπου 28.000 άνθρωποι αυτοχαρακτηρίζονταν ως Χάντι, κυρίως στο Όμπλαστ του Τιουμέν, το οποίο περιλαμβάνει τον αυτόνομο θύλακα της Χαντίας-Μανσίας.[2]

Η γλώσσα χάντι είναι μια Ουραλική γλώσσα με περίπου 9.500 ομιλητές, που τη χρησιμοποιούν ως μητρική.[3]

Κέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτογραφία του 1913 ενός "πολιτισμένου Γενισέου Σαμογέτη κι ενός Γενισέου-Οστιάκ".
Κύρια λήμματα: Κέτες και Κετική γλώσσα

Οι Κέτες ζούσαν ιστορικά κοντά στον ποταμό Γενισέι στο Κράι Κρασνογιάρσκ της Ρωσίας. Οι αυτοκρατορικοί Ρώσοι αρχικά τους αποκαλούσαν Οστιάκ και αργότερα Οστιάκ του Γενισέι.[4] Λιγότεροι από 1.500 άνθρωποι αυτοχαρακτηρίστηκαν Κέτες κατά την ρωσική απογραφή του 2002.[2]

Η κετική γλώσσα, γνωστή και ως Ιμπάτσκι Κετική ή Γενισέι Οστιάκ, είναι μια γενισεϊκή γλώσσα και θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνο να εξαφανιστεί.[3][5] Διδάσκεται σε ορισμένα δημοτικά σχολεία, αλλά μόνοι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενήλικες την μιλούν με ευφράδεια και λίγοι την διδάσκουν στα παιδιά τους.

Σελκούποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνδρας Σελκούπ
Κύρια λήμματα: Σελκούποι και Σελκουπική γλώσσα

Οι Σελκούποι ήταν γνωστοί ως Οστιάκ-Σαμογέτες μέχρι τη δεκαετία του '30. Κατάγονταν και από λαούς του Γενισέι και Σαμογέτες και ζουν στις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας. Περίπου 4.000 άνθρωποι αυτοχαρακτηρίστηκαν Σελκούποι στη ρωσική απογραφή του 2002.[2]

Η σελκουπική γλώσσα, γνωστή και ως σουμίλ χουμίτ, σολ χουμίτ, σος γκούλα και σιουσουγκούλα, είναι μια ουραλική σαμογιεντική γλώσσα με περίπου 2.000 και περισσότερους ντόπιους ομιλητές. Η βόρεια διάλεκτος διδάσκεται σε ορισμένα σχολεία.[3]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Khants or Ostyaks». Endangered Uralic Peoples. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2013. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «Численность коренных малочисленных народов Севера». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2013.  (in ρωσική)
  3. 3,0 3,1 3,2 Lewis, M. Paul· Simons, Gary· Fennig, Charles (2013). Ethnologue: Languages of the World, Seventeenth edition. SIL International. 
  4. Vajda, Edward. «The Ket and Other Yeniseian Peoples». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2013. 
  5. «Endangered Languages of Siberia - The Ket Language». web.archive.org. 3 Ιουλίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2020. CS1 maint: Unfit url (link)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]