Ορυκτέλαιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συσκευασία με ορυκτέλαιο, όπως πωλείται στις ΗΠΑ.

Το ορυκτέλαιο είναι οποιοδήποτε από τα άοσμα και διαφανή ελαφριά μείγματα ανώτερων αλκανίων που προέρχονται από μια ορυκτή πηγή, ιδιαίτερα από τα υποπροϊόντα του πετρελαίου, σε αντίθεση με τα συνήθως βρώσιμα φυτικά έλαια.

Η ονομασία «ορυκτέλαιο» από μόνη της είναι ανακριβής, καθώς έχει χρησιμοποιηθεί για πολλά συγκεκριμένα έλαια τους τελευταίους αιώνες. Άλλες ονομασίες, εξίσου ανακριβείς, περιλαμβάνουν «λευκό λάδι», «παραφινέλαιο», «υγρή παραφίνη» (υψηλής ποιότητας ιατρικής ποιότητας), paraffinum liquidum και «υγρό πετρέλαιο». Το Baby oil είναι ένα αρωματικό ορυκτέλαιο.

Τις περισσότερες φορές, το ορυκτέλαιο είναι ένα υγρό υποπροϊόν της διύλισης του αργού πετρελαίου για την παραγωγή βενζίνης και άλλων προϊόντων πετρελαίου . Αυτός ο τύπος ορυκτελαίου είναι ένα διαφανές, άχρωμο έλαιο, που αποτελείται κυρίως από αλκάνια[1] και κυκλοαλκάνια, που σχετίζονται άμεσα με τη βαζελίνη. Έχει πυκνότητα περίπου 0,80-0,87 g/cm3.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Opinion of the Scientific Panel on Food Additives, Flavourings, Processing Aids and Materials in Contact with Food (AFC) on a request from the Commission related the use of mineral oils in jute and sisal bags». The EFSA Journal. 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 June 2018. https://web.archive.org/web/20180603121430/http://www.efsa.europa.eu/sites/default/files/scientific_output/files/main_documents/162.pdf. Ανακτήθηκε στις 2007-01-27. 
  2. «Mechanical properties of materials». Kaye and Laby Tables of Physical and Chemical Constants. National Physical Laboratory. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2008.