Οι Μανδαρίνοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Μανδαρίνοι
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1954
ΣυγγραφέαςΣιμόν ντε Μπoβουάρ
ΤίτλοςLes Mandarins
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1954
Μορφήμυθιστόρημα
Βραβείαβραβείο Γκονκούρ
LC ClassOL767945W
Πρώτη έκδοσηÉditions Gallimard

Οι Μανδαρίνοι (γαλλικός τίτλος: Les Mandarins) είναι μυθιστόρημα της Σιμόν ντε Μποβουάρ που δημοσιεύτηκε το 1954 από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ και κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ την ίδια χρονιά. Αναφέρεται σε μια ομάδα Γάλλων αριστερών διανοούμενων, την προσωπική ζωή, τους προβληματισμούς και τη επίδρασή τους στην πολιτική ζωή, στο μεταπολεμικό Παρίσι. [1]

Ο τίτλος αναφέρεται στους αξιωματούχους Μανδαρίνους της αυτοκρατορικής Κίνας. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Νέλσον Άλγκρεν, τον Αμερικανό συγγραφέα με τον οποίο η Μποβουάρ είχε σχέσεις από το 1947.

Όπως και στα άλλα έργα της Μποβουάρ, διερευνώνται θέματα φεμινισμού, υπαρξισμού και προσωπικής ηθικής, αναφέρεται στην αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, την ανθρωπιά, τη δικαιοσύνη, τον έρωτα, την ευθύνη των διανοούμενων, τον μεταπολεμικό κόσμο, καθώς οι χαρακτήρες, στους οποίους αναγνωρίζουμε διασημότητες του μεταπολεμικού υπαρξισμού: Σαρτρ, Καμύ, περιηγούνται όχι μόνο στο πνευματικό και πολιτικό τοπίο αλλά και στις μεταβαλλόμενες σχέσεις τους. [2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο μεταπολεμικό Παρίσι, από το 1944 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Αναφέρεται σε μια ομάδα Παριζιάνων διανοουμένων και τους προβληματισμούς τους για τη γαλλική κοινωνία, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και τον πόλεμο της Αλγερίας. Η ιστορία εξιστορείται εναλλάξ σε πρώτο πρόσωπο από δύο αφηγητές.[3]

Η Αν Ντυμπρέιγ είναι ψυχίατρος και σύζυγος γνωστού στρατευμένου συγγραφέα, του Ρομπέρ Ντυμπρέιγ, μέντορα στη λογοτεχνία και την πολιτική του άλλου κύριου χαρακτήρα του μυθιστορήματος, του Ανρί Περόν. Ο Ανρί είναι επιτυχημένος συγγραφέας, γύρω στα τριάντα, στην κατοχή ήταν μέλος της Γαλλικής αντίστασης. Διευθύνει μια αριστερή εφημερίδα, με τίτλο L'Espoir, η οποία άρχισε να εκδίδεται παράνομα το 1943. Ζει με την Πωλ, την επί δέκα χρόνια σύντροφό του, η σχέση τους έχει σχεδόν λήξει αλλά η Πωλ προσπαθεί απεγνωσμένα να τη σώσει αρνούμενη να δεχθεί την πραγματικότητα, ο Ανρί έχει πολλές σχέσεις, εγκαταλείπει συχνά το σπίτι και αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στη δουλειά. [4]Η εφημερίδα του Ανρί μάχεται οικονομικά για την επιβίωσή της και πολιτικά για την ανεξαρτησία της, οι συνεργάτες της επιδιώκουν να αποστασιοποιηθούν από τους κομμουνιστές και να προτείνουν μια εναλλακτική γραμμή χωρίς να αρνούνται ότι ανήκουν στην αριστερά. Ο Ντυμπρέιγ πείθει τον Ανρί να συνταχθεί η εφημερίδα του με το αριστερό κόμμα S.R.L. που ίδρυσε, προκειμένου να το βοηθήσει να διαδώσει τις ιδέες του στις εργαζόμενες μάζες για τις εκλογές του 1946, αφήνοντας τον απόλυτο έλεγχο και την ανεξαρτησία της εκδοτικής γραμμής στον διευθυντή του. Στον κύκλο των αριστερών διανοουμένων στο μεταπολεμικό Παρίσι, οι συζητήσεις για τις ιδέες και τα ήθη ήταν έντονες μεταξύ αυτών των νέων ανθρώπων που ήταν αφοσιωμένοι σε έναν κοινό σκοπό κατά τη διάρκεια του πολέμου και που βρέθηκαν τώρα στη θέση να πρέπει να επιλέξουν στρατόπεδο μεταξύ του κομμουνιστικού ιδεώδους που ενσαρκώνει η ΕΣΣΔ νικήτρια επί της ναζιστικής βαρβαρότητας, αλλά υπό την ηγεσία του Στάλιν και του αμερικανικού φιλελεύθερου καπιταλισμού του οποίου τις οικονομικές ιδέες δεν εγκρίνουν.[5]

Το 1947, ο Ανρί αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα άρθρο που κατήγγειλε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Σοβιετική Ένωση γεγονός που οδήγησε την εφημερίδα του να διακόψει τους δεσμούς με το S.R.L. και τη σχέση με τον μέντορά του να διαρραγεί. Την ίδια εποχή η σχέση του Ανρί με την Πωλ, που γίνεται όλο και πιο δύσκολη, τελειώνει οριστικά και αυτός αρχίζει μια σχέση με τη Ζοζέτ, μια πολύ νεαρή γυναίκα, την οποία γνώρισε σε δείπνο και που η μητέρα της τον διαβεβαιώνει για την οικονομική της υποστήριξη για να ανεβάσει το έργο που μόλις έγραψε με αντάλλαγμα τον κύριο ρόλο για την κόρη της. Το πάθος του Ανρί για τη Ζοζέτ αυξάνεται, εγκαταλείπει τους παλιούς του φίλους και φαίνεται να αρνείται τα ιδανικά του μέχρι την ημέρα που ανακαλύπτει ότι η Ζοζέτ και η μητέρα της ήταν ύποπτες για συνεργασία με τους Γερμανούς.

Από την πλευρά της, η Αν Ντυμπρέιγ, με αφορμή ένα επαγγελματικό ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, γνωρίζει έναν συγγραφέα από το Σικάγο, τον Λούις Μπρόγκαν, τον οποίο ερωτεύεται με πάθος μετά από πολλά χρόνια ήσυχης και μάλλον πλατωνικής ζωής στο πλευρό του συζύγου της. Είναι μια έντονη περίοδος συμβίωσης για τους δύο ερωτευμένους που πρέπει να χωρίσουν μετά από λίγους μήνες. Η Αν επιστρέφει στη Γαλλία, υποσχόμενη να επιστρέψει τον επόμενο χρόνο.[6]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η περιγραφή του ρόλου των Γάλλων διανοούμενων που συμμετέχουν σε πολιτικούς αγώνες και τα μέσα δράσης τους για τη διάδοση των ιδεών τους σε μια κοινωνία που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο και την ανακάλυψη του Ολοκαυτώματος, έχει επίγνωση των συνεπειών των βομβαρδισμών της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και πρέπει να τοποθετηθεί σε σχέση με τις νέες μεγάλες ισορροπίες που θα κυριαρχήσουν στον κόσμο τα επόμενα χρόνια.[7]

Το έργο αναπλάθει ζωντανά τη μεταπολεμική ατμόσφαιρα στο Παρίσι. Περιγράφει αναλυτικά τα συναισθήματα των χαρακτήρων, τις ελπίδες, τις αμφιβολίες, τα αισθήματα ενοχής τους (να ζουν και να ελπίζουν ενώ τόσοι πολλοί φίλοι τους στην αντίσταση ή στα στρατόπεδα είναι νεκροί ή αν ζουν δεν είναι παρά η σκιά του εαυτού τους), τις ψευδαισθήσεις και τις απογοητεύσεις τους.

Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα, ο εκδότης είχε τυπώσει στο οπισθόφυλλο ότι το μυθιστόρημα δεν περιέχει αυτογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, το έργο είναι σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από τη ζωή της Σιμόν ντε Μποβουάρ και των φίλων της. Η Αν Ντυμπρέιγ είναι μια διανοούμενη γυναίκα παρούσα στο πλευρό του συζύγου της, συγγραφέα πολιτικά στρατευμένου στην αριστερά, που φαίνεται να είναι ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Ο Ανρί Περόν παραπέμπει ξεκάθαρα στον Αλμπέρ Καμύ που ίδρυσε την ανεξάρτητη παράνομη καθημερινή εφημερίδα Combat το 1943 και ήταν πολύ κοντά με τον Σαρτρ από το 1944.[8]

Με τον ίδιο τρόπο, η διαμάχη μεταξύ Ντυμπρέιγ και Περόν παραπέμπει σε πραγματικό γεγονός που συνέβη μεταξύ του Σαρτρ και του Καμύ το 1952 μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου του πρώτου που επιτίθεται στον δεύτερο. Μέσα από το μυθιστόρημά της, η Μποβουάρ αναφέρεται επίσης στην παθιασμένη σχέση της με τον Νέλσον Άλγκρεν, στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο, που αναγνωρίζεται εύκολα στον χαρακτήρα του Λούις Μπρόγκαν. Ανάμεσα στα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι και η αφήγηση του ταξιδιού που έκαναν μαζί στη Λατινική Αμερική, η σημασία του δαχτυλιδιού που πρόσφερε ο Μπρόγκαν/Άλγκρεν στην Αν/Μποβουάρ (και με το οποίο είναι θαμμένη) κ.ά.[1]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι Μανδαρίνοι. Μετάφραση: Παναγιώτης Μελέτης, εκδόσεις Μαίανδρος, 1961
  • Οι Μανδαρίνοι. Μετάφραση: Ζωρζ Σαρή, εκδόσεις Γλάρος, 1982

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]