Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νταϊλαμίτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Νταϊλαμίτες ή Δαϊλαμίτες (μεσοπερσικά: Daylamīgān, περσικά: Deylamyān) ήταν ένας ιρανικός λαός, που κατοικούσε στο Νταϋλάμ, τις ορεινές περιοχές του βόρειου Ιράν στη νοτιοδυτική ακτή της Κασπίας Θάλασσας[1], που τώρα περιλαμβάνει το νοτιοανατολικό μισό της επαρχίας Γκιλάν.

Οι Νταϊλαμίτες ήταν πολεμοχαρείς άνθρωποι επιδέξιοι στη μάχη σώμα με σώμα. Χρησιμοποιούνταν ως στρατιώτες κατά τη διάρκεια της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας και στις επόμενες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες. Το Νταϋλάμ και το Γκιλάν ήταν οι μόνες περιοχές, που αντιστάθηκαν με επιτυχία στην μουσουλμανική κατάκτηση της Περσίας, αν και πολλοί Νταϊλαμίτες στρατιώτες στο εξωτερικό ασπάστηκαν το Ισλάμ. Τον 9ο αιώνα, πολλοί Νταϊλαμίτες υιοθέτησαν το Ζαϊντικό Ισλάμ. Τον 10ο αιώνα, ορισμένοι υιοθέτησαν τον Ισμαηλισμό, στη συνέχεια τον 11ο αιώνα τον Φατιμιδικό Ισμαηλισμό και στη συνέχεια τον Νιζαριτικό Ισμαηλισμό. Τόσο οι Ζαΐντι όσο και οι Νιζαρίτες διατήρησαν ισχυρή παρουσία στο Ιράν μέχρι την άνοδο των Σαφαβιδών τον 16ο αιώνα, οι οποίοι ασπάστηκαν την αίρεση των Ιμαμιτών του Σιιτικού Ισλάμ. Τη δεκαετία του 930, αναδύθηκε η δυναστεία των Νταϊλαμιτών Μπουγιδών και κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο μεγάλου μέρους του σύγχρονου Ιράν, το οποίο κράτησε μέχρι την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων στα μέσα του 11ου αιώνα.

Προέλευση και γλώσσα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τροπικό δάσος στο δυτικό άκρο του Νταϋλάμ.
Το κάστρο Αλαμούτ βρίσκεται νοτιοανατολικά του Νταϊλάμ στο Αλαμούτ.

Οι Νταϊλαμίτες ζούσαν στα υψίπεδα του Νταϊλάμ, μέρος της οροσειράς Αλμπόρζ, μεταξύ Ταμπαριστάν και Γκιλάν.

Μιλούσαν τη γλώσσα νταϊλάμι, μια πλέον εξαφανισμένη βορειοδυτική ιρανική γλώσσα παρόμοια με αυτή των γειτονικών Γκιλάκων[2]. Κατά τη διάρκεια της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας, απασχολούνταν ως πεζικό υψηλής ποιότητας[3]. Σύμφωνα με τους Βυζαντινούς ιστορικούς Προκόπιο και Αγαθία, ήταν ένας πολεμοχαρής λαός και επιδέξιος στη μάχη σώμα με σώμα, οπλισμένοι ο καθένας με ένα σπαθί, μια ασπίδα και δόρατα ή ακόντια.

Προϊσλαμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σελευκιδική και Παρθική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Νταϊλαμίτες εμφανίζονται για πρώτη φορά σε ιστορικά αρχεία στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., όπου αναφέρονται από τον Πολύβιο, ο οποίος τους αποκαλεί λανθασμένα «Ελαμίτες» (Ἐλυμαῖοι) αντί για «Δαϊλαμίτες» (Δελυμαῖοι). Στο πεζό μεσοπερσικό κείμενο Καρ-Ναμάγκ ι Αρδασίρ ι Παμπαγκάν, ο τελευταίος ηγεμόνας της Παρθικής Αυτοκρατορίας, ο Αρτάβανος Ε΄ (208–224) κάλεσε όλα τα στρατεύματα από το Ρέι, το Νταμαβάντ, το Νταϊλάμ και το Παντισχουαργκάρ για να πολεμήσουν τη νεοσύστατη Σασσανιδική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με την Επιστολή του Τανσάρ, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Νταϊλάμ, το Γκιλάν και το Ρουγιάν ανήκαν στο βασίλειο του Γκουσνάσπ, ο οποίος ήταν υποτελής στους Πάρθους, αλλά αργότερα υποτάχθηκε στον πρώτο Σασσανιδικό αυτοκράτορα Αρδασίρ Α΄ (224–242)[2].

Σασσανιδική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης που δείχνει το Νταϊλάμ (άκρα δεξιά) υπό την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.
Απεικόνιση ενός Νταϊλαμίτη ιππέα από ιρανικό εγχειρίδιο.

Οι απόγονοι του Γουσνάσπ εξακολουθούσαν να κυβερνούν μέχρι περίπου το 520, όταν ο Καβάδης Α΄ (βασίλευσε 488–531) διόρισε τον μεγαλύτερο γιο του, Καόση, βασιλιά των πρώην εδαφών της δυναστείας των Γουσνασπίδων[2]. Το 522, ο Καβάδης Α΄ έστειλε στρατό υπό τον Βόη εναντίον του Βαχτάνγκ Α΄ της Ιβηρίας. Αυτός ήταν ντόπιος του Νταϊλάμ, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έφερε τον τίτλο ουαχρίζ, έναν νταϊλαμικό τίτλο που χρησιμοποιούσε επίσης ο Χουραζάντ, ο Νταϊλαμίτης στρατιωτικός διοικητής που κατέκτησε την Υεμένη το 570 κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χοσρόη Α΄ (531-579)[2] και τα νταϊλαμικά στρατεύματά του αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της Υεμένης στο νεοσύστατο Ισλάμ[2]. Ο Βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα Προκόπιος περιέγραψε τους Νταϊλαμίτες ως:

«βάρβαρους που ζουν... στη μέση της Περσίας, αλλά ποτέ δεν έγιναν υποτελείς στον βασιλιά των Περσών. Διότι η κατοικία τους είναι σε απόκρημνες βουνοπλαγιές που είναι εντελώς απρόσιτες, και έτσι συνέχισαν να είναι αυτόνομοι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα· αλλά πάντα βαδίζουν με τους Πέρσες ως μισθοφόροι όταν πηγαίνουν εναντίον των εχθρών τους. Και είναι όλοι πεζοί, ο καθένας κουβαλώντας ένα σπαθί και μια ασπίδα και τρία ακόντια στο χέρι του»[4].

Ο εξοπλισμός των Νταϊλαμιτών του στρατού των Σασσανιδών περιελάμβανε σπαθιά, ασπίδες, πολεμικό τσεκούρι, σφεντόνες, στιλέτα, λόγχες και ακόντια με δύο αιχμές[5].

Οι Νταϊλαμίτες συμμετείχαν επίσης στην πολιορκία της Αρχαιόπολης το 552. Υποστήριξαν την εξέγερση εναντίον του Χοσρόη Β', αλλά αργότερα χρησιμοποίησε ένα επίλεκτο απόσπασμα 4.000 Νταϊλαμιτών ως μέρος της φρουράς του[2]. Διακρίθηκαν επίσης στην εκστρατεία του Γουαχρίζ στην Υεμένη και στις μάχες εναντίον των δυνάμεων του Ιουστίνου Β'[5].

Ορισμένες μουσουλμανικές πηγές υποστηρίζουν ότι μετά την ήττα των Σασσανιδών στη Μάχη της αλ-Καντίσιγια, το απόσπασμα των 4.000 Νταϊλαμιτών της Σασσανιδικής φρουράς, μαζί με άλλες ιρανικές μονάδες, αυτομόλησαν στο πλευρό των Αράβων, ασπαζόμενοι το Ισλάμ[6].

Ισλαμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίσταση στους Άραβες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης των ακτών της Κασπίας στο Ιράν κατά τη διάρκεια του Ιρανικού Ιντερμέτζο.

Οι Νταϊλαμίτες κατάφεραν να αντισταθούν στην αραβική εισβολή στην ορεινή πατρίδα τους για αρκετούς αιώνες υπό την κυριαρχία των δικών τους τοπικών ηγεμόνων[2][7]. Ο πόλεμος στην περιοχή ήταν ενδημικός, με επιδρομές και αντεπιδρομές και από τις δύο πλευρές. Υπό τους Άραβες, η παλιά ιρανική πόλη-οχυρό Καζβίν συνέχισε τον ρόλο της της εποχής των Σασσανιδών ως προπύργιο ενάντια στις επιδρομές των Νταιλαμιτών. Σύμφωνα με τον ιστορικό αλ-Ταμπαρί, οι Νταϊλαμίτες και τα τουρκικά φύλα θεωρούνταν οι χειρότεροι εχθροί των Αράβων Μουσουλμάνων[2]. Το Χαλιφάτο των Αββασιδών διείσδυσε στην περιοχή και κατέλαβε τμήματα της, αλλά ο έλεγχός τους δεν ήταν ποτέ πολύ αποτελεσματικός. Μετά την κατάληψη του Ταβαριστάν από τους Αββασίδες, η στρατιωτική επιτυχία που πέτυχαν οι Αββασίδες στο Νταϊλάμ δεν είχε πρακτικό όφελος, καθώς οι επαναστάτες συνέχισαν να επιτίθενται στις νότιες περιοχές όπου στάθμευαν οι φρουρές των Αββασιδών. Αυτό ώθησε τον Χαλίφη αλ-Μανσούρ να κηρύξει τζιχάντ το 143 ΑΧ ( 759 / 760 μ.Χ.) και να στείλει αγγελιοφόρους στη Βασόρα και την Κούφα για να συσπειρώσουν τον λαό και να τον καλέσουν να ενισχύσει τον στρατό. Η εκστρατεία ηγήθηκε του Μουχάμαντ ιμπν Άμπι αλ-Αμπάς και όταν έφτασε στη Μοσούλη, συμμετείχαν μαχητές από τη Μοσούλη και την περιοχή Τζαζίρα γενικότερα. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία και άλλες δεν πέτυχαν τίποτα στην περιοχή Νταϊλάμ εκτός από κάποια λάφυρα πολέμου και αιχμαλώτους, που οι στρατιώτες κατάφεραν να αποκτήσουν κατά τη διάρκεια των αψιμαχιών τους με τον τοπικό πληθυσμό[8].

Λίγο μετά το 781, ο Νεστοριανός μοναχός Σουβαλίσο άρχισε να ευαγγελίζει τους Νταϊλαμίτες και να τους προσηλυτίζει στον Χριστιανισμό. Αυτός και οι συνεργάτες του σημείωσαν μικρή μόνο πρόοδο πριν συναντήσουν τον ανταγωνισμό από το Ισλάμ[9]. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαρούν αλ-Ρασίντ (βασ. 785–809), αρκετοί Σιίτες Μουσουλμάνοι κατέφυγαν στους σε μεγάλο βαθμό παγανιστές Νταϊλαμίτες, μαζί με λίγους Ζωροαστριστές και Χριστιανούς, για να ξεφύγουν από τις διώξεις. Μεταξύ αυτών των προσφύγων ήταν και κάποιοι Αλίδες, οι οποίοι ξεκίνησαν τη σταδιακή προσηλυτισμό των Νταϊλαμιτών στο Σιιτικό Ισλάμ[2][10]. Παρ' όλα αυτά, μια ισχυρή ιρανική ταυτότητα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη στους λαούς της περιοχής, μαζί με μια αντιαραβική νοοτροπία. Τοπικοί ηγεμόνες όπως οι Μπουγίδες και οι Ζιγιαρίδες, φρόντισαν να γιορτάζουν παλιές ιρανικές και ζωροαστρικές γιορτές.

Η επέκταση των Νταϊλαμιτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολιορκία του Αλαμούτ (1256) που απεικονίζεται στο Jami' al-tawarikh από τον Ρασίντ-αλ-Ντιν Χαμαντάνι. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Τμήμα Χειρογράφων, Τμήμα Ανατολής.

Από τον 9ο αιώνα και μετά, οι πεζοί Νταϊλαμίτες άρχισαν να αποτελούν σημαντικό στοιχείο των στρατών στο Ιράν[11].

Στα μέσα του 9ου αιώνα, το Χαλιφάτο των Αββασιδών αύξησε την ανάγκη του για μισθοφόρους στρατιώτες στη Βασιλική Φρουρά και τον στρατό, έτσι άρχισαν να στρατολογούν Νταϊλαμίτες, οι οποίοι εκείνη την περίοδο δεν ήταν τόσο ισχυροί σε αριθμό όσο οι Τούρκοι, οι Χορασανοί, οι Φαργκάνι και οι Αιγύπτιοι των Μαγκαρίμπα. Από το 912/3 έως το 916/7, ένας Νταϊλαμίτης στρατιώτης, ο Αλί ιμπν Ουαχσουντάν, ήταν αρχηγός της αστυνομίας (σαχίμπ αλ-σουρτά) στο Ισφαχάν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αλ-Μουκταντίρ (908–929). Για πολλές δεκαετίες, «παρέμεινε σύνηθες οι προσωπικές φρουρές του Χαλίφη να περιλαμβάνουν Νταϊλαμίτες καθώς και τους πανταχού παρόντες Τούρκους»[12]. Οι Μπουγίδες εμίρηδες, οι οποίοι ήταν οι ίδιοι Νταϊλαμίτες, συμπλήρωναν τον στρατό τους από Νταϊλαμίτες πεζούς με Τούρκους ιππείς. Οι Νταϊλαμίτες ήταν μεταξύ των ανθρώπων που αποτελούσαν τον στρατό των Σελτζούκων, και οι Γαζναβίδες τους απασχολούσαν επίσης ως επίλεκτο πεζικό.

Ισλαμικές πηγές καταγράφουν τις χαρακτηριστικές ζωγραφισμένες ασπίδες και τα κοντά δόρατα με δύο αιχμές (περσικά: zhūpīn, αραβικά: mizrāq), τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε για ώθηση είτε για ρίψη ως ακόντιο. Η χαρακτηριστική τακτική μάχης τους ήταν η προώθηση με τείχος ασπίδας και η χρήση των δοράτων και των πολεμικών τσεκουριών τους από πίσω.

Μια σημερινή ιρανική εθνοτική ομάδα, που πιθανώς ανάγεται στους Νταϊλαμίτες, είναι οι Ζάζα[13]. Οι Ζάζα αυτοαποκαλούνται Ντίμλι ή Ντίμλα[14], που προέρχεται από τη λέξη Νταϊλάμ σύμφωνα με μια γλωσσολογική θεωρία[15].

Αυτό υποστηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι ο Αγαθίας τον 6ο αιώνα περιγράφει τους Νταϊλαμίτες (κυριολεκτικά «Διλιμνίτες») ως «ένα από τα μεγαλύτερα έθνη στην άλλη πλευρά του Τίγρη, του οποίου η περιοχή συνορεύει με την Περσία». Αυτή η περιοχή είναι η σημερινή περιοχή οικισμού των Ντίμλι ή Ζάζα[16].

Οι Νταϊλαμίτες πιθανότατα ήταν οπαδοί κάποιας μορφής ιρανικού παγανισμού, ενώ μια μειοψηφία από αυτούς ήταν Ζωροαστριστές και Νεστοριανοί Χριστιανοί. Σύμφωνα με τον αλ-Μπιρουνί, οι Νταϊλαμίτες και οι Γκιλίτες «ζούσαν σύμφωνα με τον κανόνα που έθεσε ο μυθικός Αφριντούν»[2]. Η Εκκλησία της Ανατολής είχε εξαπλωθεί ανάμεσά τους λόγω των δραστηριοτήτων του Ιωάννη του Νταϊλάμ, και επισκοπές αναφέρονται στην απομακρυσμένη περιοχή μέχρι και τη δεκαετία του 790, ενώ είναι πιθανό κάποια υπολείμματα να επέζησαν εκεί μέχρι τον 14ο αιώνα[2].

Καλλιτεχνική απεικόνιση ενός πεζικάριου της φυλής Μπουγίντ.

Το όνομα του βασιλιά Μούτα ακούγεται ασυνήθιστο, αλλά όταν τον 9ο και 10ο αιώνα οι αρχηγοί των Νταϊλαμιτών εμφανίζονται στο προσκήνιο σε μαζικούς αριθμούς, τα ονόματά τους είναι αναμφίβολα παγανιστικά ιρανικά, όχι νοτιοδυτικού «περσικού» τύπου, αλλά βορειοδυτικού τύπου: έτσι το Gōrāngēj (όχι Kūrānkīj, όπως ερμηνεύτηκε αρχικά) αντιστοιχεί στο περσικό gōr-angēz «κυνηγός άγριων γαϊδουριών», το Shēr-zil στο Shēr-dil «καρδιά λιονταριού» κ.λπ. Ο μεσαιωνικός Πέρσης γεωγράφος Ισταχρί διαφοροποιεί μεταξύ περσικών και νταϊλαμικών και σχολιάζει ότι στα υψίπεδα του Νταϊλ'αμ υπήρχε μια φυλή, που μιλούσε μια γλώσσα διαφορετική από αυτή του Νταϊλάμ και του Γκιλάν, ίσως μια επιζώσα μη ιρανική γλώσσα[17].

Ήθη, εξοπλισμός και εμφάνιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές συνήθειες και έθιμα των Νταϊλαμιτών έχουν καταγραφεί σε ιστορικά αρχεία. Οι άνδρες τους ήταν εντυπωσιακά σκληροί και ικανοί να αντέξουν τρομερές στερήσεις. Ήταν οπλισμένοι με ακόντια και πολεμικά τσεκούρια και είχαν ψηλές ασπίδες βαμμένες σε γκρι χρώματα. Στη μάχη, συνήθως σχημάτιζαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους ενάντια στους επιτιθέμενους. Μερικοί Νταϊλαμίτες χρησιμοποιούσαν ακόντια με φλεγόμενη νάφθα. Μια ποιητική απεικόνιση της ένοπλης μάχης των Νταϊλαμιτών υπάρχει στο έργο του Φαχρουντίν Ασάντ Γκουργκάνι "Βις και Ραμίν" . Ένα σημαντικό μειονέκτημα των Νταϊλαμιτών ήταν ο μικρός αριθμός ιππικού που διέθεταν, γεγονός που τους ανάγκαζε να συνεργάζονται με Τούρκους μισθοφόρους[17].

Οι Νταϊλαμίτες θρηνούσαν υπερβολικά για τους νεκρούς τους, ακόμη και για τους εαυτούς τους σε περίπτωση αποτυχίας. Το 963, ο ηγεμόνας Μπουγίδες του Ιράκ, Μουίζ αλ-Ντάουλα, διέδωσε το πένθος του Μουχάραμ στη Βαγδάτη, κάτι που μπορεί να έπαιξε ρόλο στην εξέλιξη της ταζιέχ[17].

Ο Ισταχρί περιγράφει τους Νταϊλαμίτες ως έναν τολμηρό αλλά απερίσκεπτο λαό, αδύνατους στην εμφάνιση και με αφράτα μαλλιά. Ασχολούνταν με τη γεωργία και είχαν κοπάδια, αλλά μόνο λίγα άλογα. Καλλιεργούσαν επίσης ρύζι, ψάρευαν και παρήγαγαν μεταξωτά υφάσματα. Σύμφωνα με τον αλ-Μουκαντάσι, οι Νταϊλαμίτες ήταν όμορφοι και είχαν γενειάδες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του Χουντούντ αλ-Αλάμ, οι Νταϊλαμίτισσες συμμετείχαν στη γεωργία όπως οι άνδρες. Σύμφωνα με τον Ρουντραουάρι, ήταν «ίσες με τους άνδρες σε δύναμη πνεύματος, δύναμη χαρακτήρα και συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων»[17]. Επιπλέον, οι Νταϊλαμίτες εφάρμοζαν επίσης αυστηρά ενδογαμία.

  1. Yarshater, Ehsan, επιμ. (1985–2007). The History of al-Ṭabarī (40 τόμοι). SUNY series in Near Eastern studies. (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-7914-7249-1.
  2. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 Madelung & Felix 1995.
  3. Farrokh (2007), σσ. 201, 224, 231
  4. Potts 2014, σελ. 165.
  5. 1 2 Farrokh, Kaveh· Karamian, Gholamreza (2018). A Synopsis of Sasanian Military Organization and Combat Units (στα Αγγλικά). Publishing House of Siedlce University of Natural Sciences and Humanities. σελ. 47. ISBN 978-83-62447-22-0.Farrokh, Kaveh; Karamian, Gholamreza; Maksymiuk, Katarzyna [in Polish] (2018). A Synopsis of Sasanian Military Organization and Combat Units. Publishing House of Siedlce University of Natural Sciences and Humanities. p. 47. ISBN 978-83-62447-22-0.
  6. Farrokh (2007), σελ. 269
  7. Price (2005), σελ. 42
  8. Omar, Farouk (2009). الخلافة العباسية: عصر القوة والازدهار (στα Αραβικά). 1. Dar Shorouq. σελ. 112. لم يكن النجاح العسكري الذي حققه العباسيون في الديلم ذا فائدة عملية، فقد استمر المتمردون يهاجمون المناطق الجنوبية التي تمركزت فيها الحاميات العباسية، مما دعا المنصور إلى اعلان الجهاد سنة 143هـ وارسل الرسل إلى البصرة، والكوفة لشحذ الناس ودعوتهم لتعزيز الجيش (57) وقد قاد الحملة محمد بن أبي العباس وحين وصولها إلى الموصل انضمت إليها المقاتلة من الموصل والجزيرة الفراتية عامة . على أن هذه الحملة وغيرها لم تحقق شيئاً في منطقة الديلم ما عدا بعض الغنائم السبي الذي استطاع الجند الحصول عليه أثناء مناوشاتهم مع السكان المحليين .
  9. David Wilmshurst (2011), The Martyred Church: A History of the Church of the East, East and West Publishing, p. 166.
  10. Farrokh (2007), σσ. 274-275
  11. Bosworth (1986).
  12. Bosworth (1975)
  13. «Zazaki.de - Zaza, Zazaki, Dimili - ⌂». www.zazaki.de (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2025.
  14. «DIMLĪ». Encyclopaedia Iranica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2025.
  15. «(PDF) Translation of "La Domination des Dailamites", by Vladimir Minorsky (1931)». ResearchGate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2025.
  16. Agathias. «The Histories; Book 3» (στα English). σελ. 87. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2024.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  17. 1 2 3 4 Minorsky 1965.
  • Amedroz, Henry F.; Margoliouth, David S., eds. (1921). The Eclipse of the 'Abbasid Caliphate. Original Chronicles of the Fourth Islamic Century, Vol. V: The concluding portion of The Experiences of Nations by Miskawaihi, Vol. II: Reigns of Muttaqi, Mustakfi, Muti and Ta'i. Oxford: Basil Blackwell.
  • Bosworth, C. E. (1975). "Iran under the Buyids". In Frye, Richard N. (ed.). The Cambridge History of Iran. Vol. 4: From the Arab Invasion to the Saljuqs. Cambridge: Cambridge University Press. pp. 250–305. ISBN 0-521-20093-8.
  • Bosworth, C. E. (1986). "ARMY ii. Islamic, to the Mongol period". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica. Vol. II/5: Armenia and Iran IV–Art in Iran I. London and New York: Routledge & Kegan Paul. pp. 499–503. ISBN 978-0-71009-105-5.
  • Donohue, John J. (2003). The Buwayhid Dynasty in Iraq 334 H./945 to 403 H./1012: Shaping Institutions for the Future. Leiden and Boston: Brill. ISBN 90-04-12860-3.
  • Kabir, Mafizullah (1964). The Buwayhid Dynasty of Baghdad, 334/946-447/1055.
  • Kennedy, Hugh (2007). The Great Arab Conquests: How the Spread of Islam Changed the World We Live In. Philadelphia, Pennsylvania: Da Capo Press. ISBN 978-0-306-81740-3.
  • Madelung, W. (1975). "The Minor Dynasties of Northern Iran". In Frye, Richard N. (ed.). The Cambridge History of Iran. Vol. 4: From the Arab Invasion to the Saljuqs. Cambridge: Cambridge University Press. pp. 198–249. ISBN 0-521-20093-8.
  • Madelung, Wilferd; Felix, Wolfgang (1995). "Deylamites". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica. Vol. VII/4: Deylam, John of–Divorce IV. In modern Persia. London and New York: Routledge & Kegan Paul. pp. 342–347. ISBN 978-1-56859-022-6.
  • Price, Massoume (2005). Iran's diverse peoples. ABC-CLIO. ISBN 978-1-57607-993-5.
  • Minorsky, V. (1965). "Daylam". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. OCLC 495469475.
  • Nagel, Tilman (1990). "Buyids". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica. Vol. IV/6: Burial II–Calendars II. London and New York: Routledge & Kegan Paul. pp. 578–586. ISBN 978-0-71009-129-1.
  • Potts, Daniel T. (2014). Nomadism in Iran: From Antiquity to the Modern Era. London and New York: Oxford University Press. pp. 1–558. ISBN 9780199330799.
  • Al-Tabari, Abu Ja'far Muhammad ibn Jarir (1985–2007). Ehsan Yar-Shater (ed.). The History of Al-Ṭabarī. Vol. 40 vols. Albany, NY: State University of New York Press.
  • Potts, Daniel T. (2012). "ARABIA ii. The Sasanians and Arabia". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica (Online ed.). Encyclopædia Iranica Foundation.
  • Zakeri, Mohsen (1995). Sāsānid Soldiers in Early Muslim Society: The Origins of ʿAyyārān and Futuwwa. Wiesbaden: Otto Harrassowitz. ISBN 978-3-447-03652-8.