Ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ (αγγλικά: Daniel Libeskind) (γενν. 12 Μαΐου 1946) είναι Πολωνοαμερικανός αρχιτέκτονας, καλλιτέχνης, καθηγητής και σκηνογράφος. Ο Λίμπεσκιντ ίδρυσε το Studio Daniel Libeskind (Στούντιο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ) το 1989 με τη σύζυγό του, Nina (Νίνα), και είναι ο επικεφαλής αρχιτέκτονάς του.[17]
Είναι γνωστός για το σχεδιασμό και την ολοκλήρωση του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου στη Γερμανία, που άνοιξε το 2001. Στις 27 Φεβρουαρίου του 2003, ο Λίμπεσκιντ εξέλαβε περαιτέρω διεθνή προσοχή αφού κέρδισε τον διαγωνισμό ως αρχιτέκτονας του γενικού σχεδίου για την ανακατασκευή του χώρου του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στο Κάτω Μανχάταν.[18]
Άλλα κτίρια για τα οποία είναι γνωστός, περιλαμβάνουν την επέκταση στο Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Grand Canal Theatre (το Θέατρο Γκράντ Κανάλ) στο Δουβλίνο, το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο στο Μείζων Μάντζεστερ της Αγγλίας, το Michael Lee-Chin (Μάικλ Λι-Τσίν) Crystal στο Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο στο Τορόντο του Καναδά, το Felix Nussbaum Haus στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας, το Εβραϊκό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη, το Reflections στη Σιγκαπούρη και το Κέντρο Wohl στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan (Μπαρ Ιλάν) στο Ραμάτ Γκαν του Ισραήλ.[19] Το χαρτοφυλάκιό του περιλαμβάνει επίσης πολλά οικιστικά έργα. Το έργο του Λίμπεσκιντ έχει εκτεθεί σε μεγάλα μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, των Αρχείων Μπαουχάους του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο και του Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού.[20]
Γεννημένος στο Λοτζ της Πολωνίας, ο Λίμπεσκιντ ήταν το δεύτερο παιδί της Ντόρα και του Νάχμαν Λίμπεσκιντ, Πολωνοεβραίων και επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Ως μικρό παιδί, ο Λίμπεσκιντ έμαθε να παίζει ακορντεόν και γρήγορα έγινε βιρτουόζος, παίζοντας στην πολωνική τηλεόραση το 1953. Κέρδισε μια διάσημη υποτροφία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Αμερικής του Ισραήλ το 1959 και έπαιξε δίπλα σε στον νεαρό Ιτζάκ Πέρλμαν. Ο Λίμπεσκιντ έζησε στην Πολωνία για 11 χρόνια και μπορεί ακόμα να μιλά, να διαβάζει και να γράφει πολωνικά.[21]
Το 1957, ο Λίμπεσκιντ και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Kibbutz Gvat (Κιμπούτς Γκεβάτ) του Ισραήλ και στη συνέχεια στο Τελ Αβίβ, πριν μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη το 1959.[22] Στην αυτοβιογραφία του, Breaking Ground: An Immigrant's Journey from Poland to Ground Zero (Σπάζοντας το Έδαφος: Το ταξίδι ενός μετανάστη από την Πολωνία στο σημείο μηδέν), ο Λίμπεσκιντ μίλησε για το πώς η εμπειρία του στο Κίμπουτς επηρέασε το ενδιαφέρον του για την πράσινη αρχιτεκτονική.[23]
Το καλοκαίρι του 1959, η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με ένα από τα τελευταία σκάφη μεταναστών των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη Νέα Υόρκη, ο Λίμπεσκιντ ζούσε στο Amalgamated Housing Cooperative (Συγχωνευμένο Οικιστικό Συνεταιρισμό) στο βορειοδυτικό Μπρονξ, μια συνεταιριστική ανάπτυξη μεσαίου εισοδήματος που χρηματοδοτούνταν από τα συνδικάτα. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Επιστημών του Μπρονξ. Το τυπογραφείο όπου δούλευε ο πατέρας του ήταν στη Stone Street στο Κάτω Μανχάταν και παρακολούθησε το πρώτο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου να χτίζεται τη δεκαετία του 1960.[24] Ο Λίμπεσκιντ έγινε πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών το 1965.[25]
Ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ έγινε δεκτός στο Cooper Union for the Advancement of Science and Art (Κολέγιο Cooper, Προόδου της Επιστήμης και Τέχνης) και ξεκίνησε το σχολείο εκεί το 1965 όπου διδάχθηκε από τον John Hejduk (Τζόν Χέιντουκ) και έλαβε το επαγγελματικό του αρχιτεκτονικό πτυχίο το 1970. Το 1968, ο Libeskind εργάστηκε για λίγο ως μαθητευόμενος στον αρχιτέκτονα Ρίτσαρντ Μάιερ.[26] Έλαβε μεταπτυχιακό στην ιστορία και τη θεωρία της αρχιτεκτονικής στη Σχολή Συγκριτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Έσσεξ το 1972. Την ίδια χρονιά, προσλήφθηκε για να εργαστεί στο Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και Αστικών Σπουδών του Πίτερ Άιζενμαν της Νέας Υόρκης, αλλά παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως.[27]
Ο Λίμπεσκιντ ξεκίνησε την καριέρα του ως θεωρητικός και καθηγητής αρχιτεκτονικής, κατέχοντας θέσεις σε διάφορα ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Από το 1978 έως το 1985, ο Λίμπεσκιντ ήταν διευθυντής του Τμήματος Αρχιτεκτονικής στην Ακαδημία Τέχνης Cranbrook στο Bloomfield Hills (Μπλούμφιλντ Χιλς) του Μίσιγκαν.[28] Η πρακτική του αρχιτεκτονική καριέρα ξεκίνησε στο Μιλάνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όπου συμμετείχε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και επίσης ίδρυσε και διηύθυνε το Architecture Intermundium, Institute for Architecture & Urbanism (Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής & Πολεοδομίας).
Ο Λίμπεσκιντ ολοκλήρωσε το πρώτο του κτίριο σε ηλικία 52 ετών, με τα εγκαίνια του Felix Nussbaum Haus στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας το 1998.[29] Πριν από αυτό, οι κριτικοί είχαν απορρίψει τα σχέδιά του ως "μη οικοδομήσιμα ή αδικαιολόγητα κατηγορηματικά".[30] Το 1987, ο Λίμπεσκιντ κέρδισε τον πρώτο του διαγωνισμό σχεδιασμού για κατοικία στο Δυτικό Βερολίνο, αλλά το Τείχος του Βερολίνου έπεσε λίγο αργότερα και το έργο ακυρώθηκε. Ο Libeskind κέρδισε τους πρώτους τέσσερις διαγωνισμούς έργων στους οποίους συμμετείχε, συμπεριλαμβανομένου του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου το 1989, το οποίο έγινε το πρώτο μουσείο αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και άνοιξε για το κοινό το 2001 με διεθνή αναγνώριση.[31] Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του και ήταν μια από τις πρώτες κτιριακές τροποποιήσεις που σχεδιάστηκαν μετά την επανένωση. Μια γυάλινη αυλή σχεδιάστηκε από τον Λίμπεσκιντ και προστέθηκε το 2007. Η Ακαδημία του Εβραϊκού Μουσείου του Βερολίνου επίσης σχεδιάστηκε από τον Λίμπεσκιντ και ολοκληρώθηκε το 2012.
Η προσθήκη του Libeskind στο Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο στο Τορόντο (2007).
Ο Λίμπεσκιντ επιλέχθηκε από την Lower Manhattan Development Corporation (Αναπτυξιακή Εταιρεία του Κάτω Μανχάταν) για να επιβλέψει την ανοικοδόμηση του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου[32], το οποίο καταστράφηκε στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Η ιδέα για την τοποθεσία, την οποία ονόμασε Memory Foundations, έγινε δεκτή με την παρουσίασή της στο κοινό το 2003, αν και τελικά άλλαξε σημαντικά πριν από την εκτέλεσή της.[33] Ήταν ο πρώτος αρχιτέκτονας που κέρδισε το Βραβείο Τέχνης της Χιροσίμα, που απονεμήθηκε σε έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο προωθεί τη διεθνή ομόνοια και την ειρήνη. Πολλά από τα έργα του εξετάζουν τις βαθιές πολιτισμικές συνδέσεις μεταξύ μνήμης και αρχιτεκτονικής.[34]
Το Στούντιο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ εδράζεται σε δύο τετράγωνα νότια της τοποθεσίας του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη. Έχει σχεδιάσει πολυάριθμα πολιτιστικά και εμπορικά ιδρύματα, μουσεία, αίθουσες συναυλιών, συνεδριακά κέντρα, πανεπιστήμια, κατοικίες, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα. Τα πιο πρόσφατα ολοκληρωμένα έργα του στούντιο υπάρχουν στο Μουσείο MO στο Βίλνιους της Λιθουανίας και κάποια από αυτά είναι το Zlota 44, ένας πολυώροφος οικιστικός πύργος στη Βαρσοβία της Πολωνίας, το Ogden Center for Fundamental Physics (Κέντρο Θεμελιώδους Φυσικής του Όντγκεν) στο Πανεπιστήμιο Durham (Ντάραμ) στο Ντάραμ της Αγγλίας, το Εθνικό Μνημείο Ολοκαυτώματος στην Οτάβα του Καναδά και το Corals στο Keppel Bay στη Σιγκαπούρη, δίπλα στο προηγούμενο ολοκληρωμένο έργο του στούντιο, το Reflections (Αντανακλάσεις) στο Keppel Bay.
Εκτός από τα αρχιτεκτονικά του έργα, ο Λίμπεσκιντ έχει συνεργαστεί με μια σειρά από διεθνείς εταιρείες σχεδιασμού για την δημιουργία αντικειμένων, επίπλων και βιομηχανικών εξαρτημάτων για εσωτερικούς χώρους κτιρίων. Του έχει ανατεθεί να συνεργαστεί με εταιρείες σχεδιασμού όπως η Fiam,[35] Artemide,[36] Jacuzzi,[37] TreP-Tre-Piu,[38] Oliviari,[39] Sawaya & Moroni,[40] Poltrona Frau,[41] Swarovski,[42] και άλλοι.[43]
Τα σχέδια του Λίμπεσκιντ περιλαμβάνουν επίσης γλυπτική. Αρκετά γλυπτά που κατασκευάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 βασίστηκαν στις εξερευνήσεις της σειράς σχεδίων του "Micromegas and Chamberworks" που έκανε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το Polderland Garden of Love and Fire (Κήπος της Αγάπης και της Φωτιάς) στο Almere (Αλμέρε) της Ολλανδίας είναι μια μόνιμη εγκατάσταση που ολοκληρώθηκε το 1997 και αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2017.[44] Αργότερα στην καριέρα του, ο Λίμπεσκιντ σχεδίασε το γλυπτό Life Electric που ολοκληρώθηκε το 2015 στη λίμνη Κόμο της Ιταλίας. Αυτό το γλυπτό είναι αφιερωμένο στον φυσικό Alessandro Volta (Αλεσάντρο Βόλτα).
Ο Λίμπεσκιντ έχει σχεδιάσει σκηνικά όπερας για παραγωγές όπως το The Architect (Ο Αρχιτέκτονας) του Νορβηγικού Εθνικού Θεάτρου το 1998 και το Tristan und Isolde (Τριστάνος και Ιζόλδη) του Saarländisches Staatstheater (κρατικού θεάτρου του Saarland) το 2001. Σχεδίασε επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Intolleranza του Luigi Nono (Λουίτζι Νόνο) και για μια παραγωγή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης του Ολιβιέ Μεσιάν από την Deutsche Oper Berlin. Έχει επίσης γράψει ελεύθερους στίχους πεζούς, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Fishing from the Pavement (Ψάρεμα από το πεζοδρόμιο).[45]
Ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ ήταν επικεφαλής της Αρχιτεκτονικής στην Ακαδημία Τέχνης Cranbrook στο Μπλούμφιλντ Χιλς του Μίσιγκαν από το 1978 έως το 1985. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Cranbrook εξερεύνησε διάφορα θέματα του χώρου, επηρεασμένος από θεωρητικούς όπως ο Derrida (Ντεριντά) και ήταν μέρος της κορυφαίας πρωτοπορίας στην αρχιτεκτονική και τον ακαδημαϊκό χώρο. Παρήγαγε πολλά γραπτά, έργα τέχνης και έρευνες μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένων των Reading Machine (Μηχανή Ανάγνωσης), Writing Machine (Μηχανή Γραφής) και Memory Machine (Μηχανή Μνήμης).[46] Οι μηχανές που ονομάζονταιThree Lessons in Architecture (Τρία Μαθήματα Αρχιτεκτονικής) παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1985 όπου ο Λίμπεσκιντ κέρδισε επίσης το βραβείο Stone Lion.[47] Ο Λίμπεσκιντ έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, όπως το Πανεπιστήμιο του Κεντάκι, το Πανεπιστήμιο Γέιλ, το UCLA, το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο Leuphana Lüneburg στη Γερμανία και το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.[25] Συνεχίζει να διδάσκει φοιτητές σε διάφορα πανεπιστήμια συμπεριλαμβανομένου του Καθολικού Πανεπιστημίου της Αμερικής.[48]
Το κτίριο του Libeskind για το Metropolitan University του Λονδίνου έχει γίνει αντικείμενο κριτικής
Ενώ μεγάλο μέρος του έργου του Λίμπεσκιντ έχει γίνει ευρέως αποδεκτό, έχει επίσης αποτελέσει συχνά αντικείμενο αυστηρής κριτικής.[49] Οι κριτικοί συχνά περιγράφουν το έργο του Λίμπεσκιντ ως αποδομιστικό.[50] Κατηγορούν ότι αντικατοπτρίζει ένα περιορισμένο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο οδοντωτών άκρων, έντονων γωνιών και βασανισμένων γεωμετριών,[51] πως μπορεί να θεωρηθεί τυποποιημένο και ότι αγνοεί την τοποθεσία και το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.[52] Το 2008, ο κριτικός των Los Angeles Times, Christopher Hawthorne (Κρίστοφερ Χόθρον), έγραψε: «Όποιος ψάχνει για σημάδια ότι το έργο του Ντάνιελ Λίμπεσκιντ θα μπορούσε να εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου ή να αλλάξει σε κάποια εκπληκτική κατεύθυνση, το έκανε ως επί το πλείστον μάταια».[53] Ο Nicolai Ouroussoff (Νικολάι Ορουσώφ) δήλωσε στους New York Times το 2006: «Τα χειρότερα κτίριά του, όπως ένα πολεμικό μουσείο του 2002 στην Αγγλία που υποδηλώνει τα θραύσματα μιας σπασμένης σφαίρας, μπορεί να φαίνονται σαν μια καρικατούρα της δικής του αισθητικής».[51] Στο βρετανικό περιοδικό Building Design, ο Owen Hatherley (Όουεν Χάδερλεϊ) έγραψε για το συνδικάτο φοιτητών του Λίμπεσκιντ για το London Metropolitan University (Μητροπολιτικό Μουσείο του Λονδίνου): «Όλες οι θολωτές, επιθετικές χειρονομίες του σχεδιάστηκαν για να «βάλουν το London Met στον χάρτη» και να δώσουν μια εικόνα ατρόμητου νεωτερισμού με ωστόσο, ελάχιστες συνέπειες».[54] Ο William JR Curtis στο Architectural Review (Αρχιτεκτονική Επιθεώρηση) χαρακτήρισε το Run Run Shaw Creative Media Center «μια στοίβα από κοινοτοπίες του Λίμπεσκιντ χωρίς αίσθηση, μορφή ή νόημα" και έγραψε ότι τα κεντρικά γραφεία του Hyundai Development Corporation παρέδωσαν "ένα τετριμμένο και θορυβώδες εταιρικό μήνυμα».[52]
Σε απάντηση, ο Λίμπεσκιντ λέει ότι αγνοεί τους κριτικούς: «Πώς μπορώ να τους διαβάσω; Έχω πιο σημαντικά πράγματα να διαβάσω».[55]
2000–2006 Επέκταση στο Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ, κτήριο Frederic C. Hamilton – Ντένβερ, Κολοράντο, Ηνωμένες Πολιτείες
2000–2006 Denver Art Museum Residences – Ντένβερ, Κολοράντο, Ηνωμένες Πολιτείες
2000–2008 Westside Shopping and Leisure Center – Βέρνη, Ελβετία
2001–2003 Εβραϊκό Μουσείο της Δανίας – Κοπεγχάγη, Δανία
2001–2004 London Metropolitan University (Μητροπολιτικό Μουσείο του Λονδίνου)Μητροπολιτικό Μουσείο του Λονδίνου Graduate Center – Λονδίνο, Αγγλία, Ηνωμένο Βασίλειο
2001–2005 The Wohl Center (Κέντρο Wohl) – Πανεπιστήμιο Bar-Ilan (Μπαρ Ιλάν), Ramat Gan (Ραμάτ Γκαν), Ισραήλ
2002–2007 Michael Lee-Chin Crystal, επέκταση στο Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο και ανακαίνιση των δέκα από τις υπάρχουσες γκαλερί του – Τορόντο, Οντάριο, Καναδάς
2003–2005 Tangent, Facade για τα κεντρικά γραφεία της Hyundai Development Corporation (Εταιρεία Ανάπτυξης Hyundai) – Σεούλ, Νότια Κορέα
2004–2005 Memoria e Luce, 9/11 Memorial – Πάντοβα, Ιταλία
The Ascent at Roebling's Bridge (2008) Covington, Kentucky 2004–2008 The Ascent at Roebling's Bridge (Η Ανάβαση στη Γέφυρα του Ρόμπλινγκ), κατοικημένη πολυκατοικία – Covington, Κεντάκι, Ηνωμένες Πολιτείες
2005–2009 MGM Mirage 's CityCenter, εμπορικός και δημόσιος χώρος στο Las Vegas Strip – Paradise, Νεβάδα
2004–2010 Grand Canal Square, Θέατρο Grand Canal and Commercial Development – Δουβλίνο, Ιρλανδία
2010 Μνημείο Wheel of Conscience, Μνημείο MS St. Louis, Pier 21 – Χάλιφαξ, Καναδάς
Ο πρώτος αρχιτέκτονας που κέρδισε το Βραβείο Τέχνης της Χιροσίμα, που απονέμεται σε έναν καλλιτέχνη του οποίου το έργο προωθεί τη διεθνή κατανόηση και την ειρήνη (2001)[62]
Το 2003, έλαβε το μετάλλιο Leo Baeck για το ανθρωπιστικό του έργο που προάγει την ανεκτικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.[63]
AIANY Merit Award για το Εθνικό Μνημείο του Ολοκαυτώματος, Οττάβα, Καναδάς (2018)
MIPIM/ <i id="mwAlI">The Architectural Review</i> Future Project Award, για τον Πύργο L'Occitanie στην Τουλούζη, Γαλλία (2018)
Βραβείο CTBUH Urban Habitat για το Γενικό Σχέδιο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου (2018)
Βραβείο Εθνικής Υπηρεσίας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων για το Γενικό Σχέδιο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου (2012)
Fellow for the American Institute of Architects (2016)
Περιφερειακό Βραβείο RIBA για το Ogden Center for Fundamental Physics στο Πανεπιστήμιο Durham (2017)
Έλαβε Επίτιμο Διδακτορικό Αρχιτεκτονικής από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα
Doctor Honoris Causa του Νέου Βουλγαρικού Πανεπιστημίου το 2013 ως αναγνώριση της επιρροής του στη σύγχρονη αρχιτεκτονική έρευνα και πρακτική
Πρώτος αποδέκτης του επίτιμου τίτλου Διδάκτωρ Καλών Τεχνών από το Πανεπιστήμιο του Ulster ως αναγνώριση των εξαιρετικών υπηρεσιών του στην παγκόσμια αρχιτεκτονική και σχεδιασμό (2009)
Βραβείο MIPIM στο Best Urban Regeneration Project για το KoBogen (2014)
Βραβείο FIABCI Prix d'Excellence, Residential για το Reflections στο Keppel Bay (2013)
Βραβείο Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Μουσείων για το Στρατιωτικό Ιστορικό Μουσείο (2013)
Buber-Rosenzweig-Medal (2010)
Χρυσό μετάλλιο Αρχιτεκτονικής στην Εθνική Λέσχη Τεχνών (2007)
Διεθνές Βραβείο RIBA για το Κέντρο Wohl στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan (2006)
Διεθνές Βραβείο RIBA για το Imperial War Museum North (2004)
Βραβείο RIBA για το Κέντρο Μεταπτυχιακών Σπουδών του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου (2004)
Ο Λίμπεσκιντ γνώρισε τη Νίνα Λιούις, τη σύζυγο και επιχειρηματική σύντροφό του, στο Camp Hemshekh (Στρατόπεδο Hemshekh) που διοικείται από τους Bundist στα βόρεια της Νέας Υόρκης το 1966. Παντρεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα και, αντί για έναν παραδοσιακό μήνα του μέλιτος, ταξίδεψαν στις ΗΠΑ επισκεπτόμενοι τα κτίρια του Frank Lloyd Wright (Φράνκ Λόιντ Ράιτ) με μια υποτροφία του Cooper Union.[65] Η Nina είναι συνιδρυτής του Στούντιο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ. Είναι κόρη του αείμνηστου Καναδού πολιτικού ηγέτη Ντέιβιντ Λιούις και αδερφή του πρώην καναδού πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη, Στίβεν Λιούις.
Ο Λίμπεσκιντ έχει ζήσει, μεταξύ άλλων, στη Νέα Υόρκη, το Τορόντο, το Μίσιγκαν, την Ιταλία, τη Γερμανία και το Λος Άντζελες.[65] Είναι και Αμερικανός και Ισραηλινός πολίτης.[66]
Η Νίνα και ο Ντανιέλ έχουν τρία παιδιά: τον Lev (Λεβ), τον Noam (Νόαμ) και τη Rachel (Ρέιτσελ).[67]
In the Unlikeliest of Places: How Nachman Libeskind Survived the Nazis, Gulags, and Σοβιετικό Κομμουνισμό (2014) Annette Libeskind Berkovits; πρόλογος του Daniel Libeskind ( (ISBN978-1-77112-0661) )
Architecture in the 20th Century Liebeskind in conversation with Richard Weston and Melvyn Bragg, first broadcast March 25, 1999 on BBC4's In Our Time.