Νουμιδία (Ρωμαϊκή επαρχία)
Η Νουμιδία, λατιν.: Numidia, ήταν μία ρωμαϊκή επαρχία στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, που περιλάμβανε περίπου το έδαφος της βορειοανατολικής Αλγερίας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κάτοικοι της περιοχής αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά ως Νουμίδες από τον Πολύβιο γύρω στον 2ο αι. π.Χ., αν και συχνά αναφέρονταν ως Νοδιδιανοί. [1]
Η Ανατολική Νουμιδία προσαρτήθηκε το 46 π.Χ. για να δημιουργήσει μία νέα ρωμαϊκή επαρχία, τη Νέα Αφρική (Africa Nova). Η Δυτική Νουμιδία προσαρτήθηκε επίσης ως τμήμα της επαρχίας Νέας Αφρικής μετά το τέλος τού τελευταίου βασιλιά της, Aράβιoυ, το 40 π.Χ., και στη συνέχεια η επαρχία (εκτός της Δυτικής Νουμιδίας) ενώθηκε με την επαρχία Παλαιά Αφρική (Africa Vetus) από τον Αυτοκράτορα Αύγουστο το 25 π.Χ., για τη δημιουργία της νέας επαρχίας Ανθυπατική Αφρική (Africa Proconsularis). Κατά τη σύντομη περίοδο (30–25 π.Χ.) ο Ιόβας Β΄ (γιος του Ιόβα Α΄) κυβέρνησε ως πελάτης-βασιλιάς της Nουμιδίας στην επικράτεια της πρώην επαρχίας Νέας Aφρικής. Το 40 μ.Χ., το δυτικό τμήμα της Aνθυπατικής Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της φρουράς λεγεωναρίων του, τέθηκε υπό αυτοκρατορικό απεσταλμένο (legatus) και στην πραγματικότητα έγινε ξεχωριστή επαρχία της Nουμιδίας, αν και ο legatus της Noυμιδίας παρέμεινε ονομαστικά υποταγμένος στον ανθύπατο της Αφρικής μέχρι το 203 μ.Χ. [2]
Κατά τον 2ο αι. η επαρχία εκχριστιανίστηκε, αλλά τον 4ο αι., προσχώρησε στην αίρεση των Δονατιστών, παρά το γεγονός ότι οδήγησε στην ανάπτυξη ανδρών ορθόδοξης πίστης τόσο επιφανών, όσο ο Άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος της Βασιλικής Ιππώνος (Hippo Regius, σημερινή Ανάμπα [Annaba]).
Μετά το 193, υπό τον Σεπτίμιο Σεβήρο, η Νουμιδία αποσπάστηκε επίσημα από την επαρχία της Αφρικής και αποτελούσε μία επαρχία από μόνη της, διοικούμενη από έναν αυτοκρατορικό legatus pro praetore. Επί Διοκλητιανού, αποτελούσε μία απλή επαρχία στην αναδιοργάνωση της Τετραρχίας, στη συνέχεια χωρίστηκε στα δύο: Numidia Cirtensis (Νουμιδία Κιρτασία), με πρωτεύουσα την Cirta, και Numidia Militiana (Στρατιωτική Νουμιδία), με πρωτεύουσα τη βάση λεγεωναρίων της Λαμβαίσιδος (Lambaesis). Ωστόσο, μετά από δεκαετίες, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ ένωσε ξανά τις δύο επαρχίες σε μία ενιαία, που διοικούνταν από την Κίρτα, η οποία τώρα μετονομάστηκε σε Κωνσταντίνα (σημερινή Κωνσταντίνη).
Το 428 οι Βάνδαλοι ξεκίνησαν τις επιδρομές τους στις αφρικανικές επαρχίες. Κατάφεραν τελικά να δημιουργήσουν το βασίλειο των Βανδάλων, που διήρκεσε μεταξύ 432 και 534, το έτος κατά το οποίο έπεσαν οι Βάνδαλοι και οι αφρικανικές επαρχίες επανενσωματώθηκαν στην Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) κυριαρχία και σχημάτισαν την Υπαρχία της Αφρικής, μισό αιώνα αργότερα την Εξαρχάτο της Αφρικής, από τη βασιλεία του Mαυρίκιου (βασ. 582–602).
Μεταξύ 696 και 708, η περιοχή κατακτήθηκε ξανά, αυτή τη φορά από τους Άραβες Μουσουλμάνους (Ομμεϋάδες) και έγινε μέρος της Ιφρικίγια. [3]
Μεγάλες πόλεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Νουμιδία, όπως και οι άλλες αφρικανικές επαρχίες, έγινε ιδιαίτερα ρωμαϊκή και ήταν γεμάτη με πολλές πόλεις. Οι κύριες πόλεις της Ρωμαϊκής Νουμιδίας ήταν: στα βόρεια, η Cirta ή σύγχρονη Κωνσταντίνη, η πρωτεύουσα, με το λιμάνι της Russicada (Σύγχρονη Σκικντά [Skikda]) και Hippo Regius (Β. Ιππώνα, κοντά στο Ανάμπα [Bône]), γνωστή ως επισκοπή του Αγίου Αυγουστίνου. Στα νότια, στο εσωτερικό, οι στρατιωτικοί δρόμοι οδηγούσαν στο Theveste (Tebessa) και στη Λαμβαισίδα (Lambaesis, νυν Lambessa) με εκτεταμένα ρωμαϊκά κατάλοιπα, που συνδέονται με στρατιωτικούς δρόμους με την Cirta και την Hippo, αντίστοιχα. [4]
Η Λαμβαισίς ήταν η έδρα της Λεγεώνας III Augusta και το σημαντικότερο στρατηγικό κέντρο. Διοικούσε τα περάσματα των βουνών Ωρές [Aurès] (Mons Aurasius), ένα ορεινό συγκρότημα που χώριζε τη Nουμιδία από τις φυλές των Βερβέρων Γαιτούλων της ερήμου, και το οποίο σταδιακά καταλήφθηκε σε όλη του την έκταση από τους Ρωμαίους υπό την Αυτοκρατορία. Συμπεριλαμβανομένων αυτών των πόλεων, υπήρχαν συνολικά είκοσι, που είναι γνωστό ότι είχαν λάβει κάποια στιγμή τον τίτλο και το καθεστώς των ρωμαϊκών αποικιών. Τον 5ο αι. η Notitia Dignitatum απαριθμεί όχι λιγότερους από 123 επισκοπικές έδρες, των οποίων οι επίσκοποι συγκεντρώθηκαν στην Καρχηδόνα το 479.
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Numidia: The story of a Kingdom». Cambridge Alert. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2019.
- ↑ J. D. Fage· Roland Anthony Oliver (1975). The Cambridge History of Africa. Cambridge University Press. σελ. 199. ISBN 978-0-521-21592-3.
- ↑ (in γαλλική) Article « Ifriqiya » (Larousse.fr).
- ↑ Detailed map of Roman Numidia
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Filippo Coarelli και Yvon Thébert, "Architecture funéraire et pouvoir : réflexions sur l'hellénisme numide», Mélanges de l'École française de Rome: Antiquité, Année 1988, 2, σ. 761-818 [1]
- Nacéra Benseddik, « Jugurtha-Cirta-Lambèse-Timgad » στο Dictionnaire du Monde antique, PUF, Παρίσι 2005.
- Yann Le Bohec, L'Afrique romaine (146 avant J.-C. - 439 après J.-C.), ed. Picard, 2005 (Παρίσι), 600 σελ.(ISBN 2-7084-0751-1)ISBN 2-7084-0751-1
- François Décret και Mhamed Fantar, L'Afrique du Nord dans l'Antiquité. Histoire et civilization - des Origines au Ve siècle, Παρίσι, 1981.
- "Propriétés impériales et cités en Numidie Méridionale". Cahiers du Centre Gustave Glotz (3): 123–139. 1992...