Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεαρά Βοσνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νεαρά Βοσνία
Μλάντα Μπόσνα
Ίδρυση1911
ΙδρυτήςVladimir Gaćinović
ΈδραΑυστροουγγαρία

Η Νεαρά Βοσνία (σερβι­κά: Млада Босна, Μλάντα Μπόσνα) αναφέρεται σε μια χαλαρά οργανωμένη ομάδα αυτονομιστικών και επαναστατικών πυρήνων, που δραστηριοποιήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα προσπαθώντας να τερματίσουν την αυστροουγγρική κυριαρχία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη .

Τα μέλη της, κυρίως Βόσνιοι Σέρβοι, αλλά και Μποσνιάκοι και Βόσνιοι Κροάτες, οδηγούνταν από διάφορες ιδεολογίες, με εξέχουσα θέση τον Γιουγκοσλαβισμό, την ένωση των νοτιοσλαβικών λαών σε ένα ενιαίο γιουγκοσλαβικό κράτος[1]. Η ομάδα άντλησε έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα φιλοσοφικών επιρροών, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού ρομαντισμού, του αναρχισμού και του ρωσικού επαναστατικού σοσιαλισμού. Οι δραστηριότητες της Νεαράς Βοσνίας επηρεάστηκαν από ιστορικά γεγονότα όπως η Μάχη του Κοσσυφοπεδίου και ο μύθος γύρω από αυτή, καθώς και πρόσωπα, όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Φρίντριχ Νίτσε.

Η πιο διαβόητη πράξη που σχετίζεται με τη Νεαρά Βοσνία ήταν η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 από τον Γκαβρίλο Πρίνσιπ, ένα από τα μέλη της.

Η κατοχή της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης το 1878 από την Αυστροουγγαρία άλλαξε τις πολιτικές συνθήκες στην περιοχή από ένα μακροπρόθεσμο στάτους κβο υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1882 ξέσπασε εξέγερση κατά των αυστροουγγρικών στρατιωτικών και διοικητικών Αρχών κατοχής, αλλά κατεστάλη με τη βία.

Υπήρχαν πολλές οργανώσεις με προσανατολισμό τη νεολαία πριν από την άνοδο της Νεαράς Βοσνίας, όπως η Ενωμένη Σερβική Νεολαία στις δεκαετίες του 1860 και του 1870. Ο ορισμός της ιδιότητας μέλους και της αόριστης ιδέας της «νεότητας» (ομλάντινα) συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ των Νοτιοσλάβων διανοουμένων. Ένα σημαντικό εμπόδιο στον καθορισμό και την οργάνωση της νεολαίας στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο υπέστη σημαντικές αλλαγές στην περίοδο των Αψβούργων. Μέχρι το 1900, ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός νεαρών ανδρών από τη Βοσνία σπούδαζε στην Πράγα, το Ζάγκρεμπ, τη Βιέννη, το Γκρατς, την Κωνσταντινούπολη και το Βελιγράδι. Αυτό τους έφερε σε επαφή με σερβικούς και κροατικούς εθνικιστικούς κύκλους. [2]

Η άνοδος στην εξουσία της δημοφιλούς δυναστείας Καραγεώργεβιτς στη Σερβία τη δεκαετία του 1900 μετά την ανατροπή της δυναστείας Ομπρένοβιτς τον Μάιο από τον Σερβικό Στρατό το 1903, ενθάρρυνε την υποστήριξη τόσο από τους Σέρβους όσο και από τους Νότιους Σλάβους για την ένωσή τους σε ένα κράτος με επικεφαλής το Βελιγράδι[3]. Η αυστροουγγρική προσάρτηση της Βοσνίας το 1908 πυροδότησε κρίση στην ευρωπαϊκή πολιτική και αναταραχή στην επαρχία. Η καθιέρωση της Δίαιτας της Βοσνίας έγινε μόλις τον Φεβρουάριο του 1910 και οι βουλευτικές εκλογές της Βοσνίας το 1910 τον Μάιο του ίδιου έτους. Τον Ιούνιο του 1910, ο Μπόγκνταν Ζεράιτς επιχείρησε να δολοφονήσει τον στρατηγό Μάριαν Βαρεσάνιν, τον Αυστροούγγρο κυβερνήτη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Η υποστήριξη για τον επαναστατικό Γιουγκοσλαβισμό στη Βοσνία αυξήθηκε με την άνοδο της Σερβο-Κροατικής Προοδευτικής Οργάνωσης το 1911, η οποία προσέλκυσε την υποστήριξη για τον σκοπό από Σέρβους, καθώς και Κροάτες και ορισμένους Βόσνιους Μουσουλμάνους[4]. Η οργάνωση ήταν μια κοινωνία νεολαίας με επικεφαλής τον Ίβο Άντριτς, που προώθησε την ενότητα και τη φιλία μεταξύ της σερβικής και κροατικής νεολαίας και αντιτάχθηκε στην αυστροουγγρική κατοχή, αλλά κατακρίθηκε από τους εθνικιστές και παρενοχλήθηκε από την κυβέρνηση. [5]

Σχηματισμός, ένταξη και ιδεολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1909, η Νεαρά Βοσνία ήταν ένας χαλαρός κύκλος κυρίως Σερβοβόσνιων φοιτητών, των οποίων το ενδιαφέρον για τον επαναστατικό και ρομαντικό Γιουγκοσλαβισμό υποκινήθηκε από την προσάρτηση[6]. Η έκταση και η σημασία της επιρροής από το γειτονικό Βασίλειο της Σερβίας έχει συζητηθεί από ιστορικούς και φαίνεται ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της Νεαράς Βοσνίας και της Μαύρης Χειρός ξεκίνησαν σε μεγάλο βαθμό από τους πρώτους και όχι από τη δεύτερη. [6]

Ο Βλάντιμιρ Γκατσίνοβιτς ήταν ο ιδεολόγος της Νεαράς Βοσνίας και της τυραννοκτονίας ως μεθόδου πολιτικού αγώνα. Το 1911, ο Γκατσίνοβιτς δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο "Νεαρά Βοσνία" στο Αλμανάκ.[7]

Ο Πέταρ Κότσιτς ηγήθηκε των πιο ένθερμων αντι-Αυστριακών Σέρβων εθνικιστών και είχε δεσμούς με τη Νεαρά Βοσνία[8]. Ενώ έχει δημοσιευτεί ένας ισχυρισμός για το πώς το όνομα της Νεαράς Βοσνίας αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πέταρ Κότσιτς στο περιοδικό "Πατρίς" το 1907, αυτό ήταν προφανώς ένα λάθος σχετικά με το έτος έκδοσης. [9]

Τα μέλη ήταν κυρίως μαθητές σχολείων[10], κυρίως Σέρβοι αλλά και Βόσνιοι και Κροάτες[11]. Υπήρχαν πολλά κίνητρα, που προωθήθηκαν μεταξύ διαφορετικών μελών της ομάδας. Υπήρχαν μέλη, που προώθησαν τους γιουγκοσλαβικούς στόχους της παν-νοτιοσλαβικής ενοποίησης εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Βοσνίας, σε Γιουγκοσλαβία [12] [13] [14]. Υπήρχαν μέλη, όπως ο Ντιμίτριε Μιτρίνοβιτς, ένας από τους κορυφαίους ιδεολόγους της, που προώθησε σερβικούς εθνικιστικούς στόχους της πανσερβικής ενοποίησης στη Σερβία[15]. Η Νεαρά Βοσνία εμπνεύστηκε από μια ποικιλία ιδεών, κινημάτων, θεωρητικών και γεγονότων, όπως ο γερμανικός ρομαντισμός, ο αναρχισμός[16], ο ρωσικός επαναστατικός σοσιαλισμός, οΦιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Φρίντριχ Νίτσε και η Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. [4]

Δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, μέλος της Νεαράς Βοσνίας. Η ομάδα έλαβε βοήθεια από τη Μαύρη Χείρα, μια μυστική οργάνωση, που ιδρύθηκε από μέλη του Σερβικού Στρατού[4]. Κατά τη διάρκεια ενός σερβικού στρατοδικείου στην κατεχόμενη από τους Γάλλους Θεσσαλονίκη το 1916–17, ο Αρχηγός της Σερβικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς, γνωστός ως «Άπις», ανέλαβε την ευθύνη για την οργάνωση της δολοφονίας. Ο Άπις χρησιμοποίησε την επιρροή του στον σερβικό στρατό και στη Μαύρη Χείρα για να μεταφέρει όπλα και δολοφόνους στην κατεχόμενη από την Αυστρία Βοσνία. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης στις 26 Ιουνίου 1917, ο Άπις εκτελέστηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα[17]. Ο Βλάντιμιρ Γκατσίνοβιτς, ο μόνος ηγέτης της Νεαράς Βοσνίας, που προσχώρησε στη Μαύρη Χείρα[18], καταδίκασε τη δολοφονία σε επιστολή μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, πιθανώς για να αποφύγει την ευθύνη. [19]

Ο Πρίντσιπ κατά τη διάρκεια της δίκης του:

Παρεκκλήσι Ηρώων Βίντοβνταν, Σεράγεβο

Τα μέλη της Νεαράς Βοσνίας που φέρονται να συμμετείχαν στη δολοφονία ήταν:

Ένα βράδυ πριν από τη δολοφονία του Αρχιδούκα, ο Πρίντσιπ, ο Τσαμπρίνοβιτς και ο Ίλιτς επισκέφτηκαν τον τάφο του Μπόγκνταν Ζεράιτς για τελευταία φορά[21]. Η διακήρυξη του Ζεράιτς «Όποιος θέλει να ζήσει, ας πεθάνει. Όποιος θέλει να πεθάνει, ας ζήσει», αναφέρθηκε από τον Πρίντσι[ σε ένα από τα τραγούδια που έγραψε (σερβ. «Ал право је рекао пре Жерајић, соко сиви: Ко хоће да живи, нек мре, Ко хоће да мре, нек живи»). [22]

Μουσείο της Νεαράς Βοσνίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μουσείο της Νεαράς Βοσνίας χτίστηκε την περίοδο της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το 1953 στον τόπο, όπου έγινε η δολοφονία, στη μνήμη των δολοφόνων, ευρέως γνωστών στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας ως «ήρωες Βίντοβνταν». Στο μπροστινό μέρος του μουσείου υπήρχε μια πλάκα με την επιγραφή: «Από αυτό το μέρος, στις 28 Ιουνίου 1914, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ εξέφρασε με τη βολή του την εξέγερση του λαού ενάντια στην τυραννία και τον αιωνόβιο αγώνα του για ελευθερία (Са овога мјеста 28. јуна 1914. тираније и вјековну тежњу наших народа за слободом.)». Το 1992, στρατιώτες του Στρατού της Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης κατέστρεψαν τόσο την πλάκα όσο και τα ίχνη του Πρίντσιπ. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν αφαιρέσει την πλάκα του 1930 το 1941. Το μουσείο υπάρχει ακόμα και σήμερα, αλλά σήμερα τεκμηριώνει πτυχές της ζωής στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη κατά τη διάρκεια της αυστροουγγρικής κυριαρχίας.

  1. Tomasevich 2002, σελ. 5.
  2. Hajdarpasic, Edin (2015). Whose Bosnia? : nationalism and political imagination in the Balkans, 1840–1914. Ithaca. σελίδες 127–160. ISBN 978-0-8014-5371-7. 
  3. Djokić 2003, σελ. 59.
  4. 4,0 4,1 4,2 Stevan K. Pavlowitch (2002). Serbia: The History of an Idea. New York University Press. σελίδες 90–91. ISBN 978-0-8147-6708-5. 
  5. Dedijer 1966a, σελ. 216.
  6. 6,0 6,1 Lampe 2000, σελ. 90.
  7. Dedijer 1966, σελ. 831.
  8. Banac 1988, σελ. 191.
  9. Život. Svjetlost. 1989. σελ. 122. И, подсећајући да му је то у писму са- општио Божидар Зечевић, наводећи погрешно 1907. годину... 
  10. Stevenson, David (2004). 1914 – 1918:The History of the First World War. Penguin Books. σελ. 11. ISBN 978-0-14-026817-1. 
  11. Djokić 2003, σελ. 24.
  12. Neven Andjelic (2003). Bosnia-Herzegovina: The End of a Legacy. Psychology Press. ISBN 978-0-7146-5485-0. 
  13. Matjaž Klemenčič, Mitja Žagar (2004). The Former Yugoslavia's Diverse Peoples: A Reference Sourcebook. ABC Clio. σελ. 56. ISBN 978-1-57607-294-3. 
  14. Banac 1988.
  15. Banac 1988, σελ. 111.
  16. Trivo Indic (27 Μαΐου 1990). «The anarchist tradition on Yugoslav soil». Umanità Nova. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2014. 
  17. Newman 2015, σελ. 39.
  18. Glenny, Misha (5 Σεπτεμβρίου 2012). The Balkans: Nationalism, War, and the Great Powers, 1804–2012: New and Updated. House of Anansi. ISBN 978-1-77089-274-3. 
  19. Dedijer 1966, σελ. 522.
  20. Halilovic-Pastuovic 2020, σελ. 92.
  21. Stand To!: The Journal of the Western Front Association. The Association. 2003. σελ. 44. On the evening before 28 June 1914 Princip, Cabrinovic and Ilic paid a last visit to the grave of Bogdan Zerajic in Sarajevo. Zerajic had planned an assault ... 
  22. Marković, Marko (1961). Članci i ogledi. σελ. 193. 

 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]